Κοιτάζοντας τους πίνακες, ακαριαία αναγνωρίζεις ότι ανήκουν στον Κωνσταντίνο Παρθένη. Πληθωρικός δημιουργός, δάσκαλος, σχεδιαστής των στολών των ευζώνων, πέθανε πικραμένος, ενώ χρόνια πριν είχε σταματήσει να μιλάει.
Το έργο και η ζωή του «ξυπνούν» στην έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης, που εγκαινιάζεται στις 6 Ιουλίου. Ο Αλεξανδρινός ζωγράφος Κωνσταντίνος Παρθένης μετουσίωσε τις ιδιότητες -σχεδόν τις διαστάσεις- της γραμμής και του χρώματος και έφτασε στα τελευταία χρόνια της ζωής του να κάνει ζωγραφιές εξαϋλωμένες πάνω σε τεράστιους καμβάδες.
Η ζωή του υπήρξε μυθιστορηματική, με πολλές διαφορετικές δημιουργικές εποχές που συμβάδιζαν με τις μετακινήσεις του ανά την Ευρώπη, το πέρασμά του στη διδασκαλία, τον τρόπο που ενόχλησε αφόρητα το κατεστημένο της εποχής του. Tόσο, που κάποια στιγμή είπε: «Αυτοί δεν είναι Ελληνες, είναι απλώς απόγονοι αυτών που έδωσαν το κώνειο στον Σωκράτη».
Όταν αποφάσισε να σταματήσει να μιλάει
Συνάδελφοί του, καθηγητές στη Σχολή Καλών Τεχνών, ακόμα και δημόσιοι λειτουργοί που κάποια στιγμή του ανέθεσαν τη δημιουργία έργων, έκαναν τα πάντα για να τον μειώσουν, να τον εξαφανίσουν, να αμφισβητήσουν το ταλέντο του. Τους ενοχλούσε το ύφος του, η αλαζονεία που είχε, η απόλυτη άποψη για το τι είναι η τέχνη, η απήχησή του στο εξωτερικό, το χάρισμά του σε συνδυασμό με την έλλειψη μετριοφροσύνης.
Υπήρξε ρηξικέλευθος στις απόψεις του για τον μοντερνισμό, απαιτούσε δυσθεώρητες για την εποχή αμοιβές από τις αναθέσεις δημοσίων έργων, πίστευε ότι η Πολιτεία πρέπει να συνδράμει περισσότερο τους καλλιτέχνες.
Πόσο πολύ τους ενόχλησε; Χαρακτηριστικό είναι το εξής παράδειγμα: Το 1936 επελέγη για να παρουσιάσει στην περίφημη Μπιενάλε της Βενετίας μια μεγάλη αναδρομική του έκθεση. Οι συνάδελφοί του έκαναν τα πάντα και κατάφεραν να την ακυρώσουν. Είναι η στιγμή που ο Κωνσταντίνος Παρθένης αποφασίζει να σταματήσει να μιλά. Χρησιμοποιούσε τη φωνή του μόνο για να απευθυνθεί στους μαθητές του, κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας του.
Λίγα χρόνια αργότερα και ενώ η Ακαδημία Αθηνών ήθελε να τον κάνει μέλος της, δέχεται μια ακόμα χυδαία επίθεση από τους συναδέλφους του. Είναι η στιγμή που σταματά να μιλά ακόμα και στους φοιτητές του. Η αγαπημένη του ως το τέλος σύζυγός του, η Κεφαλονίτισσα Ιουλία Βαλσαμάκη, στέκεται δίπλα του και μιλά αντί αυτού στο μάθημα, ακολουθώντας τις οδηγίες του. Και υπήρξε τόσο σπουδαίος ως καθηγητής -ο Τσαρούχης, ο Χατζηκυριάκος Γκίκας είναι μεταξύ των μαθητών του. Βέβαια, υπάρχει μια προφορική μαρτυρία που έλεγε ότι στο τέλος δεν μπορούσε να μιλήσει για ιατρικούς λόγους, όμως η κυρίαρχη ερμηνεία είναι ότι το έκανε επειδή ήταν πικραμένος από τον πόλεμο που δεχόταν.
