Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες της εβδομάδας μια κατασκοπική περιπέτεια που αποθεώνει το Girls power.
Ενα ανατρεπτικό ρομαντικό παραμύθι από τη Γεωργία, μια arthouse δραμεντί που εξερευνά τις γονεϊκές σχέσεις, μια βιογραφία για τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ και η επιστροφή του «Scream» έρχονται στις σκοτεινές αίθουσες.
Πράκτορες 355 (The 355)
Σκηνοθεσία: Σάιμον Κίνγκμπεργκ
Παίζουν: Τζέσικα Τσαστέιν, Πενέλοπε Κρουζ, Φαν Μπινγκμπίνγκ, Ντάιαν Κρούγκερ, Λουπίτα Νιόγκ'ο, Έντγκαρ Ραμίρεζ, Σεμπάστιαν Σταν
Περίληψη: Ένα μυστικό όπλο υψίστης ασφαλείας πέφτει σε λάθος χέρια. Η πράκτορας της CIA Μέισον "Μέις" Μπράουν πρέπει να ενώσει τις δυνάμεις της με τη σκληροτράχηλη Γερμανίδα Μαρί, μια πρώην πράκτορα της MI6, ειδική στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και την επιδέξια κολομβιανή ψυχολόγο Γκρατσιέλα σε μια παράτολμη και θανατηφόρα αποστολή, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να βρίσκονται και ένα βήμα μπροστά από τη μυστηριώδη, Λιν Μι Σενγκ, που προλαβαίνει πάντα να ανατρέπει τα σχέδιά τους.
Κατασκοπική περιπέτεια με γυναικεία αύρα και την υπογραφή στην παραγωγή της Τζέσικα Τσαστέιν.
Η πράκτορας της CIA Μέισον Μπράουν αναλαμβάνει μια επικίνδυνη αποστολή, με σκοπό να σώσει τον κόσμο από μια απειλή: ένα προϊόν υψηλής τεχνολογίας που μπορεί να χακάρει τον οποιοδήποτε. Για να το πετύχει αυτό, επιστρατεύει δυναμικές γυναίκες από όλο τον κόσμο: μια Γερμανίδα, μια Κολομβιανή, μια Βρετανίδα και μια Κινέζα με ειδικές δεξιότητες. Από το Παρίσι στο Μαρόκο και μετά στη Σανγκάη, οι κυρίες πρέπει να συνεργαστούν, αποδεικνύοντας πώς «γυναίκες ενωμένες ποτέ νικημένες».
Ο Σάιμον Κίνγκμπεργκ (σεναριογράφος του « Sherlock» και του «Mr and Mrs Smith») στη δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα αναμιγνύει στοιχεία σχεδόν από κάθε κατασκοπικό θρίλερ με μπλοκμπαστερικές προδιαγραφές που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια και επιστρατεύοντας ένα καθαρά γυναικείο και ταυτόχρονα πολυεθνικό καστ, που ανταποκρίνεται σε δύο βασικά αιτήματα της εποχής (γυναικεία χειραφέτηση και αποδοχή της διαφορετικότητας) προσπαθεί να υπηρετήσει άνευρα μια επιτυχημένη εμπορική συνταγή.
Όμως όλα μοιάζουν σαν ένα ξαναζεσταμένο φαγητό, οι ανατροπές είναι τόσο κοινότοπες που τελικά δεν ανατρέπουν τίποτα, η σεναριακή πλοκή από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό παραμένει εντελώς αναληθοφανής και υποτυπώδης, οι σκηνές δράσης που είναι και το βασικό στοιχείο αυτών των ταινιών, αν και χορταστικές δεν έχουν να προσφέρουν κάτι καινούργιο σε ό,τι ήδη έχουμε δει πολλάκις, ενώ το star quality των πρωταγωνιστριών δεν αναδεικνύεται μέσα από τους πρόχειρα γραμμένους ρόλους τους. Η Τζέσικα Τσαστέιν, που έχει αναλάβει και την παραγωγή, μπορεί να εμφανίζεται με κάθε πιθανή παραλλαγή διαφορετικής κόμμωσης και χρώμα μαλλιού για να σώσει την κατάσταση, αλλά το αποτέλεσμα παραμένει άνοστο.
