Είναι το έκτο έργο του Κάρλο Γκολντόνι (1707-1793) που σκηνοθετεί ο Βασίλης Παπαβασιλείου στη μακρά πορεία του στο θέατρο ως σκηνοθέτης και ηθοποιός. Πιστός στο «κίνημα της κωμωδίας», σε αυτό το πολλάκις παρεξηγημένο είδος που ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου, παρουσιάζει στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου μία απολαυστική, ελεύθερη από χωροχρονικές συμβάσεις παράσταση -απ’ αυτές που προτείνεις ανεπιφύλακτα στους φίλους σου.
Γραμμένη στη Βενετία το 1757, η πεντάπρακτη κωμωδία του Κάρλο Γκολντόνι «Ο Ιμπρεσάριος από τη Σμύρνη» αποτελεί μία σατιρική ματιά στην αγορά του λυρικού θεάτρου στην Ιταλία της εποχής.
Επτά θέατρα λειτουργούσαν στην κοσμοπολιτική Βενετία, με διαμορφωμένους ήδη από τα μέσα του 17ου αι. κανόνες και ιεραρχία. Ένας πολυάριθμος κόσμος από καλλιτέχνες (συνθέτες, συγγραφείς, λυρικούς τραγουδιστές, μουσικούς και ηθοποιούς), θεατρώνες και ιμπρεσάριους, διαφορετικού τόπου προέλευσης, ζούσαν από την παραγωγή παραστάσεων.
Ο Γκολντόνι γνώριζε από μέσα και εις βάθος τον πολύχρωμο, πολυφωνικό, θορυβώδη, ανταγωνιστικό και ματαιόδοξο κόσμο των show-biz της εποχής του. Είχε υποστεί την πίεση από κερδοσκόπους ιμπρεσάριους και ιδιοκτήτες θεάτρων, όπως και τη ματαιοδοξία των σταρ της εποχής, που διεκδικούσαν με νύχια και με δόντια την πρωταγωνιστική θέση στους θιάσους -ακόμα κι όταν η ηλικία τους ήταν περασμένη και οι ρόλοι απαιτούσαν ηλικιακά νεότερους ερμηνευτές.
Η ίντριγκα του Γκολντόνι
Ευφυής, όπως όλοι οι σπουδαίοι κωμικοί συγγραφείς, ο Γκολντόνι καταφεύγει στην εξής ίντριγκα για να μπορέσει να δείξει απτά, με οξύ κριτικό πνεύμα, το μέγεθος των στρεβλώσεων της θεατρικής αγοράς: εισάγει ένα πρόσωπο εντελώς ξένο προς τον καλλιτεχνικό κόσμο, έναν ανίδεο και ανυποψίαστο Τούρκο έμπορο.
Ο Αλή πείστηκε να παρουσιάσει όπερα στη Σμύρνη, χωρίς να γνωρίζει ούτε το είδος ούτε τις συνθήκες παραγωγής της. Επιτήδειοι με φιλοδοξίες ιμπρεσάριου (στην παράσταση του Β. Παπαβασιλείου τούς υποδύονται απολαυστικά ο Σπύρος Μπιμπίλας και ο, πάντα ανάλαφρα ακριβής, Αλέξανδρος Μυλωνάς) του πλασάρουν κάποιους από τους διαθέσιμους, απελπιστικά πενόμενους, καλλιτέχνες που κυκλοφορούν στην πόλη-όπου-είσαι-ό,τι-δηλώσεις.
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου εστιάζει στην αδυναμία επικοινωνίας της ευρωπαϊκής και ανατολικής/μουσουλμανικής κοσμοθεωρίας και κουλτούρας.
Η ιδέα είναι σαφής, βιώνουμε ήδη τις τραγικές της συνέπειες, υφίσταται σύγκρουση πολιτισμών.
Επειδή, όμως, ο κόσμος της κωμωδίας είναι φιλειρηνικός, στο έργο του Γκολντόνι η ρήξη περιορίζεται σ’ ένα ευγενικό «σιχτίρ»: ο Τούρκος (τον ερμηνεύει έξοχα ο Θέμης Πάνου), με όλη την αυθεντικότητα της άγνοιάς του για το λυρικό θέατρο και τα ήθη καλλιτεχνών και μεσαζόντων, και την αδυναμία του να κατανοήσει ένα τόσο ξένο προς το δικό του, μοντέλο ζωής, απλώς τους παρατάει και αναχωρεί για την πατρίδα του.
«Τουλουμπάκι μου...»
Τρεις υψίφωνοι, από τη Φλωρεντία, τη Βενετία και την Μπολόνια, διεκδικούν τον ρόλο της πριμαντόνας -τουλάχιστον η μία (την ερμηνεύει η Δάφνη Λαμπρόγιαννη, σε αισθητά πιο αργό τέμπο ως προς τους υπόλοιπους ηθοποιούς) χωρίς να έχει καν το στοιχειώδες ταλέντο. Είναι όμως «πρόθυμη και εξυπηρετική» για τους προστάτες της -βιτριολική υπενθύμιση του Γκολντόνι για τα ελευθέρια, ιδιοτελή ήθη των θεατρίνων της εποχής του.
