Αυτή την εβδομάδα στους κινηματογράφους το «Minari», που διακρίθηκε στην οσκαρική κούρσα, συγκινεί με την ειλικρίνεια του και την τρομερή γιαγιά του.
Η γλυκόπικρη ρομαντική δραμεντί του Αργυρή Παπαδημητρόπουλου αποκαλύπτει τι κρύβουν οι Δευτέρες μετά από παθιασμένα Σαββατοκύριακα και μια σπάνια επανέκδοση του εξαιρετικού αστυνομικού «Αινίγματος», μαζί με το all time classic « Μπλε Βελούδο» του Ντέιβιντ Λιντς υπόσχονται γνήσιες σινεφιλικές απολαύσεις.
Minari
Σκηνοθεσία: Λι Αϊζακ Τσανγκ
Παίζουν: Στίβεν Γιουέν, Χαν Γε-ρι, Άλαν Κιμ, Νόελ Κέιτ, Τσο Γιουν, Γουίλ Πάτον
Περίληψη: Τη δεκαετία του '80, ο Ντέιβιντ, ο επτάχρονος γιος μιας κορεοαμερικάνικης οικογένειας, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα νέο περιβάλλον και έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, όταν ο πατέρας τους αποφασίζει να μετακομίσουν από τη δυτική ακτή στην επαρχία του Αρκάνσας. Η μητέρα του Μόνικα είναι απεγνωσμένη επειδή αναγκάζονται να ζουν σε ένα τροχόσπιτο, ενώ ο ίδιος και οι αδελφές του βαριούνται αφόρητα την νέα τους ζωή. Μέχρι τη στιγμή που η ζαβολιάρα γιαγιά τους, έρχεται από την Κορέα για να ζήσει μαζί τους.
Ο Λι Αίζακ Τζανγκ εμπνέεται από την παιδική του ηλικία μια τρυφερή ιστορία, που ξεχώρισε στην οσκαρική κούρσα, αποδεικνύοντας το ρεύμα του ασιατικού κινηματογράφου.
Ο Τζέικομπ και η Μόνικα, δύο Κορεάτες μετανάστες που αναζητούν μια καλύτερη τύχη για αυτούς και τα παιδιά τους στην Αμερική του Ρίγκαν, μετακομίζουν από την Καλιφόρνια σε μία φάρμα στο Αρκάνσας. Κι οι δύο δουλεύουν σε μια μονάδα διαλογής πτηνών -η δουλειά τους βασικά είναι να διακρίνουν το φύλο τους- όμως ο Τζέικομπ τρέφει ένα κρυφό όνειρο: να δημιουργήσει μια φάρμα, όπου θα καλλιεργεί αποκλειστικά κορεάτικα προϊόντα.
Προκειμένου λοιπόν να είναι κοντά σε μια έκταση κατάλληλη για τα σχέδιά του, υποβάλλει την οικογένειά του στην ταλαιπωρία να ζει σε ένα λυόμενο τροχόσπιτο, που δεν έχει καν τα βασικά μιας καταναλωτικής κοινωνίας, όπως νερό. Οι δυσκολίες θα είναι από την αρχή απογοητευτικές για όλους, πράγμα που θα επιφέρει μια σειρά από συγκρούσεις, ενώ η άφιξη της παράξενης γιαγιάς από την Κορέα θα δώσει μια νέα διάσταση στην καθημερινότητά τους.
Ο Αμερικανο-Κορεάτης Τσανγκ, που έχει μεγαλώσει σε μια φάρμα στα Όρη Όζαρκ του Αρκάνσας, βασίζεται στα δικά του προσωπικά βιώματα και μέσα από ένα λιτή οικογενειακή κατ’ επίφαση ιστορία, που δεν φείδεται συναισθημάτων, καταγράφει λεπτομέρειες της ζωής των μεταναστών και αφουγκράζεται την ανάγκη των ανθρώπων που αναζητούν μια νέα πατρίδα, αλλά κυρίως ένα ελπιδοφόρο αύριο για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.
