O «Βασιλιάς Ληρ» στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου ξεκινά με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο: η ιδέα της δράσης ως περιήγηση/περιδίνηση στο ταραγμένο μυαλό του γηραιού βασιλιά είναι ενδιαφέρουσα, αλλά μπορεί να «εφαρμοστεί» μόνο στο ένα μισό της υπόθεσης, καθώς η σαιξπηρική τραγωδία έχει δύο υποπλοκές. Γι’ αυτό και η σύγχυση που προκαλείται στην εξέλιξη της παράστασης είναι μη αναστρέψιμη.
Ο Βασιλιάς Ληρ, μεγάλος πια σε ηλικία, θέλει να παραδώσει το κράτος του στις τρεις κόρες του. Προκαλεί έναν αγώνα λόγου: κάθε μία από τις κόρες του θα πάρει το μερίδιό της από το βασίλειό του ανάλογα με το πώς θα εκφράσει την αγάπη της για τον Ληρ. Στην Κορντέλια, την τρίτη και καλύτερη, έχει αδυναμία ο Ληρ, αλλά η ίδια αρνείται να παίξει αυτό το παιχνίδι της αυταρέσκειας, του ψέματος και της υποκρισίας. Σίγουρη για τα αισθήματα που μοιράζεται με τον πατέρα της, λέει απλώς: «Δεν έχω τίποτα να πω, κύριέ μου».
Σίγουρος και ο σεβαστός βασιλιάς για την αγάπη της, και τη δική του, εκπλήσσεται από την άρνησή της και αντιδρά οργισμένα. Την ευαίσθητη στιγμή της παραχώρησης της εξουσίας του, που θα μπορούσε να είναι η υπέρτατη απόδειξη του βασιλικού του μεγαλείου, η εκλεκτή του κόρη τον αρνείται, αρνούμενη τη διαδικασία μέσω της οποίας επέλεξε να αποσυρθεί. Το γερασμένο λιοντάρι βρυχάται, κανείς δεν τρομάζει, η τραγωδία αρχίζει.
Ο «Βασιλιάς Ληρ» στο Εθνικό Θέατρο
Ο βασιλιάς στην παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά (πολύ καλή η ερμηνεία του Λεωνίδα Κακούρη) έχει μακριά μαλλιά, φοράει κοστούμι από δέρμα φιδιού σαν του Μπεν Στίλερ από την ταινία «Zoolander», και γυαλιά τύπου Aviator. Οι δύο από τις τρεις κόρες του είναι ντυμένες σαν ηρωίδες ιαπωνικού manga, ο Έντμοντ (ο Κακός της ιστορίας) θυμίζει Έλβις Πρίσλεϊ και ο Τρελός παρουσιάζεται ως trans show woman. Πολλά τα δερμάτινα πανωφόρια και οι καουμπόικες μπότες που κυκλοφορούν στη σκηνή. Αν το ενδυματολογικό concept σάς θυμίζει γερμανικό postmodern θέατρο της δεκαετίας του ’90, σωστά σας το θυμίζει. Αλλά πώς τα κοστούμια που επέλεξε η Ιωάννα Τσιάμη ταιριάζουν με την ιδέα του σκηνοθέτη ότι η Αυλή του Ληρ θυμίζει εγκληματική οργάνωση, μια σημερινή μαφιόζικη φαμίλια; Η ερώτηση είναι ρητορική, αφού τέτοιου είδους ερωτήσεις δεν πρέπει να τίθενται σε μια εποχή που δεν ευνοεί τις λογικές συνδέσεις και η αληθοφάνεια της σκηνικής πράξης θεωρείται προ πολλού εκτός μόδας.
Μόνη εξήγηση που μπορεί να δικαιολογεί τις ενδυματολογικές επιλογές είναι αυτή που κινεί εδώ και δεκαετίες πολλές σκηνοθετικές προσεγγίσεις των σαιξπηρικών έργων: το γκροτέσκο αντικαθιστά το τραγικό. Ο Γιαν Κοτ εξακολουθεί να δείχνει τον δρόμο: «Ανάμεσα στην τραγωδία και στο γκροτέσκο υπάρχει η ίδια διένεξη υπέρ ή κατά της εσχατολογίας, υπέρ ή κατά της πίστης στο απόλυτο, υπέρ ή κατά της ελπίδας ότι θα δοθεί οριστική λύση στην αντίθεση ανάμεσα στην τάξη των αξιών και στην τάξη της πράξης. Η τραγωδία είναι το θέατρο του παπά, το γκροτέσκο είναι το θέατρο του παλιάτσου» (Γιαν Κοττ, «Σαίξπηρ, ο σύγχρονός μας», 1970).
