Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες της εβδομάδας, η Κέιτ Μπλάνσετ βάζει πλώρη για το τρίτο της Όσκαρ με το «Tár» του Τοντ Φιλντ.
Ο Φρανσουά Οζόν εμπνέεται από τη ζωή του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, ενώ ο θρυλικός «Τιτανικός» του Τζέιμς Κάμερον επιστρέφει σε μια remastered 3D έκδοση.
Το υποψήφιο για 6 Οσκαρ Tár, στις κινηματογραφικές πρεμιερες
Tár
Σκηνοθεσία: Τοντ Φιλντ
Παίζουν: Κέιτ Μπλάνσετ, Νοεμί Μερλάντ, Νίνα Χος
Περίληψη: Μια πρωτοποριακή διεθνούς φήμης μαέστρος, η οποία διευθύνει μια μεγάλη γερμανική ορχήστρα, θα βρεθεί μπλεγμένη σε ένα σκάνδαλο. Τότε, τα πάντα γύρω της κινδυνεύουν να καταρρεύσουν.
Η νέα ταινία του Τοντ Φιλντ, υποψήφια για έξι Οσκαρ, με τη μοναδική Κέιτ Μπλάνσετ να θεωρείται- και δικαίως- το απόλυτο φαβορί στην κατηγορία Α’ γυναικείου Ρόλου.
Η Λίντια Ταρ είναι η μαέστρος της συμφωνικής ορχήστρας του Βερολίνου, μια γυναίκα στο απόγειο της καριέρας της, που έχει κατακτήσει κάθε έπαινο, βραβείο ή αξίωμα, και ετοιμάζεται να διευθύνει την 5η Συμφωνία του Μάλερ σε μια παράσταση που θα ηχογραφηθεί ζωντανά, ενώ την ίδια στιγμή πρόκειται να κυκλοφορήσει και η αυτοβιογραφία της. Έχοντας χτίσει τον εαυτό της και την εικόνα της μέσα από τη μουσική και τις επιτυχίες της, η Λίντια ζει μια οχυρωμένη ζωή με τη βιολονίστα σύντροφό της και τη Σύρια υιοθετημένη κόρη τους στο Βερολίνο, όταν τουλάχιστον δεν ταξιδεύει ανά τον κόσμο με την αφοσιωμένη βοηθό της, που έχει κι εκείνη τις δικές της φιλοδοξίες. Η ατσάλινη εικόνα της όμως αρχίζει να καταρρέει, όταν μια σειρά από φήμες για απρεπή συμπεριφορά αρχίζουν να γιγαντώνονται, ενώ την ίδια στιγμή μια νέα τσελίστρια στη συμφωνική κεντρίζει το ενδιαφέρον της.
Ο Φιλντ επιστρέφει δεκαέξι χρόνια μετά από τις «Κρυφές επιθυμίες» με ένα σενάριο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της Μπλάνσετ, που εδώ ξεδιπλώνει ακόμα μια φορά την υποκριτική της ευφυΐα, προσδίδοντας σαιξπηρικές διαστάσεις στην ηρωίδα της. Η Ταρ λοιπόν είναι μια γυναίκα, που καταξιώθηκε με κόπο σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, αναγκάστηκε μάλλον να υιοθετήσει μια αρσενική συμπεριφορά για να επιβιώσει και πλέον απολαμβάνει τη φήμη και την υπέροχη της. Σε μια συνέντευξη που δίνει στον πραγματικό δημοσιογράφο των «New Yorker» Άνταμ Γκόπνικ, ο θεατής αντιλαμβάνεται πλήρως το στάτους της. Από εκεί και πέρα, παρακολουθούμε πώς η αλαζονική αυτή γυναίκα οδηγείται στην απόλυτη πτώση για να ξαναβρεί τελικά την ουσία της τέχνης της.
Με φόντο τον κόσμο της κλασικής μουσικής -οι σκηνές με την Ταρ επί το έργον γίνονται με πραγματική ορχήστρα- ο Φιλντ με μαεστρία και ίδιος τρόπο σκιαγραφεί το πορτρέτο μιας ηρωίδας, που δεν φοβάται να γίνει αντιπαθητική, προκειμένου να αποκαλύψει μια βαθιά αλήθεια: τη φθοροποιό δύναμη της εξουσίας, την αναπόφευκτη μοίρα όσων την έχουν να ξεπερνούν τα όρια, αλλά και την πλασματική ελευθερία της εποχής μας.
