Μια τραγωδία που την ακολουθεί μια κωμωδία. Σκοτάδι, θάνατος, σαδισμός. Απληστία, φάρσα, φως. Στη σκηνή της Λυρικής είδαμε διαδοχικά το «Ο πύργος του Κυανοπώγωνα» του Μπέλα Πάρτοκ και το «Τζάννι Σκίκκι», του Πουτσίνι. Πέτυχε άραγε το πάντρεμά τους;
Tην ίδια χρονιά, το 1918, έκαναν πρεμιέρα δύο τόσο διαφορετικές μονόπρακτες όπερες. Η σκοτεινή, πνιγηρή, αιμάτινη «Ο πύργος του Κυανοπώγωνα» του Μπέλα Μπάρτοκ και η φάρσα, πηγή αβίαστου γέλιου «Τζάννι Σκίκκι», του Τζάκομο Πουτσίνι. Τίποτα άλλο δεν τις συνδέει πέρα από την ημερομηνία γέννησης. Ούτε καν ο τόπος. Η πρώτη ανέβηκε στη Βασιλική Οπερα της Βουδαπέστης, άνοιξη. Η δεύτερη στη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης, χειμώνα.
Αυτό το αταίριαστο φαινομενικά πάντρεμα σε μια παράσταση έκανε πρεμιέρα το βράδυ της 9ης Μαρτίου στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Η παρόρμηση να ενωθούν οι δυο ιστορίες αυτές, οι τόσο αταίριαστες, δεν είναι νέα, φυσικά. Ξεκίνησε πριν από 20 χρόνια από την όπερα του Λος Αντζελες, ακολούθησαν η όπερα της Ουάσιγκτον, του Βερολίνου κ.λπ.
Στην περίπτωση του Μπάρτοκ υπάρχει απόλυτο σκοτάδι και η σκηνή κλείνει με έναν θάνατο. Στην περίπτωση του Πουτσίνι υπάρχει σχεδόν επιθεωρησιακό χιούμορ και η εκκίνηση γίνεται από έναν θάνατο. Πώς ενώθηκαν αυτές οι ιστορίες στην σκηνή της Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος;
Ο πύργος που στάζει αίμα και ερωτισμό
Όταν η αυλαία τραβήχτηκε στην άκρη, η πρώτη εικόνα που είδαμε από την σκηνή του Πύργου του Κυανοπώγωνα, είχε κάτι το σοκαριστικό. Το σοκαριστικό που ριζώνει στο βίωμα. Ενας τεράστιος μαύρος όγκος, σαν βουνό, σαν συντρίμμια. Και στη μέση ένθετο ένα φωτεινό μακρύ παραλληλόγραμμο δωμάτιο. Σαν βαγόνι. Είναι αυτές οι συμπτώσεις που σε ταράζουν και που συνήθως τις συναντάς στην Τέχνη. Αντανακλαστικά δεν έβλεπα έναν πύργο, έβλεπα τα Τέμπη στα σκηνικά που υπογράφει ο Λέσλι Τράβερς.
Σύμφωνα με την υπόθεση η Ιουδίθ -καθόλου τυχαία η επιλογή του βιβλικού ονόματος- ερωτεύεται τον Κυανοπώγωνα παρά τις φήμες που υπάρχουν για αυτόν. Τον ακολουθεί στον σκοτεινό πύργο του, τον πιέζει να την αφήσει να ανοίξει τις επτά κλειστές πόρτες και περνάει μέσα από ένα δαίδαλο σκοταδιού, αίματος, σαδισμού, θανάτου. Μέχρι να πεθάνει και αυτή στο δωμάτιο με τις υπόλοιπες νεκρές γυναίκες του Κυανοπώγωνα.
Ο Θέμελης Γλυνάτσης προσέγγισε το έργο με έναν καθόλου προφανή τρόπο. Με μια κλινική ατμόσφαιρα που θυμίζει σκανδιναβικό κινηματογράφο. Οι ήρωές του, κυρίως η Ιουδίθ που υποδύεται η Βιολέττα Λούστα, ξανθή, υπέρκομψη, με παγωμένη ομορφιά, μου θύμισε έντονα ταινίες του Χίτσκοκ. Αυτή ήταν η ατμόσφαιρα, μια ελεγχόμενη, μετρημένη αποτύπωση του παράφορου έρωτα, της σεξουαλικής έντασης, της φυγής προς τον θάνατο μέσα από μια απόσταση.
«Οι τοίχοι του είναι υγροί. Θα τους στεγνώσω εγώ με το στόμα μου. Οι τοίχοι είναι κρύοι θα τους ζεστάνω με το δέρμα μου», του λέει η Ιουδίθ, που όσο και αν αυτός της το αρνείται, επιμένει να της δώσει τα κλειδιά για όλα τα δωμάτια.