Βέβαια, δεν είναι η διάσταση του γκροτέσκ που χαρακτηρίζει τον «Βασιλιά Ληρ» του Γ. Χουβαρδά, αλλά το «ψυχαναλυτικό» πρίσμα με το οποίο αντιμετωπίζεται η ιλιγγιώδης σε επεισόδια ακραίας βίας και ηθικής αποσύνθεσης ιστορία. Η παράσταση βασίζεται στην εκτεταμένη χρήση του live video, έτσι ώστε να δοθεί η εντύπωση πως ό,τι βλέπουμε στη σκηνή θα μπορούσε να είναι ένας εφιάλτης του έκπτωτου, κυνηγημένου από τις κόρες του, βασιλιά. Στην κατεύθυνση αυτή, δύο εικονολήπτες και μια ρομποτική κάμερα παρακολουθούν στενά τα πρόσωπα, μια τέταρτη κρατά ο τρανς Τρελός του Μίνου Θεοχάρη κι άλλη μία παρακολουθεί τον ιδιωτικό χώρο στο βάθος, στα δεξιά του σκηνικού χώρου (με, τόσο κοινότοπο πια, background άλλοτε λευκά πλακάκια κι άλλοτε εμπριμέ ταπετσαρία).
Η πρώτη σκηνή, της μοιρασιάς του βασιλείου, με τα γκρο πλαν της Ιωάννας Κολιοπούλου (θαυμάσιας στον ρόλο της Κορντέλια), υπόσχεται εύστοχη χρήση των βίντεο, χωρίς διάθεση ωραιοποίησης, και με την ένταση που η ιστορία επιβάλλει. Ωστόσο, όσο προχωράει η παράσταση, χάνεται κάθε δραματουργική ισορροπία. Ειδικά όταν στο βάθος της σκηνής, καλυμμένο από τσαλακωμένο πλαστικό παραπέτασμα, προβάλλονται σκηνές που εξελίσσονται κάτω από το προσκήνιο. Τότε παρακολουθούμε τους ηθοποιούς κυνηγημένους από την κάμερα σε σκοτεινά λαγούμια με τρόπο που θυμίζει την ταινία «The Blair Witch Project». Ο σκηνοθέτης μάλλον δεν μπόρεσε να συνεννοηθεί με τον video artist Παντελή Μάκκα για την έκταση, την αισθητική, τη δραματουργική σκοπιμότητα τόσο εκτενούς χρήσης του live βίντεο.
Τα live videos θα μπορούσαν να υπηρετήσουν μια «ψυχαναλυτική», τύπου «στο μυαλό του Ληρ», προσέγγιση αν το αριστούργημα του Σαίξπηρ δεν είχε διπλή πλοκή. Γιατί, παράλληλα με την ιστορία της πτώσης του Οίκου του Ληρ, εξελίσσεται και η ιστορία της πτώσης του κόμη του Γκλόστερ - δεν είναι τυχαίο, φυσικά, ότι ο Έντμοντ, νόθος γιος του Γκλόστερ και συνδετικός κρίκος των δύο υποπλοκών, δεν ανταλλάσσει ούτε λέξη επί σκηνής με τον Ληρ. Αν το live video λειτουργεί στις σκηνές του Ληρ, στις σκηνές των υπολοίπων η σύγχυση που προκαλείται είναι απερίγραπτη.
Η σκηνογραφία της Εύας Μανιδάκη δεν λειτουργεί καλά, ούτε τα παραπετάσματα από πλαστικό που ορίζουν τον χώρο της σκηνής, ούτε οι δύο καταπακτές που με δυσκολία διακρίνονται στον άδειο σκηνικό χώρο, ενώ η ειδική διαμόρφωση του υποσκηνίου μένει ουσιαστικά ανεκμετάλλευτη.
