Ευφρόσυνη, ανακουφιστικά ευφρόσυνη, ανέφελη, αν και με διάχυτη μελαγχολία πίσω από τα γέλια, ήταν η όπερα «Φάλσταφ» του Βέρντι -η τελευταία που έγραψε στη ζωή του-, όπως ανεβαίνει στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Είδαμε την παράσταση.
O Φάλσταφ είναι ένα κάθαρμα, ένας νάρκισσος, ένας αχόρταγος. Τυλιγμένος όμως στη μελαγχολία του (μας). Πιασμένη η ουρά του στον τροχό που αέναα γυρίζει, αναγκάζεται να κάνει μια στάση για να κοιτάξει στον καθρέπτη και να δει το αληθινό του πρόσωπο.
Ο Φάλσταφ, του Δημήτρη Πλατανιά, στη σκηνή της αίθουσας Σταύρος Νιάρχος στη Λυρική, σε σκηνοθεσία του Στήβεν Λάνγκριτζ, ισορροπεί μεταξύ του κωμικού στοιχείου και της θλίψης. Μπορεί να γελάς δυνατά βλέποντας τις εκφράσεις αυταρέσκειας του Φάλσταφ, τις σπασμωδικές κινήσεις του Φορντ, που ερμηνεύει ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος, όμως δεν σου διαφεύγει η μελαγχολία. Στο τέλος φτάνεις να συμπαθείς τον μπαγαπόντη, αδηφάγο Φάλσταφ στην ομώνυμη όπερα του Βέρντι, έτσι όπως τον καταδιώκουν, τον ξεφτιλίζουν και γίνεται το θύμα που τιμωρούν, κυρίως για να νιώσουν οι ίδιοι ανώτεροι.
Η (πραγματικά) sold out παράσταση της Λυρικής, το βράδυ της Τρίτης 7 Φεβρουαρίου γέμισε την αίθουσα με γέλια. Ισως περισσότερα από όσα της αναλογούσαν είναι η αλήθεια, αλλά να, ήταν και αυτή η απόγνωση και η βαριά θλίψη που μας έχει κυριεύσει αυτές τις μέρες, με τις τραγικές ειδήσεις από Τουρκία και Συρία. Είχαμε την ανάγκη να βγάλουμε τις ανάσες δυνατά από μέσα μας. Εστω με τον ήχο του γέλιου. Και η τέχνη είναι εκεί για να σου απλώσει πάντα το χέρι, να σου δώσει την αφορμή.
Ο Φάλσταφ, λοιπόν, είναι η τελευταία όπερα που έγραψε ο Βέρντι, σχεδόν 80 ετών. Μια όπερα κωμική μετά την μάχη του με τους δραματικότερους ήρωες του ρεπερτορίου. Το τελευταίο γέλιο, η τελευταία ανάσα που βγαίνει ελεύθερη. Και την έγραψε όχι για να ανέβει, αλλά για τον ίδιο του τον εαυτό. Για να περάσει καλά.
Στην παράσταση της Λυρικής, δύο υπέροχες συνιστάμενες συναντιούνται, δημιουργώντας μια ευφρόσυνη, χυμώδη παράσταση.
Από τη μία είναι η συνάντηση δύο κορυφαίων Ελλήνων λυρικών τραγουδιστών, που το χαρακτηριστικό της εθνικότητας μπαίνει μόνο ως ταυτοτικό, αφού πραγματικά οι φωνές, η υποκριτική δύναμη, η εμπειρία τους είναι παγκόσμιες.
Δημήτρης Πλατανιάς, Τάσης Χριστογιαννόπουλος μαζί στη σκηνή -μια εικόνα που πρέπει να έχεις, ακόμα και αν δεν είσαι φανατικός φίλος της όπερας.
Και μετά είναι αυτά τα συναρπαστικά σκηνικά του Γιώργου Σουγλίδη -να πάλι, ένας Ελληνας διεθνής, σπουδαίος- που λειτούργησαν ως συμπρωταγωνιστής, μέστωσαν τη δράση. Οσο για τα κοστούμια που σχεδίασε, και μόνο αυτά που δημιούργησε για τις εμφανίσεις του Φάλσταφ αξίζουν να μπουν στη βιβλιογραφία. Χάρμα οφθαλμών και κοινωνικό σχόλιο μαζί.
Ο Φάλσταφ, λοιπόν, είναι ένας ξεπεσμένος ιππότης... Χρεοκοπημένος. Είναι -όπως ακούμε ξανά και ξανά και ξανά- χοντρός. Πολύ χοντρός. Ένα τέρας στην εμφάνιση. Ξεχειλίζει από λίπος, ακούμε...
