Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες αυτής της εβδομάδας, ο Κλιντ Ίστγουντ επιστέφει στα 91 του στη μεγάλη οθόνη αναλαμβάνοντας τον διπλό ρόλο του σκηνοθέτη και του πρωταγωνιστή.
Ο Ελληνοαμερικανός Κρίστοφερ Αντρέ Μαρκς με το ντοκιμαντέρ του για τον «βασιλιά Όττο» Ρεχάγκελ μας θυμίζει τον μεγάλο θρίαμβο της Εθνικής Ελλάδος το 2004, ενώ ο Αλμπέρ Ντιποντέλ υπογράφει μια σουρεαλιστική κατάμαυρη κωμωδία που σάρωσε στα Σεζάρ.
Cry Macho
Σκηνοθεσία: Κλιντ Ίστγουντ
Παίζουν: Κλιντ Ίστγουντ, Ντουάιτ Γιοακάμ, Άμπερ Λιν Άσλι, Μπρίτνι Ράτλιτζ
Περίληψη: Ενας πάλαι ποτέ θρυλικός σταρ του ροντέο ζει μόνος, εκτρέφοντας άλογα. Το παλιό αφεντικό του τού ζητάει μία τελευταία χάρη: να διασχίσει τα σύνορα με το Μεξικό και να μεταφέρει παράνομα τον μικρό του γιο στο Τέξας.
Ο Κλιντ Ίστγουντ επιστρέφει με ένα συγκινητικό road movie, που βροντοφωνάζει ότι οι και οι «δυνατοί κλαίνε».
Ο Μάικ Μάιλο, ένας ηλικιωμένος και πλέον ξεπεσμένος σταρ του ροντέο, μετά από τον τραυματισμό του αλλά και τον θάνατο της γυναίκας και του γιου του, ζει με τη μοναξιά του, εκτρέφοντας άλογα. Ο πρώην εργοδότης του, στον οποίο χρωστάει μια τεράστια χάρη, του αναθέτει μια επικίνδυνη αποστολή: να περάσει τα σύνορα, να φτάσει στο Μεξικό και να πάρει τον αποξενωμένο του γιο από τη μητέρα του που ζει στην παρανομία. Ο «Γκρίνγκο» σχετικά εύκολα θα εντοπίσει τον έφηβο και ατίθασο Ράφο που παρέα με έναν κόκορα, τον Μacho, βγάζει χαρτζιλίκι σε παράνομους αγώνες και θα τον πείσει να τον ακολουθήσει. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους , θα αναμετρηθούν με δυο κακοποιούς που θέλουν ο μικρός να γυρίσει πίσω, την αστυνομία, αλλά και διλλήματα που δοκιμάζουν την ηθική του Μάιλο. Όλα όμως αλλάζουν όταν φτάσουν σε ένα απομακρυσμένο μεξικάνικο χωριό, που μοιάζει να έχει βγει από παραμύθι.
Βασισμένος στο μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Νας, που ο ίδιος ο συγγραφέας είχε διασκευάσει για τον κινηματογράφο από το 1975, ο Ίστγουντ με τη σοφία και την ηρεμία που του δίνουν πια τα 91 του χρόνια, φτιάχνει το οδοιπορικό μιας δυνατής φιλίας, παρά ένα γουέστερν, που με λιτό και τρυφερό τρόπο καταρρίπτει τα σύνορα και γεφυρώνει τις διαφορές. Ο δηλωμένος Ρεπουμπλικάνος Ίστγουντ διαχωρίζει τη θέση του από την πολιτική του Τραμπ λοιπόν και επαναφέρει με το απαράμιλλο αφηγηματικό του στυλ παλιές αξίες μιας Αμερικής που χάνεται. Κι αν όλα τα «κακά συμβαίνουν στο σπίτι», όπως λέει ο μικρός Ράφο, υπάρχει πάντα ένα παιδικό άγγιγμα, ένα ζεστό πρωινό που σε περιμένει όταν ξυπνάς, ή ένας αργόσυρτος χορός κάπου στην Άγρια Δύση, αρκεί να αφεθείς στα βήματα.
