Από τους σκηνοθέτες της γενιάς του, ο Έκτωρ Λυγίζος, ξεχωρίζει: το σύνολο των στοιχείων που συνθέτουν τις παραστάσεις του, και καθένα ξεχωριστά, στηρίζουν κι αναδεικνύουν το αρχικό, κινητήριο Ζήτημα της σκηνικής του πρότασης και τις επιλογές που τελικά υιοθέτησε.
Ο «Αποτυχημένος», έργο βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Τόμας Μπέρνχαρντ (εκδ. Εξάντας, 2018, μτφρ. Βασίλης Τομανάς) που παρουσιάζει η Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, είναι το τελευταίο δείγμα δουλειάς του Λυγίζου. Κι εδώ θαύμασα κάτι που απουσιάζει από την πλειονότητα των (υπερβολικά πολλών) παραστάσεων της σεζόν που εκπνέει: την συγκρότηση και την κοπιώδη εργασία του σκηνοθέτη/ηθοποιού σε έναν χώρο όπου συχνά ο «ανοιχτός» και φευγαλέος χαρακτήρας της σκηνικής τέχνης χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για τις αδυναμίες της σκηνοθετικής εργασίας.
Στο «Αποτυχημένο», αντιθέτως, τόσο το προσωρινό του Θεάτρου όσο και το παράδοξο στο οποίο στηρίζεται, αντιμετωπίζεται με την απαιτούμενη σοβαρότητα: η «υλικότητα» της παράστασης (τα σώματα των ηθοποιών, ο σκηνικός χώρος, η γλώσσα) οφείλει να είναι διάτρητη για αφήνει διόδους προς την διανοητική/καλλιτεχνική αναζήτηση καλλιτεχνών και θεατών.
Η σκηνή της Εναλλακτικής έχει διαμορφωθεί για τον «Αποτυχημένο» από την Μυρτώ Λάμπρου σαν τομή σε δύο μέρη: το ένα τρίτο είναι ένα δωμάτιο με δύο πιάνα, ο χώρος μελέτης και εξάσκησης του ανυπέρβλητου Καναδού πιανίστα Γκλεν Γκουλντ (1932-1982). Τα υπόλοιπα δύο τρίτα αποδίδουν τον χώρο υποδοχής ενός παρηκμασμένου κεντροευρωπαϊκού ξενοδοχείου. Τρία παράθυρα επιτρέπουν να φανταστούμε το εξοχικό τοπίο εκτός του σκηνικού χώρου, μία περιστρεφόμενη πόρτα - το μόνο περιττό, αν όχι και αταίριαστο, σκηνογραφικό στοιχείο, καθώς «στριμώχνει» το σκηνικό χωρίς να προσφέρει κάτι αξιοσημείωτο στην δράση. Πόρτες στην δεξιά και αριστερή άκρη της σκηνής, επιτρέπουν την εύκολη είσοδο και έξοδο των ηθοποιών.
«Ο Αποτυχημένος» του Τόμας Μπέρνχαρντ ως θεατρικό έργο
Βασικός ήρωας είναι ο Αφηγητής ( Έκτωρ Λυγίζος) που στα νιάτα του, μαζί με τον Βερτχάιμερ, ήθελαν να γίνουν βιρτουόζοι του πιάνου και βρέθηκαν να παρακολουθούν ένα κύκλο μαθημάτων του θρυλικού πιανίστα Χόροβιτς (1903-1989). Για κακή τους τύχη τα ίδια μαθήματα παρακολουθούσε και ο νεαρός Καναδός Γκλεν Γκουλντ, το ανυπέρβλητο χάρισμα του οποίου συνδέθηκε για πάντα με τις πιο εμπνευσμένες ερμηνείες των «Παραλλαγών Γκόλντμπεργκ» του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ.
Είκοσι οκτώ χρόνια μετά, μεσόκοπος πια, ο Αφηγητής, επισκέπτεται το ξενοδοχείο, κοντά στο εξοχικό του Βερτχάιμερ, όπου σύχναζε άλλοτε ο φίλος του. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που ο μεν Γκλεν Γκουλντ πέθανε πάνω στο πιάνο από συγκοπή στα 51 του, ο δε Βερτχάιμερ αυτοκτόνησε. Η απώλειά τους πυροδοτεί την αφήγηση επεισοδίων από τη σύντομη συνύπαρξή τους με τον Γκλεν Γκουλντ επί δυόμισι μήνες στο Σάλτσμπουργκ, και την εξέλιξη της ζωής και των τριών στα χρόνια που ακολούθησαν.