Για πάντα κοντά σου (Nowhere Special)
Σκηνοθεσία: Ουμπέρτο Παζολίνι
Παίζουν: Τζέιμς Νόρτον, Ντανιέλ Λαμόντ
Περίληψη: Όταν ο Τζον διαγιγνώσκεται με μονάχα λίγους μήνες ζωής, προσπαθεί α βρει μια καινούργια οικογένεια για τον μόλις τριών χρονών γιο του, αποφασισμένος να τον προστατεύσει από τη φριχτή πραγματικότητα, όταν εκείνος θα έχει πια φύγει. Πώς όμως μπορεί να κρίνει ποια είναι η ιδανική οικογένεια από μια σύντομη συνάντηση; Ξέρει αρκετά καλά το παιδί του, ώστε να κάνει μια τέτοια επιλογή γι’ αυτόν; Καθώς ο Τζον αγωνίζεται να βρει μια σωστή απάντηση, φτάνει στο σημείο να εξετάσει επιλογές που δεν θα σκεφτόταν ποτέ.
Ο Ουμπέρτο Παζολίνι («Ξεχασμένες Ζωές») σκηνοθετεί τον Τζέιμς Νόρτον («Ο Κύριος Τζόουνς», «Μικρές Κυρίες») σε μια φεστιβαλικά βραβευμένη arthouse δραμεντί, με βασικό άξονα τη σχέση ενός πατέρα με τον γιο του.
Ο Τζον, ένας καθαριστής τζαμιών που η σύντροφός του τον έχει εγκαταλείψει, έχει αναλάβει εξ ολοκλήρου την κηδεμονία του παιδιού τους. Έχοντας ο ιδιος μείνει ορφανός από μικρός, προσπαθεί να προσφέρει αγάπη και ασφάλεια στον γιο του. Όταν όμως μαθαίνει πως έχει ελάχιστους μήνες ζωής, πρέπει να βρει μια καινούργια οικογένεια για το παιδί, που θα του εξασφαλίσει όσα εκείνος δεν θα μπορεί πια να του δώσει. Έτσι με τη βοήθεια μιας νεαρής κοινωνικής λειτουργού συναντιέται με επίδοξους γονείς-μια ανύπαντρη μητέρα, ένα ζευγάρι πλουσίων, μια οικογένεια επαγγελματιών αναδόχων, ένα οικογενειακό ορφανοτροφείο- προσπαθώντας να ανακαλύψει ποιοι είναι οι κατάλληλοι. Παράλληλα, έρχεται αντιμέτωπος με τα συμπτώματα της αρρώστιας, ένα ανάλγητο σύστημα, αλλά και την ιδέα του τέλους, που πρέπει να διαχειριστεί.
Ο Παζολίνι, που είναι ανιψιός του Λουκίνο Βισκόντι, βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία και με επιρροές από το κοινωνικό σινεμά του Κεν Λόουτς, φτιάχνει το πορτρέτο ενός πατέρα της εργατικής τάξης, που είναι αναγκασμένος να δουλεύει μέχρι την τελευταία του πνοή για το μέλλον του παιδιού του. Με ευαισθησία και τρυφερότητα περιγράφει βήμα βήμα την ιδιαίτερη αυτή σχέση, αποφεύγοντας τους εύκολους μελοδραματισμούς, φωτίζει την κοινωνική πραγματικότητα που ζει ο Τζον και ο κάθε Τζον της σύγχρονης εποχής, ενώ μέσα από τις συναντήσεις του ήρωα με τους υποψήφιους κηδεμόνες, οι οποίοι δεν είναι τέλειοι ούτε και ανιδιοτελείς πάντα, κάνει ένα ευφυές σχόλιο γύρω από την ανάγκη των ανθρώπων να αποκτήσουν ένα παιδί. Είναι η ιδέα της διαδοχής, η ανάγκη να δώσουν αγάπη, η προσπάθεια να επουλώσουν τα δικά τους τραύματα, ή να αφήσουν το αποτύπωμά τους σε αυτόν τον κόσμο που τους οδηγεί σε αυτή την απόφαση και τι ρόλο έχουν τελικά τα ίδια τα παιδιά μέσα σε αυτή την επιλογή: αυτά τα ερωτηματικά απασχολούν τον Παζολίνι, που αντιπαραβάλλοντας τον θάνατο με τη ζωή που προσφέρει το χάδι και το χαμόγελο ενός παιδιού, μέσα από μια τραγική περίπτωση δημιουργεί ένα χαμηλότονο ειλικρινές δράμα με τον Τζέιμς Νόρτον σε μια συγκλονιστική ερμηνεία.
Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ (Enfant Terrible)
Σκηνοθεσία: Όσκαρ Ρέλερ
Παίζουν: Όλιβερ Μασούτσι, Χάρι Πρινζ, Κάτια Ρίεμαν
Περίληψη: Όταν το 1967 ο 22χρονος Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ αναλαμβάνει τη σκηνή του Anti-Theatre του Μονάχου, κανείς δεν υποψιάζεται ότι αυτός ο αυθάδης τύπος θα γίνει ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Γερμανούς σκηνοθέτες. Το πάθος και ο δυναμισμός του ελκύουν ένα τσούρμο αφοσιωμένων θαυμαστών. Εκείνος σαν να διαισθάνεται ότι δεν έχει πολύ καιρό μπροστά του, γυρίζει μανιωδώς τη μια ταινία μετά την άλλη. Η οργή του μαζί με τη βαθιά επιθυμία του για αγάπη, τον κάνουν τον πιο σημαντικό και ριζοσπαστικό σκηνοθέτη, ένα enfant terrible.
Ο Όσκαρ Ρέλερ υπογράφει μια αμφιλεγόμενη βιογραφία για τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ.
Αντισυμβατικός, πρωτοπόρος, ανατρεπτικός, μια προσωπικότητα bigger than life ο Φασμπίντερ γύριζε ταινίες σαν να μην υπάρχει αύριο- έφτασε τις 41 μέσα σε 13 χρόνια, ένα ρεκόρ που κάνεις δεν έχει ξεπεράσει μέχρι σήμερα- ζούσε εθισμένος στις καταχρήσεις, ήταν ανοιχτά ομοφυλόφιλος, φημιζόταν για την ακραία συμπεριφορά του και μαζί με τον Βιμ Βέντερς και τον Βέρνερ Χέρτζογκ ήταν από τους βασικούς εκπροσώπους του Νέου Γερμανικού κινηματογράφου. Έζησε στα όρια και πέθανε νωρίς, μόλις στα 37 του χρόνια, από υπερβολική χρήση ναρκωτικών.
Ο Όσκαρ Ρέλερ («Ξέφρενη Ζωή») με θαυμασμό σίγουρα για το έργο, αλλά και για την προσωπικότητα του σημαντικού δημιουργού διαισθάνεται ότι η περίπτωσή του είναι από μόνη της ταινία. Έτσι αναλαμβάνει τη βιογραφία του, προσπαθώντας να αναδείξει τον άνθρωπο πίσω από το έργο του. Κοπιάροντας το σκηνοθετικό ύφος του Φασμπίντερ, χρησιμοποιεί μεν τα εξωτερικά στοιχεία που τον διέκριναν- γυρίσματα σε εσωτερικούς χώρους, στυλιζαρισμένα κλειστά κάδρα, queer αισθητική- χωρίς όμως ούτε για μια στιγμή να φτάνει στο βάθος και στην πολιτική σκέψη των ταινιών του ινδάλματός του.
Ο Γερμανός auter έλεγε πως ένας σκηνοθέτης γυρίζει πάντα την ίδια ταινία, κι ότι το δικό του θέμα είναι « η εκμετάλλευση των αισθημάτων χωρίς να έχει σημασία ποιος μπορεί να είναι αυτός που τα εκμεταλλεύεται». Παράλληλα έδωσε φωνή στους ανθρώπους του περιθωρίου, κατέγραψε τη βία και την πραγματικότητα της μεταπολεμικής Γερμανίας, ασκώντας δριμεία κριτική στους συμπατριώτες του και στην εξουσία. Όλα αυτά όμως ελάχιστα ενδιαφέρουν τον Ρέλερ, που ως επί το πλείστον επικεντρώνεται στον δύστροπο χαρακτήρα του κεντρικού του ήρωα, παρουσιάζοντάς τον ως έναν απόλυτα εξουσιομανή και νάρκισσο, που βασάνιζε φίλους και συνεργάτες.