Ελεγε ο Χατζηκυριάκος Γκίκας: «Μου μένει αξέχαστο το πρώτο μάθημα του Παρθένη. Εκρέμασε ένα σπάγκο από τη λάμπα και μου είπε να τον ζωγραφίσω. Τέτοιο πράγμα δεν μου είχε περάσει από το νου. Με καλοσύνη, αλλά και με το σαρκαστικό χαιρέκακο μειδίαμά του, μου έδειξε ο Παρθένης πώς να βλέπω προσεκτικά ότι ένα μέρος του σπάγκου ήταν φωτεινό, το άλλο σκούρο και τις άπειρες εναλλακτικές καθ’ όλην την διαδρομή του σπάγκου μέσα σε διαφορετικά φόντα – την ατελείωτη γκάμα των φόντων από εκτυφλωτικά λευκά ως τα πίσσα μαύρα. Μου έμαθε ένα σχέδιο γεωμετρικό, γωνιώδες, με σημαντικά χαρακτηριστικά σημεία, μέσα και έξω από το σχήμα που χρησίμευε ως βάση για το χρώμα».
Η αιχμηρότητα του μαρμάρου στο ελληνικό φως
Η περιγραφή αυτού του μαθήματος συνοψίζει ιδανικά τα μυστικά της τέχνης του Παρθένη, που υπήρξε θαυμαστής του Σεζάν και του Γκρέκο. Μοιράστηκε μυστικά και τρόπους δημιουργίας τους, αλλά τα κατεύθυνε στον δικό του δημιουργικό τρόπο.
«Ο Παρθένης ανακαλύπτει ένα καινούριο πράγμα: την αττική λιτότητα», έλεγε ο Γιάννης Τσαρούχης. «Είτε κάνει ένα κανατάκι, είτε τον Αθανάσιο Διάκο, είτε κάνει οτιδήποτε, έχει αγγίξει αυτή την αιχμηρότητα του μαρμάρου μέσα στο πολύτιμο ελληνικό φως».
Φυσικά, πέρα από τη γραμμή, τη γεωμετρία των έργων του, ήταν το φως και το χρώμα αυτά που καθόριζαν το τελικό αποτέλεσμα, στο οποίο τα πάντα είχαν σημασία... «Ο μουσαμάς; Μα είναι ένα στοιχείο της τέχνης του ζωγράφου», έλεγε ο ίδιος ο Παρθένης το 1930 στην εφημερίδα «Πρωία».
Αυτό ακριβώς το χρώμα, οι αποχρώσεις του μπλε που μοιάζουν να υπάρχουν μόνο στον δικό του χρωστήρα, η εξαΰλωση πάνω στον καμβά, έγιναν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της δημιουργίας του. Η σφραγίδα του. Μια σφραγίδα που μπορεί κανείς να ταυτίσει με τη λέξη «όραμα». Με τη λέξη «πίστη». Με την ιδανική Ελλάδα όπως την προσέλαβε ο ίδιος, με κεντρικούς άξονες τη βυζαντινή τέχνη και το ασύλληπτο μεγαλείο του Παρθενώνα.
Το φως είναι η λάμψη της ομορφιάς
Στην έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης με τίτλο «Κωνσταντίνος Παρθένης. Η ιδανική Ελλάδα της ζωγραφικής του», που εγκαινιάζεται στις 6 Ιουλίου και θα διαρκέσει ως τις 28 Νοεμβρίου, ο επισκέπτης θα δει 150 ζωγραφικά έργα του και 70 σχέδια, φωτογραφίες και άλλα τεκμήρια -ανάμεσά τους τη βαλίτσα με τα πινέλα του και η παλέτα του. Θα συναντήσει όμως και το πολύτιμο Τετράδιό του, με τις σκέψεις του και την προσωπική του γραφή, που βοηθά να πάμε ακόμα πιο βαθιά στις ρίζες της δημιουργίας του.
