Την πιο ευφρόσυνη κωμωδία του Σαίξπηρ, το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» (1595-6), παρουσίασε επιτυχώς ως δραματοποιημένο αναλόγιο στον Θόλο του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος ο Έκτορας Λυγίζος.
Αν αντιμετωπιστεί ως εργασία εν προόδω (work in progress, αλλιώς), μπορεί να οδηγήσει, σε δεύτερη φάση, σε μία αξιοπρόσεκτη παράσταση του απολαυστικού σαιξπηρικού έργου.
Εκτιμώ το θέατρο του Έκτορα Λυγίζου και παρακολουθώ με ενδιαφέρον τις παραστάσεις του. Γιατί αναγνωρίζω την σοβαρή δουλειά που έχει κάνει τουλάχιστον σε δύο κατευθύνσεις: στην μελέτη του κειμένου/λόγου και στην σοβαρή διερεύνηση μη συμβατικών ερμηνευτικών τρόπων, ακόμα κι όταν έχω αντιρρήσεις για το σκηνικό αποτέλεσμα.
Να θυμηθώ τις «Βάκχες» που είχε παρουσιάσει στο Θέατρο του Νέου Κόσμου δέκα χρόνια πίσω, μία καθ’ όλα γόνιμη ερευνητική προσέγγιση της τραγωδίας για 3 ηθοποιούς ή τον «Άμλετ» στο ίδιο θέατρο το 2019; Ή το «Σώσε» του Φρέιν στην Στέγη (2018) και το «Σχολείο Γυναικών» του Μολιέρου στην Πειραιώς 260 (Φεστιβάλ Αθηνών 2021); Ακόμα κι όταν δεν σκηνοθετεί ο ίδιος αλλά συμμετέχει ως ηθοποιός σε παραστάσεις τρίτων, όπως π.χ. στην «Νύχτα της Κουκουβάγιας» που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Αγαρτζίδης, ο Έκτωρ Λυγίζος ξεχωρίζει για την αφοσίωσή του και την παθιασμένη σχέση του με την σκηνική τέχνη σε κάθε έκφανσή της.
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ο Έκτωρ Λυγίζος ακολουθεί το παράδειγμα του Λευτέρη Βογιατζή ως σκηνοθέτης και ηθοποιός. Η διαπίστωση δεν έχει αρνητικό πρόσημο. Γιατί σε μία συνθήκη συγκεχυμένη που καθείς είναι ό,τι δηλώσει και πολλοί παρουσιάζονται ως σκηνοθέτες, το να αναφέρεται ο Λυγίζος έργω στον κορυφαίο σκηνοθέτη, δεν δηλώνει μόνο ευγενή φιλοδοξία (να εμπνέεται από έναν αφοσιωμένο και ουσιαστικά πρωτότυπο δημιουργό) αλλά και μία ευπρόσδεκτη «συνέχεια» στον δρόμο που εκείνος χάραξε.
Το περασμένο χειμώνα ο Λυγίζος ανέλαβε την καλλιτεχνική επιμέλεια των «Παραβάσεων», μία σειρά θεατρικών αναλογίων του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Τέσσερις απολαυστικές κωμωδίες του Σαίξπηρ («Η κωμωδία των παρεξηγήσεων», «Αγάπης αγώνας άγονος», «Δωδέκατη νύχτα» και «Το ημέρωμα της στρίγγλας») με θέμα τον έρωτα, την πλάνη και την έμφυλη ταυτότητα παρουσιάστηκαν από τέσσερις σκηνοθέτες/ηθοποιούς της νεότερης γενιάς, τον Μάνο Βαβαδάκη, την Εύα Βλασσοπούλου, την Κατερίνα Γιαννοπούλου και τον Άρη Μπαλή.
Έστω και με παραστασιακά λειψή μορφή, τα αναλόγια αποτελούν μία πρώτης τάξης αφορμή για εις βάθος σπουδή του σαιξπηρικού λόγου, που όντας σε μεγάλο μέρος του έμμετρος, με μορφή και περιεχόμενο που ανήκουν σε περασμένες διά παντός εποχές της σκηνικής τέχνης, απαιτούν ειδική αντιμετώπιση από πλευράς σκηνοθεσίας και ερμηνευτών για να συνεπάρουν το σημερινό κοινό.
