Θα είναι το εικαστικό γεγονός της σεζόν στην Αθήνα: η πρώτη έκθεση με έργα του Μαρσέλ Ντισάν στην Αθήνα και παράλληλα μια νέα έκδοση για το έργο του. Βυθιζόμαστε στη ζωή και την τέχνη τού σπουδαίου εικαστικού, που δήλωνε ότι σιχάθηκε το τελάρο και το καναβάτσο και εισήγαγε το ready-made σύγχρονη τέχνη.
«Μιλάει με φωνή ήρεμη, σταθερή, δίχως να υψώνει τον τόνο. H μνήμη του είναι θαυμαστή, οι λέξεις που χρησιμοποιεί δεν είναι αποτέλεσμα αυτοματισμού ή συνήθειας, αλλά αποτέλεσμα μιας επιλογής... Μια μοναδική ερώτηση προκάλεσε έντονη αντίδραση: η προτελευταία όπου τον ρωτώ αν πιστεύει στο Θεό».
O Πιερ Καντάν έχει ξετινάξει στις ερωτήσεις τον Μαρσέλ Ντισάν για το βιβλίο τους «Ο μηχανικός του χαμένου χρόνου», μια σειρά συνεντεύξεων που στην Ελλάδα μας χάρισε σε μια αλησμόνητη έκδοση ο Σταύρος Πετσόπουλος των εκδόσεων Άγρα.
Το ανοίγω ξανά καθώς προετοιμάζομαι να δω για πρώτη φορά πλήθος έργων του στην Ελλάδα, στην έκθεση που διοργανώνει η Eleftheria Tseliou Gallery υπό τον τίτλο «Re(a)Duchamp» από τις 21 Φεβρουαρίου. Καθόλου τυχαία την μετάφραση στα ελληνικά του βιβλίου με τις συνεντεύξεις τις είχε κάνει ο Κύριλλος Σαρρής ο οποίος επιμελείται τώρα την έκθεση.
Η ιδέα του θεού ήταν μια τρελή χαζομάρα
Αυτός υπογράφει και τα κείμενα του νέου βιβλίου για τον Ντισάν που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Άγρα και την Eleftheria Tseliou Gallery. Πριν όμως βυθιστούμε στα μυστικά της έκθεσης και του έργου του Ντισάν, ας ικανοποιήσουμε την περιέργειά μας. Τελικά, πίστευε ο ιδιοσυγκρασιακός, εικονοκλάστης δημιουργός, στον Θεό;
«Όχι, καθόλου. Για μένα, το ζήτημα αυτό δεν υπάρχει. Είναι μια επινόηση του ανθρώπου. Γιατί να μιλήσουμε για μια τέτοια ουτοπία; Όταν ο άνθρωπος επινοεί κάτι, υπάρχει πάντα κάποιος υπέρ και κάποιος κατά αυτού του πράγματος. Το να δημιουργήσουμε την ιδέα του Θεού ήταν μια τρελή χαζομάρα. Δεν θέλω να πω ότι δεν είμαι ούτε άθεος ούτε πιστός, δεν θέλω να μιλήσω γι' αυτό. Δεν σας μιλώ, εγώ, για τη ζωή των μελισσών την Κυριακή, έτσι δεν είναι; Είναι το ίδιο πράγμα».
Μια ουτοπία, μια επινόηση ανθρώπινη, ο Θεός κατά τον Ντισάν. Μα αυτό δεν είναι η Τέχνη; Για αυτό δεν βλέπουμε τους σημαντικούς δημιουργούς ως μικρούς θεούς που δημιουργούν σύμπαντα και νέους τρόπους σκέψης. Ε, ο Ντισάν ήταν ένας από αυτούς. Και όσοι δεν είχαν την ευκαιρία να δουν εκθέσεις του στο εξωτερικό, θα το διαπιστώσουν στην αίθουσα τέχνης της Ελευθερίας Τσέλιου από τις 21 Φεβρουαρίου ως τις 30 Μαρτίου.
Πού πήγα και τον ψάρεψα αυτόν τον ιερατισμό;
Ήταν άραγε, o γεννημένος το 1887 στη Γαλλία εικαστικός, ο απόστολος της θρασύτητας, όπως έλεγαν γι' αυτόν κάποιοι Αμερικανοί; «Δεν ξέρω ποιος το είπε. Το αποδέχομαι όμως», απαντούσε ο ίδιος.
