Ζούσε σε ένα απίστευτο κυνήγι ταξιδεύοντας σε ολόκληρο τον κόσμο διαρκώς για να εμφανιστεί σε μεγάλες σκηνές όπερας η σπουδαία σοπράνο Μάρλις Πέτερσεν. Τα πάντα σταμάτησαν απότομα, κατέφυγε στο σπίτι της στην Κορώνη και από εκεί αποθεώνει την Ελλάδα, αλλά και σχεδιάζει τα επόμενα βήματα στην καριέρα της και σχολιάζει πως πρέπει να αλλάξει η κυριαρχία των ελίτ σκηνών όπερας.
Με ένα βίντεο που συζητήθηκε πολύ, μέσα στο οργιαστικό ανοιξιάτικο τοπίο της Κορώνης όπου έχει τα τελευταία χρόνια φτιάξει ένα σπίτι περικυκλωμένο από εκατοντάδες ρίζες ελιάς, η κορυφαία σοπράνο Μάρλις Πέτερσεν διαφήμισε με τον πλέον ιδανικό τρόπο την Ελλάδα σε έναν κόσμο που ταλανίζεται από την πανδημία με κυρίαρχη τη συνθήκη του εγκλεισμού. Παραφράζοντας το «Amazing Grace» σε «Αmazing Greece», προσάρμοσε το τραγούδι μέσα στο βίντεο που έβγαλε με το κινητό της. «Μου ήρθε αυτόματα, χωρίς σκέψη. Είχα τη μελωδία στο μυαλό μου και ξαφνικά αντί για grace είπα Greece», λέει η Μάρλις Πέτερσεν και από το τηλέφωνο αρχίζει πάλι να τραγουδά, η φωνή της κρυσταλλική, διαυγής, με ορμή φτάνει στο γραφείο του iefimerida. Η συζήτησή μας πέρασε γρήγορα στον τρόπο με τον οποίο ραγδαία αλλάζουν οι Τέχνες και στην ανάγκη να περάσουμε στην καινοτομία, την άκρατη δημιουργία, που είχε μπει σε δεύτερη μοίρα εσχάτως μέσα σε ένα χαώδες κηνύγι μεγάλων ονομάτων και φυσικά χρήματος.
«Υπάρχει ένα ανοιχτό πεδίο πιθανοτήτων με την οικονομία να πιέζεται διαρκώς και μεγάλο μέρος της αγοράς να παραμένει κλειστό. Και αυτό ισχύει φυσικά και για τη μουσική και την όπερα. Οταν, όπως όλα δείχνουν, αρχίσουν να ανοίγουν τα θέατρα το φθινόπωρο σίγουρα τίποτα δεν θα μπορέσει να γίνει όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί», λέει. Το πρόγραμμά της είναι ασφυκτικά γεμάτο με συναυλίες και ρόλους προγραμματισμένους τουλάχιστον δύο χρόνια πριν. Και τώρα ξαφνικά αναμονή. «Toν τελευταίο χρόνο έκανα residence στην Φιλαρμονική του Βερολίνου και είχαμε κάνει τρεις εβδομάδες πρόβες όταν έκλεισαν τα πάντα λόγω του κορωνοϊού. Ετοιμαζόμασταν για να παρουσιάσουμε την όπερα «Φιντέλιο» του Μπετόβεν στο Φεστιβάλ Μπάντεν-Μπάντεν. Πολλοί γνωστοί μου ετοιμάζονταν να κάνουν πρεμιέρες μια-δυο μέρες πριν κλείσουν τα θέατρα. Είναι τραγικό. Αυτές τις μέρες θα βρισκόμουν στη Βιέννη και αμέσως μετά στο Βερολίνο για εμφανίσεις, αργότερα στην Ιαπωνία. Για τον Αύγουστο έχω προγραμματίσει να εμφανιστώ στην Αυστραλία όπου από εκεί με ενημερώνουν ότι προς το παρόν δεν θα ακυρωθεί το πρόγραμμα, άρα θα είναι μάλλον η πρώτη εμφάνιση που θα κάνω μέσα την πανδημία. Τoν Οκτώβριο είναι προγραμματισμένο να εμφανιστώ στο La Monnaie στις Βρυξέλλες με την σπουδαία όπερα «Η Νεκρή Πόλη» του Κόρνγκολντ -από τις Βρυξέλλες όμως δεν έχω ακόμα ενημέρωση. Θα μπορέσουμε να παρουσιαστούμε σε ένα κοινό 2.000 ατόμων; Ποιες αλλαγές θα γίνουν;»
Η παραζάλη του namedropping στην όπερα που έγινε μηχανή