Ο δικός του Φασμπίντερ λοιπόν δεν είναι μια ιδιοφυΐα του σινεμά, αλλά ένα τέρας που ουρλιάζει και ξεσπάει κατά πάντων, έχει κάποια ελάχιστα ψήγματα ευαισθησίας μεν, αλλά κι αυτά μόνο όταν εξυπηρετούν τον άκρατο εγωκεντρισμό του, περιφέρεται με παρατεταμένο τον φαλλό του σχεδόν σε όλα τα πλάνα και γίνεται τόσο αντιπαθής, που πραγματικά αν κάποιος δεν έχει δει τις ταινίες του δεν θα μπει στον κόπο να το κάνει μετά από την προβολή.
Περίεργη επιλογή αυτή από έναν άνθρωπο που δηλώνει θαυμαστής του: άραγε ο Ρέλερ θέλει να αποδομήσει την εικόνα του «τρομερού παιδιού» του σινεμά, προσπαθεί να αποφύγει τον κίνδυνο μιας ακόμα «αγιογραφίας», ή απλώς έχει βαλθεί να μας πείσει πως στις μεγαλοφυίες επιτρέπονται τα πάντα. Όποια κι αν είναι η πρόθεσή του, το μεγάλο πρόβλημα της ταινίας είναι ότι απουσιάζει πλήρως ο καλλιτέχνης Φασμπίντερ και μένει μόνο μια ενοχλητική περσόνα, που τελικά αδικεί το ίδιο του το έργο. Αν και ο Όλιβερ Μασούτσι δίνει ένα ρεσιτάλ μέσα σε αυτές τις συνθήκες, προσπαθώντας να αποκαλύψει την πολύπλευρη προσωπικότητα του Φασμπίντερ, ο Ρέλερ πέφτει συνεχώς στην ίδια λούπα, κάνοντας τελικά ακόμα και την ακρότητα να μοιάζει απελπιστικά βαρετή. Αν θέλετε λοιπόν να καταλάβετε περισσότερο τον κόσμο του Φασμπίντερ, καλύτερα να δείτε μία από τις δικές του ταινίες.
Τι βλέπουμε όταν κοιτάμε τον ουρανό (What Do We See When We Look at the Sky?)
Σενάριο / Σκηνοθεσία: Αλεξάντρ Κομπερίτζε
Παίζουν: Γκιόργκι Μποκοροσβίλι, Βάκτανγκ Παντσουλίτζε, Άνι Καρσελάτζε, Γκιόργκι Αμπρολάτζε, Ολίκο Μπαρμπακάτζε
Περίληψη: Μια τυχαία συνάντηση στον δρόμο είναι αρκετή, ώστε η Λίζα και ο Γκιόργκι να ερωτευτούν με την πρώτη ματιά. Όμως, μια κατάρα πέφτει πάνω τους. Θα συναντηθούν άραγε ξανά;
Ένα υπέροχο σύγχρονο παραμύθι, που απέσπασε το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου στο Φεστιβάλ Βερολίνου 2021 και ειδική μνεία για «την αυθεντική και ουμανιστική του προσέγγιση» στο 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.
