Θα μπορούσε να είναι ένα καλό νούμερο επιθεώρησης. Θα μπορούσε να παρουσιαστεί μια χαρά ακόμα και στη σκηνή του Δελφιναρίου, που οι φίλοι της σοβαρής σκηνικής τέχνης αποστρέφονται μετά βδελυγμίας. Ατυχώς και για τον θίασο και για το κοινό, η Λένα Κιτσοπούλου και ο Γιάννης Αστερής αναπτύσσουν το «Μια νύχτα στην Επίδαυρο» σε έργο σχεδόν δύο ωρών.
Η παράσταση στη σκηνή Κοτοπούλη του Εθνικού Θεάτρου ξεκινά με ένα απόσπασμα από βιντεοσκοπημένη συνέντευξη της Κατίνας Παξινού, στο οποίο η σπουδαία τραγωδός (βραβευμένη με Όσκαρ ερμηνείας) λέει αγγλιστί τη γνωστή φράση: «Πρέπει να γεμίζουμε την ψυχή μας με ήλιο, κι αυτόν τον ήλιο να τον χαρίζουμε και στους άλλους». Αυτή είναι η μοναδική αναφορά στον ιδεαλισμό του παλιού καιρού, τότε που οι καλλιτέχνες του θεάτρου πίστευαν ότι κάτι σημαντικό προσέφεραν στον τόπο και στην παιδεία των ανθρώπων του, παρουσιάζοντας τα αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας στο Φεστιβάλ Επιδαύρου. Φαίνεται ότι, αν κρίνουμε από τη συνέχεια της παράστασης, καμία υψηλή ιδέα δεν τους κινητοποιεί πια, παρά τα περισπούδαστα που λένε στις συνεντεύξεις τους πριν την κάθοδό τους στην Επίδαυρο. Τουλάχιστον αυτό δηλώνει η πικρή σάτιρα της Λ. Κιτσοπούλου και του Γ. Αστερή. Στο όνομα μιας δήθεν κωμικής, τολμηρής, αυτοκριτικής ματιάς στην offstage πραγματικότητα ενός θιάσου μετά το τέλος της παράστασης στο θέατρο του Πολυκλείτου, και στην καθιερωμένη, στη συνέχεια, μάζωξη για φαγητό στην ταβέρνα του Λεωνίδα στο Λυγουριό, επιδίδονται σε μια λυσσαλέα απομάγευση της Ιδέας της σκηνικής τέχνης και των ανθρώπων της.
Πρώτη εμφανίζεται η τραγωδός (Έμιλυ Κολιανδρή) και στη συνέχεια τέσσερις θεατρόφιλοι, φίλοι της πρωταγωνίστριας (Κώστας Μπερικόπουλος, Ιωάννα Μαυρέα, Γιάννης Κότσιφας, Ιωάννα Μπιτούνη), οι οποίοι αρχίζουν έναν ποταμό φιλοφρονήσεων τύπου:
- Αγάπη μου, αγάπη μου, τι είσαι εσύ; Εσύ, εσύ ο ρόλος ήσουν εσύ!
- Ήμουνα;
-Αν ήσουνα;
-Ήμουνα;
-Ήσουν ό,τι ήσουν – εσύ ήσουν όλη η παράσταση, εσύ, όλο, όλο, εσύ!
-Αγάπη μου, εσύ. Τι μας έκανες απόψε; Εσύ, εσύ!
-Έχεις επίγνωση τι είσαι; Δεν υπάρχει! Δεν υπάρχεις;
-Αγάπη μου! Δεν υπάρχεις; - Αφού υπάρχω!
- Μας πέθανες απόψε! Υπέροχο! Τι πράγμα είναι αυτό!
-Το κάτι άλλο! Εσύ! Σ’ αγαπώ! - Όταν μπήκες εσύ!
-Όταν βγήκες εσύ! Όταν βγήκες εσύ, μωρή πουτάνα!
Να μη μακρηγορώ, κάπως έτσι προχωράει η εξαντλητικής διάρκειας ανταλλαγή ανοησιών του πρώτου μέρους μεταξύ της πρωταγωνίστριας, των φίλων της, του ενδυματολόγου (ο Θανάσης Αλευράς μες στην πικρία του ματαιωμένου «συντελεστή»), της δεύτερης πρωταγωνίστριας (Ζέτα Μακρυπούλια), της υστερικής διευθύντριας του Φεστιβάλ (Γαλήνη Χατζηπασχάλη) και του πρωταγωνιστή (Χρήστος Λούλης). Τα αμφίσημα επαινετικά σχόλια εναλλάσσονται με γνώμες, κριτικά σχόλια, καταγγελίες και κακίες για θεατρικά βραβεία, «πρωτοποριακές» παραστάσεις, καλλιτεχνικά στιλ και ξένους προφήτες της σκηνικής τέχνης, για την αξιολόγηση της ερμηνείας μέσω της έντασης του χειροκροτήματος, τα σεμινάρια υποκριτικής και άλλων δεξιοτήτων, τους θεατές που κοιτάζουν το ρολόι τους κ.λπ. κ.λπ. (ελάχιστοι γελούν, πολλοί κοιτούν το ρόλοι τους).
