Μάριο Βάργκας Λιόσα: Aπό τον μαρξισμό στον φιλελευθερισμό, ο επικός συγγραφέας που ήθελε να κυβερνήσει - iefimerida.gr

Μάριο Βάργκας Λιόσα: Aπό τον μαρξισμό στον φιλελευθερισμό, ο επικός συγγραφέας που ήθελε να κυβερνήσει

Μάριο Βάργκας Λιόσα
O Λιόσα ήταν συγγραφέας της σάρκας και των ιδεών / Getty images

Για τον Μάριο Βάργκας Λιόσα η πολιτική δεν ήταν απλώς υπόθεση ιδεών, αλλά υπαρξιακή πράξη.

Από την αποθέωση της κουβανικής επανάστασης μέχρι την υποψηφιότητά για την προεδρία του Περού, από την απογοήτευση για τον Κάστρο έως τη δημόσια υπεράσπιση του φιλελευθερισμού, το πολιτικό ταξίδι του Μάριο Βάργκας Λιόσα υπήρξε βαθιά λογοτεχνικό και βαθιά ανθρώπινο.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Πέθανε στη Λίμα, την πόλη που τον διαμόρφωσε και τον αποδόμησε ξανά και ξανά. Ήταν 89 ετών. Ο θάνατός του σηματοδοτεί το τέλος μιας από τις πιο φλογερές λογοτεχνικές πορείες του εικοστού αιώνα. Ήταν ένας συγγραφέας που απέρριπτε τις ψευδαισθήσεις την ίδια στιγμή που τις οικοδομούσε, που πίστευε στην αλήθεια της μυθοπλασίας και τη μυθοπλασία της πολιτικής. Που έγραφε με την επίμονη ορμή κάποιου που ήξερε πως οι λέξεις, αν είναι αρκετά κοφτερές, μπορούν να προκαλέσουν αιμορραγία.

Γεννημένος το 1936 στην Αρεκίπα του Περού, ο Χόρχε Μάριο Πέδρο Βάργκας Λιόσα μεγάλωσε σε ένα συναισθηματικό τοπίο πιο άγριο κι από τα υψίπεδα των Άνδεων.

Ανατράφηκε πιστεύοντας πως ο πατέρας του είχε πεθάνει, μια πίστη που διαλύθηκε στα δέκα του, όταν ο αυστηρός, αυταρχικός πατέρας επανεμφανίστηκε, για να τον απομακρύνει από τη στοργή της μητέρας του και να τον στείλει σε μια στρατιωτική ακαδημία. Η τραυματική αυτή εμπειρία έγινε η πρώτη του λογοτεχνική έκρηξη: «Η Πόλη και τα Σκυλιά» (1963), ένα μυθιστόρημα τόσο ανελέητο που το ίδιο το σχολείο έκαψε τελετουργικά αντίτυπά του στην αυλή.

Θαύμαζε τον Φλομπέρ, μισούσε τον ολοκληρωτισμό και υποψιαζόταν κάθε νοσταλγία / Hank Ackerman - AP
Θαύμαζε τον Φλομπέρ, μισούσε τον ολοκληρωτισμό και υποψιαζόταν κάθε νοσταλγία / Hank Ackerman - AP
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Επαναστάτες της φόρμας

Το έργο αυτό δεν παρουσίαζε απλώς μια νέα περουβιανή φωνή, εγκαινίαζε μια νέα εποχή. Ο Λιόσα ταυτίστηκε με το λεγόμενο «Μπουμ» της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, μαζί με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, τον Χούλιο Κορτάσαρ και τον Κάρλος Φουέντες. Κοινός τους τόπος ήταν η ισπανική γλώσσα και η επανάσταση στη φόρμα.

Μα ενώ οι άλλοι ακολούθησαν τη μαγεία, ο Λιόσα έμεινε πιστός στη δομή, στην πειθαρχία, σ’ αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «σκληρή και παθιασμένη εμμονή με την πραγματικότητα». Θαύμαζε τον Φλομπέρ, μισούσε τον ολοκληρωτισμό και υποψιαζόταν κάθε νοσταλγία. Τα μυθιστορήματά του αναζητούσαν τάξη στο χάος, και συχνά δεν έβρισκαν καμία.

