Μούδιασμα, πόνος, δύσπνοια: όλη η Ελλάδα από τα μεσάνυχτα βιώνει το πένθος με έναν τρόπο συντριπτικό. To σόλο της θρυλικής Μάρθα Γκράχαμ για τον θρήνο και το πένθος από το 1930 είναι σαν να εκφράζει όλους μας.
Mια γυναίκα τυλιγμένη σε ένα ενιαίο, ελαστικό ύφασμα, καλυμμένη ως το κεφάλι, μόνο τα πόδια γυμνά στο πάτωμα, κάθεται σε έναν πάγκο. Σκυμμένη μπροστά κουνά το κεφάλι και το σώμα δεξιά αριστερά με μια απόγνωση. Θρηνεί. Ολόκληρο το σώμα γίνεται η ερμηνεία του πένθους του θρήνου. Τα χέρια γροθιές σφιγμένες στην κοιλιά, το σώμα γίνεται εκκρεμές, θέλει να μπει στο χώμα, θέλει να δραπετεύσει από τη θέση του λες και αλλάξει αυτό που έχει συμβεί.
Eίναι τα πρώτα δευτερόλεπτα από το σόλο της σπουδαίας Μάρθα Γκράχαμ, το 1930, με τον τίτλο Lamentation. Θρήνος. Κανείς ποτέ δεν κατόρθωσε να αποδώσει μέσα από ίδιο του σώμα και την τέχνη, το βάθος, το βάρος, το ανεξήγητο με λόγια πένθος. Εγινε μια από τις πλέον εμβληματικές δημιουργίες της, παρά τα ελάχιστα μέσα, την ελάχιστη κινησιολογία που χρησιμοποίησε. Εγινε μνημείο του πένθους.
Σήμερα, υπό την συντριβή της είδησης με τους δεκάδες νεκρούς στα συντρίμμια των δυο αμαξοστοιχιών στα Τέμπη, μοιάζει σαν να είμαστε όλοι η Μάρθα Γκράχαμ σε αυτό το σόλο των 4 λεπτών με την μουσική του Ούγγρου Zoltán Kodály. Σαν το σώμα της να είναι η Ελλάδα.
Στο πρόγραμμα της πρεμιέρας που έγινε στη Νέα Υόρκη στις 8 Ιανουαρίου του 1930 αναφέρεται ότι το έργο δεν παρουσιάζει «την οδύνη ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, χρόνου ή μέρους, αλλά προσωποποιεί τo ίδιο το πένθος». Η ίδια η Γκράχαμ έλεγε ότι επέλεξε να φορέσει αυτό τον σωλήνα υφάσματος «για να υποδηλώσω την τραγωδία που κυριεύει το σώμα, την ικανότητα να τεντωθείς μέσα στο ίδιο σου το δέρμα, να βιώσεις και να δοκιμάσεις την περίμετρο και τα όρια του πένθους».
Στο τέλος, τραβά το ύφασμα που καλύπτει το κεφάλι της, σαν να τραβάει τα μαλλιά της, σαν να προσπαθεί να αφαιρέσει από πάνω της το βάρος του πένθους. Το κεφάλι της πέφτει ανάμεσα στα πόδια. Εχει νικηθεί.