Η κάμερα του Τσανγκ στο πρώτο μέρος εστιάζει στην καθημερινότητα της οικογένειας του «Minari», το οποίο είναι ένα κορεατικό βότανο. Η ατμόσφαιρα ανατρέπεται από την εκρηκτική γιαγιά, που φέρνει μέσα σε αυτό το ασφυκτικό για όλους περιβάλλον, έναν νέο αέρα, συνδυάζοντας την παράδοση και τις ρίζες τους με την ιδέα της ελευθερίας. Έτσι μέσα από αυτό τον μοναδικό χαρακτήρα, που γίνεται από άκρως αντιπαθής έως απόλυτα γοητευτικός, η ανάγκη σύνδεσης με το παρελθόν παρουσιάζεται ως μια ριζοσπαστική απόφαση, που λυτρώνει τους ήρωες του Τσανγκ ένα βήμα πριν από την ολική καταστροφή τους.
Ταυτόχρονα, η σχέση της γιαγιάς με τον εγγονό της, την οποία στην αρχή απορρίπτει γιατί «μυρίζει Κορέα» μέχρι να την αποδεχτεί και να την αγαπήσει, λειτουργεί αλληγορικά για την πορεία κάθε μετανάστη που παλεύει να ενσωματωθεί σε μια νέα πατρίδα και ταυτόχρονα να διατηρήσει την ταυτότητά του.
Όλα αυτά όμως για τον Κορεάτη δημιουργό δεν μένουν στα πλαίσια ενός στερεοτυπικού οικογενειακού δράματος, αλλά λαμβάνουν διαστάσεις ιλαροτραγωδίας που συμπυκνώνει το χιούμορ και την οδύνη κάθε ανθρώπινης διαδρομής, προσφέροντας μια γνήσια συγκίνηση.
Ο Στίβεν Γιουν ( που γνωρίσαμε από το «Burning» και το δημοφιλές «The walking dead») και η Γιέρι Χαν ισορροπούν αξιοθαύμαστα στους ρόλους του πατέρα και της μητέρας, ενώ η μοναδική Γιου-Τζουνγκ, που έγινε η πρώτη γυναίκα ηθοποιός από την Κορέα η οποία βραβεύτηκε με Όσκαρ Β΄ γυναικείου Ρόλο, φτιάχνει μια αρχετυπική μορφή, αξιοποιώντας τη θεατρική της παράδοση της χώρας της και το μέγεθος της αρχαίας τραγωδίας, μέσα από μια δεξιοτεχνική λιτότητα που απαιτεί η μεγάλη οθόνη.
Monday
Σκηνοθεσία: Αργύρης Παπαδημητρόπουλος
Παίζουν: Ντενίζ Γκoφ, Σεμπάστιαν Σταν, Γιώργος Πυρπασόπουλος, Ντόμινικ Τίπερ, Έλλη Τρίγγου, Ανδρέας Κωνσταντίνου
Περίληψη: Ο Μίκι και η Κλόε είναι δύο Αμερικανοί που γνωρίζονται στην καυτή καλοκαιρινή Αθήνα μια ξέφρενη νύχτα. Καθώς η παραμονή της Κλόε πλησιάζει στο τέλος της, αποφασίζει να αφήσει την καριέρα της στην Αμερική και να μείνει στην Ελλάδα, για να ανακαλύψει αν το πάθος ενός Σαββατοκύριακου μπορεί να αντέξει την πραγματικότητα της αναπόφευκτης Δευτέρας.
Μια ωδή στους παράφορους έρωτες αλλά και στην Αθήνα υπογράφει ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος σε αυτό το αστικό road movie, που έκανε πρεμιέρα στο Τορόντο, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές.
