Η περιπατητική παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά «Don’t Look Back» στο Παλαιό Ελαιουργείο της Ελευσίνας είναι καλή αφορμή για να διαπιστώσει κανείς τη δύναμη που έχουν θεσμοί όπως η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης.
Για πολλά χρόνια οι τρεις υπέροχες, πετρόχτιστες αποθήκες του άλλοτε Σαπωνοποιείου Χαριλάου (1875-1960), παρατημένες, λειτουργούσαν σαν ντεκόρ βιομηχανικής αρχαιολογίας, κάθε φορά που πηγαίναμε να δούμε μία παράσταση στο ανοιχτό θέατρο αυτού του μοναδικού κτιριακού συγκροτήματος, δίπλα στην παραλία της Ελευσίνας.
Για τις ανάγκες της Ελευσίνας-Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης 2023 ανακαινίστηκαν, επιτέλους, και φιλοξενούν την υβριδική περιπατητική περφόρμανς για 35 θεατές του Γ. Χουβαρδά.
Χάρη στην καίρια σκηνογραφική συμβολή της Εύας Μανιδάκη, τo «Don’t Look Back», που αντλεί από τον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης και εξελίσσεται σ’ ένα ξενοδοχείο φαντασμάτων, ανέδειξε τις πολλές δυνατότητες των τριών επικοινωνούντων χώρων.
Η ιδέα του σκηνοθέτη (που υπογράφει και το σκηνικό κείμενο) είναι εύστοχη, αφού συνδέει το βιομηχανικό απομεινάρι στη νέα εποχή του με την αρχαία Ιστορία της Ελευσίνας. Όχι μόνο γιατί ιδρυτής των Ελευσινίων Μυστηρίων θεωρείται ο Μουσαίος, γιος ή μαθητής του Ορφέα. Κυρίως γιατί ο Ορφέας, οδυρόμενος για τον χαμό της αγαπημένης του Ευρυδίκης, κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο και με τη θρηνητική μουσική του συγκίνησε τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη.
Ως γνωστόν, οι άρχοντες του Άδη συμφώνησαν να επιστρέψει η Ευρυδίκη μαζί του στη γη, αρκεί κατά τον δρόμο της επιστροφής να μη γυρίσει να κοιτάξει πίσω του. Γύρισε, κοίταξε, και έχασε την Ευρυδίκη για πάντα.
Ο έρωτας, ο θάνατος, η ζωή και το τέλος της, οι ζωντανοί «νεκροί» και οι νεκροί που παραμένουν ζωντανοί μέσα από τους μηχανισμούς της ατομικής και της συλλογικής μνήμης, ο Μύθος που «σημαίνει», και η Τέχνη που παρηγορεί αλλά δεν ανασταίνει, συνθέτουν ένα δυνητικά πολύ ενδιαφέρον πεδίο για σκηνική διαχείριση.
Το event ξεκινά λίγα μέτρα πιο μακριά από το Ελαιουργείο, στο Αναψυκτήριο, όπου οι θεατές αφήνουν τα κινητά τους και παίρνουν μία λευκή, απρόσωπη μάσκα, την οποία οφείλουν να φορούν καθόλη τη διάρκεια της περφόρμανς.
Τρεις μαυροφορεμένες συνοδοί μάς οδηγούν στο πίσω μέρος των Αποθηκών, στον νυν πάρκινγκ του Παλαιού Ελαιουργείου. Εκεί βρίσκεται η είσοδος του «Hotel Spectre». Μας υποδέχεται ο Δημήτρης Παπανικολάου με στολή πορτιέρη, ως Χάρων.
Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Χάρων (μτγν. Χάρος) ήταν ο πορθμέας που μετέφερε με τη βάρκα του τους προσφάτως αποθανόντες από τη μια όχθη του ποταμού Αχέροντα στην άλλη, στην είσοδο του Άδη.
Εδώ εντοπίζουμε την πλέον ενδιαφέρουσα ιδέα τoυ «Don’t Look back». Γιατί φορώντας μάσκες εισερχόμαστε σ’ έναν ου-τόπο, στον Άλλο Κόσμο, όπου καταργείται η συμβατική έννοια του χρόνου, και τα πρόσωπα «ζουν» στο διαρκές παρόν της παρελθούσας ζωής τους, κολλημένα στην ερωτική ιστορία που τα σημάδεψε.
Αυτή η αντιμετάθεση (αφού μάσκες φορούν συνήθως οι ηθοποιοί) επιτρέπει την απο-προσωποποίηση των θεατών, που κανονικά μόνον ο θάνατος καταφέρνει.
Οι θεατές μπαίνουν σε «ρόλο», είναι «μελλοθάνατοι», μέρος κι αυτοί του θιάσου που παίζει ξανά και ξανά παραλλαγές ερώτων που άνθισαν και μαράθηκαν με περισσότερο ή λιγότερο δραματική κατάληξη.
Μικρά επεισόδια πρόζας, αποσπάσματα διαλόγων και μονολόγων, συμβαίνουν ανάμεσα στο κοινό. Στο πρώτο, εντός του Hotel Spectre, μας καλωσορίζουν η Ιωάννα Κολιοπούλου και ο Αποστόλης Τότσικας, σε μάλλον κωμικούς ρόλους ρεσεψιονίστ αλά «Οικογένεια Άνταμ».