Την προσαρμογή του σεναρίου έκανες ο Νικ Σενκ («Gran Torino», « Βαποράκι»), που γράφει ατάκες- θησαυρούς , όπως «Κάποτε ήμουν πολλά πράγματα. Τώρα δεν είμαι τίποτα. Είναι όπως στη ζωή, που αρχικά νομίζεις ότι τα ξέρεις όλα όμως στο τέλος συνειδητοποιείς ότι δεν γνωρίζεις τίποτα» και ο Κλιντ χωρίς να βιάζεται -για ποιον λόγο άλλωστε - αργά οδηγεί τους ήρωές του, ίσως και τον εαυτό του, σε μια προσωπική κάθαρση.
Κι αν αυτή δεν είναι η πιο δυνατή του ταινία, σίγουρα είναι από τις πιο συγκινητικές, που με τον δικό της old school ρομαντικό τρόπο, φτάνει στην καρδιά. Για να δούμε αν η Ακαδημία φέτος θα αναγνωρίσει τον βραβευμένο μεν με τέσσερα Όσκαρ Ίστγουντ, που όμως ποτέ δεν έχει παραλάβει ένα χρυσό αγαλματίδιο για κάποια από τις ερμηνείες του, και θα τον ανεβάσει στο βάθρο, όπως πολλοί θεωρούν. Αν αυτό συμβεί τότε, ο Κλιντ θα είναι ο γηραιότερος ηθοποιός που θα έχει τιμηθεί με Όσκαρ.
Αντίο, Ηλίθιοι (Adieu Les Cons)
Σκηνοθεσία: Αλμπέρ Ντιποντέλ
Παίζουν: Βιρζινί Εφιρά, Αλμπέρ Ντιποντέλ, Νικολά Μαριέ
Περίληψη: Μια ταλαιπωρημένη κομμώτρια προσπαθεί να βρει το χαμένο της παιδί παρέα με δύο ανεκδιήγητους τύπους.
Η κωμωδία που σάρωσε στα φετινά Σεζάρ, αποσπώντας έξι (καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρωτότυπου σεναρίου, β' αντρικού ρόλου, φωτογραφίας, σκηνικών) από 12 συνολικά υποψηφιότητες) είναι μια βιτριολική σάτιρα της γαλλικής- κι όχι μόνο- πραγματικότητας.
Μια σαραντατριάχρονη κομμώτρια όταν μαθαίνει πως είναι βαριά άρρωστη, αποφασίζει να αναζητήσει τον γιο της, που αναγκάστηκε να δώσει για υιοθεσία στα δεκαπέντε της. Μπλέκοντας στα γρανάζια της γραφειοκρατίας, συναντάει δύο δημόσιους υπαλλήλους, που εργάζονται στην υπηρεσία όπου αρχικά προσφεύγει για να βρει βοήθεια στην αναζήτησή τη, οι οποί γίνονται συνοδοιπόροι της σε αυτή την θεότρελη περιπλάνηση. Ο ένας, ο Ντιποντέλ, βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, γιατί μόλις έχει χάσει μια προαγωγή που ήθελε διακαώς, ενώ ο δεύτερος είναι ένας τυφλός άντρας, ο οποίος εργάζεται στα αρχεία της υπηρεσίας, καλύπτοντας στη συγκεκριμένη θέση την ποσόστωση για τα άτομα με ειδικές ανάγκες , όπως προβλέπεται από τη γαλλική νομοθεσία.