Από το «Πράσινο Σπίτι» (1966) ως το «Η Συνομιλία στον Καθεδρικό Ναό» (1969), και από το «Πόλεμος στο Τέλος του Κόσμου» (1981) μέχρι το «Η Γιορτή του Τράγου» (2000), η λογοτεχνία του εστίασε με ακρίβεια λέιζερ στην εξουσία, την προδοσία, και τον άνθρωπο παγιδευμένο σε συστήματα που υπόσχονταν σωτηρία και παρέδιδαν τρόμο. Ήταν συγγραφέας της δυσπιστίας.

Η διανοητική και πολιτική του ειλικρίνεια

Η πολιτική για τον Λιόσα δεν ήταν υποσημείωση, ήταν πεπρωμένο. Ξεκίνησε μαρξιστής, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε τον ενθουσιασμό του για την Κούβα και πέρασε στο φιλελευθερισμό. Η σχέση του Μάριο Βάργκας Λιόσα με τον Φιντέλ Κάστρο υπήρξε σύνθετη, ενδεικτική της πολιτικής του μεταστροφής αλλά και της διανοητικής του ειλικρίνειας. Ξεκίνησε με θαυμασμό και κατέληξε σε σφοδρή σύγκρουση, σε ένα είδος πολιτικής novela με έντονη ιδεολογική φόρτιση.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ο νεαρός τότε Βάργκας Λιόσα ήταν αριστερός και ένθερμος υποστηρικτής της κουβανικής επανάστασης. Όπως πολλοί Λατινοαμερικανοί διανοούμενοι της εποχής, έβλεπε στο πρόσωπο του Κάστρο και στην επανάσταση του 1959 ένα αντίβαρο στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και μια ελπίδα για κοινωνική δικαιοσύνη. Επισκέφθηκε την Κούβα, συμμετείχε σε συνέδρια, και για κάποιο διάστημα, έδειχνε να πιστεύει ότι μια μορφή ουμανιστικού σοσιαλισμού ήταν εφικτή.

Η κρίσιμη καμπή ήρθε στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν ο Κουβανός ποιητής Χεμπέρτο Παντιγιά καταγγέλθηκε για «ιδεολογική απόκλιση» και στάλθηκε σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας από το καθεστώς. Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, μαζί με άλλους συγγραφείς όπως ο Χούλιο Κορτάσαρ και ο Οκτάβιο Πας, υπέγραψε δημόσια διαμαρτυρία. Η αντίδραση του καθεστώτος και η απόλυτη αδιαλλαξία του Κάστρο τον οδήγησαν σε πλήρη ρήξη με τον κουβανικό σοσιαλισμό.

Ο Κάστρο ως τραγικό πρόσωπο της Ιστορίας

Από εκεί και έπειτα, έγινε από τους πιο καίριους επικριτές του Κάστρο στον ισπανόφωνο κόσμο. Κατήγγειλε την καταστολή των διαφωνούντων, τον αυταρχισμό, τη φτώχεια και τον εσωτερικό εξευτελισμό ενός καθεστώτος που, όπως έλεγε, μετατράπηκε σε καρικατούρα των ίδιων των υποσχέσεων του.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Παρά τις πολιτικές διαφωνίες, ο Βάργκας Λιόσα ποτέ δεν έπεσε στη ρηχή δαιμονοποίηση. Σε κείμενά του αναγνώριζε το χαρισματικό βάρος του Φιντέλ Κάστρο ως ιστορικής φιγούρας. Τον αντιμετώπιζε, σταδιακά, όχι μόνο ως πολιτικό αντίπαλο, αλλά ως ένα τραγικό πρόσωπο της Ιστορίας: έναν άνθρωπο που ξεκίνησε με ιδανικά και κατέληξε να τα καταπιεί στο όνομα της εξουσίας.

