Ο «Ελέφας» (2012) του Κώστα Μποσταντζόγλου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, το έργο με τον παράξενο τίτλο «Αράφ» του Γιάννη Τσίρου στο θέατρο Αποθήκη και η «Ζάχαρη», πρώτο θεατρικό έργο του ηθοποιού και σκηνοθέτη Δημήτρη Αγαρτζίδη στο Bios, θα μπορούσαν να αποτελέσουν χαρακτηριστικά παραδείγματα σε μια συζήτηση για τη σύγχρονη ελληνική θεατρική γραφή.
Κατ' αρχάς, μια γενική παρατήρηση: αν πιστεύουμε πραγματικά ότι η σύγχρονη ελληνική γραφή δεν είναι μόνο για εσωτερική κατανάλωση αλλά αξίζει να βγει και εκτός των ορίων της χώρας, να δοκιμαστεί και να διεκδικήσει τη θέση της στην ευρωπαϊκή σκηνή, θα πρέπει να αλλάξουμε τακτική ως προς τον τρόπο παρουσίασης των έργων.
Ρίχνοντας μια ματιά σε κείμενα συγγραφέων και σκηνοθετών ή σε δημοσιογραφικές παρουσιάσεις, διαπιστώνει κανείς ότι πλεονάζουν αναφορές στην προβληματική «ελληνική περίπτωση» την οποία, με τον τρόπο τους, σχολιάζουν έργα όπως ο «Ελέφας» του Κώστα Μποσταντζόγλου ή η «Ζάχαρη» του Δημήτρη Αγαρτζίδη.
Ο Λευτέρης Γιοβανίδης που σκηνοθέτησε τον «Ελέφαντα» στο σημείωμά του για την παράσταση γράφει: «Ο συγγραφέας με σκληρό χιούμορ μας περιγράφει μια κοινωνία που διακατέχεται από αντιλήψεις ρατσιστικές και προγονοπληξία. […] Έχουν πλήρη έλλειψη αισθητικής και χωρίς καμία αιδώ κακοποιούν την ελληνική γλώσσα». Μόνο που στον «Ελέφαντα» το ηθικό πρόβλημα των προσώπων δεν αφορά κάποιας μορφής «προγονοπληξία» και κανείς δεν κακοποιεί την ελληνική γλώσσα «χωρίς αιδώ». Γιατί οι δύο ηλικιακά μεγαλύτεροι ήρωες του έργου έχουν-δεν έχουν τελειώσει το Δημοτικό και οι δύο νεότεροι είναι εκπρόσωποι της γενιάς του λεξιλογίου των 200 λέξεων – φαινόμενο τρομακτικό το οποίο αφορά, όμως, μεγάλο μέρος των νέων σε όλο τον κόσμο. Γι’ αυτούς δεν υφίσταται γλωσσικό/εκφραστικό πρόβλημα, δεν τους αφορά τέτοιου είδους προβληματισμός. Συνεπώς είναι άστοχο να μιλάμε για «κακοποίηση της γλώσσας χωρίς αιδώ».
Για την «Ζάχαρη» ο συγγραφέας της, ηθοποιός και σκηνοθέτης, Δημήτρης Αγαρτζίδης σημειώνει: «Η Αγία Ελληνική Οικογένεια, ένα μοναδικό είδος, αφομοιώνει την καταπίεση και τον συντηρητισμό αιώνων. Πάντα εντός της υπάρχει Αγάπη και εκτός της παραμονεύει το Χάος. Οτιδήποτε την απειλεί γίνεται αυτόματα εχθρός. Μας μένει λοιπόν κληρονομιά η Ενοχή».
Αυτή η υπερβολική στην έντασή της γενίκευση, και καταγγελία, της «αγίας ελληνικής οικογένειας» έχει αναδειχθεί σ’ ένα άξιο μελέτης στερεότυπο που προβάλλουν κάθε τόσο οι Έλληνες καλλιτέχνες του θεάτρου. Αλλά μόνο στην χώρα μας υπάρχουν προβληματικές οικογένειες; Μόνο στην Ελλάδα οι γυναίκες και τα παιδιά κακοποιούνται; Σε πρόσφατα δημοσιεύματα αξιόπιστων Μέσων διαβάζουμε ότι στην Γαλλία «κάθε χρόνο η μάστιγα της αιμομιξίας αγγίζει 160.000 παιδιά» και ότι στην Γερμανία, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Ομοσπονδιακής Εγκληματολογικής Υπηρεσίας, «430 γυναίκες καθημερινά πέφτουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας, από τον νυν ή τον πρώην σύντροφό τους».
