«Η τραγωδία απευθύνεται στο συναίσθημα, η κωμωδία στην ευφυΐα» έγραφε ο Ρακίνας το 17ο αι., κάτι που γνώριζε καλά ο ευρυμαθής, σοβαρός κύριος Θόρντον Γουάιλντερ (1897-1975) και γνωρίζει εξίσου καλά ο Θωμάς Μοσχόπουλος.
Η «Προξενήτρα» που σκηνοθέτησε στη σκηνή Κοτοπούλη του Εθνικού Θεάτρου θα άρεσε πολύ, νομίζω, στον συγγραφέα της, καθώς πετυχαίνει αυτό που ο Γουάιλντερ επιδίωξε γράφοντας αυτήν την εξαιρετική φαρσοκωμωδία: τιμά την σκηνή και τις συμβάσεις της, τιμώντας ταυτόχρονα μια μακρά σειρά συγγραφέων και ηθοποιών που την υπηρετήσαν ήδη από τα χρόνια του Μενάνδρου (4οςπ.Χ. αι.).
Ο Θόρντον Γουάιλντερ είναι μια απολύτως ξεχωριστή περίπτωση στα αμερικανικά γράμματα του 20ου αι. Όχι επειδή είναι ο μόνος συγγραφέας που τιμήθηκε με τρία βραβεία Πούλιτζερ - ένα για το μυθιστόρημά του «Το μυστικό της γέφυρας» (1926) και άλλα δύο για τα θεατρικά του «Η μικρή μας πόλη» (1938) και «Με τα δόντια» (1942). Είναι μοναδικός γιατί υπήρξε ο πιο «ευρωπαίος» Αμερικανός συγγραφέας. Όχι μόνο γνώριζε τα αιτήματα των μοντερνιστικών κινημάτων, που τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. οδήγησαν την καλλιτεχνική σκέψη και πράξη στην Ευρώπη σε εντελώς καινούργιους δρόμους, αλλά υιοθέτησε τους θεωρητικούς προβληματισμούς τους και δοκιμάστηκε με επιτυχία στην εφαρμογή τους στα λογοτεχνικά και θεατρικά του έργα.
Γόνος ευκατάστατης, και με διακεκριμένα μέλη,οικογένειας (ο πατέρας του, αρχικά δημοσιογράφος και διευθυντής εφημερίδας, διορίστηκε από τον Ρούσβελτ γενικός πρόξενος των ΗΠΑ στο Χονγκ Κονγκ και στην Σαγκάη ενώ ο μεγάλος αδελφός του ήταν, μεταξύ άλλων, καθηγητής Θεολογίας στο Χάρβαρντ), σπούδασε στα καλύτερα σχολεία και πανεπιστήμια κι έμαθε γερμανικά, ιταλικά, γαλλικά και ισπανικά. Μελετώντας επί ώρες στις βιβλιοθήκες απέκτησε ένα εντυπωσιακό εύρος γνώσεων. Η συμμετοχή του σε αρχαιολογικές ανασκαφές της στην Αμερικανική Ακαδημία της Ρώμης (1920-1) τον έφεραν ευθέως αντιμέτωπο με ζητήματα που θα τον απασχολήσουν τόσο στα μυθιστορήματα όσο και στα θεατρικά του: με το ζήτημα του Χρόνου και την προσωρινότητα της ύπαρξης. Αν το παιχνίδι της ύπαρξης είναι εξαρχής χαμένο, τι μπορεί να δώσει νόημα και παρηγοριά σ’ όλους εμάς τους πεταμένους σ’ αυτόν τον παράλογο κόσμο;
Στα 30 του ήταν ήδη ένας αναγνωρισμένος και πολλά υποσχόμενος συγγραφέας. Το 1934 θα γνωρίσει την Γερτρούδη Στάιν, την εγκαταστημένη από το 1903 στο Παρίσι ηγερία του μοντερνισμού, που θα επηρεάσει σημαντικά το πλέον επιτυχημένο θεατρικό έργο του, «Η μικρή μας πόλη». Η φιλία τους θα δώσει τροφή στις συγγραφικές ανησυχίες του Γουάιλντερ, όπως φαίνεται από τις επιστολές που αντάλλαξαν στη διάρκεια περίπου μιας δεκαετίας.