Τα ερωτήματα είναι ασφυκτικά. Η ίδια όμως ακούγεται ψύχραιμη, στωική. «Είμαι τυχερή γιατί έχω δουλέψει εξαντλητικά τα τελευταία χρόνια και αυτό που μου επιτρέπει για ένα χρονικό διάστημα να είμαι ήρεμη, ψύχραιμη» μου εξηγεί. «Είχα τον χρόνο να χαλαρώσω, να ξεκουραστώ και κυρίως να σκεφτώ. Να σκεφτώ με ποιόν τρόπο θέλω πλέον να συνεχίσω να δουλεύω. Θα ήθελα να βρω μια καλύτερη ισορροπία μεταξύ εργασίας και ζωής. Ζω πλέον στην Ελλάδα, είμαι τόσο ευτυχισμένη μέσα στο περιβάλλον της Κορώνης. Θέλω να βγω από τον τρελό τροχό της δουλειάς που ρουφάει όλη μου την ενέργεια». Περιγράφει τη ζωή της πριν και πραγματικά μοιάζει με ένα συνεχές σπιράλ χωρίς ανάσα. «Θέλω να ρίξω ρυθμούς. Και αυτή είναι μια πρόκληση για όλους μας. Επί χρόνια δουλεύαμε με έναν τρόπο εξουθενωτικό. Τώρα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση εργασίας και ζωής. Και αν το κάνουμε αυτό και φτάσουμε στην ουσία των πραγμάτων, θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε έναν νέο κόσμο, ένα νέο σύστημα. Δείτε για παράδειγμα τον χώρο της όπερας: κυριαρχεί μια διαδικασία namedropping. Ισχυρά ονόματα που αραδιάζονται το ένα μετά το άλλο προκειμένου να γεμίσουν οι μεγάλες αίθουσες. Μια παραζάλη. Θα ήθελα να δω τον πραγματικό ενθουσιασμό της τέχνης να επιστρέφει. Τώρα είναι μια μηχανή».
Μου λέει ότι στη Γερμανία το διεθνές περιοδικό Οpernwelt δίνει κάθε χρόνια βραβεία όπερας. Θυμάται ότι πρόσφατα δεν έδωσαν το Μεγάλο Βραβείο Σκηνής σε μία όπερα, αλλά σε διάφορες μικρές όπερες της Γερμανίας. «Η αιτιολογία ήταν ότι οι μικρές όπερες είναι περισσότερο δημιουργικές από τις κεντρικές σκηνές που υποχρεούνται να προσφέρουν τροφή για τα μεγάλο κοινό. Ναι, τα μικρά θέατρα δημιουργούν πραγματική τέχνη και καινοτομούν. Αυτό το είδα και στην Ελλάδα: όταν άρχισε η κρίση, αναδύθηκαν μικρά θέατρα και δράσεις. Οι καλλιτέχνες έγιναν περισσότερο δημιουργικοί. Αυτό είναι θετικό, δηλαδή το να μην έχουμε μόνο την ελίτ των σκηνών όπερας, αλλά και μικρότερα θέατρα που θα δημιουργούν όμορφα, πραγματικά δημιουργικά θεάματα για την ανθρωπότητα» λέει.
Μιλάει διαρκώς με συνεργάτες, διευθυντές ορχήστρας, καλλιτέχνες ανά τον κόσμο, παρακολουθεί πώς οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να μην στηρίζουν τον πολιτισμό όπως του αξίζει, ακόμα και να μειώνουν τα κονδύλια για τις τέχνες εν μέσω πανδημίας για να στηρίξουν άλλους τομείς. «Τώρα, με τον κορωνοϊό, βλέπουμε τις καλά κρυμμένες αλήθειες στον χώρο των Τεχνών, καθώς έρχονται πλέον στην επιφάνεια. Ελάχιστοι γνώριζαν ότι οι καλλιτέχνες είναι free lancers, δεν προστατεύονται, δεν έχουν συμβάσεις, δίχτυ ασφαλείας. Πολλοί καλλιτέχνες σήμερα υποφέρουν διότι σταμάτησαν οι πληρωμές από παραστάσεις ή συναυλίες που συμμετείχαν ή θα συμμετείχαν και ακυρώθηκαν. Την ίδια ώρα δεν ξέρουμε τι και αν θα γίνει στο μέλλον. Αν θα υπάρχουν δουλειές» λέει.
Η αφόρητη πιέση να επιτυγχάνεις διαρκώς κάτι
Περιγράφει τις συνθήκες εργασίας, το κυνήγι του χρόνου και στη φωνή τους ακούω την ένταση. Την ρωτάω αν έχει αισθανθεί ποτέ δυστυχής μέσα σε αυτό τον ανεμοστρόβιλο που είναι η δουλειά μιας διεθνούς φήμης σοπράνο στις σκηνές του κόσμου. «Ναι, έχω. Ξέρετε νιώθω υπέροχα όταν τραγουδάω. Ομως, η πίεση ότι πρέπει διαρκώς να επιτυγχάνεις κάτι, σε κάνει να τρέχεις ασταμάτητα σαν να είσαι μέσα σε έναν τροχό που γυρίζει με μεγάλη ταχύτητα. Κάνεις έξι εβδομάδες πρόβες, μετά τρεις εβδομάδες παράσταση και στη συνέχεια τρέχεις στις επόμενες πρόβες και ενδιάμεσα έχεις ένα ρεσιτάλ… Διαρκώς τρέχεις πίσω από την τέχνη σου. Δεν έχεις χρόνο να απολαύσεις και να δημιουργήσεις. Πριν από ένα χρόνο έπαθα υπερκόπωση. Και αυτό με έκανε να σκεφτώ για το πώς κινούμαστε στη ζωή μας, τρέχουμε πίσω από τα πράγματα δεν περπατούμε δίπλα τους. Δεν θέλω να το κάνω πλέον».
