Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες ο Στίβεν Σπίλμπεργκ δίνει νέα πνοή στο θρυλικό West Side Story, φτιάχνοντας τον δικό του μύθο.
Ο Άνταμ Μακ Κέι συγκεντρώνει ένα all star cast σε μια θεότρελη μαύρη κωμωδία, ενώ ο Χοακίν Φοίνιξ πρωταγωνιστεί σε μια τρυφερή οικογενειακή ιστορία με στοιχεία road movie.
West Side Story
Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ
Παίζουν: Άνσελ Έγκορτ, Ρέιτσελ Ζέγκλερ, Κόρι Στολ, Μπράιαν ντ'Αρσι Τζέιμς, Ρίτα Μορένο
Περίληψη: Εμπνευσμένο από το πρωτότυπο μιούζικαλ του 1957, το West Side Story μεταφέρει το κλασικό ρομάντζο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» στους κακόφημους δρόμους του Upper West Side, στη Νέα Υόρκη.
Οι Jets και οι Sharks επιστρέφουν στη μεγάλη οθόνη, μετά από την τεράστια επιτυχία της ταινίας των Ρόμπερτ Γουάιζ και Τζερόμ Ρόμπινς το 1961, αυτή τη φορά σε σκηνοθεσία του Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Ο πρώην αρχηγός μιας συμμορίας των λαϊκών γειτονιών του δυτικού Μανχάταν, ο Τόνι, που μετά από την αποφυλάκισή του έχει αποφασίσει να αλλάξει, ερωτεύεται την αδερφή του αντιπάλου του, την Πορτορικανή Μαρία. Ενώ η έχθρα μεταξύ των συμμοριών για τον έλεγχο της περιοχής γίνεται ακόμα πιο βίαιη, η αγάπη των δυο νέων ανθίζει μέρα με τη μέρα και απειλεί να χωρίσει στα δύο τη γειτονιά.
Όταν ο Φρανκ Λόρεντς έγραψε το «West Side Story» εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς, καθώς θεωρήθηκε πως ανανέωσε το μιούζικαλ, μιας και εστίασε όχι τόσο στη ρομαντική ιστορία των δυο νέων, αλλά τη χρησιμοποίησε ως αφορμή για να θέσει επί τάπητος φλέγοντα θέματα, όπως ο ρατσισμός, οι ταξικές ανισότητες και η βία. Πάνω σε αυτή τη λογική στηρίχτηκε ο Σπίλμπεργκ, που για πρώτη φορά πειραματίζεται με το συγκεκριμένο είδος, αναθέτοντας σε έναν σημαντικό Αμερικανό συγγραφέα, γνωστό για τους κοινωνικούς του προβληματισμούς, τον Τόνι Κούσνερ («Άγγελοι στην Αμερική», «Μόναχο» και «Λίνκολν») να μεταγράψει το παλιό σενάριο.
Ο Κούσνερ, σεβόμενος την αρχική σύλληψη επιμένει και φωτίζει όλα τα ζητήματα που πραγματευόταν ο Λόρεντς, προσθέτοντας ταυτόχρονα και σύγχρονες προβληματικές, όπως θέματα σεξουαλικής ταυτότητας, δημιουργώντας στον Σπίλμπεργκ το κατάλληλο έδαφος για να μεγαλουργήσει.