Επιπλέον τόσο στην μικρή όσο και στην μεγάλη φόρμα (έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα, μονόπρακτα και πολύπρακτα έργα) είναι σαφείς οι επιρροές που δέχθηκε από τις ιδέες του Δανού φιλοσόφου Σάιρεν Κίρκεγκααρ (1813-1855) και από τον υπαρξισμό του Ζαν Πολ Σαρτρ (τον οποίο γνώρισε σε μια διάλεξη του δεύτερου στις ΗΠΑ μετά τον Πόλεμο).
Η μακρά πορεία της Προξενήτρας στο θέατρο
Tο 1954 ο Γουάιλντερ ανακαίνισε το παλιό θεατρικό του «Ο Έμπορος του Γιόνκερς» που δεν είχε καλή αποδοχή όταν πρωτοπαρουσιάστηκε το 1938 στο Μπροντγουέι σε σκηνοθεσία του σπουδαίου Αυστριακού Μαξ Ράινχαρντ. Μεγαλώνοντας τον ρόλο της Ντόλλυ και με τον τίτλο η «Προξενήτρα» θα το παραδώσει στον Άγγλο σκηνοθέτη Τάιρον Γκάθρι, η παράσταση του οποίου θα λάμψει στο Φεστιβάλ του Eδιμβούργου. Αυτή τη φορά η πορεία του έργου θα είναι θριαμβευτική. Μεταφέρθηκε στο RoyalHaymarket του Λονδίνου και στην συνέχεια στο Μπροντγουέι (τον Δεκέμβριο του 1955). Το 1958 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία Τζόζεφ Άντονι, με πρωταγωνιστές τη Σίρλεϊ Μπουθ, τον Πολ Φορντ, τον Άντονι Πέρκινς και τη Σίρλεϊ Μακλέιν. Το 1964 ανεβαίνει ως μιούζικαλ με τίτλο «Hello, Dolly! (σε μουσική/στίχους του Τζέρι Χέρμαν και πρόζα του Μάικλ Στιούαρτ) με τεράστια επιτυχία και 10 βραβεία Τόνι. Αυτή η εκδοχή μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1969. Σκηνοθετημένη από έναν ηθοποιό που γνώριζε καλά το είδος, τον Τζιν Κέλι, με την Μπάρμπρα Στρέιζαντ και τον Γουόλτερ Ματάου στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, απέσπασε 3 βραβεία Όσκαρ.
Περιπέτειες στη Νέα Υόρκη: Η υπόθεση της «Προξενήτρας»
Η «Προξενήτρα» εξελίσσεται το 1880 στη διάρκεια μιας μέρας, στην Α΄ πράξη στον Γιόνκερς (τότε κωμόπολη έξω από την Νέα Υόρκη, σήμερα περιοχή στα σύνορα του Μπρονξ, περί τα 3 χιλιόμετρα βορείως του Μανχάταν) και στην 2η, την 3η και 4η πράξη στο κέντρο της Νέας Υόρκης. Ο 55χρόνος χήρος Οράτιος Βαντεργκέλντερ, ένας εύπορος έμπορος, αποφασίζει να βάλει τάξη στο σπίτι του, δηλαδή να βρει σύζυγο. «Το κάνω για δύο λόγους: πρώτον, μου αρέσει να επικρατεί στο σπίτι μου τάξη, καθαριότητα και οικονομία. Αυτό μόνο μια γυναίκα το καταφέρνει. Αλλά δεν αρκεί να την πληρώνεις. Για να κάνει τη δουλειά της σωστά, πρέπει να νομίζει ότι είναι δικό της το σπίτι! Να σας το πω αλλιώς: ο γάμος είναι το δόλωμα για να πιστεύει η υπηρέτρια ότι είναι οικοδέσποινα» λέει, απευθυνόμενος προς το κοινό, και αμέσως συμπληρώνει: «Ο δεύτερος λόγος; Έτσι και μπλεχτείς με γυναίκες, χάνεις το μυαλό σου, παλαβώνεις. Και λέω να παλαβώσω λιγάκι… Είμαι πια σε μια ηλικία… έχω στην μπάντα το πρώτο μου μισό εκατομμύριο! Μισό μεν αλλά… εκατομμύριο! Ας χάσω και λίγο τα μυαλά μου, μπορώ να τα ξαναγοράσω. Δούλεψα πολλά χρόνια σαν το σκυλί, δικαιούμαι να ζήσω κι εγώ μια περιπετειούλα. Γι’ αυτό θα ξαναπαντρευτώ!».
