Κριτική θεάτρου από τη Ματίνα Καλτάκη: Τι συμβαίνει όταν οι ηθοποιοί γίνονται σκηνοθέτες - iefimerida.gr

Κριτική θεάτρου από τη Ματίνα Καλτάκη: Τι συμβαίνει όταν οι ηθοποιοί γίνονται σκηνοθέτες

«Καμπάνες τα Μεσάνυχτα»
Από την παράσταση «Καμπάνες τα Μεσάνυχτα»
ΜΑΤΙΝΑ ΚΑΛΤΑΚΗ

Τέλος της χειμερινής σεζόν, που πλέον εκτείνεται έως και τον Μάιο, καλή στιγμή για να επισημάνουμε φαινόμενα της θεατρικής αγοράς που προκαλούν προβληματισμό. Όπως η αναντιστοιχία του τεράστιου αριθμού παραστάσεων ως προς το μικρό αριθμό όσων πραγματικά άξιζαν. Ή η έλλειψη επαρκών πόρων και παραγωγής που να επιτρέπουν άρτιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο μεγάλος αριθμός ηθοποιών οδηγεί στη δημιουργία μικρών συνόλων που αποφασίζουν να παρουσιάσουν μία παράσταση. Νοικιάζουν έναν θεατρικό χώρο και κάποιος ανάμεσά τους αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία. Αλλά επειδή κι άλλες ομάδες παρουσιάζουν στο ίδιο χώρο τη δουλειά τους, η πρώτη «έκπτωση» θεωρείται δεδομένη: Το σκηνικό τους πρέπει να στήνεται και να ξεστήνεται εύκολα, άρα πρέπει να είναι λιτό , «αφαιρετικό»  ή να μην υπάρχει. Η mix and match επιλογή επίπλων και σκηνικών αντικειμένων από αποθήκες και παζάρια και τα «ό,τι να ΄ναι» κοστούμια, παρουσιάζονται ως «άποψη». Για σοβαρό σχεδιασμό φώτων και μουσική/ηχητική δραματουργία  απαιτούνται χρήματα, που δεν υπάρχουν. Εξ ανάγκης το «φτωχό θέατρο» εξιδανικεύεται και το «Κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας» ισορροπεί με το «Παίζω σε σίριαλ γιατί πρέπει να ζήσω». Επιπλέον, ενώ οι σπουδές σε μια δραματική σχολή δεν εξασφαλίζουν την σκηνοθετική επάρκεια, εύκολα οι ηθοποιοί αναλαμβάνουν ρόλο σκηνοθέτη.

Ο θεατρικός χώρος σφύζει από ζωή και δημιουργική ορμή, αλλά παραμένει καθηλώμενος σε προσπάθειες εν πολλοίς αδικαιώτες.

Τρεις παραστάσεις που παρουσιάζονται αυτόν τον καιρό σε θέατρα της Αθήνας μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δείγμα για την εξαγωγή συμπερασμάτων: «Καμπάνες τα μεσάνυχτα. Κάποιες κυρίες διασκεδάζουν» σε σκηνοθεσία Μάνου Βαβαδάκη (Θέατρο Τέχνης/Φρυνίχου), «Ο χρυσός δράκος» σε σκηνοθεσία του ηθοποιού Γιώργου Ματζιάρη (Σύγχρονο Θέατρο) και «Η Αρκούδα», πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του εξαιρετικού ηθοποιού Νίκου Καρδώνη (Αμφι-Θέατρο).

Και στις τρεις παρατηρείται μάλλον απλουστευτική ερμηνεία/σκηνική διαχείριση της ιστορίας, που δεν δίνει ερεθίσματα για ουσιαστική, διανοητική και συναισθηματική, εμπλοκή του θεατή, σχηματοποίηση των δραματικών προσώπων, ελλιπή καθοδήγηση των ηθοποιών και αδυναμίες στο στήσιμο. 

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Καμπάνες τα μεσάνυχτα. Κάποιες κυρίες διασκεδάζουν» 