Ο Αμερικανός σκηνοθέτης με εξαιρετικό ρυθμό και απίστευτες κινήσεις με την κάμερα κινηματογραφεί χορευτικά και τραγούδια, δίνοντας μια νέα πνοή στο είδος, ενώ ταυτόχρονα φροντίζει σε κάθε πλάνο να προβάλλει τους βασικούς άξονες που του προσφέρει ο Κούσνερ. Οι σιδεριές που χωρίζουν τον Τόνι και τη Μαρία στην ερωτική τους σκηνή στο μπαλκόνι, οι δρόμοι της Νέας Υόρκης που γεμίζουν ανθρώπους από όλες τις φυλές στο γνωστό τραγούδι «America», η σεκάνς στην αποθήκη αλατιού, όπου εκτυλίσσεται η τελευταία πράξη του δράματος, αλλά και το φαρμακείο του Γιατρού, που πλέον διευθύνει η Βαλεντίνα -ένας ρόλος που γράφτηκε ειδικά για τη Ρίτα Μορένο, η οποία στην ταινία του ’61 ερμήνευε την Ανίτα- και λειτουργεί ως καταφύγιο όλων αυτών των πλασμάτων, που ζουν στο περιθώριο, γίνονται ένα μωσαϊκό των ΗΠΑ του σήμερα, που ακόμα δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει τους διαχωρισμούς.
Ο Σπίλμπεργκ, ως γνήσιος παραμυθάς, προσφέρει αφειδώς υπερθέαμα και ταυτόχρονα χωρίς να καταφεύγει σε ευκολίες και καταγγελίες μιλάει για όλα όσα καίνε την χώρα του αυτή τη στιγμή, κινείται επιδέξια ανάμεσα στο love story και στο κοινωνικό δράμα που εκτυλίσσεται κάτω από τα φώτα του Μεγάλου Μήλου και αποδεικνύει πως η ανανέωση ενός είδους -ή ενός έργου- δεν επιτυγχάνεται μέσα από την πλήρη του αποδόμηση, αλλά από μια ανατρεπτική ματιά πάνω στις παραδομένες συνταγές, που εδώ δεν τις αποποιείται, αλλά τις χρησιμοποιεί με τον δικό του τρόπο, κάνοντας τελικά αυτή την παλιά ιστορία απολύτως σύγχρονη.
Η αξεπέραστη μουσική και τα τραγούδια του Λέναρντ Μπέρνσταϊν με τους διαχρονικούς στίχους του Στίβεν Σόντχαϊμ, η έξοχη διεύθυνση φωτογραφίας του Γιάνους Καμίνσκι και οι χορογραφίες του Τζάστιν Πεκ που σφύζουν από ενέργεια, μαζί με το πολυπολιτισμικό καστ, συνθέτουν ένα σύνολο υψηλής αισθητικής, άρτιο τεχνικά από κάθε άποψη, που συνδυάζει τη διασκέδαση με την ψυχαγωγία, το συναίσθημα με τον στοχασμό, χωρίς να χάνει τη feelgood διάθεση που απαιτεί ένα μιούζικαλ.
Μην κοιτάτε πάνω (Don't Look Up)
Σκηνοθεσία: Άνταμ Μακ Κέι
Παίζουν: Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Τζένιφερ Λόρενς, Μέριλ Στριπ, Τζόνα Χιλ
Περίληψη: Δύο αστρονόμοι καλούνται να αναλάβουν μια τεράστια εκστρατεία στα μέσα ενημέρωσης και να προειδοποιήσουν την ανθρωπότητα για την έλευση ενός κομήτη που θα καταστρέψει τον πλανήτη Γη.
Ο Άνταμ ΜακΚέι («Το Μεγάλο Σορτάρισμα», «Vice: Ο Δεύτερος στην Ιεραρχία») συγκεντρώνει ένα all-star cast σε μια ξέφρενη κωμωδία, που σατιρίζει τα social media.
Ο δρ. Ράνταλ Μίντι και η μεταπτυχιακή φοιτήτρια Κέιτ Ντιμπιάσκι ανακαλύπτουν έναν κομήτη σε κοντινή απόσταση από τη Γη, που αν πέσει πάνω της, ο κόσμος θα καταστραφεί. Οι δύο επιστήμονες πρέπει να πουν την αλήθεια στην ανθρωπότητα. Πώς όμως να ανακοινώσουν ότι σε έξι μήνες όλοι θα πεθάνουμε; Πρώτα λοιπόν αποφασίζουν να ενημερώσουν την Πρόεδρο των ΗΠΑ -μια θηλυκή εκδοχή του Ντόναλντ Τραμπ-, η οποία όμως έχει τις δικές της σκοτούρες, καθώς ο Ανώτατος Δικαστής που η ίδια επέλεξε της προέκυψε πρώην πορνοστάρ.