Εδώ παρεμβαίνει η Ντόλλυ Ληβάι, η προξενήτρα, μια τετραπέρατη χήρα, που έχει αναλάβει να βρει τη σωστή σύζυγο για τον Οράτιο. Είναι μια γυναίκα που, όπως λέει, αναλαμβάνει να λύνει υποθέσεις τρίτων για «κέρδος κι ευχαρίστηση». Βλέπει τον εαυτό της κάπως σαν καλλιτέχνη …της ζωής. Σύντομα θα καταλάβουμε ότι κάνει ό,τι μπορεί για να εμποδίσει το προξενιό με την νεαρή καπελού Αϊρίν Μολόι, επειδή θέλει τον Οράτιο για τον εαυτό της.
Στην ιστορία εμπλέκονται η προστατευόμενη ανιψιά του Οράτιου και ο νεαρός ζωγράφος με τον οποίο είναι ερωτευμένη, ένας τυχοδιώκτης νεοπροσληφθείς υπάλληλός του και οι δυο καταπιεσμένοι νεαροί που δουλεύουν στο κατάστημά του. Για διαφορετικούς λόγους όλοι θα βρεθούν στην Νέα Υόρκη και θα ανταμώσουν -όπως δεν ήθελαν- στο ίδιο ρεστοράν.
Ο Γουάιλντερ γνώριζε καλά τα μυστικά της φαρσοκωμωδίας και τα αξιοποίησε στην «Προξενήτρα» με τον καλύτερο τρόπο. Έτσι οι υποπλοκές μπερδεύονται έντεχνα η μία στην άλλη, «σκηνοθετημένες» συναντήσεις και διάφορα «ατυχήματα» ανατρέπουν τις προβλεπόμενες εξελίξεις, πρόσωπα που κρύβουν την αληθινή τους ταυτότητα, μεταμφιέσεις και παρεξηγήσεις συνθέτουν μια απολαυστική ιστορία που κλείνει αισίως με τρειςαρραβώνες στο σπίτι της πλούσιας γεροντοκόρης Φλόρας Βαν Χόιζεν - αυτή τελικά είναι που θα παντρέψει τους πάντες!
Επιρροές και μεταμορφώσεις
Ο πολύγλωσσος και πολυδιαβασμένος Γουάιλντερ ακολουθεί εδώ την τακτική που οι Ρωμαίοι ονόμαζαν «contaminatio» - δανεισμό ιστοριών από την παρακαταθήκη της Νέας Κωμωδίας, τελευταίας φάσης της αττικής κωμωδίας, και προσαρμογή τους στα λατινικά δεδομένα από συγγραφείς όπως ο Πλαύτος (254-184 π.Χ.) κι ο Τερέντιος (186-159 ; π.Χ.). Έκτοτε η οικειοποίηση υποθέσεων, χαρακτήρων, επιμέρους θεμάτων και μοτίβων, είναι μάλλον συνηθισμένη στο θέατρο.