Δύο Αμερικανοί συναντιούνται στην Αθήνα σε ένα ξέφρενο πάρτι. Ένας Έλληνας, πουκαθόλου τυχαία λέγεται Αργύρης, τους συστήνει και τους λέει: «Είστε και οι δυο Αμερικανοί, είστε άνδρας και γυναίκα. Ορίστε». Δύο άγνωστοι σε μια πόλη ερωτεύονται με την πρώτη ματιά. Το πάθος της πρώτης νύχτας τους βρίσκει γυμνούς σε μια παραλία, με τους λoυόμενους να γκρινιάζουν για το θέαμα. Αυτή είναι η αρχή της ιστορίας του Μίκι, που αρνείται να μεγαλώσει και έχει εγκατασταθεί στην Ελλάδα δουλεύοντας ως Dj, και της Κλόε, που αφήνει πίσω την καριέρα της για να ανακαλύψει πόσο μπορεί να αντέξει ένα ερωτικό Σαββατοκύριακο.
Η μέθη του έρωτα και οι αναπόφευκτες συγκρούσεις της καθημερινότητας αποτελούν τη βάση αυτής της γλυκόπικρη δραμεντί και ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος στην πρώτη αγγλόφωνη ταινία του περιπλανιέται μαζί με τους γοητευτικούς του ήρωες, που αρνούνται πεισματικά να ωριμάσουν, στις γωνιές στης Αθήνας που ξέρει καλά, ανακαλύπτοντας συνεχώς ένα κρυφό της σημείο. Με τη συνδρομή του Χρήστου Καραμάνη στη διεύθυνση φωτογραφίας, αξιοποιεί στο έπακρο τον ελληνικό ήλιο και την αθηναϊκή νύχτα, ανάγοντας την πόλη σε απόλυτη πρωταγωνίστρια.
Σώματα και ψυχές ξεγυμνώνονται για να αποκαλυφθεί μια αλήθεια, που σε άλλους μπορεί να φαίνεται σκληρή, αλλά για κάποιους μπορεί να είναι και λυτρωτική. Γιατί η Δευτέρα μπορεί να είναι το τέλος του Σαββατοκύριακου, αλλά ταυτόχρονα παραμένει και η αρχή μιας καινούργιας εβδομάδας, ή μιας νέας ζωής.
Δίνοντας χώρο για αυτοσχεδιασμούς στον Σεμπάστιαν Σταν («Winter Soldier») και την βραβευμένη με Lawrence Olivier Ντένις Γκαφ που έχουν εξαιρετική χημεία- με αποκορύφωμα τη σκηνή όπου τραγουδούν μεθυσμένοι τη «Συννεφούλα» του Σαββόπουλου- ο Παπαδημητρόπουλος κινηματογραφεί τις ερωτικές τους συνευρέσεις, πετυχαίνοντας μέσα από αυτές να εξελίξει την ιστορία τους- πράγμα ιδιαιτέρως δύσκολο- και ταυτόχρονα παρακολουθεί την πορεία μιας σχέσης, που όλοι θα βρουν μέσα της ένα κομμάτι της δική της ιστορίας. Έτσι, παραδίδει ένα γράμμα αγάπης με indie άρωμα σε όλους τους έρωτες: και σε αυτούς που άντεξαν στη σύγκρουση με την πραγματικότητα και σε όσους ξεθώριασαν κάποια Δευτέρα.
Αμερικάνικη προδοσία (American Traitor: The Trial of Axis Sally)
Σκηνοθεσία: Μάικλ Πόλις
Παίζουν: Μέντοου Γουίλιαμς, Τόμας Κρέτσμαν, Αλ Πατσίνο
Περίληψη: Το 1948, ο διάσημος δικηγόρος Τζέιμς Λόφλιν αναλαμβάνει μία πολύκροτη υπόθεση: την υπεράσπιση της Αμερικανίδας Μίλντρεντ Γκίλαρς, μιας εκφωνήτριας ναζιστικής προπαγάνδας -γνωστή ως η Σάλι του Άξονα -που συνεργάστηκε με τον Γιόζεφ Γκέμπελς. Είναι στο χέρι του Λόφλιν να αποδείξει ότι η Γκίλαρς και η Σάλι του Άξονα, η πιο μισητή γυναίκα στην Αμερική, δεν υπηρετούσαν τον ίδιο σκοπό.