Ο Μάνος Βαβαδάκης, σπούδασε ηθοποιός στην Δραματική Σχολή του Εθνικού, Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο και έχει μεταπτυχιακό στην Ιστορία. Οι δύο πρώτες παραστάσεις της ομάδας του (RMS Mataroa) μαρτυρούν την αγάπη του για την Ιστορία και το ενδιαφέρον του για την πολιτική («Ματαρόα, πού πας καραβάκι με τέτοιο καιρό;» και «Μικρό αναρχικό καλοκαίρι / Βαρκελώνη ‘36»). Με την τρίτη, «Καμπάνες τα μεσάνυχτα. Κάποιες κυρίες διασκεδάζουν», που σκηνοθετεί ο ίδιος, ανοίγεται στα βαθιά του σαιξπηρικού θεάτρου, πατώντας στο σενάριο του Όρσον Ουέλς («Φάλσταφ» ή «Καμπάνες τα μεσάνυχτα», 1966). Λίγα χρόνια πριν, το 1960, ο ιδιοφυής Αμερικανός σκηνοθέτης και ηθοποιός παρουσίασε μία σύνθεση βασισμένη στα ιστορικά δράματα «Ερρίκος IV» και «Ερρίκος V» και στην κωμωδία «Οι εύθυμες κυρίες του Γουίντσορ», με πρωταγωνιστή  τον Φάλσταφ  – ήταν ο τελευταίος ρόλος που ερμήνευσε επί σκηνής. Κατά μία πειστική ερμηνεία, ο Φάλσταφ του Ουέλς είναι alter ego του πατέρα του. Φαγάς και πότης, παλικάρι της φακής, ψεύτης και κλέφτης, ο Φάλσταφ, σύντροφος στις εξαλλοσύνες του πρίγκιπα Χαλ, διαδόχου του αγγλικού θρόνου, θα πληγωθεί βαθιά όταν ο φίλος του ανεβεί στον θρόνο και ως  βασιλιάς Ερρίκος Ε΄ της Αγγλίας τον απαρνηθεί.

Η παράσταση του Μ. Βαβαδάκη ξεκινά με μία παρωδι(α)κή παρουσίαση του κατά Γιαν Κοτ Μεγάλου Μηχανισμού, την ανελέητη διαδοχή φόνων και βασιλιάδων. Για να μπούμε στο κλίμα της εποχής, προφανώς. Στη συνέχεια παρακολουθούμε κάποια επεισόδια, αποσπασμένα από τα τρία σαιξπηρικά έργα, με πρωταγωνιστή τον Φάλσταφ, αποδοσμένα υπό το γνωστό, ξεπερασμένο πια, πρίσμα  της ειρωνικής ανάδειξης της γελοιότητας ηρώων/καταστάσεων. Και καθώς ο «Ερρίκος IV» και ο «Ερρίκος V» δεν είναι από τα έργα του Σαίξπηρ που ανεβαίνουν συχνά, άρα δεν είναι γνωστά, ένας Θεός ξέρει τι καταλαβαίνει ο μέσος θεατής απ’ όσα συμβαίνουν στην σκηνή. Οι ηθοποιοί (Χαρά - Μάτα Γιαννάτου, Κατερίνα Ζησούδη,  Ελίνα Ρίζου,  Κωνσταντίνος Πλεμμένος και Μάνος Βαβαδάκης) προσπαθούν αλλά χωρίς πλοκή στιβαρή, χωρίς  στόχευση καθαρή, με πρόσωπα σχηματικά και με όψη (σκηνογραφία, κοστούμια, φωτισμοί) χαμηλών αισθητικών κριτηρίων, η σύνδεση σκηνής και πλατείας δεν επιτυγχάνεται.  

Ο «Χρυσός Δράκος»

Πρέπει να έχει μεγάλο θάρρος ή άγνοια κινδύνου ο ηθοποιός Γιώργος Ματζιάρης, που στα πρώτα του σκηνοθετικά βήματα θέλησε να σκηνοθετήσει τον «Χρυσό  Δράκο» (2009) του Ρόλαντ Σιμελπφένιχ. Γιατί σ’ αυτό το ιδιαιτέρως απαιτητικό έργο, πέντε ηθοποιοί διαρκώς επί σκηνής καλούνται  να ερμηνεύσουν πολλούς περισσότερους ρόλους (διαφορετικών ηλικιών, φύλων, ιδιοτήτων), μετακινούμενοι ακαριαία από τον έναν ρόλο/τόπο στον άλλο. Μικρές σκηνές προχωρούν γρήγορα την ιστορία. Σημείο αφετηρίας της είναι η στενή κουζίνα ενός κινέζικου εστιατορίου σε κάποια δυτική πόλη, ήρωες της οι σκληρά εργαζόμενοι στο εστιατόριο μετανάστες και ένοικοι των διαμερισμάτων άνωθεν του εστιατορίου. Μέσω της εμπνευσμένης δραματουργίας, ο συγγραφέας παρουσιάζει το δράμα των «αόρατων» ανθρώπων, των μεταναστών που χωρίς χαρτιά ζουν στο υπογάστριο των δυτικών πόλεων, δούλοι νέας κοπής που κινούνται σ’ ένα περιβάλλον αποξενωμένων  ανθρώπων, αποκλεισμένων στα δικά τους μικρά δράματα. Μικρές αναλαμπές ανθρωπιάς και ενσυναίσθησης (το παραλήρημα του νεαρού κινέζου μετανάστη που πεθαίνει ή η αντίδραση της αεροσυνοδού που βρίσκει ένα δόντι στην σούπα της) σπάνε την αλυσίδα της αδιαφορίας - που λίγο απέχει από την συνενοχή. 