Ο Γουάιλντερ προφανώς είχε διαβάσει το έργο του Τερέντιου «Φορμίων», οι πρωταγωνιστές του οποίου έχουν ομοιότητες με κεντρικά πρόσωπα της «Προξενήτρας» αλλά και την «Aulularia» του Πλαύτου, έργα στα οποία βάσισε ο Μολιέρος αντιστοίχως τις «Κατεργαριές του Σκαπίνου» (1671)και τον «Φιλάργυρο» (1668). Τι πιο φυσικό, σ’ αυτόν τον διαδοχικό δανεισμό υλικών, από το να δανειστεί ο Αμερικανός συγγραφέας μια σκηνή από τον «Φιλάργυρο» του Μολιέρο για τη δική του «Προξενήτρα»;
Επιπλέον η ιδέα της ζωής ως ψευδαίσθηση που επαναλαμβάνει η Φλώρα Βαν Χόυζεν φέρνει στο νου το έργο του μεγάλου Πιερ Κορνέιγ «L’ Ιllusioncomique» (1636), κεντρική ιδέα του οποίου είναι ότι η ζωή, όπως και το θέατρο, δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Στις πολυάριθμες αναφορές της «Προξενήτρας» αναγνωρίζονται το μονόπρακτο «A Day Well Spent» (1835) του Τζον Όξενφορντ και η κωμωδία μετ’ ασμάτων «Einen Jux will er sichmachen» (1842) του βιεννέζου «βασιλιά της κωμωδίας» Γιόχαν Νεστρόι.
Η ανίχνευση των διακειμενικών αναφορών του έργου δεν περιορίζεται όμως μόνο σε θεατρικά έργα του παρελθόντος. Έτσι στον μονόλογο της Ντόλλυ για τη σημασία του χρήματος («[…] Το χρήμα είναι – συγγνώμη κιόλας – σαν την κοπριά! Δεν αξίζει τίποτα αν δεν το σκορπίσεις τριγύρω για να μεγαλώσουν τα βλαστάρια […]», αναγνωρίζεται ένα απόσπασμα από το κείμενο του Φράνσις Μπέικον «Of sedition andtroubles» του 1625: «Above all things, good policy isto be used that the treasure and moneys in a state be notgathered into few hands. For otherwise a state may have a great stock, and yet starve. And money is likemuck, not good except it be spread» (σε ελεύθερη μετάφραση: Ο πλούτος της χώρας και τα χρήματα δεν πρέπει να συγκεντρώνονται στα χέρια λίγων. Γιατί αλλιώς το κράτος μπορεί να είναι πλούσιο κι οι πολίτες του να λιμοκτονούν. Τα χρήματα είναι σαν την κοπριά, που είναι καλή μόνο όταν απλώνεται σαν λίπασμα στο χώμα).
Για την πολύτιμη ελαφρότητα της φάρσας
Θα ήταν λάθος, επειδή πρόκειται για ένα είδος που στοχεύει στη διασκέδαση του κοινού, να υποτιμηθεί η δραματουργική ποιότητα της καλής φάρσας. Ο Γουάιλντερ έχει τοποθετηθεί καθαρά: η φάρσα δεν βασίζεται στην ανοησία, αλλά στην λογική και στην ακρίβεια. «Η ευχαρίστηση που προκαλεί η φάρσα, μοιάζει μ’ αυτήν που προκαλεί μια αστυνομική ιστορία - απαιτεί σχέδιο, εξέλιξη και λογική» σημειώνει.