Ήγγικεν ο καιρός, νομίζω, να αποβάλλουμε αυτό το χαμηλό αίσθημα αυτοεκτίμησης, αν όχι τον επαρχιωτισμό, που αποδίδει στα ελληνικά ήθη φαινόμενα που ενδημούν στις περισσότερες χώρες του κόσμου, και να ανοίξουμε την κριτική που επιδιώκουμε μέσα από έργα και παραστάσεις πέρα από «εθνικά» χαρακτηριστικά και δήθεν ελληνικές ιδιοτυπίες. Για έναν επιπλέον λόγο: αν επιμένουμε στην «εντοπιότητα» των ζητημάτων που θίγουν τα ελληνικά έργα, αυτοπεριορίζουμε το εκτόπισμά τους εντός της ελληνικής επικράτειας και μόνο.
«Ελέφας» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Στον «Ελέφαντα» ο Κώστας Μποσταντζόγλου (1949-2021), γιος του Μποστ, εστιάζει σε μια οικογένεια κάπου στην ελληνική επαρχία. Ο άνδρας (τον ερμηνεύει ο Γιώργος Γιαννόπουλος) υποτιμά συστηματικά την γυναίκα του. Χαρακτηριστική περίπτωση πατέρα-αφέντη, την κακοποιεί ψυχολογικά όχι μόνο επειδή είναι μια απλή νοικοκυρά που δεν τέλειωσε καν το Δημοτικό, αλλά επειδή είναι κόρη κατατρεγμένου κομμουνιστή - το στοιχείο αυτό, περιττή, καθυστερημένη αναπαραγωγή μοτίβου ηθογραφικών έργων της δεκαετίας του ’70, σαφώς υπονομεύει την σύγχρονη πρόσληψη του έργου. Η κωμικότητα του θεσσαλικού ιδιώματος που χρησιμοποιούν, σε αντίθεση με την φανερή ή/και λανθάνουσα βία του λόγου και της συμπεριφοράς τους, προκαλεί μία ενδιαφέρουσα δραματουργική σύγκρουση.
Η νεαρή ανιψιά (Στεφανία Ζώρα) είναι το αντίθετό της καταπιεσμένης γυναίκας, σεξουαλικά απελευθερωμένη και χωρίς αναστολές. Όσο για το τέταρτο πρόσωπο της ιστορίας, τον άνδρα της νεαρής (Βαγγέλης Δαούσης), αυτός είναι ένα κακέκτυπο του μάτσο ανδρικού προτύπου.
Ο Κ. Μποσταντζόγλου υπονομεύει την ηθογραφία μέσω της απροσδόκητης τελικής πράξης. Η χρόνια υποτίμηση, αν όχι και περιφρόνηση, που έχει υποστεί η αγράμματη γυναίκα από το περιβάλλον της, θα μεταμορφωθεί σε ανεξέλεγκτη δύναμη εκδίκησης.
Η ιδέα του έργου ανακαλεί το γνωστό έργο του σπουδαίου Γερμανού σκηνοθέτη Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ «Ελευθερία στην Βρέμη» (1971). Λίγο φαρμάκι στις φακές φτάνει για να πάρει η γυναίκα το αίμα της πίσω, να κερδίσει την αυτοεκτίμηση και την ελευθερία της.
Η παράσταση του Λευτέρη Γιοβανίδη ασφυκτιά στην μικρή σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά (σκηνή Ωμέγα). Καλές οι ερμηνείες (ιδίως της Μπέσσυς Μάλφα) αλλά η σκηνοθεσία αμέλησε να καθοδηγήσει τους ηθοποιούς ως προς την ένταση της φωνής τους. Δεν υπολογίστηκαν οι διαστάσεις του χώρου και η μικρή απόσταση μεταξύ ηθοποιών και θεατών. Περιττός ο ρεαλισμός του φαγητού που μαγειρεύεται επί σκηνής και άστοχη η απεύθυνση στο κοινό και η προσφορά πλαστικού δοχείου με φακές σε κάποιους θεατές. Χρόνια πριν, σε παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού είχε προσφερθεί στο κοινό ρεβυθόσουπα (και σε μερικές ακόμη παραστάσεις έκτοτε) αλλά σε context που καθιστούσε την ιδέα εύστοχη και σημαίνουσα. Εδώ ήταν μία επιλογή καθαρού εντυπωσιασμού.