Διαβάζουμε στη σελίδα 23/9 «πρέπει κανείς να ζωγραφίζει μάλλον αυτό που νοιώθει παρά αυτό που βλέπει, αλλά πρέπει να ξεκινήσει βλέποντας καθαρά. Εξαρτημένος μόνο απ' ό,τι βλέπει, αγνοώντας το ζωτικό πνεύμα, καταλήγει να δει και να ζωγραφίσει μόνο την επιφανειακή άποψη της μορφής. Οι μορφές δεν διαθέτουν ούτε ομορφιά, ούτε ασχήμια, το δικό μας πνεύμα όταν έρχεται σε επαφή με αυτές τις κάνει να φαίνονται ωραίες ή άσχημες. Το φως είναι η ουσιαστική ιδιότητα της κάθε μορφής, είναι η λάμψη της ομορφιάς».
Ο Κωνσταντίνος Παρθένης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1878/9 από πατέρα Ελληνα και μητέρα Ιταλίδα. Από μικρός σπούδασε βιολί -ως το τέλος της ζωής του μαζί με τη γυναίκα του, Ιουλία, παρακολουθούσαν φανατικά συναυλίες και κονσέρτα σε όσες πόλεις έζησαν. Εμαθε πολλές ξένες γλώσσες και έφυγε για σπουδές στη Ρώμη και στη συνέχεια στη Βιέννη, πόλη που τον καθόρισε και όπου έζησε εκεί από το 1897 ως το 1903. Στο γύρισμα του αιώνα. Εκεί καθορίστηκε από τον μέντορά του, τον δάσκαλό του Karl Dieffenbach (1851-1913), με τις ιδιόμορφες θεοσοφιστικές, ιδεαλιστικές θεωρίες και τις αναχωρητικές τάσεις.
«Η μαθητεία του νεαρού Παρθένη δίπλα στον ιδιότυπο δάσκαλο είχε ξεκινήσει από το Κάιρο, όπου τον είχε ακολουθήσει στο κοινόβιο, στο οποίο ο Dieffenbach συμβίωνε μέσα στη φύση με τα τρία παιδιά του και τους μαθητές του», γράφει η Μαρίνα Λαμπράκη στο σημείωμα για την έκθεση, το τελευταίο της κείμενο πριν φύγει από τη ζωή.
Ο αναχωρητισμός του Παρθένη
«Το ύφος της ζωής του θεοσοφιστή ζωγράφου, η περιβολή του με τον αρχαιοελληνικό μανδύα και τα σανδάλια, παραπέμπουν στο περιβάλλον της Ισιδώρας και του Ρεϋμόνδου Ντάνκαν, ο οποίος είχε θητεύσει πλάι του, καθώς και της μαθήτριάς τους, Εύας Σικελιανού. Αναρωτιέμαι μήπως οι τάσεις φυγόκοσμου αναχωρητισμού, που θα εκδηλώσει ο Παρθένης στην ωριμότητά του, έλκουν την καταγωγή τους από αυτή την ιδιότυπη μαθητεία».
Αν και έχει κάνει ήδη αυτό τον κύκλο σπουδών, είναι μόνο 25 χρόνων όταν επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου αποτυγχάνει να ενταχθεί στην καλλιτεχνική κοινότητα. Πηγαίνει στη βόρεια Ελλάδα, στην Κωνσταντινούπολη, αφοσιώνεται στη δημιουργία τοπίων και αναλαμβάνει την αγιογραφική διακόσμηση του Αγίου Γεωργίου στον Πόρο, του Αγίου Γεωργίου στο Κάιρο και επτά φορητές εικόνες για τον Αγιο Αλέξανδρο Παλαιού Φαλήρου.