Αδίκως η ταινία έχει δεχτεί κριτική για τη δήθεν αντιφεμινιστική της στάση, αφού η Ταρ δεν είναι ένα θετικό πρόσωπο, αλλά αντίθετα μια τραγική φιγούρα, που συνθλίβεται τόσο από τις επιλογές της, όσο και από τις υστερικές κορώνες μιας νέας ηθικής, η οποία καταδικάζει τον Μπαχ ως συνθέτη, επειδή είχε πολλά παιδιά… Ισορροπώντας επιδέξια ανάμεσα σε δύο πόλους, ο Φιλντ ουδόλως δικαιολογεί την ηρωίδα του, που όπως άλλωστε της λέει και η σύντροφός της «δεν υπάρχει καμία σχέση που δεν έχει εκμεταλλευτεί, εκτός από την κόρη της», καθιστώντας την ένα κομμάτι αυτού του κόσμου, που την έχρισε «βασίλισσά» του. Στην ίδια λογική και η Μπλάνσετ δεν φοβάται να βυθιστεί στην πιο σκοτεινή πλευρά μιας γυναίκας, που έχασε τον εαυτό της και τελικά τα πάντα σε αυτό το αδυσώπητο παιχνίδι. Ακόμα και η μουσική της μεγαλοφυΐα καταλήγει στο κάλαθο των αχρήστων, αφού η Ταρ δεν καταφέρνει να διατηρήσει κανένα συναίσθημα μέσα της.
Με αυτό τον τρόπο, ο Αμερικανός σκηνοθέτης δεν καθαγιάζει καθόλου τον καλλιτέχνη που λειτουργεί απάνθρωπα, ούτε όμως και κανέναν θιασώτη νεωτερικών απόψεων, αντίθετα τους αφήνει αμφοτέρους έκθετους στα μάτια του θεατή ως ένα φαινόμενο. Μέσα σε αυτό το κλίμα, που με χειρουργικούς ψυχολογικούς χειρισμούς, χωρίς να εκβιάζει τη συγκίνηση και χωρίς κυρίως να δίνει μια εύκολη απάντηση, η σπουδαία Μπλάνσετ παραδίδει μια ερμηνεία, που θα ζήλευε και ο Χάνεκε, οδηγώντας την ηρωίδα της από την υπεροχή, στην ύβρη και τελικά σε μια κάθαρση, που αν και δεν συνάδει με το στερεότυπο της ευτυχίας, εμπεριέχει το πραγματικό νόημα της ζωής.
Magic Mike: Ο Τελευταίος του Χορός (Μagic Mike's Last Dance)
Σκηνοθεσία: Στίβεν Σόντερμπεργκ
Παίζουν: Τσάνινγκ Τέιτουμ, Σάλμα Χάγιεκ Πινό, Αγιούμπ Καν Ντιν, Βίκι Πέπερντιν
Περίληψη: Ο «Magic» Μάικ Λέιν ανεβαίνει ξανά στη σκηνή μετά από μια μακρά παύση, μετά από μια επιχειρηματική συμφωνία, που τον άφησε χρεωκοπημένο. Ελπίζοντας σε μια τελευταία ευκαιρία, ταξιδεύει στο Λονδίνο με μια πλούσια κοσμική, που τον δελεάζει με μια απίθανη προσφορά.
Ο Magic Mike ανεβαίνει και πάλι στη σκηνή, ενός λονδρέζικου θεάτρου αυτή τη φορά, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Στίβεν Σόντερμπεργκ.
Μετά από μια επιχειρηματική συμφωνία που καταλήγει σε φιάσκο, ο Μάικ αποφασίζει να ακολουθήσει μια πλούσια κύρια, που έχει αποφασίζει να βάλει φωτιά στη βρετανική πρωτεύουσα και τον συντηρητισμό της. Ανακαινίζοντας το θέατρο που ανήκει στην οικογένειά του εν διαστάσει συζύγου τους, οραματίζεται ένα ερωτικό σόου ανατρεπτικό , που θα κάνει πραγματικότητα όλες τις φαντασιώσεις των γυναικών. Ο Μάικ λοιπόν σηκώνει τα μανίκια – κι όχι μόνο- και πιάνει δουλειά, ενώ ταυτόχρονα ο έρωτας του χτυπάει την πόρτα.
