Σε συνέχεια του προηγούμενου κειμένου μου για το σύγχρονο ελληνικό έργο, το «Σ’ εσάς που μ’ ακούτε» της Λούλας Αναγνωστάκη από τον Χρήστο Θεοδωρίδη και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, και το «Μάθε με να φεύγω» του Άκη Δήμου που παρουσιάζει ο Γιάννης Σκουρλέτης, βεβαιώνουν ότι το ελληνικό θέατρο έχει να παρουσιάσει έργα καθόλα ενδιαφέροντα που αντικρίζουν με τόλμη τον μέλλοντα χρόνο.
Την πρώτη παράσταση του «Σ’ εσάς που με ακούτε», τελευταίου έργου της Λούλας Αναγνωστάκη (1928-2017), παρουσίασε ο Λευτέρης Βογιατζής στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων το 2003. Aκόμα θυμάμαι την έκπληξη που ένιωσα διαπιστώνοντας πόσο μέσα στην εποχή του ήταν το έργο της 75χρονης τότε συγγραφέως. Πόσο καίριο στα θέματα, στην γλώσσα του, πόσο καινοτόμο στην δραματουργία του είναι.
Αδελφή του μεγάλου ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη, σύζυγος του σπουδαίου συγγραφέα/ψυχιάτρου Γιώργου Χειμώνα, η Λούλα Αναγνωστάκη, ζώντας πια με τις απουσίες, έγραψε στην αλλαγή του αιώνα ένα έργο για τον μεταφυσικό φόβο, την απροσδιόριστη Απειλή των ανθρώπων που ζουν στην «οργανωμένη» ζούγκλα κάποιας δυτικής μητρόπολης (εν προκειμένω στο Βερολίνο).
Ηχητικά μαγνητοφωνημένα αρχεία από συγκεντρώσεις και οι ήχοι της πόλης συμπίπτουν: πορείες διαμαρτυρίας, αστυνομικοί, ειρηνιστές, μετανάστες, νεοναζί, ένταση, φωνές, χειροκροτήματα, πυροβολισμοί ταράζουν το εσωτερικό του σπιτιού του Χανς και της Μαρίας, όπου ζουν/κινούνται άλλα επτά άτομα με εντελώς διαφορετικές αφετηρίες και προσδοκίες. Γίνεται ένα φόρουμ για την ειρήνη, την επομένη έχει προγραμματιστεί μία συγκέντρωση και ο Άγης (που βρίσκεται στο Βερολίνο για μεταπτυχιακές σπουδές) προβάρει την ομιλία του. Θα μιλήσει για μία σημερινή Κόκκινη Ρόζα, σχεδόν εκατό χρόνια μετά την δολοφονία της πραγματικής Ρόζας Λούξενμπουργκ (1871-1919).
Ο νεαρός άνδρας θα ήθελε να μιλήσει για επίκαιρες ιδέες και αγώνες για τους οποίους αξίζει να δώσει κανείς ακόμα και τη ζωή του. Αλλά η Ρόζα του βιβλίου που γράφει, δεν ξέρει από Μαρξ και θα δολοφονηθεί τυχαία και ανώφελα από αστυνομικούς επιστρέφοντας από μία διαδήλωση. Πηγή έμπνευσής του δεν είναι η «ιστορική» Ρόζα αλλά η φίλη του η Σοφία, που κι αυτή θα δολοφονηθεί από αστυνομικό - αλλά για εμπορία ναρκωτικών. Ο θάνατός της σα να επισφραγίζει το τέλος της πολιτικής δράσης όπως την γνώρισε η γενιά της Λ. Αναγνωστάκη. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι εδώ η συγγραφέας με θλίψη αναγνωρίζει αν όχι το «τέλος της Ιστορίας», το τέλος της δικής της εποχής.
«Σε σας που με ακούτε»: ένα έργο σα να γράφτηκε σήμερα
Τι είναι αυτό που κάνει ένα έργο να ξεχωρίζει ανάμεσα στα υπόλοιπα που γράφονται την ίδια εποχή; Σίγουρα ο τρόπος που η ιστορική γνώση και εμπειρία μετουσιώνεται σε πολιτική οξυδέρκεια που υπερβαίνει συγκεκριμένους χωροχρονικούς περιορισμούς.