Όταν η Λίζα και ο Γκιόργκι συναντιούνται τυχαία σε έναν δρόμο της γεωργιανής πόλης Κουτάισι, ερωτεύονται με την πρώτη ματιά, αλλά ξεχνούν να συστηθούν. Πριν συνεχίσει ο καθένας τον δρόμο του, συμφωνούν να συναντηθούν την επόμενη μέρα. Η Λίζα εκμυστηρεύεται στους φίλους τους - ένα δέντρο, μια κάμερα ασφάλειας και έναν σωλήνα αποχέτευσης- τι της έχει συμβεί, αλλά δεν προλαβαίνει να ακούσει τη φωνή του ανέμου, που την προειδοποιεί για μια κατάρα. Την επομένη μέρα όταν ξυπνάει, δεν έχει πια το δικό της πρόσωπο. Ούτε και ο Γκιόργκι. Έτσι όταν θα πάνε στο ραντεβού τους, δεν θα μπορέσουν να αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλο. Η ζωή συνεχίζεται στη μικρή τους πόλη, τα αδέσποτα σκυλιά αλωνίζουν, το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου ξεκινά και μια ομάδα παραγωγής ταινιών αναζητάει ζευγάρια που ζουν τον αληθινό έρωτα. Θα καταφέρουν η Λίζα και ο Γιόργκι να λύσουν την κατάρα και να ξανασυναντηθούν;
Ο Κομπερίτζε στη δεύτερη μεγάλου μήκους του επιβεβαιώνει ότι έχει τη στόφα ενός μεγάλου παραμυθά: η ιστορία της Λίζας και του Γκιόργκι που μας αφηγείται μια ανδρική φωνή, η οποία συχνά στοχάζεται πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις στη σύγχρονη εποχή, γίνεται η αφορμή για μια σινεφίλ περιπλάνηση στις διαδρομές του έρωτα. Με στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, ο Γεωργιανός δημιουργός γράφει μαζί και τη δική του επιστολή αγάπης στο Κουτάισι, στην πόλη δηλαδή που μεγάλωσε και στα παιδικά του χρόνια -δεν είναι τυχαίο ότι ο Μποκοροσβίλι είναι παιδικός του φίλος και πως στη ταινία παίζουν ακόμα και οι γονείς του- καταφέρνοντας να ξεπεράσει την αυτοαναφορικότητα και να βρει την οικουμενικότητα της έννοιας του έρωτα και της πατρίδας.
Με έναν υπέροχο λυρισμό αποτυπώνει την ομορφιά της καθημερινότητας, όπως αυτή κυλάει στους δρόμους των πόλεων που ζούμε, στο ποδόσφαιρο που παίζουν τα παιδιά στον δρόμο, ακόμα και σε ένα βλέμμα, αιχμαλωτίζει στα στιλιστικά άψογα πλάνα του τη μεγαλοσύνη των στιγμών που συχνά δεν παρατηρούμε και φτιάχνει ένα ποίημα, που παραμένει αφάνταστα γοητευτικό και μυσταγωγικό, όπως όλα τα παραμύθια.
Scream
Σκηνοθεσία: Ματ Μπετινέλι-Όλπιν, Τάιλερ Γκίλετ
Παίζουν: Μελίσα Μπαρέρα, Κάιλ Γκάλνερ, Μέισον Γκούντινγκ, Μάικι Μάντισον, Τζένα Ορτέγα, Τζακ Κουέιντ, Τζάσμιν Σαβοΐας Μπράουν, Κόρτνεϊ Κοξ, Ντέιβιντ Αρκέτ, Νιβ Κάμπελ
Περίληψη: Ένας νέος δολοφόνος θα φορέσει την Ghostface μάσκα και θα σκορπίσει και πάλι τον τρόμο στο φιλήσυχο Γούντσμπορο.
Ο Ghostface επιστρέφει και μαζί ένα από τα πιο δημοφιλή franchise του σινε-τρόμου.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά από τους αλλεπάλληλους βάναυσους φόνους που σόκαραν το φιλήσυχο Γούντσμπορο, ένας καινούργιος δολοφόνος βάζει ξανά τη μάσκα Ghostface και αρχίζει να ακολουθεί μία παρέα εφήβων, για να επαναφέρει μυστικά από το θανατηφόρο παρελθόν της πόλης.
Οι σκηνοθέτες Ματ Μπετινέλι-Όλπιν και Τάιλερ Γκίλετ («Είσαι Έτοιμος;»), τιμώντας την κληρονομιά του Γουές Κρέιβεν και ακολουθώντας τη μανία του Χόλιγουντ για reboot και sequels, επανέρχονται στη διάσημη σειρά με ένα ακόμα «Scream»- σκέτο κι όχι «Scream 5», όπως θα περίμενε κανείς- με μια διάθεση να μας θυμίσουν την πρώτη ταινία.
Όλα όσα γνωρίζουμε είναι παρόντα, όπως η φιγούρα του κακού, ή το μοτίβο της εναρκτήριας σκηνής, όπου μιαφωνή στο τηλέφωνο ρωτάει το πρώτο θύμα «ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία τρόμου», δηλώνοντας ξεκάθαρα τις προθέσεις του σκηνοθετικού διδύμου για ένα ρίκουελ, όπως λέει και η νέα εκδοχή του Ράντι Μικς. Και ρίκουελ σημαίνει ένα σίκουελ του κλασικού με νέους ήρωες, που όμως επειδή εκτυλίσσεται ως συνέχεια του αρχικού δίνει τη δυνατότητα σε παλιούς χαρακτήρες να επιστρέψουν.