«Αράφ» του Γιάννη Τσίρου στο θέατρο Αποθήκη
Παράξενο έργο το «Αράφ», το τελευταίο στη σειρά έργο του Γιάννη Τσίρου. Αράφ είναι για τους μουσουλμάνους η περιοχή μεταξύ παραδείσου και κόλασης όπου καταλήγουν όσοι στη ζωή τους δεν υπήρξαν καλοί και ηθικοί για να αξίζουν τον παράδεισο αλλά ούτε και τόσο αμαρτωλοί για να καταλήξουν στην κόλαση. Γιατί όμως ο συγγραφέας επιλέγει για τίτλο μία αραβική λέξη;
Η ιστορία εξελίσσεται σ’ ένα νησί. Τρία πρόσωπα πρωταγωνιστούν: ένας ξενοδόχος, μια κτηνίατρος κι ένας κηπουρός. Οι δυο άνδρες πήγαν για ψάρεμα (σε χρόνο πρότερο του σκηνικού) και κάπως έγινε κι έσωσαν ένα σκύλο που θαλασσοπνίγονταν. Ο ξενοδόχος, λόγω της φιλοζωικής πράξης του, έγινε δημοφιλής και πέρα από τα όρια του μεθοριακού τόπου του. Το σκυλί δεν ήθελε να το κρατήσει, παρότι περίμενε αυξημένη κίνηση κατά την τουριστική σεζόν: πελάτες με αγάπη προς τα ζώα. Ως λύση προτείνεται να το οδηγήσουν στο καταφύγιο για τ’ αδέσποτα, όπου οι συνθήκες για τα ζώα είναι απαράδεκτες. Σύντομα αποκαλύπτεται η ελλιπής ηθική και των τριών προσώπων. Δεν είναι παλιάνθρωποι, έχουν καλά στοιχεία αλλά ό,τι τους συμφέρει ή τους βολεύει είναι που καθορίζει τις επιλογές τους. Κι αυτό είναι το πολύ ενδιαφέρον που πετυχαίνει ο συγγραφέας: εύκολα στέκεται κανείς απέναντι στο αμιγώς Κακό αλλά τι γίνεται στην γκρίζα ζώνη όπου τα όρια μεταξύ «αγώνα της επιβίωσης» και απανθρωπιάς και ιδιοτέλειας δεν ξεχωρίζουν;
Ο τίτλος του έργου και οι διάλογοι οδηγούν τους θεατές σ’ ένα δεύτερο ερμηνευτικό επίπεδο: ο σκύλος που σώθηκε και οι σκύλοι στο καταφύγιο θα μπορούσαν να είναι μετανάστες που διασώθηκαν και κλείστηκαν σε hot spot. Kαθετί που λέγεται για τους σκύλους, θα μπορούσε να αφορά ανθρώπους κι αυτή η παράλληλη, διπλή «σημασία» προκαλεί έντονο προβληματισμό στους ευαίσθητους θεατές. Υπάρχουν σοβαροί λόγοι που εξηγούν την ξενοφοβία –λέξη που δεν είναι απαραιτήτως συνώνυμη του ρατσισμού.