Οπωσδήποτε προκαλεί απορία πώς ένας συγγραφέας που βρισκόταν σε διαδικασία ρήξης με το αστικό θέατρο της εποχής του, προϊόν της οποίας ήταν η καινοτόμα δραματουργία της «Μικρής μας πόλης», γράφει την ίδια εποχή ένα έργο που παραπέμπει στο ρεπερτόριο που ο ίδιος κατηγορούσε ότι είχε οδηγήσει την θεατρική τέχνη σε αδιέξοδο. Επ’ αυτού ο Γουάιλντερ γράφει στον πρόλογο της έκδοσης «Τhreeplays» (1957) ότι «ένας τρόπος για να ξεφύγεις από την ανοησία του θεάτρου του 19ου αι. είναι να γελάσεις μαζί της» και ότι με την «Προξενήτρα» θέλησε να παρωδήσει το ρεπερτόριο των έργων που έπαιζαν τα θέατρα όταν ήταν παιδί. Ακόμη κι αν αυτό ήταν το αρχικό κίνητρό του, η «εξήγηση» παραμένει παραπλανητική. Γιατί περισσότερο από το να διασκεδάζει, μιμούμενος τα έργα που αγαπούσε να βλέπει το κοινό του 19ου αι., με την «Προξενήτρα» ο Γουάιλντερ αποτίει φόρο τιμής στην παράδοση της θεατρικής τέχνης και στις συμβάσεις που αναπαράγονταν από την εποχή του Μενάνδρου έως την Μπελ Επόκ και τον Όσκαρ Ουάιλντ.
Η Προξενήτρα στην σκηνή Κοτοπούλη: Μία απολαυστική παράσταση
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος θα έλεγα ότι εμπνεύστηκε από το φαινομενικά παράδοξο γεγονός της συγγένειας των απόψεων του Γουάιλντερ με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ ως προς τη σχέση πραγματικότητας και αναπαράστασης. «Όλα τα “ψέματα” που λέει – λ.χ. το ψέμα ότι αυτή η νεαρή ηθοποιός είναι η γυναίκα του Καίσαρα, το ψέμα να μιλούν οι άνθρωποι μεταξύ τους με στίχους, το ψέμα ότι αυτός ο ηθοποιός μόλις σκότωσε έναν άνδρα- ενισχύουν την μοναδική αλήθεια, την αλήθεια που υπαγορεύει η ιστορία, ο μύθος. Το θέατρο απαιτεί ένα πλήθος συμβάσεων και μια σύμβαση είναι ένα συμφωνημένο, αποδεκτό ψέμα» σημειώνει ο Γουάιλντερ.
Οι απόψεις του Γουάιλντερ δεν απέχουν πολύ απ’ όσα έγραφε ο Μπρεχτ στο «Μικρό Όργανο για το Θέατρο» (1949): «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η απόλαυση των αναπαραστάσεων τόσο διαφορετικών θεατρικών τρόπων (σ.σ. αναφέρεται στις διαφορές των έργων και της ερμηνείας τους από το αρχαίο ελληνικό θέατρο έως και το θέατρο των νεότερων χρόνων) σχεδόν ποτέ δεν εξαρτήθηκε από το βαθμό αληθοφάνειας της αναπαράστασης με το αναπαριστώμενο». Και εξηγεί ότι η απόλαυση στο θέατρο συνδέεται με την ομορφιά του λόγου και του μύθου και, βέβαια, με τους ανθρώπους της σκηνής που μπορούν με ελάχιστα πράγματα, «λίγο χαρτόνι, λίγη μιμική, λίγο κείμενο, μ’ έναν τόσο μικρό απόηχο του κόσμου, να κινούν τον συναισθηματικό κόσμο των θεατών με πολύ μεγαλύτερη δύναμη απ’ όσο ο ίδιος ο κόσμος».