Μια μεγάλη εμπορική επιτυχία του 2012,που βασίστηκε στις εμπειρίες του Τσάνινγκ Τέιτουμ, ο οποίος στο παρελθόν εργαζόταν ως στριπέρ, γράφει –ελπίζουμε- το τελευταίο της κεφάλαιο, για να αποδείξει ότι πλέον η απελευθέρωση, που υποσχόταν άλλοτε ο χορός του Magic Mike σήμερα δεν διαφέρει από τα σεξιστικά σχόλια.
Ο Σόντερμπεργκ, που επιστρέφει στο σκηνοθετικό τιμόνι, κινηματογραφεί μεν εντυπωσιακά τα χορευτικά νούμερα, φροντίζοντας να απαλύνει με κάποιες αστείες ατάκες το εντελώς μη πολιτικά ορθό κλίμα των λυσσασμένων γυναικών, που ορμούν σε καλογυμνασμένους άνδρες, η Χάγιεκ με τον Τέιτουμ καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες να προσδώσουν σε ένα αντιφεμινιστικό παραλήρημα μια σπίθα αληθινού αισθήματος, αλλά τελικά όλα μοιάζουν παρωχημένα και κυρίως βγαλμένα από άλλες εποχές, όταν η χειραφέτηση ήταν συνώνυμη της υστερίας. Passé…
Peter Von Kant
Σκηνοθεσία: Φρανσουά Οζόν
Παίζουν: Ντενίς Μενοσέ, Ιζαμπέλ Ατζανί, Χάνα Σιγκούλα, Στεφάν Κρεπόν
Περίληψη: Ο Πίτερ Φον Καντ, ένας πετυχημένος σκηνοθέτης, ζει με τον βοηθό του Καρλ, στον οποίο συμπεριφέρεται άσχημα και συχνά ταπεινώνει. Μέσω της σπουδαίας ηθοποιού Σιντονί, γνωρίζει και ερωτεύεται τον Αμίρ, έναν όμορφο νεαρό, που υπόσχεται να τον βοηθήσει να μπει στον κόσμο του κινηματογράφου.
Ο Φρανσουά Οζόν διασκευάζει ελεύθερα τα «Πικρά Δάκρυα της Πέτρα Φον Κάντ, βασισμένος στη βιογραφία του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ.
Η σχεδιάστρια μόδας του θεατρικού έργου του «τρομερού παιδιού» της γερμανικής σκηνής εδώ μετατρέπεται σ’ έναν φημισμένο σκηνοθέτη , που ζει με τον σιωπηλό και αινιγματικό βοηθό του. Μια από τις αγαπημένες του ηθοποιούς, η εξαρτημένη στα ναρκωτικά Σιντονί, μια μέρα του γνώριζε ένα πανέμορφο νεαρό, τον Αμίρ. Ο Πέτερ φον Καντ τον ερωτεύεται κεραυνοβόλα και του προτείνει να μείνει μαζί του στο διαμέρισμά του, ενώ παράλληλα του υπόσχεται μια καριέρα στον κινηματογράφο. Πάθη, αχαλίνωτο ερωτισμός, έμπνευση και αυτοκαταστροφή οδηγούν τον κεντρικό ηρώα στην προσωπική του κατάρρευση και τη μοναξιά.
Ο Φασμπίντερ γράφει το θεατρικό του έργο, εμπνευσμένος από την προσωπική του ιστορία με τον εραστή του Γκίντερ Κάουφμαν. Ο Οζόν, που έχει μεταφέρει στο σινεμά και το «Gouttes d'Eau sur Pierres Brûlantes», βασίζεται περισσότερο στη σχέση του με τον Ελ Χεντί μπεν Σαλέμ ( από το «Ο φόβος τρώει τα σωθικά»), ενώ για τον ρόλο του βοηθού του στηρίχτηκε στον Πέερ Ράμπεν, ο οποίος συνέθετε μουσική για τις ταινίες του Γερμανού δημιουργού.
