Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες της εβδομάδας η «Γαλλική αποστολή» του μοναδικού Γουές Άντερσον.
Στις αίθουσες, αυτή την εβδομάδα, το ερωτικό παραμύθι του Κρίστιαν Πέτσολντ «Η Νύμφη του νερού» και η πιο προσωπική ταινία του Πάολο Σορεντίνο.
Γαλλική Αποστολή (The French Dispatch)
Σκηνοθεσία: Γουές Άντερσον
Παίζουν: Μπενίτσιο ντελ Τόρο, Έιντριεν Μπρόντι, Τίλντα Σουίντον, Λεά Σεντού, Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Τίμοθι Σαλαμέ, Λίνα Κουντρί, Τζέφρι Ράιτ, Ματιέ Αμαλρίκ, Μπιλ Μάρεϊ, Όουεν Γουίλσον, Ελίζαμπεθ Μος, Σέρσα Ρόναν
Περίληψη: Οι ιστορίες πίσω από τα άρθρα του τελευταίου τεύχους ενός αμερικανικού περιοδικού, που εκδιδόταν σε μια φανταστική γαλλική κωμόπολη.
Ο Γουές Άντερσον στήνει μια κινηματογραφική πινακοθήκη, όπου οι εικόνες του, όπως αντίστοιχα οι εκατοντάδες πίνακες μιας μεγάλης γκαλερί, αφηγούνται την ιστορία της ανθρωπότητας.
Αφορμή γι’ αυτή την οπτική πανδαισία, είναι η εφημερίδα «French Dispatch», που εκδίδεται σε μια φανταστική γαλλική πόλη του 20ου αιώνα, με το σκωπτικό όνομα Ennui-sur-Blasé («Νωθρότητα-και-Απάθεια»), υπηρετώντας μια δημοσιογραφία υψηλών προδιαγραφών. Όταν πεθαίνει ο ιδιοκτήτης της, σύμφωνα με τη διαθήκη του, διακόπτεται η έκδοσή της. Οι συντάκτες όμως συγκεντρώνονται για να αποφασίσουν πώς θα τιμήσουν τη μνήμη του. Τρεις λοιπόν από τις ιστορίες του δημοφιλούς εντύπου, ένας πρόλογος κι ένας επίλογος -όλα εμπνευσμένα από το ιστορικό αμερικανικό περιοδικό «New Yorker»- πυροδοτούν την αχαλίνωτη φαντασία του Αμερικανού δημιουργού, που στέλνει τη δική του ερωτική επιστολή στην αμερικανική διανόηση και τη γαλλική φινέτσα. Γι' αυτό το πληθωρικό σχέδιο, που κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των μεγάλων στούντιο, ο Άντερσον επιστράτευσε μερικά από τα πιο λαμπερά ονόματα της κινηματογραφικής βιομηχανίας, που συντονίστηκαν πλήρως στο όραμά του, προσφέροντας την πιο γκροτέσκ και ταυτόχρονα αληθινή πλευρά του εαυτού τους, δημιουργώντας ένα σύμπαν μοναδικό, που δύσκολα μπορεί να συγκριθεί με οτιδήποτε άλλο.
Πολύχρωμες εικόνες εναλλάσσονται με ασπρόμαυρα πλάνα, κάδρα που αλλάζουν συχνά διαστάσεις, ένα συγχρονισμένο ανθρώπινο κουκλοθέατρο που μοιάζει να έχει καταγωγή από το βωβό σινεμά, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και τις ταινίες του Ζακ Τατί, φιλτραρισμένα όλα μέσα από την ιδιαίτερη ματιά του Άντερσον, σχολιάζουν με χιούμορ και νοσταλγία τη μεταπολεμική ζωή στην Ευρώπη.
Όντας ο ίδιος ένας δημιουργός αφοσιωμένος περισσότερο στην εικόνα παρά στο περιεχόμενο, οι σεναριακές ασυνέχειες πάντα λειτουργούν προς όφελος του, καθώς του προσφέρουν απρόσκοπτα την ελευθερία να δημιουργεί κόσμους, που δεν δεσμεύονται από αφηγηματικές αναγκαιότητες. Και αυτή η εμμονή του εδώ τον οδηγεί σε έναν εντυπωσιακό μαξιμαλισμό, όπου η παραμικρή λεπτομέρεια είναι σχεδιασμένη στην εντέλεια, βομβαρδίζοντας τις αισθήσεις του θεατή. Μέσα στα άψογα πλάνα του κρύβονται, ακόμα και ασυνείδητα, όλες οι ιδέες του, και γίνονται τελικά αυτά η μοναδική ιστορία της ταινίας, μια ιστορία που δεν χρειάζεται να αποκωδικοποιήσεις, αρκεί να αφεθείς στην ερεθιστική της σαγήνη, όπως όταν περιδιαβαίνεις σε ένα από τα μεγάλα μουσεία του κόσμου.