Δικαστικό δράμα εποχής, βασισμένο στην αληθινή ιστορία της Μίλντρεντ Γκίλαρς, που έμεινε γνωστή και ως «Σάλι του Άξονα». Το 1948, η Γκίλαρς ήταν η πιο μισητή γυναίκα στην Αμερική και κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία, καθώς κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συνεργάστηκε με το Τρίτο Ράιχ, ηχογραφώντας για το ραδιόφωνο προπαγανδιστικά μηνύματα και τραγούδια, που σκοπό είχαν να αποθαρρύνουν τους Αμερικανούς στρατιώτες και να κάμψουν το ηθικό τους. Ένας δαιμόνιος δικηγόρος, ο Τζέιμς Λόφλιν, που δεν αντέχει την πελάτισσά του αλλά βλέπει σε αυτή τη δίκη μια ευκαιρία για δημοσιότητα, αναλαμβάνει να αποδείξει πως η «Σάλι του Άξονα», ο ρόλος δηλαδή που υποδυόταν και η Μίλντρεντ δεν είναι το ίδιο πρόσωπο. Επιστρατεύοντας ως βασικό επιχείρημα ότι η ζωή της βρισκόταν σε κίνδυνο και πως η ίδια είχε προσπαθήσει να δολοφονήσει τον Γκέμπελς , κατάφερε να πείσει τους ενόρκους και να μειώσει σημαντικά την ποινή της.
Το αν η Γκίλαρς ήτν απλώς μια καλλιτέχνης που βρήκε στη Γερμανία την ευκαιρία να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα, όταν μπλέχτηκε στα γρανάζια της Ιστορίας, ή απλώς μια αδίστακτη γυναίκα που αδιαφορούσε για οτιδήποτε συνέβαινε γύρω της δεν αποσαφηνίζεται πλήρως από τον Μάικλ Πόλις, που βασισμένος στο βιβλίο των Γουίλιαμ και Βανς Όουεν εστιάζει περισσότερο στη δίκη και στους τρόπους που ο Λόφλιν χειρίζεται την υπόθεση παρά στη διφορούμενη περίπτωση της Γκίλαρς.
Με μια τόσο αντιπαθητική ηρωίδα, που δυστυχώς η Μέντοου Γουίλιαμς ερμηνεύει μόνο με πόζες, ο Πόλις αποφασίζει να αποποιηθεί την ευθύνη και να διαλέξει πλευρά, δίνοντας το προβάδισμα στον Αλ Πατσίνο να δώσει το δικό του ρεσιτάλ. Υπερασπιζόμενος μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα απέναντι σε μια ολόκληρη κοινωνία που απαιτεί το κεφάλι της επί πίνακι, υπενθυμίζει ότι ο νόμος δεν μπορεί να λειτουργεί εκδικητικά, ακόμα και όταν έχει στα χέρια του ένα τέρας.
Η ιστορία της Γκίλαρς όμως, που την παρακολουθούμε μέσα από φλας μπακ, εξαντλείται σε άχαρες και μονότονες ραδιοφωνικές εκπομπές και αδύναμες σκηνές, που μοιάζουν περισσότερο με σκετσάκια, οπότε ένα σημαντικό κομμάτι της ταινίας – και η αιτία αυτής της δίκης άλλωστε- χάνεται εντελώς. Ο Πόλις καταναλώνεται σε κοινοτοπίες και εύκολες λύσεις, χωρίς όμως να εμβαθύνει στην ουσία αυτής της προδοσίας, και τελικά μένει μόνο ο Πατσίνο να δίνει μια κάποια υπόσταση σε μια ταινία που φλερτάρει με την τηλεοπτική αισθητική.