Έτσι, ακολουθώντας πιστά την αισθητική του, φτιάχνει έναν φασμπιντερικής λογικής «Πυγμαλίωνα», όπου η τέχνη, ο έρωτας και ο «θάνατος» συναντιούνται σε ένα περίπου δράμα δωματίου, που τιμά έναν ανατρεπτικό καλλιτέχνη, προσπαθώντας να εξομαλύνει μέσα από το μελόδραμα τις πιο σκοτεινές του πλευρές. Ο πληθωρικός Ντενίς Μενοσέ – υποψήφιος για Σεζάρ μαζί με τον Στεφάν Κρεπόν- σε μια ερμηνεία ζωής υποδύεται το alter ego του εκκεντρικού auter με τόλμη και ευαισθησία, έχοντας στο πλευρό του τη μούσα του Χάνα Σιγκούλα, αλλά και την εύθραυστη Ιζαμπέλ Ατζανί.
Μπλε Φεγγάρι (Crai Νou/Blue Moon)
Σκηνοθεσία: Αλίνα Γκρίγκορε
Παίζουν: Ιοάνα Τσίτου, Ιοάνα Φλόρα, Μιρσέα Σιλάγκι, Μιρσέα Ποστελνίκου
Περίληψη: Η Ιρίνα προσπαθεί να περάσει στο πανεπιστήμιο για να ξεφύγει από τις βίαιες συνθήκες, που επικρατούν στην οικογένειά της. Μία αμφιλεγόμενη σεξουαλική εμπειρία με έναν καλλιτέχνη πυροδοτεί την επιθυμία της να ανταποδώσει τη βία, που εισπράττει από το περιβάλλον της.
To σκηνοθετικό ντεμπούτο της Ρουμάνας Αλίνα Γκρίγκορε, που απέσπασε το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
Η Ιρίνα εργάζεται στο ορεινό ξενοδοχείο της οικογένειάς της, μιας οικογένειας καταπιεστικής και κακοποιητικής, που δεν την αφήνει να εκφραστεί. Ταυτόχρονα, η πρώτη της σεξουαλική εμπειρία είναι σχεδόν μια πράξη βιασμού, όπως αφήνεται να εννοηθεί. Εγκλωβισμένη σε έναν πατριαρχικό μικρόκοσμο, συνάπτει μια σχέση με έναν παντρεμένο καλλιτέχνη, ενώ παράλληλα ονειρεύεται να δραπετεύσει από ζωή της και να βρεθεί στο Βουκουρέστι, όπου θα μπορέσει επιτέλους να πάει στο πανεπιστήμιο. Η βία που εισπράττει τελικά τη διαποτίζει τόσο, οδηγώντας την σε ένα επικίνδυνο ψυχολογικό παιχνίδι.
Καθαρόαιμος ωμός ρεαλισμός από την έμπειρη υποκριτικά Γκριγκόρε, που στην πρώτη της μεγάλου μήκους σκιαγραφεί με αδρές γραμμές έναν φαύλο κύκλο, αλλά και την οδυνηρή θέση της γυναίκας μέσα σε ένα περιβάλλον, που την εκμεταλλεύεται με κάθε τρόπο: πνευματικά, συναισθηματικά, εργασιακά, σεξουαλικά. Μέσασε αυτό το πλαίσιο, η έκρηξη γίνεται η μόνη διαφυγή και η εκδίκηση, ο μόνος τρόπος σωτηρίας. Χωρίς να κρίνει τις πράξεις της ηρωίδας, ούτε όμως και των ανδρών που την περιστοιχίζουν, η Ρουμάνα δημιουργός περισσότερο παρατηρεί μια κοινωνική συνθήκη μέσα από ένα σύνολο χαρακτήρων, που από θύτες μετατρέπονται σε θύματα και τούμπαλιν, επαναλαμβάνοντας καταστροφικά μοτίβα και συμπεριφορές.