Η νύμφη του νερού (Undine)
Σκηνοθεσία: Κρίστιαν Πέτσολντ
Παίζουν: Πάουλα Μπιρ, Φρανκ Ρογκόφσκι, Μαριάμ Ζαρί, Τζέικομπ Μάτσενζ
Περίληψη: Μια γυναίκα, που έχει το όνομα μιας αρχαίας νύμφης, δουλεύει ως ξεναγός στο σύγχρονο Βερολίνο. Όταν ο εραστής της την εγκαταλείψει για μια άλλη γυναίκα, θα πρέπει εξαιτίας μιας κατάρας να τον σκοτώσει και να επιστρέψει στα νερά απ’ όπου ήρθε.
Ο Κρίστιαν Πέτσολντ («Το Τραγούδι του Φοίνικα», «Barbara», «Yella») διασκευάζει τον αρχαίο μύθο της Ουντίνε -της νύμφης του νερού που μπορεί να παντρευτεί έναν θνητό, τον οποίο θα πρέπει να σκοτώσει, αν ποτέ την προδώσει- με φόντο το σύγχρονο Βερολίνο.
Η Ουντίνε, που φέρει το όνομα της περιώνυμης νύμφης, πλέον ζει στο Βερολίνο του σήμερα, είναι ιστορικός πόλεων κι εργάζεται ως ξεναγός στη Διεύθυνση Αστικής Ανάπτυξης. Ο άνδρας που αγαπά την εγκαταλείπει για μία άλλη γυναίκα. Εκείνη του ανακοινώνει πως αν την αφήσει θα πρέπει να πεθάνει, όμως την ίδια ακριβώς μέρα συναντάει και ερωτεύεται έναν άλλον άνδρα, τον Κριστόφ, που εργάζεται ως δύτης. Οι δυο τους ζουν τον απόλυτο έρωτα, μέχρι που εκείνος συνειδητοποιεί πως ίσως τελικά δεν είναι η πρώτη επιλογή στη ζωή της.
Στη δεύτερη συνεργασία του με τους εξαίρετους πρωταγωνιστές του «Transit» Πάουλα Μπιρ, η οποία τιμήθηκε και με την Αργύρη Άρκτο για την ερμηνεία της στο Φεστιβάλ Βερολίνου, και τον Φραντς Ρογκόφσκι, ο Κρίστιαν Πέτσολντ δημιουργεί μια μυστηριώδης ιστορία αγάπης, που ακροβατεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και στη φαντασία, στο υπερφυσικό και το πραγματικό, όπως κάνει και ο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο στη «Μορφή του Νερού». Εδώ η μυθολογική προέλευση της Ουντίνε λειτουργεί περισσότερο ως μια αλληγορία του ιδανικού έρωτα, που μπορεί να αντέξει στον χρόνο, όχι όμως στην καθημερινότητα, παρά ως ένα οργανικό δραματουργικό στοιχείο. Αυτός ο πανάρχαιος μύθος όμως δίνει στον Πέτσολντ την ευκαιρία να κάνει μια σειρά από ονειρικά υποβρύχια πλάνα, για να διηγηθεί τελικά μια απλή στη σύλληψή της, αλλά καθηλωτική ιστορία.
Ταυτόχρονα, επιστρέφει και στο θέμα που τον στοιχειώνει, το οποίο δεν είναι παρά το ίδιο το Βερολίνο, μια πόλη που δεν μοιάζει, όπως έχει εξομολογηθεί ο ίδιος με το μέρος στο οποίο γεννήθηκε, άρα μάλλον γι’ αυτόν υπάρχει μόνο στη φαντασία του. Πραγματικά εδώ το κινηματογραφεί, αλλά και μιλάει γι’ αυτό μέσα από τις ξεναγήσεις της Ουντίνε με έναν τρόπο, που ουσιαστικά ενώνει δύο περιόδους, το Βερολίνο πριν και μετά από την πτώση του Τείχους, φτιάχνοντας έτσι το δικό του ιδανικό place to be.