Ως κατακλείδα των Παραβάσεων 2022-23 αυτές τις μέρες ο Έκτωρ Λυγίζος παρουσίασε στον Θόλο, στον ανοιχτό ολόγυρα αλλά στεγασμένο χώρο του πάρκου του ΚΠΙΣΝ, το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας».
Η ερμηνεία του σαιξπηρικού λόγου, σε ωραία απόδοση στην ελληνική από τον Διονύση Καψάλη, αποτέλεσε βασική έγνοια του, καθώς δεν υπήρχαν σκηνικά ή κοστούμια. Για την ακρίβεια, οι ηθοποιοί φορούσαν ένα φορητό αναλόγιο και μικρά διακριτικά των ρόλων τους και μοναδικά αντικείμενα στον κυκλικό σκηνικό χώρο ήταν οι καρέκλες όπου κάθονταν οι ηθοποιοί όταν δεν έπαιζαν. Τα ανοίγματα εισόδου/εξόδου του Θόλου αξιοποιήθηκαν στην σκηνική δράση, που είχε απλωθεί σ’ όλη την έκτασή του - και δίπλα στους θεατές.
Το έργο είναι γνωστό: παραμονές του γάμου του βασιλιά της Αθήνας Θησέα με την βασίλισσα των Αμαζόνων Ιππολύτη, ο άρχοντας Αιγέας απαιτεί να γίνει σεβαστή η επιθυμία του και η κόρη του Ερμία να παντρευτεί τον Δημήτριο, τον ευγενή νέο που ο ίδιος επέλεξε γι’ αυτήν. Η Ερμία, όμως, αγαπά έναν άλλο ευγενή νέο, τον Λύσανδρο, και προτιμά να το σκάσει μαζί του στο δάσος έξω από την πόλη. Η φίλη της η Ελένη, που αγαπά τον Δημήτριο, τον πληροφορεί για την εξέλιξη και οι τέσσερις νέοι θα βρεθούν νύχτα του μεσοκαλόκαιρου στο δάσος, να περιφέρονται ανάμεσα σε ξωτικά και λαϊκούς τεχνίτες που ετοιμάζουν μία παραστασούλα.
Πρόσωπο-κλειδί στην φαρσική ίντριγκα είναι ο Πουκ, το πλάσμα για όλες τις δουλειές του Βασιλιά των Ξωτικών, που στάζει μαγικό βοτάνι σε λάθος μάτια. Έτσι οι δύο νεαροί θα ερωτευτούν την Ελένη και θα εγκαταλείψουν την Ερμία, η δε Τιτάνια, η Βασίλισσα των Ξωτικών, θα ερωτευτεί τον Πάτο, έναν μάστορα που μετά την παρέμβαση του Πουκ αποκτά κεφαλή γαϊδάρου.
Έργο ευρηματικής σύλληψης και μεγάλης ποιητικής πνοής το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» «ζητάει» ειδική σκηνογραφική και ενδυματολογική αντιμετώπιση για να μπορέσουν να αποδοθούν και να δέσουν οι χυμοί, τα χρώματα, τα εξωπραγματικά στοιχεία του παραμυθιού, οι σκηνές θεάτρου εν θεάτρω. Βέβαια, και στα ελισαβετιανά θέατρα οι σκηνογραφικές δυνατότητες ήταν απολύτως περιορισμένες και οι παραστάσεις δίνονταν προτού πέσει το σκοτάδι. Το πολυταξικό κοινό βασιζόταν στον λόγο για να «ταξιδέψει» στον φανταστικό τόπο και χρόνο των έργων. Αλλά τον 16ο και 17ο αι. οι θεατές ήταν οπτικά αγνοί και ψυχικά ανοιχτοί και η σχέση τους με τον ποιητικό λόγο ήταν ακόμα στενή.