Ένα άλλο ζήτημα που θίγει ο Γιάννης Τσίρος στο «Αράφ» αφορά την βία που οι άνθρωποι ασκούν στα ζώα (και εν γένει στη φύση). Μπορεί να θεωρείται καλός άνθρωπος αυτός που δεν σέβεται τα ζώα, που κακοποιεί συστηματικά τη φύση;
Ο Γιώργος Παλούμπης σκηνοθέτησε το «Αράφ» στο θέατρο Αποθήκη με τον οικείο ρεαλιστικό τρόπο του, σαν «φέτα ζωής», αποσπώντας εντελείς ερμηνείες από την Ράνια Σχίζα, τον Ιωσήφ Πολυζωίδη και τον Φώτη Λαζάρου. Το σκηνικό της Νατάσας Παπαστεργίου θυμίζει ρεσεψιόν δευτεροκλασάτου ξενοδοχείου, απ’ αυτά που είναι γεμάτη η ελληνική επικράτεια. Ωστόσο το έργο του Τσίρου θα μπορούσε να ανεβεί πολύ διαφορετικά, χωρίς τα περιοριστικά στοιχεία εντοπιότητας, ακριβώς γιατί τα κρίσιμα θέματα που θέτει αφορούν κοινό πολύ ευρύτερο του ελληνικού.
Οπωσδήποτε, μετά τα «Αξύριστα πηγούνια» (1996), «Τα μάτια τέσσερα» (2007), την «Αόρατη Όλγα» (2009), τα «Ελεύθερα ύδατα» (2012), τον «Άγριο σπόρο» (2013) και τώρα με το «Αράφ», ο Γιάννης Τσίρος αναδεικνύεται σε κύριο εκπρόσωπο του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου.
«Ζάχαρη» του Δημήτρη Αγαρτζίδη
Ενδιαφέρον το δίχως άλλο το πρώτο θεατρικό έργο του Δημήτρη Αγαρτζίδη, αφορά μία ιστορία διγαμίας που κακώς ο συγγραφέας συνδέει με την «αγία ελληνική οικογένεια» - πρόχειρα μου έρχεται στο νου μία μίνι βρετανική σειρά με τίτλο «Bliss» (2018) που αφορά έναν τύπο που είχε δύο οικογένειες.
Στην «Ζάχαρη», όταν ο πατέρας πεθαίνει, η γυναίκα και ο γιος του ανακαλύπτουν ότι είχε κι άλλη σύζυγο, με την οποία είχε αποκτήσει μία κόρη. Με δομή ονείρου (στην οποία συμβάλλει και η σκηνογραφία της Λυδίας Ανδριώτη) παρακολουθούμε συζύγους, παιδιά και την ψυχοθεραπεύτρια να προσπαθούν να διαχειριστούν το σοκ της κρυφής ζωής του πατέρα και την ανάγκη να αποδεχτούν τους δεσμούς αίματος που τους συνδέουν με ξένα, άγνωστα έως τότε, πρόσωπα. Αδύνατο σημείο του (ωριαίας διάρκειας) έργου η σπασμωδική, εκβιασμένη κατάληξή του.
Την παράσταση στο Bios σκηνοθέτησε ο συγγραφέας μαζί με την Δέσποινα Αναστάσογλου. Τρεις ηθοποιοί (ένας εκ των οποίων είναι ο συγγραφέας και σκηνοθέτης) ερμηνεύουν όλους τους ρόλους, γεγονός που δυσκολεύει την πρόσληψη της ιστορίας καθώς κατά στιγμές ο θεατής χάνει το νήμα που συνέχει πρόσωπα και σχέσεις. Θαυμάσιες οι ερμηνείες της Τατιάνας- Άννας Πίττα και της, πάντα εξαιρετικής, Ελίνας Ρίζου (αλλά με κοστούμι «κλεμμένο», θαρρείς, από παράσταση του Ευριπίδη Λασκαρίδη).
Το ατελές σκηνικό αποτέλεσμα επιβάλλει να επισημάνω για μία ακόμη φορά ότι δεν μπορεί να επιβάλλεται ως ερμηνευτική «κανονικότητα» η απόδοση πολλών προσώπων από τον ίδιο ηθοποιό. Δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως καλλιτεχνική πρόταση μία επιλογή που προφανώς προκύπτει από την αδυναμία συγκρότησης πολυπρόσωπου θιάσου για οικονομικούς λόγους. Επιπλέον άστοχη και ακατανόητη είναι η γελοιοποίηση κάποιων προσώπων – π.χ. της ψυχοθεραπεύτριας που εμφανίζεται σαν πόρνη. Το φαινόμενο της άρνησης, αν όχι αδυναμίας, πολλών καλλιτεχνών του θεάτρου να διαχειριστούν το δράμα ως τέτοιο, είναι ένα ακόμη θέμα για προβληματισμό και συζήτηση.