Τόρι και Λοκίτα (Tori et Lokita)
Σκηνοθεσία: Ζαν-Πιερ Νταρντέν και Λικ Νταρντέν
Περίληψη: Στο Βέλγιο, σήμερα, δύο ασυνόδευτα ανήλικα, ένα νεαρό αγόρι και μια έφηβη που ταξίδεψαν ολομόναχα από την Αφρική, βάζουν την ανεκτίμητη φιλία τους πάνω από τις δύσκολες συνθήκες της εξορίας τους.
Οι αδελφοί Νταρντέν καταπιάνονται με το θέμα των ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων, εκθέτοντας την αναλγησία της Ευρώπης.
Η έφηβη Λοκίτα κι ο μικρός Τόρι φτάνουν στο σύγχρονο Βέλγιο, ταξιδεύοντας ολομόναχα από την Αφρική. Αν και δεν είναι αδέλφια, συνδέονται μεταξύ τους από μια βαθιά φιλία, η οποία θα δοκιμαστεί έντονα, όταν εγκατασταθούν στην Ευρώπη, όπου τους περιμένουν εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες διαβίωσης. Έρμαια στα χέρια λαθρεμπόρων και ντίλερ ναρκωτικών, παλεύουν για την περίφημη κάρτα διαμονής, έχοντας μόνο ο ένας τον άλλον, κόντρα σε ένα απάνθρωπο σύστημα- και πολιτισμό.
Οι αδερφοί Νταρντέν, πιστοί στο κοινωνικό σινεμά που χρόνια υπηρετούν, εμπιστεύονται για ακόμα μια φορά ερασιτέχνες ηθοποιούς, χρησιμοποιούν φυσικό φωτισμό, καθόλου μουσική- εκτός από τα τραγούδια που λένε οι ήρωες,-και ακολουθώντας τη λογική ενός ψευδοντοκιμαντέρ καταπιάνονται με ένα φλέγον ζήτημα. Συνεπείς στον ανθρωποκεντρισμό που τους χαρακτηρίζει, αντιμετωπίζουν το θέμα τους με σοβαρότητα και ευιασθησία, αλλά κάπου μοιάζουν εκτός φόρμας, γεγονός που τους οδηγεί σε ηθικοδιδακτικούς «δύσκαμπτους» διαλόγους, τους οποίους οι νεαροί τους πρωταγωνιστές δυσκολεύονται να αποδώσουν οργανικά.
1341 Καρέ Έρωτα και Πολέμου (1341 Frames of Love and War)
Σκηνοθεσία: Ραν Ταλ
Περίληψη: Ο πιο διάσημος πολεμικός φωτογράφος του Ισραήλ, Μίχα Μπάρ-Αμ, μοιράζεται μια επιλογή από τα μισό εκατομμύριο καρέ της καριέρας του, καταγράφοντας την ιστορία του ίδιου και της χώρας του.
Ντοκιμαντέρ για τον καταξιωμένο φωτορεπόρτερ Μίσα Μπαρ-Αμ.
Για ενάμιση χρόνο, ο Ισραηλινός φωτογράφος επέτρεψε στον σκηνοθέτη Ραν Ταλ την πρόσβαση στο τεράστιο αρχείο αρνητικών του. Μέσα από τα θρυλικά του καρέ Μίσα Μπαρ- Αμ, όπου αποτυπώνεται το τίμημα της καταγραφής φρικαλεοτήτων με σκοπό να διασωθεί η ιστορική αλήθεια, σκιαγραφείται παράλληλα το πορτρέτο του καλλιτέχνη, καθώς επίσης ένας στοχασμό πάνω στις έννοιες της μνήμης, της βίας και της ταυτότητας.
Πέρα από αυτό το αφηγηματικό αφιέρωμα, η ταινία προσφέρει μια μοναδική κινηματογραφική, οπτική και αισθητηριακή εμπειρία, που αποτυπώνει τη δύναμη, την ομορφιά, αλλά και τον τρόμο των φωτογραφικών εικόνων.
Θόδωρος Αγγελόπουλος, Νίκος Παναγιωτόπουλος: Ο Καθένας και η Μουσική του
Σκηνοθεσία: Αντώνης Κόκκινος, Γιάννης Σολδάτος
Περίληψη: Ένα συναρπαστικό ταξίδι στο έργο των δύο δημιουργών, στο τοπίο του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και της Ιστορίας μας.