Ghostbusters Legacy (Ghostbusters: Afterlife)
Σκηνοθεσία: Τζέισον Ράιτμαν
Παίζουν: Κάρι Κουν, Φιν Γουλφχάρντ, Μακίνα Γκρέις, Πολ Ραντ, Άνι Ποτς, Σιγκούρνι Γουίβερ, Μπιλ Μάρεϊ, Νταν Ακρόιντ
Περίληψη: Μια ανύπαντρη μητέρα και τα δύο παιδιά της φτάνουν σε μια μικρή πόλη, όπου αρχίζουν να ανακαλύπτουν τη σύνδεσή τους με τα αρχαία ξόρκια και τη μυστική κληρονομιά, που τους κληροδότησε ο παππούς τους.
Ο Τζέισον Ράιτμαν, γιος του Άβαν Ράιτμαν, του δημιουργού του franchise των «Ghostbusters», υπογράφει ένα νοσταλγικό sequel, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση.
Μια ανύπαντρη μητέρα με δυο παιδιά, αφού της κάνουν έξωση από το σπίτι της στο Σικάγο, αποφασίζει να μετακομίσει στο σπίτι του πατέρα της, του θρυλικού Έγκον Σπέγκλερ, στην Οκλαχόμα. Εκεί τυχαία ένα από τα παιδιά θα ανακαλύψει μια παγίδα φαντασμάτων στο σαλόνι τους, και σταδιακά μια σειρά από στολές και εργαλεία των προγόνων τους, που όπως θα μάθουν στη συνέχεια ήταν οι «Ghostbusters».
Μέγας θαυμαστής του πατέρα του, ο Ράιτμαν- και γατί όχι άλλωστε, αφού οι ταινίες του έκαναν την οικογένεια κυριολεκτικά ζάμπλουτη- επιστρέφει με ένα reboot πιστό στο πνεύμα της ταινίας του 1984, μεταφερμένο όμως στη σύγχρονη εποχή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται -εφέ, χιουμοριστικές ατάκες που θα εκτιμήσει η νέα γενιά κτλ- και με άξονα δύο παιδιά, που δεν ξέρουν τι είναι οι Ghostbusters, φτιάχνει μια νεανική feelgood περιπέτεια, που περισσότερο μοιάζει με έναν φόρο τιμής στη δεκαετία του’ 80, παρά έρχεται να προσθέσει κάτι καινούργιο στη μυθολογία που ήδη ξέρουμε.
The Hand of God (È Stata la Mano di Dio)
Σκηνοθεσία: Πάολο Σορεντίνο
Παίζουν: Φιλίπο Σκότι, Τόνι Σερβίλο, Τερέσα Σαπονάνγκελο
Περίληψη: O δεκαεφτάχρονος Φαμπιέτο Σκίζα είναι ένας άτακτος Ιταλός έφηβος, που ζει μια κεφάτη ζωή με την οικογένειά του στη Νάπολη. Τα πάντα θα αλλάξουν με την άφιξη στην πόλη του θρύλου της μπάλας, Ντιέγκο Μαραντόνα, ο οποίος θα σώσει ακούσια το νεαρό αγόρι από ένα σοκαριστικό δυστύχημα, επηρεάζοντας το μέλλον του.
Ο Πάολο Σορεντίνο επιστρέφει στη γενέτειρά του, τη Νάπολη, για την πιο προσωπική ταινία της καριέρας του.
Ο ίδιος το 1987 είχε ταξιδέψει ως την Τοσκάνη για να δει έναν αγώνα, όπου έπαιζε ο θρύλος της μπάλας Ντιέγκο Μαραντόνα, πράγμα που για τον νεαρό τότε Σορεντίνο ήταν ένα όνειρο ζωής. Το ίδιο βράδυ οι γονείς του, που είχαν μείνει σπίτι, πέθαναν από μια διαρροή μονοξειδίου του άνθρακα. Αυτό το βαθύ τραύμα του έρχεται να διαχειριστεί στη νέα του ταινία με τη σφραγίδα του Netflix, όπου ο κεντρικός ήρωας είναι ένα ανέμελο κεφάτο αγόρι, ο Φαμπιέτο, που ζει ευτυχισμένο με την οικογένειά του. Κεφάτοι, μεσογειακοί τύποι όλοι τους αγαπιούνται, καβγαδίζουν, ανακατεύονται ο ένας στις υποθέσεις του άλλου, αλλά πάντα παραμένουν δεμένοι. Στη συνέχεια όμως δυο σημαντικά γεγονότα θα αναστατώσουν τη ζωή του νεαρού πρωταγωνιστή. Το πρώτο είναι η πανηγυρική άφιξη του θρύλου της μπάλας, Ντιέγκο Μαραντόνα στη Νάπολη, γεγονός που προκαλεί ενθουσιασμό στην πόλη. Το δεύτερο είναι ένα σοκαριστικό δυστύχημα από το οποίο ο Μαραντόνα, ακούσια, σώζει τον Φαμπιέτο, επηρεάζοντας το μέλλον του.