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο Γιώργος Ματζιάρης δεν μπόρεσε να καθοδηγήσει επαρκώς τους έμπειρους, καλούς ηθοποιούς που είχε στην διάθεσή του (Γιούλικα Σκαφιδά, Δημήτρης Αλεξανδρής, Χρήστος Σαπουντζής, Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, Στρατής Χατζησταματίου). Η παράσταση ως σύνθεση δίνει την εντύπωση αθροίσματος των αυτοσχεδιασμών κατά τη διάρκεια των προβών. Η έντονη σωματική κίνηση και ο γρήγορος ρυθμός λειτουργεί εις βάρος των ερμηνευτικών επιδόσεων - διαφορετικές ποιότητες ομογενοποιούνται. Στις σκηνικές οδηγίες που περνούν στην δραματουργία («παύση», «μικρή παύση») δεν δίνεται χρόνος και τρόπος ερμηνείας ώστε να λειτουργήσουν ως στοιχεία  αποστασιοποίησης «μπρεχτικού» τύπου. Η σκηνογραφία, τα κοστούμια και οι φωτισμοί της παράστασης είναι στοιχειώδεις.

«Η Αρκούδα»

Ο Nίκος Καρδώνης, βασικός ηθοποιός του Στάθη Λιβαθινού, έχει ερμηνεύσει έξοχα  πολλούς σημαντικούς ρόλους στην έως τώρα πορεία του. Στην πρώτη σκηνοθετική του προσπάθεια καταπιάστηκε με την «Αρκούδα», την χαριτωμένη μονόπρακτη κωμωδία του Τσέχωφ. Πρωταγωνιστεί μία τεθλιμμένη νεαρή χήρα, το πένθος και την απομόνωση της οποίας θα διακόψει ένας απόστρατος αξιωματικός, νυν κτηματίας, που καταφτάνει για να ζητήσει την εξόφληση δυο παλαιών γραμματίων. 

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Το έργο δεν έχει να πει πολλά στο σημερινό κοινό, είναι ένα άρτιο κωμικό σχεδίασμα που μόνο καλοδουλέμενες ερμηνείες δικαιώνουν ως επιλογή. Με αναπτυγμένο κριτήριο θεατρικότητας ο Ν. Καρδώνης έδωσε μεν σκηνική υπόσταση στο μονόπρακτο αλλά οι ερμηνείες που απέσπασε από τους ηθοποιούς (Κατερίνα Λάττα, Γιάννης Λατουσάκης, Γιάννης Δενδρινός) ήταν χοντροκομμένες (λ.χ. η χήρα εξαρχής «φωτίζεται» ως σεξουαλικώς πεινασμένη, όταν ο καταπιεσμένος ερωτισμός της θα έπρεπε να προκύψει ως αίσθηση στην πορεία). Το δέσιμο των σκηνών είναι προβληματικό και οι μουσικές παρεμβολές των Μιχάλη και Γιάννη Λατουσάκη δεν βρίσκονται σε οργανική σχέση με τη σκηνική δράση. Οι φωτισμοί κι εδώ τουλάχιστον ανεπαρκείς. (Ας ελπίσουμε ότι κάποια στιγμή το Αμφι-Θέατρο θα ανακαινιστεί και θα λειτουργήσει όπως αξίζει στην ιστορία του). 

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Επίλογος

Για παρόμοιους λόγους και οι τρεις παραστάσεις βεβαιώνουν ότι η σκηνοθεσία δεν αποτελεί  είδος φυσιολογικής εξέλιξης των ηθοποιών. Απαιτεί ιδιαίτερες ερμηνευτικές δυνατότητες, συνθετική αντίληψη, τεχνικές γνώσεις και ικανότητα υποκριτικής καθοδήγησης. Γι’ αυτό ενώ πολλοί ηθοποιοί σκηνοθετούν, λίγοι είναι αυτοί που πραγματικά καταφέρνουν να ξεχωρίσουν ως σκηνοθέτες. 

«[…] Η συγκέντρωση σ’ ένα ορισμένο όραμα που κάνει έναν άνθρωπο καλλιτέχνη, περιορίζει, λόγω της απόλυτης έντασής της, την ικανότητα της λεπτής κρίσης. Η ορμή της δημιουργίας τον σπρώχνει να ακολουθεί τυφλά τον δρόμο που οδηγεί στον στόχο του – ένα σύννεφο σκόνης δεν τον αφήνει να δει τι γίνεται γύρω του» γράφει ο Όσκαρ Ουάιλντ στον δοκιμιακό διάλογο «Ο κριτικός ως δημιουργός», και συμπληρώνει: «Πίστεψέ με, Έρνεστ, δεν υπάρχει καλή τέχνη χωρίς αυτεπίγνωση. Εξάλλου αυτεπίγνωση και κριτικό πνεύμα είναι ένα και το αυτό». 

 Έχει δίκιο. Ας το θυμούνται οι δημιουργοί της νεότερης γενιάς προτού εκθέσουν στο κοινό την επόμενη παράστασή τους. 

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ θέατρο κριτική
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