Έτσι οι δύο επιστήμονες αποφασίζουν να απευθυνθούν σε μια εφημερίδα για να ενημερώσουν τους συμπολίτες τους, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζονται και σε μια πρωινή εκπομπή. Το κοινό όμως ενδιαφέρεται περισσότερο για όσα γράφουν τα social media, παρά για το τι λένε οι επιστήμονες, με αποτέλεσμα το χάος. Ο Μίντι από τη μία παρασύρεται από την ξαφνική δημοσιότητα, χάνει τον έλεγχο και γίνεται υποχείριο της Προέδρου, ενώ η Nτιμπιάσκι λοιδορείται.
Οι συνειρμοί με τη σύγχρονη κατάσταση και την πανδημία είναι αυθόρμητοι σε αυτή τη μαύρη κωμωδία του βραβευμένου με Όσκαρ σεναρίου Άνταμ Μακ Κέι, αν και όταν γυρίστηκε η ταινία δεν υπήρχε κορωνοϊός. Οπότε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έως και προφητική. Παρ’ όλα αυτά, το θέατρο του παραλόγου που παίζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι η βασική έμπνευση του Αμερικανού δημιουργού, που δεν αφήνει σε χλωρό κλαρί τίποτα.
«Κοιτάτε πάνω», συμβουλεύουν οι επιστήμονες, «μην κοιτάτε πάνω» προτάσσει η κυβερνητική καμπάνια, και μέσα από αυτή την τραγελαφική αντίφαση, ο Μακ Κέι σχολιάζει βιτριολικά το ψέμα του ψηφιακού κόσμου, φωτίζει τις συνέπειες της διαδικτυακής εμμονής και ταυτόχρονα αποκαθηλώνει τα θεσμικά όργανα, χωρίς έλεος.
Μαζί με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο, που τον παίδεψε επί πέντε μήνες ζητώντας του συνέχεια να κάνει αλλαγές στο σενάριο μέχρι να του πει το «ναι». και τη Λόρενς σε έναν ρόλο που γράφτηκε αποκλειστικά γι' αυτήν, ο Μακ Κέι συγκεντρώνει μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της κινηματογραφικής βιομηχανίας σε περιφερειακούς χαρακτήρες, που εκπροσωπούν συγκεκριμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά και συμπεριφορές, συνθέτοντας ένα σουρεαλιστικό πορτρέτο της εποχής μας, που δεν απέχει τελικά από την πραγματικότητα.
Η ζωή συνεχίζεται (C'mon C'mon)
Σκηνοθεσία: Μάικ Μιλς
Παίζουν: Χοακίν Φίνιξ, Γούντι Νόρμαν, Γκάμπι Χόφμαν
Περίληψη: Με αφορμή ένα οδοιπορικό και μία οικογενειακή κρίση, ο Τζόνι, ένας εργένης ραδιοφωνικός παραγωγός, έρχεται κοντά στον χαρισματικό εννιάχρονο ανιψιό του.
Ο Μάικ Μάιλς («Πρωτάρηδες», «20th Century Women») υπογράφει μια τρυφερή οικογενειακή ιστορία, με πρωταγωνιστή τον Χοακίν Φοίνιξ.
Ο Τζόνι είναι ένας εργασιομανής δημοσιογράφος, που παίρνει ραδιοφωνικές συνεντεύξεις από νέους ανθρώπους σε όλη τη χώρα με θέμα το μέλλον. Ξαφνικά, τα σχέδια του ανατρέπονται, όταν η αδελφή του με την οποία έχει αραιές επαφές, του ζητά να αναλάβει για μερικές μέρες την φροντίδα του παιδιού της, του εννιάχρονου Τζέσι. Ο πατέρας του μικρού εξαιτίας ψυχικών προβλημάτων αντιμετωπίζει θέμα και η ίδια πρέπει να του παρασταθεί. Ο Τζόνι λοιπόν χωρίς να έχει εμπειρία στο μεγάλωμα ενός παιδιού έρχεται κοντά με τον πανέξυπνο και χαρισματικό ανιψιό του, γεγονός που θα του αλλάξει τη ζωή.