Στη συνέχεια μεταφερόμαστε στο σαλόνι του ξενοδοχείου, με τον πεσμένο πολυέλαιο να σφραγίζει την εικόνα. Εκεί θα παρακολουθήσουμε ένα κουαρτέτο εραστών, μάλλον αναδιπλασιασμό του ίδιου ζεύγους σε διαφορετική ηλικία -η Καρυοφυλιά Καραμπέτη και ο Κώστας Κορωναίος είναι η νεότερη εκδοχή του ζεύγους Ράνιας Οικονομίδου-Παντελή Παπαδόπουλου. Το στήσιμο και τα κοστούμια επίσημου σουαρέ (της Ιωάννας Τσιάμη) παραπέμπουν στο παλιό αστικό θέατρο.
Στο παρόντα χρόνο μας και στο σύγχρονο θέατρο μας φέρνει ο δεύτερος χώρος: μία τεράστια μπάρα και μία εξέδρα για μουσικό σύνολο κυριαρχεί. Αυτό είναι και το πιο δυνατό επεισόδιο της παράστασης, χάρη στην καθηλωτική ερμηνεία (και την κίνηση και το τραγούδι) της Στεφανίας Γουλιώτη, στο ρόλο ενός αμφίφυλου bar-tender, συνδυασμό Νάρκισσου και πλατωνικού Ανδρόγυνου.
Στη συνέχεια οι θεατές θα εισέλθουν σε πανομοιότυπα δωμάτια με χαρακτηριστική 70’s ταπετσαρία και διακόσμηση. Ο Έκτωρ Λυγίζος στο ένα, ο Γιάννης Βογιατζής στο άλλο, η Πηνελόπη Τσιλίκα στο τρίτο θα μοιραστούν με το αθέατο κοινό σκέψεις και συναισθήματα με θέμα το, βιωμένο διαφορετικά από τον καθένα, δίπολο έρωτας-θάνατος.
Τη διαδρομή από τον έναν χώρο στον άλλο εμπλουτίζουν μία εικαστική εγκατάσταση (το μπάνιο ως τόπος εγκλήματος πάθους) και η αδιάφορη live εγκατάσταση του αγκαλιασμένου ζευγαριού στον ανοιχτό ενδιάμεσο χώρο.
Το «Don’t Look Back» μοιάζει να βρίσκεται σε διάλογο με τις προηγούμενες παραστάσεις του Γιάννη Χουβαρδά, τον «Μισάνθρωπο» (2019) και κυρίως το «Πονηρό Πνεύμα» (2022). Όχι μόνο ως προς τις αισθητικές αναφορές (δεν είναι τυχαίο ότι και στις δύο η σκηνογραφία ήταν της Μανιδάκη), αλλά και ως προς τα θέματα που απασχόλησαν τον σκηνοθέτη.
Γι’ αυτό και είναι πραγματικά απορίας άξιο γιατί επέλεξε να κλείσει το «Don’t Look Back» με ένα επεισόδιο κιτσοπουλικής (ίσως και μπισμπίκειας) λογικής και αισθητικής.
Εξηγούμαι: βγαίνοντας από το τελευταίο δωμάτιο στον προαύλιο χώρο, ερχόμαστε αντιμέτωποι μ’ ένα παρατημένο τραπέζι που δεν ξέρεις αν είναι από γάμο ή κηδεία. Μπροστά μας ο θίασος με ασυνάρτητα κιτς ρούχα: φαντάσματα από τα 80’ς με μυθολογικά ονόματα, θα χορέψουν τσάμικο και τσιφτετέλι, ανταλλάσσοντας, με ακραία κακόγουστο λεξιλόγιο, υποψίες, κατηγορίες, βωμολοχίες περί σεξ, ερωτικών σχέσεων, νόμιμων και μη, και τα συναφή.
Με δεδομένο ότι «ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα», με μια τολμηρή προβολή στο μέλλον μπορείς να φανταστείς το πάρτι του κιτς γάμου σαν γεύμα κιτς κηδείας. Αλλά η δραματουργική ρήξη με ό,τι έχει προηγηθεί είναι τέτοια που το κοινό, άναυδο, μοιάζει να σκέφτεται αν πρέπει να χειροκροτήσει.
Στο δρόμο της επιστροφής προς το κλεινόν άστυ αναγνωρίζεις τα θετικά στοιχεία της σκηνικής πρότασης του Γιάννη Χουβαρδά: τον κόσμο που έπλασε με τη σκηνογραφία της Εύας Μανιδάκη, τον θαυμάσιο ατμοσφαιρικό σχεδιασμό των φωτισμών από τη Χριστίνα Θανάσουλα, με τη μουσική του Θοδωρή Οικονόμου και τους ήχους του Κώστα Μιχόπουλου και τις ερμηνείες των ηθοποιών (και των ηλικιακά νεότερων, της Καλλιόπης Σίμου, του Σπύρου Ντόγκα και της Κωνσταντίνας Βέρρου).
Τη δυναμική της πρότασής του, ωστόσο, καθηλώνει το κείμενο, που δεν έχει κάτι αξιοπρόσεκτο να επιδείξει, ούτε ως προς τη μορφή ούτε ως προς το περιεχόμενό του.
Το κοινό παρακολουθεί παθητικά, όρθιο, περιμένοντας να συμβεί αυτό που δεν θα συμβεί τελικά ποτέ: τη διανοητική ή/και συναισθηματική σύνδεση.