Σήμερα, που η σχέση του κοινού με τον ποιητικό λόγο έχει διαρραγεί, είναι σαφώς δυσκολότερη η παρακολούθηση ενός ποιητικού έργου ως αναλόγιο. Ο Έκτορας Λυγίζος ξεπέρασε το πρόβλημα δουλεύοντας προσεκτικά, και προφανώς εντατικά, με τους ηθοποιούς τους σαιξπηρικούς στίχους και τον ρυθμό τους. Χρησιμοποιώντας κρουστά, ξυλόφωνα και μεταλλόφωνα, λίγες παρεμβάσεις από φλάουτο και τρομπέτα, ροκάνες και λογής χτύπους, δημιούργησε μία παρτιτούρα που χωρίζει τη σκηνική δράση σε μικρές και μεγαλύτερες σκηνές - πάντα σε σαφή συνάρτηση με τον κυκλικό χώρο της σκηνής και τα ανοίγματα εισόδων και εξόδων που χρησιμοποιούν οι ηθοποιοί.
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης παρακολουθεί την δράση από την αρχή έως την κατάληξή της, δίνοντας τα ηχητικά σημεία στίξης - όταν δεν ερμηνεύει τον Πουκ. Τους υπόλοιπους ρόλους εμπιστεύτηκε σ’ ένα σύνολο αξιόλογων ηθοποιών της νεότερης γενιάς. Ξεχώρισαν η Κατερίνα Πατσιάνη και η Νάνσυ Σιδέρη, ο Μάνος Βαβαδάκης, ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος, ο Γιώργος Ζιάκας και η (άρρυθμη στην αρχή) Φλομαρία Παπαδάκη. Πράγματι εξαιρετική ερμηνεία του έμπειρου Θάνου Τοκάκη στον ρόλο του Θησέα.
Ωστόσο, η παράσταση κάπως χαλαρώνει μετά την μία ώρα - ίσως γιατί, χωρίς σκηνικό και κοστούμια, τα τέσσερα διαφορετικά σύνολα ηρώων (βασιλείς, ερωτευμένοι νέοι, ξωτικά και τεχνίτες/ηθοποιοί) δεν ξεχωρίζουν. Επιπλέον, ο τραγουδιστός-σα-νανούρισμα τρόπος ερμηνείας που υιοθετεί ο Λυγίζος όταν στάζει το μαγικό βοτάνι, από ένα σημείο και μετά επανέρχεται ξανά και ξανά χωρίς δραματουργικό λόγο (και κουράζει).
Τέλος, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες σκηνικές προσεγγίσεις του «Ονείρου καλοκαιρινής νύχτας», το αδύνατο σημείο της παράστασης ήταν η σκηνή της ερασιτεχνικής παράστασης. Ο Λυγίζος, σωστά, παρουσίασε στην αρχή τους μαστόρους ευγενικά, χωρίς γκροτέσκ υπερβολές. Αλλά η παράσταση «τραγικοτάτης ευθυμίας» του Πυράμου και της Θίσβης που παρουσιάζουν στο βασιλικό ζεύγος είναι υπερβολικά χοντροκομμένη - η εντύπωση που προκαλεί είναι ότι στήθηκε πρόχειρα, χωρίς την γνωστή προσοχή του σκηνοθέτη, μία βιαστική σκηνή για την οποία χωρίς λόγο οι θεατές μετακινήθηκαν από τις θέσεις του προς ορισμένο σημείο του πάρκου.
Οπωσδήποτε θα είχε ενδιαφέρον αντί δραματοποιημένου αναλογίου να βλέπαμε από τον καλό σκηνοθέτη και ηθοποιό το «Ονειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» ως κανονική παράσταση. Και ίσως θα άξιζε να καθιερωθεί ο θαυμάσιος χώρος του Θόλου στον ΚΠΙΣΝ για μία μεγάλη παραγωγή (ως απόληξη των Παραβάσεων ή ανεξάρτητως απ’ αυτές) κάθε καλοκαίρι.