Ο ήρωας του Σορεντίνο παλεύει με τις ανατροπές της μοίρας, την απώλεια και την ανάγκη του να ζήσει και ο Ιταλός σκηνοθέτης με έντονο το προσωπικό στοιχείο -αν και δεν γνωρίζουμε πόσα από όσα συμβαίνουν στην ταινία είναι όντως πραγματικά γεγονότα- αφηγείται μια περιπέτεια ενηλικίωσης, που ακροβατεί ανάμεσα στην τραγωδία και την κωμωδία, όπως δηλαδή ολόκληρη η ζωή μας. Σε αυτή την πορεία, η διέξοδος του Φαμπιέτο, όπως και του Σορεντινό, είναι η φαντασία του. Ίσως μέσα από αυτή την ελεγεία ο Ιταλός σκηνοθέτης εξηγεί στον εαυτό του, αλλά και στους θεατές γιατί επέλεξε να εκφράζεται μέσω του κινηματογράφου, μεταφέροντας ταυτόχρονα ένα μήνυμα αισιοδοξίας για τις δυσκολίες και τα εμπόδια, που προκύπτουν στις διαδρομές όλων μας.
Κλίφορντ ο Κόκκινος Σκύλος (Clifford the Big Red Dog)
Σκηνοθεσία: Γουόλτ Μπέκερ
Περίληψη: Η ζωή ενός κοριτσιού που τα βρίσκει σκούρα στο νέο του σχολείο, καθώς δεν γνωρίζει απολύτως κανέναν, αλλάζει όταν βρει ένα αξιολάτρευτο κόκκινο κουτάβι. Η τεράστια αγάπη της για αυτό όμως θα δώσει μαγικά στο γλυκό τετράποδο ένα γιγαντιαίο μέγεθος.
Το γνωστό animated τετράποδο επιστρέφει σε live-action περιπέτειες, που βασίζονται στη σειρά βιβλίων που δημιούργησε ο Νόρμαν Μπρίντγουελ.
Μια μικρή μαθήτρια, η Έμιλι, έχει αρκετά προβλήματα στη ζωή της, ως το νέο κορίτσι στο ακριβό ιδιωτικό σχολείο, όπου πηγαίνει. Όταν η μαμά της αναγκάζεται να αφήσει το σπίτι τους για επαγγελματικούς λόγους, η Έμιλι μένει στη φροντίδα του καλοπροαίρετου, αλλά απελπιστικά ανεύθυνου θείου της, ενός άνεργου γραφίστα, που πάντα καταφέρνει να μπλέκει σε απίθανους μπελάδες. Μιε αμέρα οι δυο τους θα συναντήσουν έναν περίεργο διασώστη απροστάτευτων ζώων. Ο απελπισμένος κηδεμόνας, προκειμένου να μην τα ακούσει από την αδερφή του, προειδοποιεί την ανιψιά του ότι δεν μπορούν, σε καμία περίπτωση, να φέρουν στο σπίτι ένα κατοικίδιο ζώο. Τελικά όμως ο μυστηριώδης κύριος θα δώσει ένα μικρό κουτάβι στη μικρή για να το μεγαλώσει. Η μόνη ιδιομορφία του αξιολάτρευτου σκύλου είναι πως έχει… κόκκινο τρίχωμα. Όταν η Έμιλι ρωτάει πόσο πολύ θα μεγαλώσει το μικρό κουτάβι, ο φιλόζωός της απαντά με μια λάμψη στο μάτι του: «εξαρτάται από το πόσο θα το αγαπάς».
Έτσι όταν ξυπνήσει το επόμενο πρωί, θα βρει ένα γιγαντιαίο κόκκινο κυνηγόσκυλο δέκα μέτρων ύψους στο διαμέρισμά της. Κι ενώ η μητέρα της λείπει ακόμη για δουλειά, εκείνη μαζί με τον θείο της ξεκινούν μια απίθανη περιπέτεια διάσωσης του κουταβιού, καθώς μπαίνει στο μάτι της πολιτείας, εξαιτίας των ζημιών που προκαλεί άθελά του στη δημόσια περιουσία. Από την άλλη, μια ομάδα επιστημόνων διεκδικεί την ιδιοκτησία του γιγάντιου σκύλου, όταν τα καμώματά του γίνονται viral, με απώτερο σκοπό να κάνουν πάνω του πειράματα, που θα τους αποφέρουν τεράστια κέρδη.