Οι Διαρρήκτες (Way Down)
Σκηνοθεσία: Χάουμε Μπαλαχουέρο
Παίζουν: Φρέντι Χάιμορ, Αστρίντ Μπερζές-Φρίσμπι
Περίληψη: Η τράπεζα της Ισπανίας στεγάζεται σε ένα ιστορικό κτίριο που δεν έχει χάρτη, ούτε αποθηκευμένα δεδομένα της ασφάλειάς της. Ένας νεαρός μηχανικός, ο Τομ, είναι αποφασισμένος να καταφέρει το ακατόρθωτο και να ληστέψει την τράπεζα. Μαζί με τους συνεργάτες του θα έχουν μόνο 105 λεπτά για να το καταφέρουν.
Ακόμα ένα ριφιφί που εκτυλίσσεται στη Μαδρίτη, αυτή τη φορά υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Χάουμε Μπαλαχουέρο («Rec», «Μούσα», «Ο θυρωρός»).
Ο Γουόλτερ, ένας κυνηγός θησαυρών, βλέπει τη λεία που αποκόμισε από ένα ναυάγιο, να περνάει στα χέρια του Ισπανικού στέμματος. Ο θησαυρός μεταφέρεται στην Τράπεζα της Ισπανίας, η οποία είναι γνωστή για το απροσπέλαστο θησαυροφυλάκιό της. Ο Γουόλτερ, λάτρης της περιπέτειας, αποφασίζει να πάρει πίσω αυτό που του ανήκει, διοργανώνοντας μια θεαματική ληστεία, με τη βοήθεια ενός ιδιοφυούς μηχανικού, του Τομ και μιας επίλεκτης ομάδας, που θα τολμήσουν το ακατόρθωτο τη μέρα που η χώρα παρακολουθεί τον τελικό του Μουντιάλ. Οι επίδοξοι ληστές έχουν στη διάθεσή τους 105 λεπτά, για να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους.
Το θρυλικό θησαυροφυλάκιο της Ισπανικής τράπεζας σε συνδυασμό με την τεράστια επιτυχία του « La casa de Papel» φαινομενικά αποτελούν εχέγγυα για ένα heist movie που θέλει να παίξει με τις λεπτομέρειες μιας τέλεια οργανωμένης ληστείας με φόντο την Μαδρίτη.
Όμως ο Μπαλαχουέρο, αν και κάνει ένα καλό ξεκίνημα, δεν καταφέρνει να επανατροδοφοδοτήσει το ενδιαφέρον του θεατή που πλέον έχει συνηθίσει στις ανατροπές και στους γρίφους, ενώ ταυτόχρονα η ομάδα των ληστών, που τόσο έντονα προσπαθεί να συνδυάσει με το αγωνιστικό πνεύμα του ποδοσφαίρου, δεν είναι και η «Συμμορία των 11».
Οπότε τελικά όλα μοιάζουν σαν ένα ξαναζεσταμένο φαγητό, που απογοητεύει όσο περνάει η ώρα, επιφυλάσσοντας το χειρότερο για το άνευρο φινάλε, δηλαδή αυτό που όλοι περιμένουν από μια ταινία που θέλει αλλά δεν τα καταφέρνει να παίξει με το μυαλό μας.
Επαναπροβολές:
Μπλε Βελούδο (Blue Velvet)
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Λιντς
Παίζουν: Κάιλ ΜακΛάχλαν, Ιζαμπέλα Ροσελίνι, Ντένις Χόπερ, Λόρα Ντερν, Ντιν Στόκγουελ
Περίληψη: Ο Τζέφρι, που επέστρεψε πρόσφατα στην πατρική του κωμόπολη, βρίσκει ένα κομμένο αφτί κι αποφασίζει να λύσει το μυστήριο που κρύβει. Η έρευνά του τον οδηγεί σε έναν σκοτεινό κόσμο διαστροφών και μυστηρίου.