Μικροί συναγερμοί χτυπάνε στο κεφάλι, καθώς ακούς αυτή την επίθεση που έχει τραβηγμένα στα άκρα τα χαρακτηριστικά του body shaming, ποιος μιλά έτσι σήμερα;
Είναι ένας μικρός απατεώνας, προσπαθεί να αποπλανήσει ταυτόχρονα δύο γυναίκες με την ίδια ερωτική επιστολή, αυτές το καταλαβαίνουν, σχεδιάζουν τον εξευτελισμό του, δημοσίως, μεγαλόφωνα, όσο ο σύζυγος της μίας, της Αλις, ο κύριος Φορντ, προσπαθεί επίσης να τον εκδικηθεί, που προσπάθησε να κορτάρει τη γυναίκα του (η υπόθεση σε μια πρόταση).
Οσα ακολουθούν έχουν αυτό που λέμε μεγάλη πλάκα. Με τον μεγεθυντικό φακό πάνω στον Φάλσταφ. Με τον μεγαλειώδη βαρύτονο Δημήτρη Πλατανιά να πλοηγείται χωρίς δεύτερες σκέψεις στον ρόλο τόσο φωνητικά όσο και υποκριτικά -η στιγμή που βγάζει το κεφάλι από ένα τεράστιο καλάθι με άπλυτα ζητώντας βοήθεια είναι από τις πιο πειστικές και ξεκαρδιστικές.
Τι είναι όμως αυτό που σε κάνει να ξεπεράσεις το αρχικό μούδιασμα για όλες τις παραβιάσεις της πολιτικής ορθότητας, της επίθεσης στον σωματότυπο του Φάλσταφ; Είναι ο τρόπος που ο ίδιος το αποδέχεται. Αποδέχεται το σώμα του και δεν νιώθει ότι είναι εμπόδιο για όσα θέλει να κατακτήσει. Νιώθει σαγηνευτικός, ασταμάτητος. Δεν μπαίνει στο στερεότυπο των άλλων, δεν πτοείται. Αυτή η διάσταση, ιδιαιτέρως τονισμένη από τον σκηνοθέτη Στήβεν Λάνγκριτζ, διατρέχει την παράσταση.
Όπως και η διάσταση που παίρνει ο ρόλος του κυρίου Φορντ. Γίνεται συμπρωταγωνιστής, ίσος στη σκηνή με τον Φάλσταφ, χάρη στον Τάση Χριστογιαννόπουλο -τι αστείρευτη αποκάλυψη, πώς κατορθώνει διαρκώς να ξετυλίγεται, να δίνει και άλλο, πάντα κάτι νέο, κάτι διαφορετικό, απρόβλεπτο. Πάντα ορμητικός, βαθιά μέσα στον ρόλο, όποιος και αν είναι αυτός. Ανεξάντλητος.
Ζήλεψα τους κόσμους που δημιούργησε στη σκηνή ο Γιώργος Σουγλίδης. Θα ήθελα να ζήσω σε αυτούς. Σε όλους. Στο καπηλειό με τις δερμάτινες καρέκλες, το μεγάλο ξύλινο μπαρ και τα πορτρέτα στους τοίχους... Στο γυμναστήριο που έχει ρουφήξει μέσα του όλο τον ήλιο και μοιάζει να βρίσκεται στα σύννεφα... Στην κρεβατοκάμαρα της Αλις.
Η κινησιολογία που δίδαξε ο Ντάνιελ Ο’Νηλ πετυχαίνει να είναι τόσο φυσική, να υπογραμμίζει το λιμπρέτο χωρίς να είναι επιτηδευμένη.
Απόλαυση η ορχήστρα, μια ροή ευφρόσυνη που ενώθηκε απόλυτα με τη σκηνική δράση και τις φωνές, σε ένα σώμα (διευθυντής ο Πιερ Τζόρτζιο Μοράντι). Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η Μαριλένα Στριφτόμπολα ως Νανέτα, κόρη της Αλίτσε και του Φορντ -καθώς εξελισσόταν η παράσταση γινόταν όλο και πιο λαμπερή.
Στο τέλος φεύγεις ανάλαφρος, ψελλίζοντας Tutto nel mondo è burl. Όλα στον κόσμο αστείο είναι. Και γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος. Ναι, αυτές ήταν οι τελευταίες γραμμές που έγραψε στο πεντάγραμμο ο Βέρντι, με το ποιητικό κείμενο του Αρρίγκο Μπόιτο.
*Oι επόμενες παραστάσεις είναι στις 10 και στις 12 Φεβρουαρίου 2023. www.nationalopera.gr