Από το 1909 ως το 1911 έζησε στο Παρίσι, πήρε μέρος σε εκθέσεις, βραβεύθηκε και καθορίστηκε από το κίνημα του συμβολισμού που ανθούσε στην Τέχνη.
«Ο Παρθένης, που πίστευε ότι ο καλλιτέχνης είχε ως προορισμό “να σμίγει εις τον συνηθισμένο κόσμο έναν κόσμο υπερφυσικό”, δεν μπορούσε παρά να συγκινηθεί από αυτή τη ζωγραφική», γράφει η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα.
Με το νου και την ψυχή
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, το ζεύγος Παρθένη θα εγκατασταθεί στην Κέρκυρα, σε δικό του παραθαλάσσιο κτήμα στο Κοντόκαλι, όπου θα παραμείνει μέχρι το 1917 και αποκτούν δύο παιδιά, τον Νίκο και τη Σοφία.
Από το 1917 η οικογένεια εγκαθίσταται στην Αθήνα, ο Παρθένης αποκτά ελληνική ιθαγένεια, ο Βενιζέλος θριαμβεύει και ο Παρθένης αισθάνεται ότι ανήκει σε μια ομάδα ανθρώπων.
Το 1920 κάνει μεγάλη αναδρομική έκθεση με 123 ελαιογραφίες και 113 σχέδια στο Ζάππειο και βραβεύεται με το Εθνικό Αριστείο Ζωγραφικής. Χάρη στον φίλο του Ζαχαρία Παπαντωνίου διορίζεται καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, το 1929.
Ο πόλεμος εναντίον του κορυφώνεται και δεν θα σταματήσει ως το τέλος της ζωής του. Ηδη το 1930, μιλώντας στην εφημερίδα «Πρωία», επισημαίνει την καθυστέρηση της Ελλάδας στον τομέα των Τεχνών: «Οι καλλιτέχναι θα πεισθούν ότι πρέπει να εργάζονται με τον νουν και την ψυχήν και όχι μόνον με τον χρωστήρα και την σμίλην».
Αστυνομικοί κακοποιούν βάναυσα τον Παρθένη
Τον Σεπτέμβρη του 1954 έζησε την ταπείνωση. Αστυνομικοί εισέβαλαν στο σπίτι του, μετά από δικαστική διαμάχη που είχε με τον Δήμο Αθηναίων για την παράδοση έργων του που προορίζονταν για τη διακόσμηση του δικαστικού μεγάρου.
Οι αστυνομικοί προσπαθούν με βία να αποσπάσουν τα έργα. Οι εφημερίδες θορυβούνται, μιλούν για βάναυση κακοποίηση του Παρθένη.
«Αυτοί δεν είναι Ελληνες, είναι απλώς απόγονοι αυτών που έδωσαν το κώνειο στον Σωκράτη», λέει ο Παρθένης. «Να φύγω, να πεθάνω μακριά από την Ελλάδα που τόσο αγαπώ».
H έκθεση είναι διαρθρωμένη θεματικά με βάση τις πόλεις που έζησε και τις περιόδους της ζωής του, όπως περιγράφονται παραπάνω.
Όλα τα έργα ακολουθούν μια διαδρομή που δείχνει την εξέλιξη του Παρθένη, ενώ δεν λείπουν τα έργα «σταρ»: το «Ο Χριστός-Ανθρωπότης» του 1898-1900, η Εύα, δηλαδή το μεγάλο γυμνό του 1912-1930, «Η αποθέωση του Αθανασίου Διάκου» κ.ο.κ.
Ενδιαφέρον έχουν οι προσωπογραφίες που έχει δημιουργήσει και που μοιάζουν ξένα στο σύνολο του έργου του, σαν να μην ταυτίστηκε με αυτά. Εξαίρεση τα πορτρέτα της γυναίκας του, Ιουλίας, κυρίως το γεμάτο συναίσθημα και αισθησιασμό περίγραμμα ενός γυμνού κορμιού.