Η Λούλα Αναγνωστάκη, κλεισμένη στο σπίτι της, πριν από είκοσι χρόνια «είδε» τον τότε κόσμο και διέκρινε τον νυν. Δείτε, ας πούμε, τι σημειώνει στην πρώτη σκηνική οδηγία του «Σ’ εσάς που με ακούτε»: Παλιό βερολινέζικο σπίτι κι ανάμεσα στα παλιά έπιπλα, πανό με συνθήματα κάθε λογής που δείχνουν την πολυσημία των συμμετεχόντων στο φόρουμ/διαδήλωση. Το πλήθος μπορεί να περιλαμβάνει «οικολόγους, παλαιοκομμουνιστές, φιλελεύθερους ακόμα και νεοφασίστες».
Στην εξέλιξη του έργου ο Άγης θα πει ότι στην αυριανή συγκέντρωση είναι όλοι δεκτοί, «Να ακουστούν όλες οι απόψεις» λέει, και συμπληρώνει: «Είναι ωραία. Αγαπησιάρικα - άνθρωποι από παντού. Είναι και πάμφτωχοι λαθρομετανάστες που έρχονται να διαμαρτυρηθούν. Αν τους πιάσουν, θα τους απελάσουν αμέσως, αλλά το διακινδυνεύουν. Αλλά και οι νεοναζί, άνθρωποι είναι».
Να κάτι που συλλαμβάνει πολύ νωρίς η Αναγνωστάκη: τα διλήμματα της σύγχρονης δημοκρατίας, την ουτοπία της πολιτικής «συμπερίληψης» σε μια εποχή που οι κοινοί τόποι στην ατζέντα πολιτικών αντιπάλων δεν εκπλήσσουν κανέναν. Πώς να αντιδράσει ο δημοκρατικός πολίτης σε μια εποχή που πολιτικά ακραίες δυνάμεις, που αρνούνται τα αιτήματα μειονοτήτων για ισονομία και ισοπολιτεία, επικαλούνται το δικαίωμα συμμετοχής τους στις δημοκρατικές διαδικασίες; Πώς να μιλήσει για φίλους κι εχθρούς όταν ακόμα και η διάκριση καταγγέλλεται ως αρνητική, επιθετική, απορριπτέα στάση;
Αναζητώντας τον πολιτικό λόγο του αύριο
Όπως όλα τα σημαντικά έργα το «Σ’ εσάς που μ’ ακούτε» αντιμετωπίζει την σημερινή α-πολιτική συνθήκη βαθιά πολιτικά, δηλαδή με έγνοια και απορία. Διαπιστώνει, ανησυχεί, δεν καταλήγει - κι αυτήν την κατεύθυνση ακολουθεί ο Χρήστος Θεοδωρίδης που σκηνοθέτησε την παράσταση στο ΚΘΒΕ. Η καλά δουλεμένη σκηνοθετική γραμμή εκμεταλλεύεται το ρεαλιστικό πλαίσιο (σκηνικά του Εδουάρδου Γεωργίου, κοστούμια της Μαρίνας Κελίδου) για να στηρίξει τις σκηνές που η ψευδαίσθηση του τέταρτου τοίχου καταργείται και οι ηθοποιοί απευθύνονται στο κοινό.
Το μικρόφωνο, που αξιοποιείται δεόντως στις αφηγήσεις τους προς τους θεατές, δεν αποτελεί πρόσθετο αξεσουάρ αφού προβλέπεται στο έργο για την πρόβα των ομιλιών. Σ’ αυτό το θέατρο πρωταγωνιστεί το μοίρασμα της εμπειρίας μέσω της αφήγησης και επανέρχεται ακμαία η αίσθηση της κοινότητας που παρέχει η σκηνική τέχνη. Οι ηθοποιοί (Δημήτρης Ναζίρης, Μπέττυ Νικολέση, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Γιώργος Κολοβός, Νίκος Μήλιας, Ελένη Θυμιοπούλου, Σεμίραμις Αμπατζόγλου, Νικόλας Δροσόπουλος) αναδεικνύουν ως ανσάμπλ την σκηνική προσέγγιση του Χρήστου Θεοδωρίδη. Μόνον ο υπερκινητικός Πάρις Αλεξανδρόπουλος θα έπρεπε να περιορίσει την υπερβολική εξωστρέφεια της ερμηνείας του.