To παραισθησιογόνο αριστούργημα του Ντέιβιντ Λιντς κυκλοφορεί σε επανέκδοση με νέες ψηφιακές κόπιες.
Ο νεαρός Τζέφρι έχει μόλις επιστρέψει σε μια συνηθισμένη ήσυχη πόλη της αμερικανικής επαρχίας για να επισκεφθεί τον άρρωστο πατέρα του, όταν ανακαλύπτει ένα κομμένο ανθρώπινο αυτί σε ένα λιβάδι κοντά στο σπίτι του. Αποφασίζει να ερευνήσει το μυστήριο παράλληλα με την αστυνομία, και έτσι μπλέκεται σε μια σειρά αλλόκοτων και επικίνδυνων καταστάσεων, στις οποίες πρωταγωνιστούν ένας ψυχωτικός, σαδιστής εγκληματίας, μία βασανισμένη τραγουδίστρια σε καμπαρέ και η σκοτεινή πλευρά του ίδιου του πρώην αφελούς εαυτού του.
Σ’ αυτήν την τέταρτη - και ίσως την καλύτερη ταινία του – ο Ντέιβιντ Λιντς βυθίζεται, παρασύροντας μαζί του και τον θεατή, στην επικίνδυνη, αχαρτογράφητη και σκοτεινή άβυσσο του ασυνείδητου. Πρόκειται για ένα ανυπέρβλητο θρίλερ - στα σύνορα της φρίκης και του τρόμου - με ψυχεδελική ατμόσφαιρα, έντονο μυστήριο και ακραίο αισθησιασμό.
Γκρεμίζοντας συθέμελα τον «αγγελικό» και «ηθικά» πλασμένο κόσμο της ειδυλλιακής αμερικανικής επαρχίας, ο μεγάλος σκηνοθέτης υπογράφει ένα ψυχεδελικό ταξίδι στη νοσηρότητα της ανθρώπινης φύσης.
Η ταινία εκτόξευσε τον Ντέιβιντ Λιντς στα ύψη, η Ιζαμπέλα Ροσελίνι ριψοκινδύνευσε πραγματικά, καθώς εκτέθηκε και τσαλακώθηκε κυριολεκτικά και ως ηθοποιός και ως γυναίκα σ’ έναν απωθητικό ρόλο τον οποίο ερμήνευσε συγκλονιστικά, ενώ η μουσική του Άντζελο Μπανταλαμέντι, στην πρώτη του συνεργασία με τον σκηνοθέτη, συνέβαλλε τα μέγιστα στην υποβλητική ατμόσφαιρα του «Μπλε βελούδου».
Το αίνιγμα (Garde a vue)
Σκηνοθεσία: Κλοντ Μιλέρ
Παίζουν: Λίνο Βεντούρα, Μισέλ Σερό,Ρόμι Σνάιντερ
Περίληψη: Ένας μεγαλοδικηγόρος της επαρχίας θεωρείται ύποπτος για το φόνο δύο μικρών κοριτσιών. Η ανάκριση, στην οποία υποβάλλεται από τον αστυνομικό επιθεωρητή, είναι ιδιαίτερα σκληρή και επίπονη, τόσο για τους δύο άνδρες, όσο και για τη σύζυγό του υπόπτου.
Μια σπάνια επανέκδοση ενός γαλλικού φιλμ -από τα καλύτερα ψυχολογικά θρίλερ της δεκαετίας του ’80- που είχε πολλά χρόνια να προβληθεί στην Ελλάδα, έρχεται στα θερινά.