Με αυτοσαρκασμό που θα λάτρευε και ο Κρέιβεν δεν αντιγράφουν, αλλά μαθαίνουν σε μια νέα γενιά πώς ήταν κάποτε οι ταινίες τρόμου, προσθέτοντας το δικό τους προσωπικό στοιχείο, καλώντας παλιούς και νέους θεατές να ανακαλύψουν ποιος είναι ο δολοφόνος. Οι Νιβ Κάμπελ, Κόρτνεϊ Κοξ και Ντέιβιντ Αρκέτ έρχονται από τα παλιά, κουβαλώντας το φορτίο του παρελθόντος, οι φόνοι γίνονται πιο βίαιοι, ενώ παράλληλα οι υπαινιγμοί για τα frachise που ανακυκλώνουν συνεχώς τον εαυτό τους, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα απενοχοποιημένου fun, που ταιριάζει στο πνεύμα του πρώτου «Scream».
Σχέδιο διάσωσης (Extinct)
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Σίλβερμαν, Ρέιμοντ Σ. Πέρσι
Με τις φωνές των (στα ελληνικά): Τάνιας Παλαιολόγου, Γιώργου Σκουφή, Φοίβου Ριμένα, Στέλιου Ψαρουδάκη κ.α
Περίληψη: Η Απ και ο Εντ είναι δύο αξιολάτρευτα φλάμελ, που έχουν το σχήμα ενός ντόνατ, που ταξιδεύουν κατά λάθος μέσα στον χρόνο και βρίσκονται από το 1835 στη σύγχρονη Σανγκάη. Εκεί ανακαλύπτουν το μποτιλιάρισμα, τα τρανς λιπαρά, και το χειρότερο όλων, ότι τα φλάμελ έχουν πλέον εξαφανιστεί. Είναι πλέον στο χέρι αυτού του αδέξιου διδύμου να σώσει το είδος του και να αλλάξει την Ιστορία.
Animation καταστροφής από τους δημιουργούς του «Simpsons».
Η Απ και ο Εντ είναι αδέλφια και φλάμελ – αξιαγάπητα χνουδωτά ζώα στο σχήμα του ντόνατ – που ζουν σε ένα νησί των Γκαλαπάγκος το 1835. Ο Εντ είναι γκρινιάρης, απαισιόδοξος και θέλει απεγνωσμένα να μοιάζει με τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας. Αντιθέτως, η Απ είναι έξω καρδιά και δημιουργεί συνέχεια χάος.
Όταν οι αυθόρμητες πράξεις της καταστρέφουν τις προετοιμασίες του επικείμενου Φεστιβάλ των Λουλουδιών, τα δυο αδέρφια εξορίζονται. Ακάθεκτη, η Απ οδηγεί τον Εντ στην άλλη άκρη του βουνού, στην απαγορευμένη ζώνη, σε αναζήτηση θαυμάσιων λουλουδιών, ώστε τα υπόλοιπα φλάμελ να τους επιτρέψουν να συμμετέχουν στη γιορτή. Προς έκπληξή τους όμως, ανακαλύπτουν ένα μεγάλο μυστηριώδες φωτεινό λουλούδι, το οποίο ανθίζει και με έναν μαγικό τρόπο τους καταπίνει. Οι δυο τους πέφτουν απότομα μέσα σε μία πολύχρωμη πύλη χρόνου και καταφθάνουν σε ένα σπίτι της σύγχρονης Σανγκάης.
Εκεί γνωρίζουν τον Κλάρενς, έναν αξιολάτρευτο σκύλο, που τους πηγαίνει σε ένα μουσείο, όπου μαθαίνουν ότι τα φλάμελ έχουν εκλείψει από το 1835 – λίγο μετά από την πτώση τους στο λουλούδι του χρόνου. Η Απ και ο Εντ συνειδητοποιούν ότι πρέπει να μονιάσουν και να επιστρέψουν πίσω για να σώσουν το είδος τους.