Ο Μπέρνχαρντ πραγματεύεται μερικά εξαιρετικού ενδιαφέροντος θέματα που αφορούν το Μυστήριο του Ταλέντου, χρησιμοποιώντας με μυθοπλαστικούς όρους δύο ιστορικά πρόσωπα, τον Χόροβιτς και τον Γκουλντ. Από την βιογραφία τους προκύπτει ότι και οι δύο ήταν αμφιφυλόφιλοι και είχαν κάποιας μορφής διαταραχή, που δεν ξέρουμε αν «συνυπήρχε» με το χάρισμά τους, αν συνδέεται με την φυσική όσο και ψυχαναγκαστική ενασχόλησή τους με το πιάνο ή αν εκδηλώθηκε ως επακόλουθο της μεγάλης αποδοχής τους και των ασφυκτικών υποχρεώσεων που αυτή προκαλούσε.
Το Μυστήριο του ιδιοφυούς καλλιτέχνη
Για τον Χόροβιτς γνωρίζουμε ότι παρά την μεγάλη ανταπόκριση που είχε από το κοινό σε κάθε εμφάνισή του, όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο πιο ανασφαλής ένιωθε για τις επιδόσεις του ώστε αρκετές φορές να αναγκάζονται να τον «σπρώχνουν» στην σκηνή ή να ακυρώνουν τις συναυλίες. Ο δε Γκουλντ υπήρξε υποχονδριακός, φοβόταν το κρύο και τις ασθένειες, έπασχε από μανία καταδίωξης, ήθελε να παίζει με συγκεκριμένη καρέκλα και συνήθιζε να σιγοτραγουδά την μουσική που ερμήνευε στο πιάνο με αποτέλεσμα να περνάει ο ήχος σε αρκετές από τις ηχογραφήσεις του.
Ήταν αντικοινωνικός ή απορροφήθηκε τόσο από την τέχνη του ώστε μόνο σ’ αυτήν την ασχολία να βρίσκει ενδιαφέρον; Ο ίδιος είχε πει ότι η τέχνη του απαιτούσε μεγάλη αυτοπειθαρχία και απομόνωση από κοινωνικές συναναστροφές που λειτουργούν ως περισπασμοί, ότι ο τρόπος που ζούσε δεν μπορούσε να διαχωριστεί από το έργο του και ότι αν αυτό είναι εκκεντρικότητα, τότε, ναι, ήταν εκκεντρικός.
Εννοείται πως ο Γκλεν Γκουλντ του Μπέρνχαρντ δεν ταυτίζεται ως προς τα βιογραφικά στοιχεία με τον πραγματικό βιρτουόζο του πιάνου. Ο Μπέρνχαρντ τον χρησιμοποιεί για να γράψει ένα μυθιστορηματικό δοκίμιο για την σχέση του ξεχωριστού, γνήσιου ταλέντου ως προς τις δεξιότητες όσων μπορεί να είναι καλοί αλλά δεν θα φτάσουν ποτέ στην κορυφή. Καλλιτέχνες όπως ο Χόροβιτς και ο Γκουλντ προχωρούν, εξελίσσουν την τέχνη τους, προσφέροντας ταυτόχρονα αξέχαστες εμπειρίες στο κοινό. Η (αυτό)σύγκριση, ωστόσο, για τους υπόλοιπους του χώρου, μπορεί να είναι συντριπτική. Μετά την επαφή τους με τον Γκουλντ, τόσο ο Αφηγητής όσο και ο Βερτχάιμερ εγκατέλειψαν το πιάνο για πάντα.
Ο Μπέρνχαρντ αναφέρεται σε μερικά ακόμη αγαπημένα θέματά του όπως στην ταξική διάσταση της ενασχόλησης με την «υψηλή τέχνη». Ή στην σχέση δασκάλων-μαθητών στις τέχνες, των ακαδημαϊκών σπουδών και της προσωπικής «διαφοράς» στην ερμηνεία αλλά και στο πώς ένας τόπος με μακριά, βαριά παράδοση όπως είναι η Αυστρία, καταπιέζει τους νέους καλλιτέχνες που αναγκάζονται να μπουν σ’ ένα καθεστώς αναπαραγωγής και ανατροφοδότησης του παλαιού, ένδοξου (και εκμεταλλεύσιμου ως τουριστική ατραξιόν) μοντέλου. Ο αυστριακός συγγραφέας μοιάζει να υποστηρίζει ότι η παράδοση δεν συνέτριψε τον «δικό» του Γκουλντ γιατί είχε αρκετό ταλέντο ώστε να μην την «παραλάβει» ως τέτοια αλλά να προχωρήσει στον δρόμο που η ιδιοφυία του τον οδηγούσε.
Για την επιτυχία του «Αποτυχημένου» στην Εναλλακτική Λυρική Σκηνή
Η μονολογική αφήγηση του Μπέρνχαρντ διατηρείται στην παράσταση του Λυγίζου, ο οποίος δεν επιδιώκει να κρύψει την σχέση του σκηνικού κειμένου με το λογοτεχνικό έργο, εξ ου και συχνά παίζει με τον πλάγιο και τον ευθύ λόγο, προσθέτοντας ένα «είπε» ή ένα «σκέφτηκα». Στη σκηνή βρίσκεται σχεδόν συνεχώς ο Γιάννης Νιάρος ως Γκλεν Γκουλντ, προσωποποίηση του ιδιοφυούς, εμμονικού καλλιτέχνη, ως διαρκές, ισοπεδωτικό για τους «συναδέλφους» του, μέτρο σύγκρισης.