Ο Μιλς, εμπνευσμένος από τη δική του προσωπική ιστορία και πώς τον άλλαξε η πατρότητα, ταξιδεύει από το ηλιόλουστο Λος Άντζελες, στο Ντιτρόιτ, στη Νέα Ορλεάνη και τη Νέα Υόρκη και φτιάχνει μια ασπρόμαυρη δραμεντί για το χάσμα των γενεών και πώς μπορεί να γεφυρωθεί, αλλά και την ευθύνη που έχουμε απέναντι στο μέλλον, με αφορμή μια απλή οικογενειακή ιστορία.
Χωρίς μεγάλες ανατροπές, η σχέση του Τζόνι και του Τζέσι εξελίσσεται αργά, μέσα από τη λογική ενός road movie, που καταγράφει τις διαφορές της Αμερικής, αλλά και του κόσμου των ενηλίκων και των παιδιών, για να αποδείξει ότι τελικά τίποτα δεν μας χωρίζει. Επιπλέον, οι αυθόρμητες αληθινές συνεντεύξεις νεαρών Αμερικανών, που εξομολογούνται τις σκέψεις και τις ανησυχίες τους, χαρίζουν σε αυτή την περιπλάνηση ένα ντοκιμαντερίστικο στοιχείο, που ενισχύει την πρόθεση του Μιλς. Τίποτα όμως δεν θα ήταν το ίδιο στην ταινία αν δεν πρωταγωνιστούσε ο Χοακίν Φοίνιξ, ένας ηθοποιός που έχει την ικανότητα να εκμεταλλεύεται προς όφελός του την επαναληπτική δομή του σεναρίου και ταυτόχρονα την ευφυΐα να δίνει πάσες στον μικρό του συμπρωταγωνιστή, δημιουργώντας υπέροχες στιγμές.
Daniel '16
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος
Παίζουν: Νικόλας Κίσκερ, Αλέξανδρος Λιακόπουλος Μπούχχολτς, Φιλοπατίρ Αντέλ Μογράς, Βασίλης Κουκαλάνι, Μαρλένε Καμίνσκι, Κωστής Καλλιβρετάκης, Κωστής Σειραδάκης
Περίληψη: Ο Ντάνιελ, ένας Γερμανός έφηβος, στέλνεται στην Ελλάδα σε μια κοινότητα αγωγής ανηλίκων, για να εκτίσει την ποινή του. Σ’ ένα εγκαταλελειμμένο χωριό του Έβρου, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, βιώνει πρωτόγνωρα συναισθήματα και καλείται να δώσει λύση σε δύσκολα διλήμματα. Η τελική του απόφαση θα ξαφνιάσει τους πάντες.
O Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος στη δεύτερη ταινία του μυθοπλασίας, που απέσπασε και το βραβείο Κοινού «Meet the Neighbors» στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, πραγματεύεται ένα θέμα που λίγοι Έλληνες γνωρίζουν.
Από τη δεκαετία του 1980 λειτουργούν σε απομονωμένα χωριά της χώρας παραρτήματα γερμανικών ιδρυμάτων για ανηλίκους με παραβατική συμπεριφορά, οι οποίοι στέλνονται εκεί από υπηρεσίες πρόνοιας. Οι μικρές αυτές κοινότητες έχουν ως σκοπό την εναλλακτική έκτιση των ποινών και την ομαλή κοινωνική επανένταξη των τροφίμων τους. Μία από αυτές λειτουργεί στον Έβρο, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, και αποτελεί το απροσδόκητο σκηνικό της ταινίας. Εκεί, ο νεαρός Ντάνιελ από το Αμβούργο, που κουβαλάει τα δικά του προσωπικά τραύματα, θα δημιουργήσει μια ιδιαίτερη σχέση με έναν άλλο τρόφιμο και θα γνωρίσει έναν Σύριο πρόσφυγα. Αντιμέτωπος με την αδικία, θα έρθει σε επαφή με συναισθήματα που δεν ήξερε πως έχει και θα επιδείξει μια απίστευτη γενναιότητα, που θα ξαφνιάσει το περιβάλλον του.