Συχνά η πρόζα διακόπτεται και οι ηθοποιοί κινούνται σαν αυτόματα στον έντονο ρυθμό της μουσικής (άλλοτε αυτονομούνται στην υπερβολή μίας κινησιολογίας που δηλώνει ανισορροπία και αδιέξοδο). Ωστόσο οι οικείες στο σημερινό θέατρο μουσικοχορευτικές παύσεις (εν είδει κινησιολογικού σχολίου ή ανάσας) δεν ταιριάζουν καλά στο έργο της Αναγνωστάκη - τουλάχιστον όχι στην ποσότητα που προτείνει ο Χρ. Θεοδωρίδης. Μπορεί να αλαφραίνει η σκηνική ατμόσφαιρα, πλην όμως διασπάται ο δραματουργικός ειρμός ενώ τα συνθήματα που ακούγονται κάποιες στιγμές ακυρώνουν την εκούσια απόσταση της συγγραφέως από πολιτικές λέξεις/στάσεις που έχασαν το νόημα που είχαν άλλοτε, στην δική της εποχή.
«Μάθε με να φεύγω» του Άκη Δήμου στο HOOD art space
Ο Γιάννης Σκουρλέτης έχει ασχοληθεί επανειλημμένως με ελληνικά έργα/κείμενα (παλιά και καινούργια, μεταξύ άλλων του Γιώργου Ιωάννου, του Δημήτρη Δημητριάδη, της Γλυκερίας Μπασδέκη, της Μέλπως Αξιώτη, του Νίκου Εγγονόπουλου, του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, του Γιάννη Κωνσταντινίδη και του Μάνου Λαμπράκη). Η ελληνική γλώσσα και ο ελληνικός θεατρικός λόγος εξασφαλίζει γι’ αυτόν τον ιδιαίτερο σκηνικό δημιουργό ένα πεδίο έρευνας εντός του οποίου νιώθει πιο ελεύθερος να είναι αληθινός.
Γραμμένο το 2014, το «Μάθε με να φεύγω» του Άκη Δήμου, ευτύχησε στην πρώτη του παράσταση στο HOOD art space – ένα διαμέρισμα που ο Γιάννης Σκουρλέτης χρησιμοποιεί για πρώτη φορά ως θεατρικό χώρο. Οι δύο τους έχουν στενή και γόνιμη συνεργασία χρόνων. Μέσα στην τελευταία διετία ο Γ. Σκουρλέτης έχει παρουσιάσει τα έργα του Δήμου «Ντέστινυ», «Αλάσκα», «Σάμερταϊμ» «Παράφορα: ακροβατώντας στο λεμονοδάσος του Κοσμά Πολίτη» και τώρα το «Μάθε με να φεύγω», ένα αλλιώτικο μπουλβάρ, φτιαγμένο από μνήμες παλιών μύθων, σκηνές από ερωτικά δράματα και κωμωδίες για συζύγους κι εραστές, στιχομυθίες που θυμίζουν Μπέκετ και Πίντερ.
Προσέξτε τώρα κάτι περίεργο: αναζητώντας διάφορα κείμενα για την Λούλα Αναγνωστάκη προτού γράψω για το «Σε σας που με ακούτε», έπεσα πάνω στην τελευταία της συνέντευξη, στον Γιάννη Χατζηγεωργίου για τον «Φιλελεύθερο» της Κύπρου (όπου και δημοσιεύτηκε τον Μάιο του 2016 - αναδημοσιεύτηκε στην Lifο, 8.10.2017).
Δεν το πίστευα αλλά ναι, οι απαντήσεις της σπουδαίας συγγραφέως, ηλικιωμένης και αποσυρμένης στο σπίτι της πλέον, παρέπεμπαν διαρκώς σ’ εκείνο το «Είναι πολύ παλιά όλ’ αυτά» που λέει η Αγνή, η πρωταγωνίστρια του Άκη Δήμου στο «Μάθε με να φεύγω». Ανακαλεί επεισόδια από την ζωή της, έρωτες στη σειρά, παίζοντας τον ρόλο της ζωής της ξανά και ξανά. Η επανάληψη συντηρεί την μνήμη, το βίωμα διαστέλλεται σε μια διάρκεια πολύ μεγαλύτερη του πραγματικού χρόνου -όπως μόνο στην σκηνή συμβαίνει.