Ένας διακεκριμένος νομικός σε μια μικρή πόλη της γαλλικής επαρχίας κρίνεται ύποπτος για τον βιασμό και τον φόνο δυο μικρών κοριτσιών. Ο αξιωματικός της αστυνομίας, που έχει χρεωθεί την υπόθεση, προσπαθεί να αποδείξει την ενοχή του, υποβάλλοντάς τον σε μια πολύωρη, εξοντωτική ανάκριση την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Όμως ο δικηγόρος είναι σκληρό καρύδι, όσο τουλάχιστον και ο επιθεωρητής, και ξέρει να αποφεύγει τις κακοτοπιές. Η ανάκριση λοιπόν, όσο περνούν οι ώρες, εξελίσσεται σε ένα ψυχικό μπρα ντε φερ μεταξύ των δύο ανδρών. Όταν η κατάσταση φτάνει σε αδιέξοδο, παρουσιάζεται σαν από μηχανής… θεά η σύζυγος του υπόπτου, της οποίας οι συνταρακτικές αποκαλύψεις θα δώσουν μια εντελώς αναπάντεχη τροπή στην ανάκριση και την ταινία.
Ο Μιλέρ ενορχηστρώνει με μοναδική μαεστρία τις ερμηνείες τριών σπουδαίων ηθοποιών, δημιουργώντας μια σκοτεινή και σύνθετη κινηματογραφική συμφωνία, όπου η αλήθεια έχει πολλά επίπεδα και τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Η σκηνοθετική χορογραφία της σύγκρουσης μεταξύ των δύο ανδρών, που αναμετριούνται με τη χάρη, την τεχνική και τη σκληρότητα πυγμάχων στο ρινγκ, είναι υποδειγματική, παρέχοντας στον θεατή γνήσια σινεφίλ απόλαυση.
Μπομπ , ο χαρτοπαίκτης
Σκηνοθεσία: Ζαν-Πιερ Μελβίλ
Παίζουν: Ιζαμπέλ Κορεΐ, Ντανιέλ Σοσί, Ροζέρ Ντουσέν, Χάουαρν
Περίληψη: Ο Μπομπ, ένας γοητευτικός πρώην κακοποιός, παθιασμένος με τον τζόγο αλλά και τις γυναίκες, σχεδιάζει το τελευταίο και μεγαλύτερο κόλπο της ζωής του: μια ληστεία στο καζίνο της Ντοβίλ. Αναζητά τους κατάλληλους συνεργάτες, ωστόσο τα πράγματα δεν θα πάνε όπως ακριβώς περιμένει.
To κλασικό φιλμ νουάρ του Ζαν-Πιερ Μελβιλ έρχεται ξανά στις αίθουσες σε επανέκδοση με νέες ψηφιακές κόπιες.
Ο Μπομπ, ένας παλιός γκάγκστερ και χαρτοπαίκτης, έχει μείνει απένταρος. Στο μεταξύ, όλοι νομίζουν ότι έχει αποσυρθεί από το «επάγγελμά», μαζί τους και ο αστυνόμος που διατηρεί πολύ φιλικές σχέσεις με τον Μπομπ. Εκείνος όμως έχει αποφασίσει να ληστέψει ένα καζίνο στο Ντοβίλ. Όλα είναι σχεδιασμένα στην εντέλεια, εκτός από μία λεπτομέρεια: η αστυνομία γνωρίζει τα πάντα.
Ένα από τα πρώτα αριστουργήματα του Μελβίλ, ο «Μπομπ» αποτελεί ένα υποδειγματικό νουάρ και μια από τις λιγότερο θλιμμένες ταινίες του. Σε αντίθεση, για παράδειγμα, με το πολύ μεταγενέστερο «Un Flic», είναι μια ταινία που κρατά μια ελπιδοφόρα ματιά, ενίοτε στα πιο κρίσιμα σημεία, ενώ το χιούμορ δεν απουσιάζει.
Στην τέταρτη μόλις ταινία του, ο Μελβίλ αποδεικνύει πως είναι ένας μεγάλος στυλίστας, τοποθετώντας το είδος σε έναν ρεαλιστικό καμβά – μια αισθητική τοποθέτηση που, με τον τρόπο της, προαναγγέλλει τη Nouvelle Vague.