Μπορεί να ήταν μια ατυχής στιγμή στο σημαντικό σκηνογραφικό έργο της - ή δημιουργική εξάντληση. Ας σημειωθεί ότι η Εύα Μανιδάκη ήταν στην επιτροπή που εξέλεξε διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου τον Γιάννη Μόσχο και έκτοτε έχει αναλάβει τη σκηνογραφία πολλών παραστάσεων του Εθνικού Θεάτρου, ενώ είναι σταθερή συνεργάτις συγκεκριμένων αξιόλογων σκηνοθετών που αναλαμβάνουν μεγάλες παραγωγές σε δημόσιους φορείς - στο Φεστιβάλ Αθηνών π.χ. ή στην Ελευσίνα - Πολιτιστική Πρωτεύουσα. Δεν θα αναφερθώ σε άλλα σημαντικά έργα που ανέλαβε το αρχιτεκτονικό γραφείο της τα τελευταία χρόνια, όπως τις λυόμενες κατασκευές στον προαύλιο χώρο του Ηρωδείου - με την «ιαπωνική» αισθητική των οποίων πολλοί διαφώνησαν. Προκαλεί ερωτήματα, όμως, η τόσο πυκνή δραστηριότητά της, με δεδομένο ότι το ελληνικό θέατρο έχει στο δυναμικό του πολλούς άλλους σημαντικούς σκηνογράφους. Στην εξέχουσα διεθνή έκθεση για τη σκηνογραφία στην Πράγα (Prague Quadrennial of Performance Design & Space 2023) η εθνική εκπροσώπησή μας περιλάμβανε 60 ενεργούς σκηνογράφους!
Η σκηνοθετική επιλογή να ερμηνεύονται αρκετά επεισόδια του έργου υπογείως ή με τους ηθοποιούς στο ύψος του δαπέδου μειώνει κάθετα τη «σωματική» τους οντότητα και περιορίζει το βλέμμα των θεατών στις εικόνες που προβάλλονται. Έτσι, οι ερμηνείες των καλών ηθοποιών της διανομής χάνουν το βάρος τους και, καθώς οι μεταμφιέσεις των προσώπων είναι καίριες στην εξέλιξη του «Βασιλιά Ληρ», όσοι θεατές δεν γνωρίζουν καλά το έργο, με δυσκολία παρακολουθούν τις ίντριγκες των αντιμαχόμενων ομάδων.
Η διανομή του «Βασιλιά Ληρ» δεν ήταν επιτυχής στο σύνολό της. Ο Ερρίκος Λίτσης ερμηνεύει τον ρόλο του Γκλόστερ με όρους σύγχρονης ελληνικής ηθογραφίας. Εξίσου ατυχής η ανάθεση του ρόλου του κόμη του Κεντ στον Γιάννη Νταλιάνη - και το κοστούμι του επιεικώς ανεκδιήγητο! Τα «γαλλικά» του Μιχάλη Αφολαγιάν, ο τρανς Τρελός, το έξαλλο ροκ πάρτι με το οποίο κλείνει το 1ο μέρος, τα αιμομικτικά φιλιά, η εκκεντρική κινησιολογία και η παρουσία των μουσικών καταμεσής στη σκηνή δεν κουμπώνουν καλά ούτε με την Αυλή ως μαφιόζικη οργάνωση, ούτε με την περιδίνηση στο μυαλό του Ληρ. Αμήχανοι οι ηθοποιοί στους δεύτερους ρόλους, με εξαίρεση τον Παντελή Δεντάκη και τον Αλέκο Συσσοβίτη. Ευτυχώς, οι τρεις κόρες του Ληρ -η Αλεξία Καλτσίκη, η Ιωάννα Κολιοπούλου και η Ανθή Ευστρατιάδου- ήταν πραγματικά υπέροχες.
Μια τελευταία παρατήρηση, «ιδεολογικού» και όχι ηθικολογικού τύπου, είναι θαρρώ αναγκαία. Ανάμεσα σε άλλες παραστάσεις του Γιάννη Χουβαρδά, και ο «Βασιλιάς Ληρ» υποφέρει απ’ αυτό που ο Αλαίν Μπαντιού αποκαλεί «εμμονή στο ριζικό Κακό» - η οποία εν μέρει ταυτίζεται με μια ιδιότυπη εμμονή στον Θάνατο, στην καταστροφή και στο χάος. Αλλά αν αρνιόμαστε κάθε δυνατότητα της Ηθικής να ορίζεται πρώτα και κύρια από το Καλό, αν απορρίπτουμε εξαρχής την αναγκαιότητα -και τη δυνατότητα- μιας άλλης προσωπικής/κοινωνικής οργάνωσης όπου το Καλό να είναι κυρίαρχη δύναμη, τότε υιοθετούμε μια εγγενώς συντηρητική στάση. Και ως τέτοια θα έπρεπε να απορριφθεί ως αδιέξοδη. Η τέχνη πάντα ανοίγει δρόμους. Και στον θρόνο του Ληρ δεν θα καθίσει ο κακός Έντμοντ, αλλά ο καλός Έντγκαρ. Εξαιρετική η καινούργια μετάφραση του έργου, από τον Διονύση Καψάλη, μολονότι δεν μπορέσαμε να την ακούσουμε καλά, από την οπτική φασαρία.