Μία αδημοσίευτη συζήτηση ανάμεσα στον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τον Νίκο Παναγιωτόπουλο.
Στα μέσα της δεκαετίας το ’80 οι εκδόσεις Αιγόκερως σχεδίαζαν ένα περιοδικό για τον κινηματογράφο και το θέατρο (το οποίο τελικά δεν ευδόκησε), όπου βασικό θέμα θα ήταν μια συζήτηση, με μορφή αμοιβαίας συνέντευξης, ανάμεσα σε δύο προσωπικότητες του αντίστοιχου χώρου. Για το πρώτο τεύχος επιλέχθηκαν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, αδιαμφισβήτητα οι κορυφαίες προσωπικότητες του τότε κινηματογράφου μας, από τους βασικούς πρωτεργάτες και στυλοβάτες του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου.
Έτσι, ένα καλοκαιρινό βράδυ, ο Αντώνης Κόκκινος και ο Γιάννης Σολδάτος κάθισαν με τους δυο τους στο σπίτι του Αγγελόπουλου στο Μάτι και μαγνητοφώνησαν μια τρίωρη συζήτησή τους. Αυτή η ξεχασμένη για τριάντα πέντε χρόνια κουβέντα βρέθηκε πριν από δύο χρόνια- τόσο οι κασέτες, όσο και το απομαγνητοφωνημένο κείμενο- όταν πια οι κορυφαίοι δημιουργοί είχαν φύγει από τη ζωή. Παρ΄ όλα αυτά παραμένει, ένα πολύτιμο ντοκουμέντο και για την έως τότε στάση και πορεία τους, για το σχεδιασμό του μελλοντικού τους έργου, για την οντότητα του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, αλλά και του κινηματογράφου γενικότερα.
Κινηματογραφικές πρεμιέρες και επαναπροβολές:
Τιτανικός (Titanic)
Σκηνοθεσία: Τζέιμς Κάμερον
Παίζουν: Κέιτ Γουίνσλετ, Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Κάθι Μπέιτς, Μπίλι Ζέιν
Περίληψη: Ένας νεαρός τυχοδιώκτης, που ταξιδεύει στην τρίτη θέση, ερωτεύεται μια Αγγλίδα αριστοκράτισσα στο μοιραίο ταξίδι του Τιτανικού.
Η βραβευμένη με 11 Όσκαρ ταινία φαινόμενο του Τζέιμς Κάμερον επιστρέφει στις αίθουσες σε 3D, είκοσι πέντε χρόνια μετά από το πρώτο της κινηματογραφικό ταξίδι.
Ογδόντα τέσσερα χρόνια μετά το από το ιστορικό ναυάγιο, η εκατοντάχρονη Ρόουζ με αφορμή μια νέα έρευνα για τον εντοπισμό ενός πολύτιμου μπλε διαμαντιού, διηγείται τη συγκλονιστική ιστορία της, που ξεκίνησε στις 10 Απριλίου 1912, όταν ανέβηκε στον «Τιτανικό» μαζί με τους υπόλοιπους επιβάτες της πρώτης θέσης, τη μητέρα της και τον αρραβωνιαστικό της. Την ίδια ώρα, ο Τζακ, ένας νεαρός τυχοδιώκτης, κερδίζει σε μια παρτίδα πόκερ ένα εισιτήριο για την τρίτη θέση. Οι ζωές των δύο νέων διασταυρώνονται τυχαία στο κατάστρωμα του επιβλητικού πλοίου και ένας παθιασμένος έρωτας γεννιέται.
Η αγάπη του Κάμερον για τα ναυάγια οδήγησε στη δημιουργία του «Τιτανικού». ο ίδιος εμπνεύστηκε την ερωτική ιστορία της Ρόουζ και του Τζακ προκειμένου να επικοινωνήσει στο κοινό την πραγματική τραγωδία. Η παραγωγή της ταινίας ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 1995, όταν ο σκηνοθέτης τράβηξε κάποια πλάνα από τον πραγματικό «Τιτανικό», πραγματοποιώντας γυρίσματα στον Ατλαντικό, που όμως δεν τον ικανοποίησαν. Έτσι, ξεκίνησε η ανακατασκευή του πλοίου και με ηλεκτρονικούς υπολογιστές αναδημιούργησαν το βύθισμα.