«Η Κούβα του Κάστρο έγινε ένας καθρέφτης που έσπασε, και πάνω στα κομμάτια του καθρεφτίζονται όλες οι προδοσίες της Επανάστασης». Αυτή η πορεία από την πίστη στη διάψευση, από τον ρομαντισμό στον ρεαλισμό, διαπνέει και το προσωπικό του πολιτικό αφήγημα, και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι πολλοί ήρωες των έργων του βιώνουν παρόμοιες μεταστροφές.

Όταν αποφάσισε να γίνει πρόεδρος του Περού

Ο λογοτέχνης έγινε υποψήφιος και από τον γητευτή της γλώσσας μετατράπηκε στον γητευόμενο μιας ιδέας: της τάξης. Leonardo Alvarez Hernandez / Contributo
Ο λογοτέχνης έγινε υποψήφιος και από τον γητευτή της γλώσσας μετατράπηκε στον γητευόμενο μιας ιδέας: της τάξης. Leonardo Alvarez Hernandez / Contributo

Το 1990, ο Μάριο Βάργκας Λιόσα έκανε κάτι που λίγοι συγγραφείς του δικού του βεληνεκούς έχουν τολμήσει: κατέβηκε υποψήφιος για πρόεδρος. Όχι πρόεδρος κάποιου συλλόγου ή πολιτιστικού ιδρύματος, αλλά της ίδιας του της πατρίδας, του Περού, εκεί όπου η λογοτεχνία του αιωρούνταν για δεκαετίες σαν τη ζέστη στους δρόμους της Λίμα, αμείλικτη και εμποτισμένη με αντιφάσεις.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο συγγραφέας που ανέλυσε την εξουσία στο «Η Πόλη και τα Σκυλιά», και αποκάλυψε τη διαπλοκή βίας και ερωτισμού στο «Το Πανηγύρι του Τράγου», βρέθηκε ξαφνικά κάτω από τα φώτα των εκλογικών συγκεντρώσεων, σφίγγοντας χέρια και χαμογελώντας αμήχανα στις κάμερες. Ο λογοτέχνης έγινε υποψήφιος και από τον γητευτή της γλώσσας μετατράπηκε στον γητευόμενο μιας ιδέας: της τάξης.

Στην καρδιά της προεκλογικής του εκστρατείας βρισκόταν ένα καθαρά φιλελεύθερο οικονομικό πρόγραμμα, εμπνευσμένο περισσότερο από τον Φρίντριχ Χάγιεκ και τον Μίλτον Φρίντμαν παρά από τους λογοτεχνικούς του μέντορες, με τους οποίους είχε διανύσει κάποτε τη διαδρομή της Αριστεράς.

Κατήγγειλε τη διαφθορά του κράτους και υποσχόταν να διαλύσει τη φουσκωμένη γραφειοκρατία που -κατά τη γνώμη του- στραγγάλιζε την οικονομική ζωτικότητα της χώρας.

Ηττημένος από το «κινεζάκι»

Στις ομιλίες του μιλούσε για ένα «πολιτιστικό σχέδιο», μια φράση τόσο αποκαλυπτική όσο και οι χαρακτήρες του. Η δημοκρατία, έλεγε, θα αποκατασταθεί μέσα από τη λογική των αγορών και των θεσμών. Όμως τα συνθήματα δεν ταξίδευαν καλά πέρα από τα σαλόνια.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Το Περού του ’90 ακροβατούσε στο χείλος του χάους: υπερπληθωρισμός, αντάρτικο φωτεινών μονοπατιών, και μια κοινωνία απογοητευμένη και χωρίς καμία διάθεση για ρητορική.

Ηττήθηκε. Θεαματικά. Από έναν σχεδόν άγνωστο τότε, τον Αλμπέρτο Φουχιμόρι, γεωπόνο με προφίλ λαϊκιστή τεχνοκράτη και σιωπηρή ροπή προς τον αυταρχισμό.