Η προσέγγιση του Γλυνάτση άνοιξε το έργο, τους αρμούς του και μας επέτρεψε να διεισδύσουμε τελικά ακόμα πιο βαθιά στον τρόμο και αυτό που έρχεται. Είχε ήδη προοικονομηθεί. Ο Τάσος Αποστόλου ως Κυανοπώγωνας, περπάτησε αυτό το δωμάτιο-βαγόνι, σκαρφάλωσε στον βράχο, στον πύργο του, με τον βηματισμό του Γλυνάτση και με τη φωνή του να σαρώνει τον χώρο. Με μια ελεγχόμενη δύναμη, χωρίς να απαιτεί να επιβάλλει τον τρόπο, με εσωτερικότητα, με φόβο πριν παραδοθεί στην μοίρα και έξη του ήρωα. Η χημεία του με την σοπράνο Βιολέττα Λούστα μοναδική.
Προσέφεραν μια πραγματική εμπειρία θέασης, ένιωθες στο πρόσωπο όπως καθόσουν στη θέση του τον αέρα του δωματίου σε κάθε πόρτα που άνοιγε.
Ο Βασίλης Χριστόπουλος, διευθυντής ορχήστρας, οδήγησε τις ερπύστριες της μουσικής του Μπάρτοκ, ανέβασε τα τρομπόνια στα θεωρεία της αίθουσας λίγο πριν ανοίξει η πέμπτη πόρτα. Μόνη ένσταση ότι υπήρξαν στιγμές που η ορμή της ορχήστρας έμοιαζε να βγαίνει εκτός ορίου, να καλύπτει τις φωνές περισσότερο απ’ όσο θα όφειλε, αποσπώντας την προσοχή μας που είχε φτάσει σε σημεία μαγνητισμού.
Ο πύργος του Κυανοπώγωνα υπήρξε χυμώδης, ορμητικός, ουσιαστικός σε ένα συναπάντημα Ελλήνων δημιουργών που σπάνια βλέπουμε.
Το «πέθανε ο θείος», αλά Πουτσίνι
Στο διάλειμμα βγαίνουμε στο κανάλι του ΚΠΙΣΝ και ευτυχώς τα σιντριβάνια δεν χορεύουν σε κάποιο ρυθμό που θα έμοιαζε σαν φάλτσο μετά την εμπειρία του Μπάρτοκ. Ακολουθεί μια αυλαία ακόμα. Λουσμένη στο φως η σκηνή, ο Μπουόζο Ντονάτι με την σκούφια του ύπνου ξεψυχά στο κρεβάτι του έχοντας γύρω τους κληρονόμους του. Ο θρήνος τους κρύβει την άγρια χαρά για την κληρονομιά που έρχεται, μέχρι να αποκαλυφθεί ότι έχει αφήσει τα πάντα στο μοναστήρι. Και εκεί καλείται να βοηθήσει ο πανούργος Τζάνι Σκίκκι.
Η μονόπρακτη αυτή όπερα του Πουτσίνι, αν και ξεκινά από έναν θάνατο ήταν το ακριβώς αντίθετο της όπερας του Μπάρτοκ. Γέλια σαρώνουν την αίθουσα, αθώες σκηνές επιθεωρησιακού τύπου στη σκηνή από τους συγγενείς, περιστροφές του σκηνικού, μπρίο, η Βιβή Συκιώτη ως Λαουρέττα, κόρη του Σκίκκι, τραγουδά το «Ο mio babbino caro» και το θέατρο ξεσπά σε χειροκροτήματα. Ευφρόσυνο, σαν να βλέπεις ένα επεισόδιο αγαπημένης κωμικής σειράς.
Ο Διονύσης Σούρμπης είναι εξαιρετικά άνετος μέσα στον ρόλο του Σκίκι, η σκηνική εμπειρία του Γιάννη Χριστόπουλου και του Χριστόφορου Σταμπόγλη ξεχωρίζουν αβίαστα, η Συκιώτη τραβά την προσοχή. Η ορχήστρα, περισσότερο τώρα χάνει το μέτρο της ορμής και υπάρχουν σημεία που απλά δεν ακούμε τις φωνές καθόλου, βλέπουμε στόματα να ανοιγοκλείνουν.
Το κοινό είχε τεράστια ανάγκη να γελάσει. Και αυτό έγινε. Και είναι και αυτή μια λειτουργία της Τέχνης ανακουφιστική. Σοφή η επιλογή της σειράς παρουσίασης των δύο μονόπρακτων οπερών. Μια μέρα μετά όμως, ποιες είναι οι εικόνες, τα συναισθήματα που ανασύρουμε από την πρεμιέρα; Προσωπικά, αναμφίβολα, αυτά του Μπάρτοκ. Η τραγωδία μοιάζει να έχει διεισδύσει στους πόρους μας.
Όπερα
Ο πύργος του Κυανοπώγωνα – Τζάννι Σκίκκι
Μπέλα Μπάρτοκ & Τζάκομο Πουτσίνι
12, 19, 24 Μαρ 2023