Η ταινία χρηματοδοτήθηκε από την Paramount Pictures και τη 20th Century Fox. Μέχρι τότε ήταν η πιο ακριβή παραγωγή που έγινε ποτέ, με προϋπολογισμό 200 εκατομμύρια δολάρια. Τα γυρίσματα διήρκησαν 160 μέρες κι ενώ είχε αρχικά προγραμματιστεί να κυκλοφορήσει στις 2 Ιουλίου 1997, λόγω καθυστέρησης στο post-production έκανε πρεμιέρα στις 19 Δεκεμβρίου 1997.
Αποδείχτηκε όμως τεράστια καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία, έλαβε διθυραμβικές κριτικές, καθώς και 14 υποψηφιότητες για Όσκαρ και παρέμεινε η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών για δώδεκα χρόνια μέχρι το 2010, όταν κυκλοφόρησε η επόμενη ταινία του Κάμερον, το «Avatar».
Στις 4 Απριλίου 2012 η ταινία επανακυκλοφόρησε σε μορφή 3D για να τιμήσουν τα 100 χρόνια της βύθισης του πλοίου. Η επανακυκλοφορία της απέφερε 350,4 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως και επελέγη από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου ως πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική.
Θίασος (The Travelling Players)
Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος
Παίζουν: Εύα Κοταμανίδου, Αλίκη Γεωργούλη, Βαγγέλης Καζάν
Περίληψη: Μέσα από τη διαδρομή ενός θεατρικού μπουλουκιού, που παίζει την «Γκόλφω» στην επαρχία, ο μεγάλος Έλληνας σκηνοθέτης αφηγείται την Ιστορία της χώρας μας από το 1939 μέχρι το 1952.
Το αριστούργημα, που βραβεύτηκε στις Κάννες κι έκανε διεθνώς γνωστό τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.
Οι περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου στην Ελλάδα από το 1939 μέχρι το 1952,ο οποίος προσπαθεί να παρουσιάσει μια θεατρική παράσταση του βουκολικού δράματος του Περεσιάδη «Γκόλφω, η βοσκοπούλα».
Η πολιτική ιστορία της χώρας και η ιδιωτική των μελών του θιάσου (που είναι ταυτόχρονα και μέλη της ίδιας οικογένειας) πλέκονται αξεδιάλυτα. Έτσι, από τημία παρακολουθούμε τις τελευταίες μέρες της δικτατορίας του Μεταξά, την έναρξη του πολέμου, την ιταλική εισβολή, τη γερμανική Κατοχή, την Απελευθέρωση, την άφιξη των συμμάχων (Άγγλων αρχικά και Αμερικανών στη συνέχεια), την καταπίεση των «Αριστερών» αγωνιστών και τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο και φτάνουμε μέχρι τις εκλογές του 1952, όπου κυριαρχούν οι δυνάμεις της Δεξιάς.
Από την άλλη, οι περιπέτειες της οικογένειας του Ορέστη, παραπέμπουν στον κεντρικό πυρήνα του μύθου των Ατρειδών. O πατέρας εκτελείται από τους Γερμανούς, μετά από την προδοτική καταγγελία του εραστή της μητέρας, κι ο Ορέστης, αντάρτης της Αριστεράς, με τη συνεργασία της αδελφής, θα σκοτώσει επί σκηνής τη μητέρα του και τον εραστή της, για να ακολουθήσει και η δική του εκτέλεση κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων μετά από τη γενική καταστολή του αντάρτικου στον Εμφύλιο.
Το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας είναι η μεγάλη αδελφή (εκείνη που, κατά το σχήμα του μύθου, θα ήταν η Ηλέκτρα), η μόνη της οικογένειας που, μετά από δεκατρία χρόνια, μένει ως το τέλος και φροντίζει τον μικρό Ορέστη, το γιο της μικρής αδελφής, η οποία έχει παντρευτεί έναν Αμερικανό αξιωματικό.