Με ένα θέμα που θα κέντριζε τον Κάφκα, ο Αλμπέρ Ντιποντέλ («Ραντεβού Εκεί Ψηλά»), φτιάχνει μια ξέφρενη σουρεαλιστική σάτιρα, αφιερωμένη στον Τέρι Τζόουνς των Μόντι Πάιθονς- θα δείτε και τον Τέρι Γκίλιαμ σε ένα cameo- που σαρκάζει την αναλγησία των σύγχρονων κοινωνιών, αρνείται την πολιτική ορθότητα ως πανάκεια, και ταυτόχρονα καταφέρνει να διαχειριστεί την τραγική μοίρα τριών αντιηρώων ,που τα έχουν όλα- αρρώστιες, μοναξιά, αυτοκτονικές τάσεις, χαμένα παιδιά, καταστραμμένες ζωές,- προκαλώντας ακόμα και το γέλιο μας , ένα γέλιο όμως που δεν λειτουργεί εκτονωτικά αλλά σχεδόν λυτρωτικά, ένα γέλιο- επιβράβευση για την απίστευτή δύναμή τους να παλεύουν με τα θηρία: εσωτερικά και εξωτερικά.
Ξέφρενες καταστάσεις, που επαληθεύουν τον προβοκατόρικο τίτλο, και στιγμές δραματικών εντάσεων αναμειγνύονται σε αυτή τη μαύρη κωμωδία, που με την αιχμηρή πολιτική της ματιά, μας υπενθυμίζει ότι τελικά αυτό που έχει αξία είναι να ζεις την κάθε στιγμή, ακόμα κι αν χρειαστεί να πας κόντρα στο ρεύμα.
Βασιλιάς Όττο (King Otto)
Σκηνοθεσία: Κρίστοφερ Αντρέ Μαρκς
Περίληψη: Ντοκιμαντέρ - φόρος τιμής στον Όττο Ρεχάγκελ, τον θρυλικό προπονητή που οδήγησε την Εθνική Ελλάδος στον θρίαμβο του Euro 2004.
Ο Ελληνοαμερικανός Κρίστοφερ Αντρέ Μαρκς με πείρα στα αθλητικά ντοκιμαντέρ ασχολείται με το θαύμα του Όττο Ρεχάγκελ, που οδήγησε την εθνική Ελλάδος στη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική διάκριση της Ιστορίας της.
Το καλοκαίρι του 2004 για τους Έλληνες είναι θρυλικό, για τους υπολοίπους το απόλυτο παράδειγμα πώς ένα αουτσάιντερ μπορεί με πίστη και σκληρή δουλειά να φτάσει στην κορυφή. Βέβαια τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί, αν δεν είχε αναλάβει την Εθνική ομάδα της χώρας μας ο βασιλιάς Όττο, όπως τον αποκαλούν στην πατρίδα του. Φτάνοντας σε ελληνικό έδαφος, ο Ρεχάγκελ που δεν ξέρει τη γλώσσα μας καλείται να πάρει μια αδύναμη ομάδα, που όμως είχε, όπως έλεγε και ο ίδιος, εξαιρετικούς παίκτες, και να την οδηγήσει στον θρίαμβο.
Ο Μαρκς, αν και δίνει στο ντοκιμαντέρ του το όνομα του αρχιτέκτονα αυτής της νίκης, ελάχιστα εστιάζει στη βιογραφία του και την προσωπική του πορεία, αλλά κυρίως επικεντρώνεται στο πώς δυο διαφορετικοί κόσμοι, δύο αντίθετες κουλτούρες κατάφεραν να ξεπεράσουν το χάσμα που τους χώριζε και να βρεθούν στην κορυφή, στην τακτική που ακολούθησε ο Γερμανός προπονητής αιφνιδιάζοντας τους αντίπαλους, αλλά και στη συμβολή του Γιάννη Τοπαλίδη, βοηθού του Ρεχάγκελ, που με ευφυΐα ελαφρώς παράφραζε τις παρατηρήσεις του να μην οξύνει τα πνεύματα. Αντιπαραβάλλοντας αρχειακό υλικό με συνεντεύξεις των πρωταγωνιστών αυτής της νίκης, χωρίς μεν να προσθέτει τίποτα καινούργιο σε αυτά που ήδη ξέρουμε ,ο Μαρκς καταφέρνει να δείξει τα δυο πρόσωπα της Ελλάδας: το απείθαρχο από τη μια, και εκείνο το άλλο που μπορεί να κάνει το θαύμα αν το αποφασίσει, φτιάχνοντας ένα ντοκιμαντέρ που είναι εξίσου απολαυστικό και εθνικά τονωτικό με έναν καλό αγώνα.
