Μία από τις βαρύτερες απώλειες του ελληνικού θεάτρου είναι ο θάνατος της Μάγιας Λυμπεροπούλου, από έμφραγμα, το μεσημέρι της Πέμπτης. Και όλο το κοινό που τη θαύμασε, μπορεί να εφαρμόσει αυτό που της έλεγε ο Τσαρούχης στην κηδεία του Κουν: «Μη λυπάσαι. Να θυμάσαι».
«Δεν απογαλακτίστηκα ποτέ από τον Κουν», έλεγε σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις, πριν από χρόνια, αφού εδώ και καιρό είχε αποτραβηχθεί από τη σκηνή και ζούσε υπέροχα, ανάμεσα σε αγαπημένους φίλους και μαθητές στο σπίτι της, στα Εξάρχεια.
Η Μάγια Λυμπεροπούλου, κάθε άλλο παρά εύθραυστη, υπήρξε μια θεατρική δύναμη της φύσης, μια γυναίκα που ως και από τον τελευταίο πόρο του δέρματός της εξέπεμπε θεατρικό ήθος και αξία. Που ποτέ δεν επιδίωξε να γίνει μεγάλο όνομα, φίρμα, και ποτέ δεν ξέχασε ότι οι σπουδαίες παραστάσεις που σήμερα αποτελούν σταθμό αναφοράς για το ελληνικό θέατρο, οι παραστάσεις της δεκαετίας του '60 και του '70 στο Θέατρο Τέχνης γίνονταν μπροστά σε κοινό 60 ή 70 ανθρώπων. Και όμως γιγαντώθηκαν, γιατί είχαν υλικά πρωταρχικά της Τέχνης, με το βλέμμα του Καρόλου Κουν και των στενών φίλων του που ήταν πάντα εκεί, για να κρίνουν χωρίς καλλωπισμούς και προσχήματα. Για να δημιουργήσουν τον νεοελληνικό Πολιτισμό.
Εχουμε επώνυμους με ανώνυμο έργο
Τέλειωναν οι γενικές δοκιμές, διηγούταν συχνά η Μάγια Λυμπεροπούλου, άναβαν τα φώτα στην άδεια, βουβή αίθουσα, και αυτή κοιτούσε ακαριαία τρεις σειρές πίσω από τον Κάρολο Κουν. Να δει, να ζυγίσει, το βλέμμα του Ελύτη, του Τσαρούχη, του Γκάτσου. «Να δω αν ψήλωσα. Αν ήμουν καλύτερη από τους προηγούμενους ρόλους».
Βλέπετε, η Μάγια Λυμπεροπούλου στρεφόταν μονίμως προς την Τέχνη και τους ανθρώπους της και αποστρεφόταν σχεδόν την επικοινωνία ως συνθήκη για έναν ηθοποιό.
«Υπάρχει μια επωνυμία, που είναι αφύσικη στη δουλειά μας. Φτάνουμε σε ακραίες καταστάσεις, να έχουμε επώνυμους με ανώνυμο έργο», έλεγε στην Εύη Κυριακοπούλου στην εκπομπή της «Η ζωή είναι αλλού».
Να έχουμε επώνυμους, με ανώνυμο έργο, μια φράση της που περιγράφει ιδανικά τη σημερινή κυρίαρχη κατάσταση, τον ορισμό του mainstream.
H Μάγια Λυμπεροπούλου ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το θέατρο όταν πήγαινε Γυμνάσιο -το Πιρς, όπου πήγε σχολείο, είχε παράδοση στη σύνδεση με τις τέχνες, ενώ εκεί εργάζονταν πολλοί αριστεροί, διανοούμενοι της εποχής. Από την πρώτη παράσταση, η Μάγια Λυμπεροπούλου -που συχνά δήλωνε επαγγελματίας θεατής- αποφάσισε ότι θέλει να ανέβει στη σκηνή. Πέρασε στη Νομική Σχολή Αθηνών -όπως όφειλε, ως κόρη καλής, αστικής οικογένειας που επενδύει στη μόρφωση των παιδιών-, αλλά κρυφά γράφτηκε στη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Εναν χρόνο μετά, ενώ ήταν ακόμα φοιτήτρια και μόνο 19 ετών, ο Κάρολος Κουν την πήρε και την έχρισε πρωταγωνίστρια στο έργο του Τένεσι Ουίλιαμς «Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι». Αυτό ήταν. Και όπως έλεγε η ίδια η Μάγια Λυμπεροπούλου, όταν έδιναν αργότερα συγχαρητήρια στους γονείς της, αυτοί έλεγαν «εμείς δεν θέλαμε, ο κύριος Κουν επέμενε», όπως έχει η ίδια αφηγηθεί στον Σταύρο Διοσκουρίδη και στη LifO.
Εγινε ηθοποιός, μεταφράστρια, σκηνοθέτησε, δίδαξε, διηύθυνε το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας. Ενας πλήρης κύκλος προσφοράς και αφοσίωσης.
Τα «Οσκαρ» της Μάγιας Λυμπεροπούλου
H Mάγια Λυμπεροπούλου, στη διδασκαλία, συχνά και στις συνεντεύξεις, έδειχνε μια αυστηρότητα, είχε λόγο γραμμικό και σαφή, που δεν χωρούσε την παραμικρή παρερμηνεία ή έστω δεύτερη ερμηνεία από αυτό που σου έλεγε, κοιτώντας σε πάντα στα μάτια. Και ας ήταν ένα πλάσμα ιδιοφυές, που αγαπούσε βαθιά τη ζωή και τους ανθρώπους και είχε μοναδικό, βαθύ χιούμορ. Στα όρια του φλεγματικού. Πάντα έπαιζε για τον έναν και ιδανικό θεατή στο κοινό -που, και να μην υπήρχε, τον εφηύρε, για μια βραδιά.