Ο Βάργκας Λιόσα παρακολούθησε με αποτροπιασμό τον άνθρωπο που κάποτε είχε αποκαλέσει ειρωνικά «το κινεζάκι» να διαλύει το Κοινοβούλιο και να συγκεντρώνει την εξουσία στα χέρια του.

Κάποιοι λένε πως ήταν η απόλυτη ειρωνεία: ο συγγραφέας που είχε αφιερώσει τη ζωή του στην αποκάλυψη της βαρβαρότητας των δικτατοριών νικήθηκε από κάποιον που έγινε ακριβώς αυτό.

Η αλλεργική στη λεπτότητα πολιτική

Μετά τις εκλογές, ο Μάριο Βάργκας Λιόσα αποσύρθηκε, όχι στη σιωπή, αλλά στο πιο διαχειρίσιμο χάος της μυθοπλασίας / Carlos Jasso - AP
Μετά τις εκλογές, ο Μάριο Βάργκας Λιόσα αποσύρθηκε, όχι στη σιωπή, αλλά στο πιο διαχειρίσιμο χάος της μυθοπλασίας / Carlos Jasso - AP
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η αποτυχία τον στοίχειωσε και τον μετέπλασε. Σε συνεντεύξεις του αργότερα, αστειευόταν μισοσοβαρά πως η προεκλογική εκστρατεία ήταν το τελευταίο του μυθιστόρημα, μόνο που γράφτηκε σε λάθος είδος. Η πολιτική, ανακάλυψε, δεν είχε την αρχιτεκτονική της λογοτεχνίας.

Ήταν θρασύτατη, αλλεργική στη λεπτότητα. Ο συγγραφέας που πίστευε κάποτε στην εξευγενιστική δύναμη των ιδεών, είδε πια πόσο εύκολα μπορούν αυτές να παρερμηνευτούν, να χειραγωγηθούν, ή απλώς να αγνοηθούν.

Κι όμως, υπάρχει κάτι το βαθιά χαρακτηριστικό του σε όλη αυτή την ιστορία: ο ιδεαλιστής που βαδίζει ευθεία μέσα στο σύστημα που απεχθάνεται, πεισμένος πως η καθαρότητα και η λογική μπορούν να υπερισχύσουν του χάους. Το γεγονός ότι δεν τα κατάφεραν κάνει το εγχείρημα ακόμη πιο λογοτεχνικό, πιο τραγικό και, κατά έναν παράδοξο τρόπο, πιο ειλικρινές.

Μετά τις εκλογές, ο Μάριο Βάργκας Λιόσα αποσύρθηκε, όχι στη σιωπή, αλλά στο πιο διαχειρίσιμο χάος της μυθοπλασίας. Η εξορία του ήταν αυτοεπιβαλλόμενη και απολύτως συνειδητή: Παρίσι, Μαδρίτη, Λονδίνο. Πόλεις με βιβλιοθήκες, όχι με οδοφράγματα. Δεν απαρνήθηκε ποτέ την πατρίδα του, όμως άρχισε να γράφει γι’ αυτήν από όλο και μεγαλύτερη απόσταση: γεωγραφική, συναισθηματική, ηθική.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Όταν οι πολίτες δεν επιλέγουν την ελευθερία αλλά το θέαμα

Το Περού παρέμεινε ένα σταθερό θέμα, αλλά πλέον λειτουργούσε ως σκηνικό που φιλτράρεται μέσα από τη μνήμη και τον μύθο. Ένας τόπος που ίσως ο μυθιστοριογράφος κατανοεί καλύτερα απ’ ό,τι ο πολιτικός.

Τα μεταγενέστερα έργα του φέρουν τα ίχνη ενός ιδεαλισμού πληγωμένου αλλά άγρυπνου. Στο «Ο Παράδεισος στην Άλλη Γωνία», ο σοσιαλιστικός ζήλος της γιαγιάς του Γκωγκέν συγκρούεται με την ατομική κάθοδο του ίδιου του καλλιτέχνη σε έναν αισθησιακό τροπικό κυνισμό, μια προειδοποιητική ιστορία για το πώς η πίστη μπορεί να μεταλλαχθεί σε ψευδαίσθηση.