Από τη μία ανήλικα παιδιά που αναζητούν την ταυτότητά τους, χωρίς κανένα στήριγμα, και από την άλλη η έκρυθμη κατάσταση στα σύνορα και το δράμα των προσφύγων συναντιούνται σε αυτή την ιστορία, που ο Κουτσιαμπασάκος, έμπειρος ντοκιμαντερίστας, εμπνεύστηκε από ένα άρθρο μιας εφημερίδας. Κυρίαρχο θέμα του πάντα είναι τα παραμελημένα παιδιά, που αποτελούν και το αύριο αυτού του κόσμου, και είναι ενδιαφέρον πώς συνδέει δύο φαινομενικά διαφορετικές περιπτώσεις, την πορεία ενός παραβατικού έφηβου Ευρωπαίου προς την ενηλικίωση και την τραγωδία του ξεριζωμού, στέλνοντας επιτακτικά το μήνυμα να διαφυλάξουμε την ελπίδα, με αφοπλιστική ειλικρίνεια και ρεαλισμό, που παραπέμπει στο κοινωνικό σινεμά του Κεν Λόουτς και των αδελφών Νταρντέν.
Αλλού, Παντού (Ailleurs, Partout)
Σκηνοθεσία: Ιζαμπέλ Ινγκολντ, Βίβιαν Περελμούτερ
Περίληψη: Η ιστορία του Σαχίν, ενός εικοσάχρονου πρόσφυγα από το Ιράν που έχει εγκαταλείψει τη χώρα του, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον.
Το ντοκιμαντέρ των Ιζαμπέλ Ίνγκολντ και Βίβιαν Περελμούτερ, που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ.
Μια οθόνη υπολογιστή, εικόνες από τις τέσσερις γωνίες του κόσμου. Περνάμε τα σύνορα με ένα κλικ, ενώ μια ιστορία ταξιδεύει και φτάνει σε εμάς σε κομμάτια, μέσα από γραπτά μηνύματα, συνομιλίες, τηλεφωνικές συζητήσεις και ένα ερωτηματολόγιο του Γραφείου Μετανάστευσης. Είναι η διαδρομή του Σαχίν, ενός εικοσάχρονου αγοριού από το Ιράν, το οποίο εγκαταλείπει τη χώρα του, «προσγειώνεται» στην Ελλάδα, και έπειτα ο δρόμος του τον οδηγεί στην Αγγλία, όπου ζητάει άσυλο.
Η ταινία αποτελεί ένα οπτικοακουστικό κολάζ, που παράγεται αποκλειστικά από εικόνες από κάμερες παρακολούθησης και webcams, ενώ η αφήγηση «συνομιλεί» με γραπτά μηνύματα, συζητήσεις και τηλεφωνήματα. Στην παράδοση της Σαντάλ Ακερμάν και άλλων δημιουργών που διεύρυναν τα όρια του κινηματογράφου του πραγματικού, το «Αλλού Παντού» καταλήγει στην απεικόνιση ενός κόσμου, που ενώ λιμνάζει στους φόβους, στα δίκτυα, στα ελαττώματα και στα σφάλματά του, μπορεί να διασταυρωθεί – σε τυχαίες συνοριακές ζώνες και προσφυγικούς καταυλισμούς – με διάττοντες αστέρες ελευθερίας και επιθυμίας», όπως αναφέρει ο Vincent Dieutre.