Δεν την ένοιαζε να ακούσει φεύγοντας από το θέατρο «πόσο σπουδαία ήταν η Μάγια Λυμπεροπούλου», προτιμούσε να ακούσει πόσο σπουδαία ήταν η ηθοποιός που έπαιξε τον τάδε ρόλο. Την ενδιέφερε αυτή η απόλυτη ταύτιση, το επώνυμό της δεν ήταν το ζητούμενο εδώ. Για αυτό έχει πει ότι για αυτήν το Οσκαρ που θέλει είναι να έχει μείνει στη μνήμη έστω ενός ανθρώπου για έναν ρόλο της. Ξαφνικά, χιλιάδες νοητά Οσκαρ τη δαφνοστεφανώνουν.
Μετά την πρώτη εμφάνιση στο σανίδι, δούλεψε αδιάκοπα για 12 ολόκληρα χρόνια. Ερμήνευσε 40 εμβληματικούς ρόλους. Και ξαφνικά αποφάσισε να σταματήσει. Να αποσυρθεί. Πήγε να ζήσει στο Παρίσι, όπου εργαζόταν στην Ολυμπιακή, στις πωλήσεις εισιτηρίων, και κάθε βράδυ έβλεπε συγκλονιστικό θέατρο. Μια απόφαση για την οποία ούτε στιγμή δεν μετάνιωσε. Ελεγε ότι ξαφνικά, στα 30 της χρόνια, ένιωσε σαν να είναι μέσα σε ένα τρένο που τρέχει με μεγάλη ταχύτητα, περνάει από συγκλονιστικά τοπία, αλλά η ίδια δεν προλαβαίνει να τα δει.
Εξι χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα για να διδάξει στο Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο, κατόπιν πρόσκλησης του Λεωνίδα Τριβιζά. Από την πρώτη στιγμή, από τα πρώτα μαθήματα το ένιωσε: πρέπει να επιστρέψει στη σκηνή. Οχι μόνον ως ηθοποιός, αλλά και ως σκηνοθέτης, με το διπολικό σύνδρομο να την καταδιώκει: όταν έπαιζε, αναρωτιόταν γιατί το κάνει, τα πρώτα λεπτά -η ταραχή δεν έφευγε ποτέ, όπως τότε που στα παρασκήνια, στην κουίντα, περίμενε να έρθει η ώρα της να βγει και ο Κουν την κρατούσε από τους ώμους για να τη γειώσει, να τη βάλει στη συνθήκη του σανιδιού. Και όταν σκηνοθετούσε, κοιτούσε πίσω από την κουίντα και αναρωτιόταν γιατί δεν παίζει και αυτή στη σκηνή.
Μάγια, μη λυπάσαι... Να θυμάσαι
Ετσι, από το 1987 άρχισε να σκηνοθετεί, κάνοντας την αρχή στο Διεθνές Φεστιβάλ της Πάτρας, κατόπιν πρόσκλησης του Θάνου Μικρούτσικου, ενώ μετά έγινε ιδρυτική διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας. Μια φορά παντρεύτηκε στη ζωή της, τον συνοδοιπόρο στο Θέατρο Τέχνης Γιώργο Λαζάνη, και έλεγε ότι το έκανε επειδή το επέβαλλε η εποχή, δεν ήθελε να αναλωθεί σε περιττές μάχες και γκρίνιες επειδή απλά θα συζούσε. Φοβόταν την αρρώστια, την ανημπόρια, την εξάρτηση από τους άλλους στις τελευταίες στιγμές της ζωής της, δεν άντεχε τη φτήνια και την ευτέλεια. Τα πρότυπά της ήταν πάντα ο Κουν, ο Γκάτσος, ο Ελύτης, ο Χατζιδάκις, ο Χρήστου. Τους έλεγε τις έξι ορφάνιες.
Συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον Τσαρούχη χάρη στο ιδιαίτερο χιούμορ τους. Την είδε κάπως σαν κόρη του. Στην κηδεία του Κουν το 1987 -ναι, την ίδια χρονιά που έφυγε ο μέντορας, άρχισε και να σκηνοθετεί η Λυμπεροπούλου-, ο Τσαρούχης τής είπε «Μάγια, μη λυπάσαι... Να θυμάσαι». Οργιζόταν όταν άκουγε ότι οι πνευματικοί άνθρωποι σήμερα δεν παρεμβαίνουν με τον λόγο τους, δεν παίρνουν θέση στα τεκταινόμενα. «Πού να διατυπώσουν ανοικτά τη γνώμη τους; Στη σημερινή τηλεόραση ή στις σημερινές εφημερίδες; […] Δεν ανέχομαι κάποιον να λέει πως οι διανοούμενοι σιωπούν, τη στιγμή που δεν τους ζήτησαν ποτέ τον λόγο. Μην ξεχνάτε ότι είμαστε η χώρα που έχει επινοήσει τον όρο ''κουλτουριάρης'', κατά το ''ψωριάρης''. Αν μπεις στα σάιτς και τα μπλογκ, θα δεις πως ζούμε τον φασισμό της γνωμούλας. Άλλο κρίση κι άλλο γνώμη. Ο ελληνικός χώρος έχει μια τάση στο κουτσομπολιό και αυτό έχει γιγαντωθεί τρομακτικά. Με τρομάζει που μερικοί το εξισώνουν με τη γνώση. Δικαιούσαι να μη σου αρέσει κάτι, αλλά να το εξισώνεις με ό,τι δεν είναι καλό επειδή δεν αρέσει σ’ εσένα, αυτό είναι αμάθεια».