Γιος συμβολαιογράφου, ένα από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας -τα έξι, μεταξύ των οποίων ο Μαρσέλ, έγιναν καλλιτέχνες. Έκανε μαθήματα ζωγραφικής στο σπίτι και όταν το 1904 βρέθηκε στο Παρίσι μεταμορφώθηκε σε μία δίνη που απορρόφησε, αποκωδικοποίησε και αξιοποίησε ό,τι του ταίριαζε από τα κυρίαρχα κινήματα: μετά-ιμπρεσιονισμός, φοβισμός, κυβισμός. Τα απέρριψε σύντομα όλα και κινήθηκε προς τον φουτουρισμό και την αφαίρεση, πριν καν οριοθετηθούν ως κινήματα.
Όμως, φτάνοντας στο Παρίσι, δέχθηκε μια από τις σημαντικότερες επιρροές. «Ένα σημαντικό γεγονός για μένα στάθηκε η ανακάλυψη του Μatisse τo 1906 ή το 1907... Ω, είναι σίγουρα ο Matisse. Nαι, αυτός είναι η απαρχή... Καλά-καλά δεν τον ήξερα. Τον συνάντησα ίσως τρεις φορές στη ζωή μου. Αλλά οι πίνακες που είχε εκθέσει στη Φθινοπωρινή Έκθεση με συγκίνησαν τρομερά, ειδικά οι μεγάλες κόκκινες ή μπλε φιγούρες ζωγραφισμένες με φαρδιές πλατιές πινελιές ήταν μεγάλη υπόθεση εκείνη την εποχή ξέρετε. Μεγάλη έκπληξη. Υπήρξε ακόμη ο Girieud που μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον...Είχε ένα είδος ιερατισμού που με τραβούσε. Ιδέα δεν έχω που πήγα και τον ψάρεψα αυτόν τον ιερατισμό.»
Η κρήνη-ουρητήρας, ο καλλιτέχνης-τεχνίτης
Είναι 25 χρόνων, έχει ζωγραφίσει αρκετούς πίνακες, χωρίς να προκαλέσει ιδιαίτερη αίσθηση, όταν ζωγραφίζει το περιβόητο «Γυμνό που κατεβαίνει μία σκάλα», μια σχεδόν κινηματογραφικής ποιότητας απεικόνιση, μια δίνη καθοδικής κίνησης στον καμβά. Αρνούνται να το εκθέσουν στο Παρίσι, όμως αποθεώνεται στη Νέα Υόρκη. Το ίδιο έργο. Κάνει κάποιους ακόμα πίνακες, αλλά έχει ήδη αποφασίσει να εγκαταλείψει τη ζωγραφική μετά από το σοκ του τρόπου που έγινε δεκτό -ή απορρίφθηκε- ο ίδιος πίνακας.
To 1913 έφτιαξε το έργο με την μπροστινή ρόδα ποδηλάτου πάνω σε ένα σκαμνί (Bicycle wheel on a stool). Το 1917 τον πρώτο από τη σειρά με τις κρήνες-ουρητήρες του, υπό τον τίτλο «Fountain», τον οποίο υπέγραψε με το ψευδώνυμο R. Mutt.
«Είναι δυνατόν να φτιάχνουμε έργα που δεν είναι έργα τέχνης;» αναρωτιόταν. «Ο καθένας κάτι κάνει κι αυτοί που κάνουν πράγματα πάνω σ' ένα καναβάτσο, με ένα πλαίσιο, λέγονται καλλιτέχνες. Παλιότερα, τους ονόμαζαν με μια λέξη που προτιμώ: τεχνίτες».
Τα έργα του, ανένταχτα, αταξινόμητα, δεν γίνονται κατανοητά, είναι πολύ πρωτοποριακά για την εποχή.
Ο ουσιαστικός, πλήρης, αποχαιρετισμός του στη ζωγραφική ήρθε με το έργο «Το μεγάλο Γυαλί», ένα από τα αριστουργήματα που παρέδωσε στην τέχνη. Άρχισε να αναζητά νέα μέσα και έφερε την επανάσταση στη σύγχρονη τέχνη, άνοιξε διάπλατα ένα ολόκληρο νέο πεδίο με τη χρήση έτοιμων αντικειμένων (ready-made). Όταν το μεγάλο γυαλί ράγισε κατά τη μεταφορά του στο Μπρούκλιν, ο Ντισάν είπε ότι αγάπησε ακόμα περισσότερο αυτό το έργο. Δεν επέτρεψε να το επιδιορθώσουν.
«Ένιωθα αηδία για το τελάρο και το καναβάτσο»
Σταμάτησε οριστικά να ζωγραφίζει το 1923, δήλωνε κουρασμένος από την εμπορευματοποίηση -«δεν μου άρεσε η σχέση της τέχνης με το χρήμα. Δεν βάζω νερό στο κρασί μου».