Πάνω από όλα όμως, η ιστορία του Σαχίν, όπως έχουν επιλέξει να την αφηγηθούν οι σκηνοθέτιδες, μας υπενθυμίζει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Μέσα σε έναν κόσμο διαποτισμένο από εικόνες υψηλής ανάλυσης, φίλτρα και στυλιζαρισμένα στιγμιότυπα στα social media, η ταινία κάνει ορατές τις αθέατες, αλλά τόσο πραγματικές οπτικές αφηγήσεις, που καταγράφονται από τα συστήματα επιτήρησης.
Πριν από την ταινία, θα προβάλλεται το μικρού μήκους «Ταξίδι» (Safar) των Νατάσα Ερφανιπούρ, Κάιρα Σακς και Αλεξάντερ Μπαρκέρο (Ελλάδα, 2019. 11'), μια παραγωγή του Ethnofest & Netherlands Institute at Athens, σε διανομή του Ethnofest.
Δικαίωση 3368
Σκηνοθεσία: Ισμήνη Σακελλαροπούλου
Περίληψη: Δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ για τις γερμανικές αποζημιώσεις, που ζητούν οι απόγονοι των θυμάτων του Ολοκαυτώματος στα Καλάβρυτα.
Η Ισμήνη Σακελλαροπούλου κινηματογραφεί τα γεγονότα που οδήγησαν στο Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων το 1943.
Επιζήσαντες του τραγικού συμβάντος, ακαδημαϊκοί, ιστορικοί, νομικοί και πολιτικοί μιλούν στην κάμερα της δημιουργού για όσα έγιναν, με τις μαρτυρίες να συνοδεύονται από δραματοποιημένες σκηνές, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζεται και το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων και επανορθώσεων, που απασχολεί για χρόνια τη χώρα.
Ο τίτλος του ντοκιμαντέρ αφορά στην εργασία του δικηγόρου των Καλαβρύτων Περικλή Σακελλαρόπουλου, που μαζί και με άλλους νομικούς κατάφεραν να συγκεντρώσουν και να καταγράψουν τις εκατοντάδες αιτήσεις αγωγών των οικογενειών των θυμάτων, φτάνοντας ως τον αριθμό αίτησης 3.368.
Όλες οι αγωγές συγκεντρώθηκαν σε τέσσερις τόμους, για να αποτυπωθούν με κινηματογραφικό τρόπο σε αυτό το ντοκιμαντέρ, θυμίζοντας πως δεν αποτελούν άψυχα νομικά έγγραφα οικονομικών διεκδικήσεων, αλλά μια ιστορική πηγή, μια αναλυτική καταγραφή ενός δράματος και παράλληλα ενός αγώνα κοινωνικού, πολιτικού, δικαστικού, οι ρίζες του οποίου βρίσκονται στο τραγικό έτος 1943 και συγκεκριμένα στις 13 Δεκεμβρίου, όπου έλαβε χώρα η «Επιχείρηση Καλάβρυτα».
Τhe Black Bachelor
Σκηνοθεσία: Γιάννης Παπαδάκος
Παίζουν: Γιάννης Τσιμιτσέλης, Μελέτης Ηλίας, Λευτέρης Ελευθερίου, Θανάσης Βισκαδουράκης, Νίκος Βουρλιώτης, Τάκης Παπαματθαίου, Ελένη Φιλίνη, Παντελής Καναράκης, Γιάννης Δρακόπουλος, Βίβιαν Κοντομάρη, Μάριος Ιορδάνου, Σοφία Καζαντζιάν, Κατερίνα Στικούδη.
Περίληψη: Η γνωστή παρέα συγκεντρώνεται για να ταξιδέψει στη Μάνη με αφορμή έναν ακόμα γάμο. Όμως, όταν φτάνουν στον προορισμό τους, συνειδητοποιούν πως πρέπει να αντιμετωπίσουν μια ιδιαίτερη και «σκοτεινή» μανιάτικη οικογένεια.