Γουάιλντερ και Μπρεχτ έχουν, ακόμη, παρόμοια άποψη για την κατευναστική λειτουργία του κυρίαρχου αστικού θεάτρου της εποχής τους. Ο πρώτος πίστευεότι υπαγορεύθηκε από την απαίτηση της κυρίαρχης μεσαίας τάξης για θεάματα που να μην προκαλούν προβληματισμό, που να μην βαραίνουν τους θεατές με δύσκολα ζητήματα της ύπαρξης. Ο Μπρεχτ πάλι, υπό το πρίσμα των πολιτικών του πεποιθήσεων,υποστήριξε ότι στο θέατρο οι ιστορίες των ανθρώπων πρέπει να παρουσιάζονται σαν να μην βράζει ο κόσμος από αντιθέσεις, σαν τίποτα να μην αλλάζει, σαν τίποτα να μην μπορεί ν’ αλλάξει. Από διαφορετικές αφετηρίες, Μπρεχτ και Γουάιλντερ, καταγγέλλουν την «υπνωτιστική» για τους θεατές σκηνική ψευδαίσθηση και υιοθετούν παρόμοιες αντι-ρεαλιστικές μεθόδους (εισάγοντας αφηγητή, επιδεικνύοντας την «θεατρικότητα» της δράσης, χρησιμοποιώντας προβολές κ.ά.). Ωστόσο τα έργα του Γουάιλντερ χαρακτηρίζει μία φιλοσοφικών στοχεύσεων θεώρηση της ανθρώπινης συνθήκης, που διαφοροποιεί κάθετα το θέατρό του από το πολιτικό, μαρξιστικό θέατρο του Μπρεχτ.
Στην παράσταση στην σκηνή Κοτοπούλη, πάντως, αν κάτι πρωταγωνιστεί είναι η ίδια η σκηνή και η δύναμή της να ταξιδεύει το κοινό σε άλλους τόπους κι εποχές. Ένας αφηγητής εισάγει τους θεατές στην ιστορία, ο οποίος σχολιάζει αστειευόμενος τις προθέσεις του σκηνοθέτη, αναφέροντας μάλιστα ότι οι καρέκλες στις οποίες κάθονται αρχικά οι ηθοποιοί του θιάσου ανακαλούν το σκηνικό του άλλου, σπουδαίου έργου του Γουάιλντερ, την «Μικρή μας Πόλη». Έτσι γίνεται ξεκάθαρο εξαρχής ότι τον σκηνοθέτη δεν απασχολεί ούτε ο ρεαλισμός ούτε η αληθοφάνεια.
Στην κατεύθυνση αυτή στην άδεια σκηνή δεσπόζει μία «έξυπνη» μεγάλη τετράγωνη κατασκευή, οι πλευρές τις οποίες ανοίγουν ενώ ειδικές κατασκευές εντός της επιτρέπουν τις αναγκαίες μεταμορφώσεις του σκηνικού χώρου. Σε συνεργασία προφανώς με τον σκηνοθέτη ως προς κάποιες τεχνικές «αποστασιοποίησης», η σκηνογράφος Ευαγγελία Θεριανού άφησε στις άκρες της σκηνής είδη φροντιστηρίου και αντικείμενα προηγούμενων σκηνών ώστε να υπενθυμίζεται διαρκώς η μαγεία ενός θεάτρου που δεν κρύβει τα μυστικά της μαγείας του. Ο πιανίστας Γιάννης Μαραμαθάς έχει ενεργό ρόλο αφού οι, τόσο ταιριαστές, ragtime συνθέσεις που παίζει (είδος ιδιαιτέρως δημοφιλές στις αρχές του 20ού αι., με βασικό εκπρόσωπο τον αφροαμερικανό Scott Joplin) αρχίζουν, τελειώνουν, ξαναρχίζουν πάντα σε σχέση με συγκεκριμένους ηθοποιούς και δράσεις.
Τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ, πατώντας σε ενδυματολογικά στοιχεία της μόδας κατά την Μπελ Επόκ, αποτελούν ένα χαρμόσυνο σύνολο υψηλής θεατρικότητας.