Ανατρέχω στις συνεντεύξεις του, και σε όσα είπε για το «Μεγάλο Γυαλί» στον Πιερ Καντάν. «Πέρασα οκτώ χρόνια δουλεύοντας το Grand Verre, κάνοντας εξάλλου κι άλλα πράγματα ενδιάμεσα, είχα όμως ήδη εγκαταλείψει το καναβάτσο και το τελάρο. Ένιωθα ήδη ένα είδος αηδίας και για το ένα και για το άλλο, όχι γιατί παραέχουν ζωγραφίσει οι άνθρωποι καναβάτσα σε τελάρα, αλλά γιατί δεν ήταν στα μάτια μου, αναγκαστικά, ένα μέσο για να εκφραστώ. Το Grand Verre με έσωσε χάρη στη διαφάνειά του». Το δημιούργησε στην Αμερική, όπου κατέφυγε μετά από χρόνια απομόνωσης στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Έγινε δεκτός ως αστέρας.
Το 1934 προκάλεσε έκπληξη εκδίδοντας το «Πράσινο Κουτί», που περιέχει μια σειρά ντοκουμέντων που έχουν σχέση με το έργο του «Μεγάλο Γυαλί», με τον Μπρετόν, τον Σουρεαλισμό.
Το «Πράσινο Κουτί» θα εκτεθεί στην Αθήνα από την Ελευθερία Τσέλιου, ανάμεσα στα άλλα έργα που έχει εξασφαλίσει από ιδιωτικές συλλογές και ιδρύματα σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Ο Ντισάν το 1954, σε ηλικία 67 ετών, παντρεύτηκε την Teeny Sattle, κόρη του Ανρί Ματίς -είχε παντρευτεί για λίγους μόνο μήνες το 1927 τη Lydia Sarazin-Lavassor. Το 1955 έγινε Αμερικανός πολίτης. Λάτρευε το σκάκι, ήταν δεινός παίκτης, με χιλιάδες κερδισμένες παρτίδες στο ενεργητικό του. Έργο τέχνης αποτελεί η φωτογραφία που τον έβγαλε ο Julian Wasser, να παίζει σκάκι με τη γυμνή Εve Baditz στο Μουσείο Pasadena Art. Ήταν 76 ετών, πέθανε οκτώ χρόνια αργότερα.
«Δεν χρειάζομαι πολλά στη ζωή μου. Έναν καφέ και το σκάκι» έλεγε λίγο πριν από τον θάνατό του.
«Θα περιμένω το κοινό που θα έρθει εκατό χρόνια μετά τον θάνατό μου»
Ήταν ο Duchamp ένας εκκεντρικός; «Η τέχνη μου είναι να ζω. Κάθε δευτερόλεπτο, κάθε ανάσα, είναι ένα έργο που δεν γράφεται πουθενά, που δεν είναι ούτε ορατό, ούτε εγκεφαλικό. Είναι ένα είδος μόνιμης ευφορίας».
Η καλλιτεχνική του αξία, η διάνοιά του άλλαξε τον τρόπο που βλέπουμε τη σύγχρονη τέχνη αλλά και τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Όμως στην εποχή του δέχθηκε σκληρή κριτική, αποκλεισμούς, κυρίως στην Ευρώπη. Τον ενοχλούσε άραγε αυτό; «Προτιμώ να περιμένω το κοινό των επόμενων πενήντα, ή εκατό χρόνων μετά τον θάνατό μου», είχε πει, ρουφώντας βαθιά μια ρουφηξιά καπνού από το τσιγάρο του.
Σε μία συνέντευξη που έδωσε στους New York Times το 1963, καθώς έπαιζε σκάκι, αναφέρθηκε στον τρόπο που του συμπεριφέρθηκαν στην αρχή οι κριτικοί και κοινό, κυρίως όταν πενήντα χρόνια πριν παρουσίασε το «Γυμνό που κατεβαίνει μια σκάλα». Σαρκαστικός και κάπως πληγωμένος. «Την ίδια χρονιά, το 1913, είδα στην όπερα του Παρισιού την πρεμιέρα του “Iεροτελεστία της Άνοιξης”, του Στρανβίσκι. Δεν θα ξεχάσω τα γιουχαΐσματα, τις κραυγές. Τι λέτε, παίζουμε μια ακόμα παρτίδα;». Η αναφορά στον τρόπο που έγινε δεκτό το έργο-ορόσημο ήταν σαφής.
Info:
Εγκαίνια: Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024 / 19:00- 22:00
Διάρκεια: έως 30 Μαρτίου 2024
Ώρες λειτουργίας: Tρίτη-Παρασκευή: 12.00 - 20.00 Σάββατο: 12.00 -15.00
Ηρακλείτου 3 / Αθήνα 10673 / τηλ.: 2103618188 / info@tseliougallery.com