Την ρωτάω αν αυτό που νιώθει τώρα, μέσα από την αναγκαστική παύση που της έδωσε χρόνο όχι μόνο για ανάπαυση αλλά κυρίως για σκέψη και συνειδητοποίηση, σημαίνει ότι επανεξετάζει τη σπουδαία καριέρα της. Με αιφνιδιάζει απαντώντας ακαριαία καταφατικά. «Ναι. Ισχύει αυτό. Κοιτάζω τι έκανα, πώς και τι πραγματικά θέλω να κάνω στο μέλλον. Ελεγα “ναι” σε μερικές προτάσεις για να κάνω μια χάρη, ή επειδή προέρχονταν από όπερες με τις οποίες είχα πολλές φορές συνεργαστεί στο παρελθόν. Τώρα συγκεντρώνω όλες αυτές τις σκέψεις και σχεδόν φτιάχνω ένα μανιφέστο. Ρωτώ τον ίδιο μου τον εαυτό αν θέλω να τραγουδήσω όλους τους ρόλους που μου προσφέρονται. Και πόσο θέλω να δουλεύω. Είμαι 52 ετών και δεν έχω απολαύσει τη ζωή. Εννοώ, την έχω απολαύσει 100% μέσω της μουσικής αλλά όχι ως πραγματική ζωή. Θέλω να ζήσω την εμπειρία που μου προσέφερε η Πελοπόννησος. Μπορώ να κάθομαι δυο ώρες κάθε μέρα και να κοιτάζω το τοπίο και τον κύκλο της μέρας, της φύσης. Αναγέννηση και θάνατος. Η έννοια του κύκλου είναι καθοριστική και είναι κάτι που εμείς οι γυναίκες κατανοούμε ίσως καλύτερα».
Χοροπηδώντας στο τραμπολίνο
Οσο για την τέχνη, και στην περίπτωσή μας την όπερα, η Πέτερσεν λέει ότι τώρα είναι η χρυσή τους ευκαιρία για να αποκτήσουν νέα μορφή. «Αυτή είναι η πρόκληση. Ομως στην άλλη πλευρά υπάρχουν τα χρήματα. Στη Γερμανία όλες οι σκηνές όπερες χρηματοδούνται κρατικά και αυτό δίνει μια σχετική ασφάλεια. Τώρα είναι ευκαιρία για τις όπερες να ανακαλύψουν εντελώς νέα πράγματα, να γίνουν φεστιβάλ με όσμωση τεχνών, μουσική και τεχνολογία για παράδειγμα. Κάθε τομέας θα θρέψει τον άλλο, θα του δώσει υλικό για να εξελιχθεί.»
Υπάρχουν μικρές σιωπές στη συνομιλία μας. Την βλέπω σχεδόν να κοιτάζει το υπέροχο τοπίο της Κορώνης, μέσα στο κτήμα της πριν απαντήσει. «Μερικές φορές λέω ότι είμαι ευγνώμων στον κορωνοϊό, γιατί μπορεί να μας κάνει να καταλάβουμε πώς ήταν η ζωή μας και ότι πρέπει να αναλάβουμε δράση. Ως τώρα ακολουθούμε τις οδηγίες των πολιτικών και περιμένουμε να επιστρέψουμε στην κανονικότητα. Αυτό είναι τρελό. Δεν μπορείς απλά να κάθεσαι και να περιμένεις να γίνουν όλα όπως πριν “ω θεέ μου, σε δυο εβδομάδες θα επιστρέψουμε στα καφέ”. Πρέπει να ξυπνήσουμε. Να δράσουμε».
Αναρωτιέμαι αν ακούει κλασική μουσική όπερα, αυτές τις μέρες. «Οχι. Μόνο τζαζ ή κάποια ποπ τραγούδια που αγαπώ και τα βάζω δυνατά όσο εγώ χοροπηδώ στον κήπο μου πάνω στο τραμπολίνο, όλο και πιο ψηλά» λέει και ξεκαρδίζεται στα γέλια. Η θέα γεμίζει το οπτικό της πεδίο και γίνεται ερέθισμα. «Αγαπώ την Ελλάδα. Στη Γερμανία όλα γίνονται με εγκεφαλικό τρόπο και πρέπει να έχουν μετρήσιμο αποτέλεσμα. Στην Ελλάδα όμως προτεραιότητα είναι η πραγματική ζωή. Είναι κάτι που έχετε οι Ελληνες από τη φύση σας. Και έχω πολλά να μάθω από αυτό.»