Την αξία του μουσακά, πάντως, δεν την αμφισβητεί κανείς, όπως θα διαπιστώσουμε στο δεύτερο μέρος της παράστασης, οπότε η δράση μετακινείται από το αρχαίο θέατρο στην ταβέρνα, εκεί όπου από τα πρώτα χρόνια του ιστορικού φεστιβάλ είθισται να τρώνε οι θίασοι. Ο Πάνος Παπαδόπουλος μονολογεί τα δικά του, από την ευγνωμοσύνη του στην οικογένειά του έως το πόσο χάλια ήταν πραγματικά η παράσταση, πόσο χάλια και πόσο ψεύτικα είναι όλοι και όλα, ο Γιάννης Κότσιφας αυτοκτονεί από απόγνωση, η ανταλλαγή κοινοτοπιών συνεχίζονται, το ίδιο και οι φωνές, κι άλλες φωνές, κουτσομπολιά για διάσημους ξένους στο κοινό (η Έλλη Πασπαλά, που άλλοι νομίζουν ότι είναι η Σούζαν Σαράντον και άλλοι η Σαβίνα Γιαννάτου). Ο Χρήστος Λούλης, ως σταρ της τραγωδίας, μονολογεί για τη σημασία της αυτοπεποίθησης και των ωραίων μηρών όταν συνδυάζονται με πνεύμα και προσωπικότητα αλλά το κωμικό δεν του βγαίνει και το δραματικό, στην κατάληξη του μονολόγου του, δεν προκύπτει.
Δύο ακόμη εμφανίσεις τραβούν την προσοχή μας, του άσχετου, βλάχου Λιγουριώτη (Γιώργος Φασουλάς) και της Χαρούλας Αλεξίου, που στον ρόλο της ιδιοκτήτριας της ταβέρνας εναλλάσσει μυστικά της κουζίνας της με μνήμες από Κατίνα Παξινού, που μιλούσε -λέει -όπως έπαιζε (εννοώντας με τον στόμφο της λεγομένης «σχολής του Εθνικού», κάτι που φυσικά δεν ισχύει). Αστεία τύπου «Έμπαινε η Κατίνα στην κουζίνα, και γέμιζε η κουζίνα Κατίνα» και «Ξέρεις πόσους βιαστές και παιδοβιαστές έχω ταΐσει εγώ;» είναι τουλάχιστον θλιβερά τη δεδομένη χρονική στιγμή.
Κάπου εκεί εμφανίζεται και ο Νίκος Καραθάνος ως Ινδιάνος φύλαρχος που όταν δεν πυροβολεί τους τελειωμένους της τέχνης του Διονύσου, χορεύει τρυφερά με τη Χαρούλα.
Μ’ αυτά και μ' εκείνα, το καλύτερο σημείο της παράστασης είναι το τέλος της - το τραγούδι που ερμηνεύει η Έλλη Πασπαλά.
Σκέφτομαι ότι ίσως ο Νίκος Καραθάνος, στον οποίο ανήκει ιδέα για το «Μια νύχτα στην Επίδαυρο», θέλησε να στήσει τον κόσμο των «Ορνίθων», της ωραίας παράστασης που παρουσίασε το 2016 στην Επίδαυρο, μεταφερμένο αυτή τη φορά στον μικρόκοσμο των ανθρώπων που ζωντανεύουν σήμερα το αρχαίο έργο, με οξύ αριστοφανικό πνεύμα που σατιρίζει τα πάντα αλλά και τρυφερότητα για την απατηλή, εν συγχύσει, με ανασφάλειες, μικρότητες και κάθε λογής αδυναμίες, πραγματικότητά τους όταν τα φώτα της σκηνής σβήνουν.
Αντ’ αυτού, το κείμενο που ήρθε στα χέρια του και διαχειρίστηκε αποπνέει παρακμή, κυνισμό, άρνηση, ανοησία, ναρκισσισμό, χιούμορ κακής επιθεώρησης, μια εικόνα για τη θεατρική συντεχνία άκρως απογοητευτική. Η αμηχανία για το περιεχόμενο του έργου της Κιτσοπούλου και του Αστερή είναι ευδιάκριτη στο σύνολο των στοιχείων της παράστασης, στις ερμηνείες των ηθοποιών, στο ατυχές σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, στα κοστούμια με άρωμα ’70s του Άγγελου Μέντη. Μόνο η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου (που ερμηνεύει ζωντανά εξαμελές σύνολο, με τον συνθέτη στο πιάνο) διασώζεται.
Κάτι άλλο, ωστόσο, επανέρχεται επίμονα στο μυαλό μου. Ο Νίκος Καραθάνος έχει σκηνοθετήσει μερικές από τις πιο ωραίες παραστάσεις των τελευταίων χρόνων - τρεις εκ των οποίων στο Εθνικό Θέατρο («Συρανό ντε Μπερζεράκ», «Γκόλφω», «Οπερέττα»). Όπως όλοι, έχει κι αυτός «δικαίωμα στην αποτυχία». Μόνο που σ’ αυτή την περίπτωση η χρονική στιγμή που παρουσιάζεται το «Μια νύχτα στην Επίδαυρο» φωτίζει αλλιώς την ατυχή σκηνική πρόταση.
Διότι σε μια εποχή καθ' όλα δύσκολη, πνιγμένη στη φτήνια, γιατί να περιγελάσεις με δήθεν σατιρικό πνεύμα έναν θεσμό (το Φεστιβάλ της Επιδαύρου) με μεγάλη, σημαντική Ιστορία και σαφώς υψηλό ψυχαγωγικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα;
Επιπλέον, μετά την πανδημία και τη μεγάλη κρίση που προκάλεσε στον κόσμο του θεάτρου, και μετά τα σκάνδαλα σεξουαλικού και κακοποιητικού περιεχομένου που άφησαν τους πάντες ενεούς, επαναφέροντας την παλιά πίστη για την ηθική σήψη του χώρου, σε τι πραγματικά αποσκοπεί αυτή η εκ των έσω κριτική και η τουλάχιστον αποκαρδιωτική εικόνα για το καλλιτεχνικό σινάφι;
Πόσω μάλλον που αυτή η παράσταση έρχεται αμέσως μετά τη σοκαριστική υποβάθμιση των πτυχίων των δραματικών σχολών και της έντονης κινητοποίησης των καλλιτεχνών για την ακύρωση του ΠΔ 85/2022, διεκδίκηση που παραμένει ανοιχτή μέχρις ότου η πολιτεία επιλύσει οριστικά το χρόνιο ζήτημα της διαβάθμισης των καλλιτεχνικών πτυχίων. Και μάλιστα όταν το «Μια νύχτα στην Επίδαυρο» παρουσιάζεται στο Εθνικό Θέατρο, που ίδρυσε και στήριξε επί δεκαετίες το Φεστιβάλ Επιδαύρου, και το οποίο αυτή τη σεζόν υπέστη μεγάλη οικονομική ζημιά από τις καταλήψεις και το κλείσιμο των σκηνών της.
Τo ότι η παράσταση έχει μεγάλη προσέλευση κοινού δεν αλλάζει κάτι στο τελικό απολογισμό - άλλωστε, η Λένα Κιτσοπούλου (το δικό της πνεύμα και το στιλ γραφής αναγνωρίζεται στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του κειμένου) συχνά βάλλει κατά των θεατρόφιλων που σπεύδουν να δουν ό,τι τους σερβίρεται, ως τολμηρό και αντισυμβατικό.
«Δίκαιη» η Λένα Κιτσοπούλου, που επί σειρά ετών επιτίθεται στη βολεμένη, ευνουχισμένη, κοιμισμένη, μικροαστική και -δεν ξέρω- τι άλλο συνείδησή μας, τώρα στρέφει τα βέλη της αιρετικής κριτικής της στον ήδη βαλλόμενο χώρο του θεάτρου. Οι καλλιτεχνικές πράξεις, όμως, ακόμη κι όταν δεν το δηλώνουν καθαρά, φέρουν ιδεολογία, και η ιδεολογία αυτής της παράστασης είναι τουλάχιστον αντιδραστική.
Φυσικά, ούτε το Φεστιβάλ της Επιδαύρου κινδυνεύει, ούτε το Εθνικό Θέατρο, ούτε η συντεχνία του θεάτρου. Άλλωστε, η Λένα Κιτσοπούλου θα παρουσιάσει «Σφήκες» στις 14 και 15 Ιουλίου, παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου για το Φεστιβάλ Επιδαύρου (πόσο fake, Θεέ μου, όλο αυτό…).