Εξαιρετικές στους ρόλους των άλλων δύο σοπράνο η Αγορίτσα Οικονόμου και η Ιωάννα Μαυρέα, τύποι θαυμάσια διακριτοί -υστερική η πρώτη, υπεροπτική φτωχοντίβα η δεύτερη (δεν μπορείς να μη γελάσεις με τον Αλή του Θέμη Πάνου όταν, ερωτοτροπώντας, την αποκαλεί «τουλουμπάκι μου»).
Στο πλαίσιο που το ίδιο το έργο ορίζει, του τρυφερού βλέμματος πάνω στον ελαφρύ και πολύπαθο κόσμο των ανθρώπων του θεάματος, είναι ευπρόσδεκτες οι «ενδοθεατρικές» υπομνήσεις: αναγνωρίζεται κι εδώ το δημοφιλές υποκριτικό στιλ, συνδεδεμένο με παραστάσεις της Λένας Κιτσοπούλου, που έχει αναπτύξει η Ι. Μαυρέα.
Στον μεταξύ των τριών τραγουδιστριών ανταγωνισμό στηρίζεται ο κωμικός στροβιλισμός του έργου, που τόσο όμορφα ανέδειξε η σφύζουσα από νεότητα σκηνοθετική διάνοια του Βασίλη Παπαβασιλείου.
Θεατρικά και σκηνικά άψογες οι παρεμβολές του άφραγκου αλλά απίστευτης αυτοπεποίθησης καστράτου (εξαιρετικός ο Ταξιάρχης Χάνος, αν και ο ρόλος απαιτεί ηθοποιό άλλων φωνητικών χαρακτηριστικών) και ο τενόρος εραστής της μίας από τις τρεις πριμαντόνες (τέλειος ο Λαέρτης Μαλκότσης -κέντημα το δίδυμο με την Α. Οικονόμου).
Ο Παναγιώτης Παναγόπουλος για μία ακόμη φορά ξεχωρίζει στον ρόλο του ξενοδόχου.
Η «ηθογραφία» του Θεάτρου είναι υπεράνω ιστορικότητας, συγκεκριμένου τόπου και χρόνου, στοιχείο που προσφέρει απεριόριστη ελευθερία στον σκηνοθέτη και εκμεταλλεύεται δεόντως ο Β. Παπαβασιλείου.
Σε συνεργασία με τον Άγγελο Μέντη στο σκηνικό και στα κοστούμια, στήνει την παράστασή του στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου γύρω από μία πολυεπίπεδη, πολύχρωμη κατασκευή που θυμίζει Ντι Κίρικο, Μοντριάν και pop art, ακόμα και Γαΐτη. Σημαίνον γλυπτό, προσαρμοσμένο στην κατασκευή, η «χείρα επαιτείας».
Τα διαφορετικά επίπεδα και οι φωτισμοί (που σχεδίασε ο Λευτέρης Παυλόπουλος) διαμορφώνουν πολλούς επιμέρους σκηνικούς τόπους, γιορτή για τη φαντασία.
Η «σύγκρουση» των πολιτισμών ορίζεται σκηνικά μέσω του έξοχου σάουντρακ του Γιώργου Δούσου και του φωτιστικού σχεδιασμού -μπλε για τη Βενετία, θερμά πορτοκάλι και κόκκινα, και «ανατολίτικη» μουσική για το κατάλυμα του Τούρκου.
Υπερέβαλα σε θετικούς επιθετικούς προσδιορισμούς, αλλά καθετί είναι μελετημένο στη λεπτομέρειά του σε αυτήν την παράσταση.
Η εισαγωγική σκηνή αποτελεί μάθημα προς επίδοξους σκηνοθέτες για την ολιστική συνεργασία που έχει ανάγκη η σκηνική τέχνη. Οι μηχανισμοί της σκηνής, οι ηθοποιοί και τα βωβά πρόσωπα, οι φωνές και η κίνησή τους, η υπέροχη σοπράνο Βάσια Ζαχαρόπουλου που οδηγεί τους θεατές στον υπεριστορικό, φανταστικό κόσμο του υπογάστριου της όπερας, όλα συμβάλλουν στην τελειότητα της σύλληψης και της εκτέλεσης.
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου είναι ένας μοντέρνος κλασικός, ας μου επιτραπεί η παράδοξη φράση. Ακολουθεί την ίδια κατεύθυνση που τράβηξε ο τολμηρός, καινοτόμος Γκολντόνι δύο αιώνες πίσω, να αποδώσει/προσαρμόσει τον θησαυρό της παράδοσης στην εποχή του. Παίρνει ένα παλιό έργο, κάνει με σεβασμό και γνώση τις αναγκαίες προσαρμογές (και ως προς το κείμενο) και το παραδίδει, φρέσκο και ελκυστικό, στο σημερινό κοινό. Γιορτάζοντας και τιμώντας με τον τρόπο του την αιώνια νιότη της τέχνης της αναπαράστασης, της φαντασίας και της ψευδαίσθησης, της ελευθερίας, της καταγγελίας, της κατανόησης και της συγχώρεσης: της Τέχνης του Θεάτρου.