Η Αγνή ζει με τον Ίωνα, τον νεότερο αδελφό της, νεότερη εκδοχή της με το ίδιο προδιαγεγραμμένο, μελαγχολικό φινάλε: την ήττα, μόνη βεβαία κατάληξη. Κάποια στιγμή ένας άγνωστος άνδρας εισβάλλει στο σπίτι-θέατρο και τότε αναγνωρίζεται η μακρινή σχέση του έργου του Άκη Δήμου με την «Οδύσσεια» (αλλά μετά το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Οδυσσέα γύρισε σπίτι»). Αν η Αγνή είναι η Πηνελόπη, τότε ο άνδρας θα μπορούσε να είναι ο Οδυσσέας. Λίγο ενδιαφέρει ποιος είναι ποιος στην μετά-τον-Μύθο εποχή, εφόσον καμία επιστροφή δεν είναι εφικτή πλέον ούτε και μπορεί να ξανακερδηθεί ο χαμένος χρόνος.
Η σκηνογραφία του Νίκου Παπαδόπουλου, μια σάλα ενός παλιού αστικού σπιτιού, με διάδρομο στο πίσω μέρος που βλέπει στον ακάλυπτο, φωτισμένο ατμοσφαιρικά από τον Κωνσταντίνο Σκουρλέτη, φέρει την ξεθωριασμένη γοητεία μιας ευγένειας αλλοτινού καιρού. Με λίγη τσαρουχική μελαγχολία και πολλή «Ελένη» του Γιάννη Ρίτσου. Τα πρόσωπα διεκδικούν την θεατρικότητά τους, δεν την κρύβουν αφού το θέατρο, οι ρόλοι, είναι γι’ αυτά διαφυγή και σωτηρία.
Την Αγνή ερμηνεύει έξοχα ο Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης – μου θύμισε την Νόρμα Ντέσμοντ, την σταρ του βωβού κινηματογράφου στην «Λεωφόρο της Δύσης» (1950) και την Μπλανς Ντυμπουά από το «Λεωφορείον ο Πόθος». Και πρόσωπα από ταινίες του Φελίνι.
Όταν αργότερα μπαίνει στην σκηνή ο Ίων (έξοχος ο Στέλιος Δημόπουλος) η παράδοση του ρομαντικού δράματος και της κλοουνερί συναντούν τον Μπέκετ. Το θαυμάσιο ερμηνευτικό τρίο συμπληρώνει, στο δεύτερο μέρος του έργου, ο Θανάσης Δήμου. Τότε ο Τενεσί Ουίλιαμς συναντά τον Πίντερ - τους αναπάντεχους επισκέπτες του που ταράζουν κάθε βεβαιότητα και ισορροπία.
Η σκηνοθετική επιλογή της queer προσέγγισης του έργου, διόλου δεν βιάζει την δραματουργία, μολονότι μπορούμε να φανταστούμε εντελώς διαφορετικές και εξίσου ενδιαφέρουσες σκηνικές προσεγγίσεις του έργου. Ο Γιάννης Σκουρλέτης αντιτίθεται στην εύκολη μόδα της queer-porn εικονογράφησης και αποδίδει ξανά στην queer αισθητική την αιρετική δύναμή της: να μιλάει για την ανθρώπινη συνθήκη σαν αντεστραμμένο κάτοπτρο, με υψηλούς καλλιτεχνικούς όρους και πέρα από δικαιωματισμούς και φανατισμούς μιας τέχνης «στρατευμένης».
Μία παράσταση σαν ένα μικρό κόσμημα.
ΙΝΦΟ
«Σ' εσάς που με ακούτε» του ΚΘΒΕ
στο Αμφι-Θέατρο Σπύρου Ευαγγελάτου (Αγγ. Χατζημιχάλη 15, Πλάκα)
Σκηνοθεσία, δραματουργική επεξεργασία, μουσική επιμέλεια: Χρ. Θεοδωρίδης
Σκηνικά: Εδουάρδος Γεωργίου
Κοστούμια: Μαρίνα Κελίδου
Χορογραφία, κίνηση: Ξένια Θεμελή
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Πάρης Αλεξανδρόπουλος, Σεμίραμις Αμπατζόγλου, Νικόλας Δροσόπουλος, Ελένη Θυμιοπούλου, Γιώργος Κολοβός, Νίκος Μήλιας, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Δημήτρης Ναζίρης Μπέττυ Νικολέση.
«Μάθε με να φεύγω» του Άκη Δήμου
HOOD art space
(Πολυκλείτου 21, Μοναστηράκι)
Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης
Σκηνογραφία: Νίκος Παπαδόπουλος
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Φωτισμοί: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Παίζουν (αλφαβητικά): Στέλιος Δημόπουλος, Θανάσης Δήμου, Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης