Επιστρέφοντας στην σκηνή της Στέγης με το μυθιστόρημα «Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών» της Όλγκα Τοκάρτσουκ (Βραβείο Νόμπελ 2018), ο Σάιμον ΜακΜπέρνυ επιβεβαιώνει ότι θέατρο και λογοτεχνία θα υποστηρίζουν πάντα το ένα την άλλη.
Στην Αθήνα τον γνωρίσαμε από την αλησμόνητη παράσταση «The Encounter» του Σάιμον ΜακΜπέρνυ (Στέγη, 2016). Ο ιδρυτής της περίφημης ομάδας Complicité έδειξε ότι ένας μονόλογος, με την χρήση σύγχρονων τεχνολογικών μέσων, μπορεί να δημιουργήσει και να διασχίσει έναν ολόκληρο κόσμο – από τον εσώτερο Εαυτό ως την ζούγκλα του Αμαζονίου και πάλι πίσω.
Δραματουργός, σκηνοθέτης και ηθοποιός, ο Σάιμον ΜακΜπέρνυ ανήκει στους δημιουργούς που δεν κάνει απλώς θέατρο – με προσωπική εμπλοκή, όπως οι πραγματικά χαρισματικοί δημιουργοί, καλεί τους θεατές να αναρωτηθούν μέσω της μαγικής τέχνης του θεάτρου για τα πιο σημαντικά ζητήματα της ύπαρξης. Εδώ και χρόνια επιμένει στην αναθεώρηση των στρεβλώσεων του ανθρωπισμού, που εγκατέστησε ως κέντρο και Κύριο των πάντων, τον άνθρωπο. Αν η κλιματική κρίση στρέφει την προσοχή μας, αναγκαστικά και με δραματική καθυστέρηση, στις συνέπειες της ανθρώπινης αλαζονείας, ο ΜακΜπέρνυ ξέρει ότι το πολύπλοκο σύστημα εξουσιών που συνέχει τον οργανωμένο κόσμο, τον «πολιτισμό», θα αντιστέκεται σθεναρά στην ανατροπή του. Αν η λύση θα προέλθει από την δράση ανεξάρτητων μονάδων (ατόμων, κοινοτήτων, συλλογικοτήτων) μένει να αποδειχθεί.
Η σπουδαία Πολωνή συγγραφέας Όλγκα Τοκάρτσουκ (γεννημένη το 1962) πέτυχε το εξής δύσκολο στο «Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών»: δίνει σε μία crime fiction ιστορία οικολογική διάσταση.
Η εξηνταπεντάχρονη ηρωίδα της, ονόματι Γιαννίνα Ντουσέικο, ζει σε μια δασώδη, απομακρυσμένη από τα αστικά κέντρα περιοχή στην συνοριακή γραμμή Πολωνίας-Τσεχίας. Έξυπνη, με καλές σπουδές (άλλοτε πολιτικός μηχανικός, μετά δασκάλα) έχει αποσυρθεί στην μελέτη της Φύσης και στα διαβάσματα της – λατρεύει, και μεταφράζει, την ποίηση του Γουίλιαμ Μπλέικ (1757-1827). Όταν χάνει τα «κορίτσια της», τα δύο σκυλιά της, κάτι μετακινείται μέσα της. Τότε αρχίζει μία σειρά από μυστηριώδεις θανάτους. Ένας ένας οι άνδρες που εξουσιάζουν την περιοχή, όλοι τους φανατικοί κυνηγοί, εντοπίζονται νεκροί. Η Γιαννίνα αφήνει να εννοηθεί ότι είναι θύματα των ζώων που κυνηγούν, στο πλαίσιο μίας υπερβατικής αντίληψης που λέει ότι το Κακό που προκαλείς αργά ή γρήγορα θα σε παρασύρει στον χαμό. Το μυστήριο κορυφώνεται ενόσω η γυναίκα μελετά τις κινήσεις και το βλέμμα των ζαρκαδιών λίγο πιο πέρα από τα λιγοστά σπίτια του οικισμού, και τους αστρολογικούς χάρτες. Γιατί η Γη είναι κι αυτή μέρος ενός ευρύτερου συνόλου, συμπαντικής τάξης.
Μόνο προς το τέλος, όπως συμβαίνει σε κάθε καλή ιστορία μυστηρίου, μαθαίνουμε ποιος ήταν ο δολοφόνος. Μια φωτογραφία που βρίσκει η ηλικιωμένη γυναίκα, με τους κυνηγούς να απαθανατίζουν θριαμβευτικά τα ζώα που σκότωσαν στο κυνήγι (ανάμεσα σε αγριογούρουνα, ζαρκάδια, αλεπούδες και λαγούς, και τα σκυλιά της) την μετατρέπει σε αμείλικτο τιμωρό των θηρευτών. Των σαδιστών. «Δεν έλεγα ψέματα όταν σας επαναλάμβανα ότι τα Ζώα εκδικούνται τους ανθρώπους. Στην ουσία αυτό έγινε. Εγώ ήμουν το Όργανό τους» λέει η Γιαννίνα. Μεταφυσική της Φύσης.
Η Τοκάρτσουκ επιλέγει για τίτλο της ιστορίας της την δεύτερη από τις Παροιμίες της Κόλασης του Μπλέικ (από το «Οι γάμοι του Ουρανού και την Κόλασης», 1790-1793): «Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών». Ερμητικοί οι στίχοι, μπορεί να ερμηνευθούν ποικιλοτρόπως. Οι νεκροί εν προκειμένω δεν είναι άνθρωποι αλλά τα ζώα που εξολοθρεύονται για κέρδος ή ως χόμπι. Για να υπάρξει μέλλον για τις επόμενες γενιές ανθρώπων, πρέπει να εξετάσουμε εξαρχής την σχέση μας με τα ζώα, με την Φύση ως ενιαίο σύνολο, μέρος του οποίου αποτελεί και το ανθρώπινο είδος.
Εδώ η λογοτεχνία αναλαμβάνει με ευρηματικότητα να μιλήσει πολιτικά. Η Τοκάρτσουκ, άλλοτε ψυχολόγος (της σχολής του Καρλ Γιουνγκ) μου φαίνεται πως δεν στρέφεται στον Μπλέικ τυχαία. Ο εκκεντρικός Άγγλος ποιητής, ζωγράφος και χαράκτης, εισηγητής του ρομαντισμού, ανήκει σε μία ομάδα ποιητών (με την ευρεία έννοια της λέξης) που στην αρχή της βιομηχανικής εποχής, μέσα στον 19ο αι., υποστήριξαν ότι η Φύση είναι το κλειδί και η απόδειξη του Θεού. Για «αέναη παρουσία του υπερβατικού» έγραφε ο Ραλφ Ουάλντο Έμερσον (1803-1882) κοιτάζοντας τον έναστρο ουρανό στο δοκίμιό του «Η Φύση» (1836). Τα δάση είναι, γι’ αυτόν, φυτείες του Θεού, το μεγαλόπρεπο και ιερό βασίλειο Του.
«Διασχίζοντας ένα άλσος, στην χιονισμένη λάσπη, στο λυκόφως, κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό, χωρίς να έχω σκεφτεί κάτι ιδιαιτέρως καλό, έζησα στιγμές μεγάλης χαράς […] Στα δάση μπορεί κάποιος να ελαφρύνει από τα χρόνια του που τον βαραίνουν και όποια κι αν είναι η ηλικία του νιώθει πάντα σαν παιδί» γράφει.
Στην ίδια κατεύθυνση, ακόμα πιο τολμηρός, ο φιλόσοφος και φυσιοδίφης Χένρι Ντέιβιντ Θόρω (1817-1862) ξεκινά το δοκίμιό του «Περπατώντας» ως εξής: «Επιθυμώ να πω έναν λόγο για τη Φύση σε αντιδιαστολή προς την ελευθερία και την παιδεία, όπως αυτές νοηματοδοτούνται από τον άνθρωπο της πόλης – να δω τον άνθρωπο ως κάτοικο της Φύσης, ως μέρος ή τμήμα της, και όχι ως μέλος της κοινωνίας. Επιθυμώ να διατυπώσω μια ακραία θέση, και την αφήνω στην κρίση του ιερέα, του σχολικού συμβούλου, καθενός που ενδιαφέρεται, μια και τον πολιτισμό τον υπερασπίστηκαν πολλοί». Οι άνθρωποι θα έπρεπε να κάψουν τους φράκτες και ν’ αφήνουν τα δάση όρθια, λέει πιο κάτω.
Aπό τον Έμερσον και τον Θόρω δυο βήματα απόσταση είναι η φυσιο-λατρική ποίηση του Γουόλτ Ουίτμαν (1819-1892) και οι δοξαστικοί της φύσης στίχοι της Έμιλυ Ντίκινσον (1830-1882). «Βόδια που βροντοκοπάτε τον ζυγό ή σταματάτε στην σκιά / τι ’ναι αυτό που λέτε με τα μάτια σας; / Εμένα μου φαίνεται πιο πολύ απ’ όλο το τυπωμένο χαρτί που έχω διαβάσει στη ζωή μου» γράφει ο πρώτος στο «Τραγούδι του Εαυτού μου». Και η Έμιλυ συμπληρώνει: «Προτού το φως μου λιγοστέψει / κοιτούσα γύρω όλα χαρά - σαν τ’ άλλα όντα που ’χουν μάτια/ και τίποτ’ άλλο έξω απ’ αυτά».
Μας ποιος ασχολείται πια με ποιητές, θα μου πείτε. Η Τοκάρτσουκ απαντάει με τον ιδανικό τρόπο, ανοίγοντας παλιά βιβλία και παρακολουθώντας τις Ειδήσεις. Αν σκεφτείτε το υπέροχο δάσος που κάηκε το καλοκαίρι και τις χιλιάδες ζώα που πνίγηκαν στις πλημμύρες, η απάντηση προκύπτει φυσιολογική: o homo faber θα επιβιώσει μόνο αν συναντηθεί με τον homo poeticus – δηλαδή με μία διάνοια και ευαισθησία που δεν μετράει τα πάντα με κέρδος και αντιμετωπίζει τον άνθρωπο σαν κρίκο στην αλυσίδα του κόσμου.
Πέρα από την αξία της σκηνικής πράξης αυτή καθαυτή μία παράσταση είναι σημαντική για μένα αν μπορεί να ανοίγει δρόμους στην σκέψη και στην ηθική, αν μου δίνει αφορμές να ανοίξω βιβλία και να επιβεβαιώσω την δημιουργική σύνδεση των πραγμάτων. Σε μια αντιστροφή της (μεταμοντερνιστικής) αξίας του αποσπάσματος, ας δούμε την σύνθεση, αυτό που συνδέει τον σκύλο μου με το ζωικό βασίλειο, τις μεγα-πόλεις με την ζούγκλα, τον Θεό με τον ωκεανό και τον ουρανό.
Κι αυτό καταφέρνει η παράσταση του Σάιμον ΜακΜπέρνυ. Πατώντας καλά στην αγγλική υποκριτική σχολή, στον ρεαλισμό του αγγλικού θεάτρου που υπηρετεί έξοχα η πρωταγωνίστρια/αφηγήτρια της παράστασης Amanda Handingue, και εμβολιάζοντάς την πρωτοπρόσωπη σκηνική αφήγηση με τις ελευθερίες του αυτοσχεδιαστικού, σωματικού θεάτρου των υπόλοιπων ηθοποιών του θιάσου, με χρήση προβολών και άλλων τεχνολογικών σκηνογραφικών λύσεων, καταφέρνει να μεταφέρει στην σκηνή το μυθιστόρημα της Τοκάρτσουκ με εντυπωσιακή συνέπεια – σα να μην έχεις χάσει ούτε σελίδα από το βιβλίο (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη). Και με όλες τις ιδέες και τις αξίες του ζωντανεμένες υποδειγματικά.