Ο Γκουλντ μπορεί να λέει στους άλλους αλήθειες που πληγώνουν (αυτός αποκάλεσε τον Βέρτχαιμερ «αποτυχημένο») χωρίς συνέπειες γιατί όλοι υποκλίνονται στο θεϊκό ταλέντο που οι ίδιοι δεν διαθέτουν. Επειδή ο Γκουλντ εξασκούνταν άυπνος μέρα και νύχτα στις «Παραλλαγές Γκολντμπεργκ», παρασύροντας στο πρόγραμμά του και τους άλλους δύο, ο Αφηγητής και ο Βερτχάιμερ τελικά εγκατέλειψαν το πιάνο. Νιώθουν πως δεν είναι γεννημένοι για τις θυσίες που απαιτεί η απόλυτη αφοσίωση του μεγάλου καλλιτέχνη.
Όσο εξελίσσεται η παράσταση, την αφήγηση ζωντανεύουν ένθετοι μονόλογοι του Βέρτχάιμερ (Άρης Μπαλής) στους οποίους αποτυπώνεται η συγκρουσιακή σχέση του με τον πατέρα του και της ξενοδόχας, που ερμηνεύει η Αμαλία Μουτούση. Ο λόγος της λειτουργεί αντιστικτικά προς τον λόγο των υπόλοιπων. Μέσω αυτής πληροφορούμαστε στοιχεία για το τελευταίο κεφάλαιο της ζωής του αυτόχειρα. Θα μπορούσε να λείπει εντελώς ως δραματικό πρόσωπο. Αλλά η παρουσία της ισορροπεί κάπως τον ανδρικό κόσμο της παράστασης και, κυρίως, προσφέρει τις ελαφρές παρενθέσεις του καθημερινού ανθρώπου που καταλαβαίνει και δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει μια ζωή αφιερωμένη στην τέχνη και στην σκέψη. Αυτή εκπροσωπεί την άλλη ζωή, την «εξω-καλλιτεχνική», έναν κόσμο που υπάρχει ανεξάρτητα απ’ όλα όσα απασχολούν όλους εμάς που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο «ορίζουμε» την ύπαρξή μας μέσω της τέχνης.
Ο σκηνοθέτης επεδίωξε οι ερμηνείες να διατηρούν μία σαφή κωμική διάσταση – μπορεί να εναρμονίζεται με το μόνιμα ειρωνικό/αμφίσημο ύφος του ιδιαίτερου αυστριακού συγγραφέα αλλά επειδή συχνά, και σε άλλες παραστάσεις, διακρίνουμε μία δυσανεξία προς το καθαρό δράμα, θα ήταν πρόκληση να δω τους ηθοποιούς να παίζουν χωρίς να υπονομεύουν εμμέσως το δράμα της ζωής των τριών κύριων προσώπων.
Πολλά θα μπορούσαν να γραφτούν για τον «Αποτυχημένο» του Μπέρνχαρντ και τον «Αποτυχημένο» του Λυγίζου. Καίρια ζητήματα μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο ως νύξεις, χωρίς να εξαντλούνται, μόνο ως αφορμές για να σκεφτούμε. Το ότι το κείμενο του αυστριακού συγγραφέα έγινε υλικό για την ενδιαφέρουσα και εντελή παράσταση του Λυγίζου, την ενεργητική και δημιουργική σχέση των δύο, επιβεβαιώνει το γεγονός ότι υπάλληλος σε μεγάλο βιβλιοπωλείο του κέντρου μου είπε «Λόγω της παράστασης, το βιβλίο εξαντλήθηκε».
Tαυτότητα της παράστασης:
Ο “Αποτυχημένος” του Τόμας Μπέρνχαρντ
Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής – ΚΠΙΣΝ
Μετάφραση: Βασίλης Τομανάς
Διασκευή, σκηνοθεσία: Έκτορας Λυγίζος
Μουσικός σύμβουλος, φωνητική διδασκαλία: Χαράλαμπος Γωγιός
Σκηνικό: Μυρτώ Λάμπρου
Κοστούμια: Άλκηστη Μάμαλη
Χορογραφίες, συνεργασία στην κίνηση: Δημήτρης Μυτιληναίος
Σχεδιασμός φωτισμών: Δημήτρης Κασιμάτης
Παίζουν: Άρης Μπαλής, Γιάννης Νιάρρος, Αμαλία Μουτούση, Έκτορας Λυγίζος
Παραστάσεις: 11, 12, 13, 14, 18, 19, 20, 21, 24, 25, 26 Απριλίου 2024
Ώρα έναρξης: 20.30 (Κυριακή: 19.30)