Τέταρτο σίκουελ του κωμικού franchise, με φόντο αυτή τη φορά τη Μάνη.
Οι Αντώνης, Τζίμης, Ρένος και Κώστας ξανασυναντιούνται για το bachelor πάρτι του Μάνου, ενός φίλου τους από τα παλιά, που πλέον έχει γίνει ψυχίατρος στην Αμερική. Μαζί θα ταξιδέψουν μέχρι τη Μάνη για να συνοδέψουν τον γαμπρό και να γνωρίσουν το σόι της αρραβωνιαστικιάς του. Μόνο που χάνονται στον δρόμο και βρίσκονται μπροστά σε μια ιδιαίτερα τρομακτική οικογένεια, η οποία ζει σε έναν απομονωμένο πύργο.
Επαναπροβολές:
Έλα να δεις (Idi I Smorti / Come And See)
Σκηνοθεσία: Έλεμ Κλιμόφ
Παίζουν: Αλεξέι Κραβτσένκο, Όλγα Μιρόνοβα, Λιουμπομίρας Λαουσιαβίσιους
Περίληψη: Στη Λευκορωσία του 1943, ο δωδεκάχρονος Φλόρια ακολουθεί τους αντάρτες, θέλοντας να ζήσει σαν στρατιώτης. Οι φαντασιώσεις του όμως θα διαλυθούν, όταν γίνει μάρτυρας της πολεμικής θηριωδίας.
Η αριστουργηματική ταινία του Έλεμ Κλίμοφ, που αποτελεί και το κύκνειο άσμα του, κυκλοφορεί σε επανέκδοση.
Λευκορωσία 1943, οι Γερμανοί ναζί καταστρέφουν ολοσχερώς 618 χωριά, καίγοντας ζωντανούς τους κατοίκους τους, κυρίως γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους. Η ταινία ακολουθεί τον δωδεκάχρονο Φλόρια, που ξεθάβει ένα χαμένο όπλο και κατατάσσεται στον Κόκκινο Στρατό, ανυπομονώντας να ζήσει σαν παρτιζάνος. Η φαντασίωσή του όμως διαλύεται όταν έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Οι συμπολεμιστές του τον αφήνουν πίσω για να τον προστατεύσουν. Τότε συναντά την έφηβη Γκλάσα, που κι αυτή έμεινε μόνη της, και μαζί επιστρέφουν στο χωριό του, όπου ανακαλύπτουν ότι όλοι οι κάτοικοι -και η οικογένειά του- έχουν σφαγιαστεί. Ο Φλόρια συνεχίζει την περιπλάνηση και ξεκινά για μια νέα αποστολή: να βρει τροφή για τους αβοήθητους κατοίκους του γειτονικού χωριού. Στον δρόμο, θα γίνει αυτόπτης μάρτυρας μιας σφαγής, καθώς βλέπει τους ναζί να στοιβάζουν τους ανήμπορους άμαχους σε μια αποθήκη και να βάζουν φωτιά. Αντιμέτωπος με την κτηνωδία, αρχίζει να γερνά, τα μαλλιά του ασπρίζουν και το πρόσωπό του γεμίζει ρυτίδες.
Το «Έλα να Δεις», που απέσπασε το Βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Μόσχας το 1985, είναι ένα συγκλονιστικό έπος για τις φρικαλεότητες των ναζί και αποτελεί μια βίαιη καταδίκη του πολέμου.
Τo σενάριο, που είναι του Αντάμοβιτς, ο οποίος είχε υπηρετήσει στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε βιώσει την καταστροφική λαίλαπα του Τρίτου Ράιχ στη Λευκορωσία, αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα, όπως η καταστροφή του χωριού Κατίν. Ο Κλίμοφ άντλησε επίσης υλικό από τα παιδικά του χρόνια, όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη του με μια βάρκα με τη μητέρα του και το βρέφος αδελφό του, κατά τη μάχη του Στάλινγκραντ.