Ο θίασος συνδυάζει ηθοποιούς διαφορετικών ηλικιών και εμπειρίας - οι νεότεροι (Μελίνα Βαμπούλα, Άλκης Μπακογιάννης, Ιωάννης Μυστακίδης, Πάνος Παπαδόπουλος, Θανάσης Ραφτόπουλος, Γιάννης Σαμψαλάκης, Φώτης Στρατηγός, Βιβή Φωτοπουλου) είναι καλοί και θα γίνουν καλύτεροι, πιστεύω, όσο δοκιμάζονται στην σκηνή. Αλλά η παράσταση στηρίζεται στις ερμηνείες του Σίμου Κακάλα στον ρόλο του Οράτιου Βαντεργκέλντερ (πρώτη φορά τον είδα σε κωμικό ρόλο και ήταν πραγματικά απολαυστικός), στην Γαλήνη Χατζηπασχάλη στον ρόλο της Ντόλλυ (το μεγάλο κωμικό ταλέντο της δεν χρειάζεται συστάσεις, μόνο που εδώ είναι καλύτερη απ’ ό,τι συνήθως γιατί αποφεύγει τις υστερικές κορώνες), στον έξοχο ρολίστα Θανάση Δήμου, στην Ευδοκία Ρουμελιώτη (που ρόλο τον ρόλο ωριμάζει και ανθίζουν οι ερμηνείες της) και, βέβαια, στην σπουδαία Ράνια Οικονομίδου στο ρόλο της «κουνημένης» ρομαντικής γεροντοκόρης.
Κλείνοντας, ας σημειώσω αυτό που ο Γουάιλντερ υπενθυμίζει ξανά και ξανά μέσα από τις ιστορίες του,και στην «Προξενήτρα»: ας μην αφήνουμε τις μέρες της ζωής μας να περνούν λες και θα ζήσουμε για πάντα, ας μάθουμε να εκτιμάμε και «σεβόμαστε» τις πολλές, μικρές, ίσως ασήμαντες, στιγμές της κάθε ημέρας γιατί το άθροισμά τους αποτελεί την διαδρομή μας σ’ αυτόν τον εξαίσιο, παράλογο κόσμο.
Ταυτότητα παράστασης
- Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
- Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
- Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
- Επεξεργασία-διασκευή μουσικών κομματιών παράστασης: Γιάννης Μαραμαθάς
- Κίνηση: Σοφία Πάσχου
- Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
- Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά
- Βοηθός σκηνοθέτη: Γιώργος Παύλου
- Βοηθός σκηνογράφου: Ζενεβιέβ Αθανασοπούλου
- Βοηθός ενδυματολόγου: Αλέξανδρος Γαρνάβος
Διανομή (αλφαβητικά)
- Μελίνα Βαμπούλα Μίνυ Φαίη
- Θανάσης Δήμου Μαλαχίας Στακ
- Σίμος Κακάλας Οράτιος Βαντεργκέλντερ
- Άλκης Μπακογιάννης Αμβρόσιος Κέμπερ
- Ιωάννης Μυστακίδης Αύγουστος, Γερτρούδη
- Ράνια Οικονομίδου Φλώρα Βαν Χόυζεν
- Πάνος Παπαδόπουλος Κορνήλιος Χακλ
- Θανάσης ΡαφτόπουλοςΡοδόλφος, Μαγείρισσα
- Ευδοκία Ρουμελιώτη Αϊρήν Μολόυ
- Γιάννης Σαμψαλάκης Τζόου (μπαρμπέρης), Αμαξάς
- Φώτης ΣτρατηγόςΒαρνάβας Τάκερ
- Βιβή ΦωτοπούλουΕρμενεγάρδη
- Γαλήνη Χατζηπασχάλη Ντόλυ Γκάλαχερ Λιβάι
Μουσικός επί σκηνής: Γιάννης Μαραμαθάς (πιάνο)
Φωτογραφίες παράστασης: Πάτροκλος Σκαφίδας
Βίντεο παράστασης: Νίκος Πάστρας
Επεξεργασία φωτογραφιών: Mavra gidia
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη στις 19:00,
Πέμπτη, Παρασκευή στις 20:30,
Σάββατο στις 17:30 και 20:30,
Κυριακή στις 19:00
Προπώληση εισιτηρίων: ticketservices.gr και στο 210.7234567 (με χρήση πιστωτικής-χρεωστικής κάρτας)