Μαθήματα Περσικών (Persian Lessons)
Σκηνοθεσία: Βαντίμ Πέρελμαν
Παίζουν: Ναουέλ Πέρεζ Μπισκαγιάρτ, Λαρς Άιντιγκερ, Γιόνας Νέι
Περίληψη: Ένας Εβραίος συλλαμβάνεται από τα SS και οδηγείται σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία. Καταφέρνει να αποφύγει την εκτέλεση, όταν ορκίζεται στους φύλακες ότι δεν είναι Εβραίος αλλά Πέρσης. Αυτό το ψέμα τον σώζει προς στιγμήν, αλλά τον οδηγεί σε μια αποστολή, να διδάξει φαρσί στον διοικητή του στρατοπέδου, ο οποίος ονειρεύεται να ανοίξει ένα εστιατόριο στο Ιράν, όταν τελειώσει ο πόλεμος.
Ο Βλάντιμιρ Πέρλεμαν, δεκαεπτά χρόνια μετά από το «The House of Sand and Fog», επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη με ένα αντιπολεμικό γλυκόπικρο δράμα, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Βερολίνου.
Το 1942 στη Γαλλία, ένας Βέλγος, ο Ζιλ, συλλαμβάνεται από τα SS και οδηγείται σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία. Καταφέρνει να αποφύγει την εκτέλεση, όταν ορκίζεται στους φύλακες ότι δεν είναι Εβραίος αλλά Πέρσης. Αυτό το ψέμα τον σώζει προς στιγμήν , όμως στη συνέχεια αναλαμβάνει μία αποστολή που ή θα του χαρίσει την ζωή ή θα τον καταδικάσει σε θάνατο. Αυτό που πρέπει να κάνει είναι να διδάξει φαρσί στον Διοικητή του Στρατοπέδου, ο οποίος ονειρεύεται να ανοίξει ένα εστιατόριο στην Τεχεράνη, όπου ζει ο αδερφός του, όταν τελειώσει ο πόλεμος. Με ένα ευφυές τέχνασμα ο Ζιλ κατορθώνει να επιβιώσει επινοώντας μια γλώσσα, πράγμα που θα αποδειχτεί εξαιρετικά δύσκολο, αφού πρέπει να απομνημονεύει τις λέξεις που σκαρφίζεται. Η ξεχωριστή σχέση όμως που αναπτύσσει με τον διοικητή πυροδοτεί τη ζήλια άλλων αιχμαλώτων, αλλά και των στρατιωτών. Καθώς οι μέρες περνούν, οι υποψίες ότι δεν είναι στ’ αλήθεια Πέρσης μεγαλώνουν και πλέον αντιλαμβάνεται ότι το μυστικό του δεν μπορεί να μείνει κρυφό για πάντα.
Ο Πέρλεμαν, βασισμένος στο διήγημα του Γερμανού συγγραφέα Βόλφγκανγκ Κολχάασε, και με όπλο του το χιούμορ αντιμετωπίζει μια από τις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης Ιστορίας, ενώ ταυτόχρονα θέτει κι ένα ζήτημα ταυτότητας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της αλλοτρίωσης των εθνικών γλωσσών. Η περίπτωση των «Περσικών Μαθημάτων», που όσο κι αν μοιάζει απίθανο αναφέρονται σε ένα πραγματικό γεγονός, αποτυπώνει πώς το ψέμα γίνεται μια μορφή δημιουργίας σε έναν τόπο βασανιστηρίων και ο Ουκρανός δημιουργός θίγει ένα γοητευτικό θέμα, το πώς η γλώσσα γεννιέται από μια ανάγκη και δεν είναι απλώς κατασκευή, χωρίς όμως ο στοχασμός του να του στερεί την κινηματογραφική του ενάργεια.