Πλέον, ο Βάργκας Λιόσα είχε μετατραπεί σε κάτι σαν ηθική αυθεντία των γραμμάτων, ένας ρόλος που ενσάρκωσε με θεατρική κομψότητα. Έδινε διαλέξεις με αψεγάδιαστα κοστούμια, έγραφε δοκίμια υπερασπιζόμενος τις αξίες του Διαφωτισμού με την ευλάβεια εκείνου που ανάβει κεριά σε έναν όλο και πιο σκοτεινό ναό.

Συνέχισε να πιστεύει στη λογοτεχνία ως ηθική δύναμη, αλλά η πίστη του είχε σμιλευτεί από την ειρωνεία. Ήξερε πια πως οι άνθρωποι δεν διαλέγουν πάντα την ελευθερία όταν τους προσφέρεται μερικές φορές διαλέγουν το θέαμα, τον φόβο, ή απλώς τον διάβολο που ήδη γνωρίζουν.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Θα ήταν εύκολο, κι εντέλει ανακριβές, να πούμε πως ο Βάργκας Λιόσα δεν ξεπέρασε ποτέ την ήττα του. Την ξεπέρασε. Αλλά βγήκε από αυτήν αλλοιωμένος. Ο συγγραφέας που κάποτε ονειρεύτηκε να οδηγήσει το Περού προς μια φιλελεύθερη δημοκρατία, επέστρεψε σε αυτό που πάντα έκανε καλύτερα: να κατασκευάζει λαβυρίνθους εξουσίας και επιθυμίας, να ξεσκεπάζει τα ρήγματα ανάμεσα στη δημόσια αρετή και την ιδιωτική επιθυμία. Η κάλπη τον απέρριψε, αλλά η σελίδα -όπως πάντα- του έμεινε πιστή.

Και ίσως αυτό είναι μια μορφή νίκης. Η μακρόχρονη, η αργή. Όχι εκλογική, αλλά λογοτεχνική. Όχι μετρημένη σε ψήφους, αλλά σε προτάσεις που ακόμη σιγοκαίνε με το ερώτημα που κάποτε επιχείρησε να απαντήσει στη δημόσια σφαίρα: Πώς ζεις με τους άλλους, και παραμένεις αληθινός με τον εαυτό σου;

Νομπελίστας, μαρκήσιος, ιππότης

Η κάλπη τον απέρριψε, αλλά η σελίδα -όπως πάντα- του έμεινε πιστή / Herminio Rodriguez -AP
Η κάλπη τον απέρριψε, αλλά η σελίδα -όπως πάντα- του έμεινε πιστή / Herminio Rodriguez -AP

Ο Λιόσα ήταν ένας συγγραφέας της σάρκας όσο και των ιδεών. Το πάθος, η εξουσία, η σεξουαλικότητα, η ιδεολογία - όλα αυτά γίνονταν ύλη για πολυεπίπεδα μυθιστορήματα. Οι γυναίκες του συχνά ήταν μυστηριώδεις ή καταστροφικές· οι άντρες του, ρομαντικοί μα καταδικασμένοι να αποτύχουν.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Το 2010 κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Μέχρι τότε είχε ήδη γίνει θεσμός - Μαρκήσιος στην Ισπανία, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, τιμημένος σε κάθε ήπειρο. Ήταν όμως πάντα έτοιμος να προκαλέσει, να ενοχλήσει, να υπερασπιστεί την τέχνη της διαφωνίας.

Το τελευταίο του έργο, «Le dedico mi silencio» (2023), ήταν ένας ύμνος στη μουσική και στην ενότητα. Μια απροσδόκητη, σχεδόν τρυφερή στροφή. Ίσως, στα τελευταία του, να του επιτράπηκε να ονειρευτεί. Πέθανε στην πόλη που κάποτε θέλησε να κυβερνήσει. Πέθανε στη γλώσσα που απογείωσε.

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