Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες της εβδομάδας, το «Διπλανό Δωμάτιο» του Πέδρο Αλμοδοβάρ, που απέσπασε τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία.
Επίσης το sequel του «Μονομάχου» διά χειρός Ρίντλεϊ Σκοτ, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Δημήτρη Κατσιμίρη και το βραβευμένο στις Κάννες (2021) κοινωνικό δράμα του Ναντάβ Λαπίντ («Συνώνυμα») έρχονται στις σκοτεινές αίθουσες.
Το Διπλανό Δωμάτιο (The Room Next Door)
Σκηνοθεσία: Πέδρο Αλμοδόβαρ
Παίζουν: Τζούλιαν Μουρ, Τίλντα Σουίντον, Τζον Τορτούρο, Αλεσάντρο Νιβόλα
Περίληψη: Η Ίνγκριντ και η Μάρθα ήταν στενές φίλες στα νιάτα τους, όταν εργάζονταν μαζί στο ίδιο περιοδικό, όμως οι περιστάσεις της ζωής τις χώρισαν. Οι δυο τους συναντιούνται ξανά μετά από χρόνια σε μια έντονη, αλλά παράξενα τρυφερή κατάσταση.
Η πρώτη μεγάλου μήκους αγγλόφωνη ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ , που κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία (τον πρώτο της καριέρας του) με την Τζούλιαν Μουρ και την Τίλντα Σουίντον.
Η Ίνγκριντ, μια πετυχημένη συγγραφέας μυθιστορημάτων, και η Μάρθα, μια πολεμική ανταποκρίτρια, ήταν στενές φίλες , όταν στα νιάτα τους εργάζονταν στο ίδιο περιοδικό. Χρόνια μετά, αφού έχουν ακολουθήσει εντελώς διαφορετικές πορείες, ξανασυναντιούνται κάτω από μια περίεργη συγκυρία. Η Μάρθα, που πάσχει από καρκίνο, εξαντλημένη από τις χημειοθεραπείες, έχει αγοράσει από τη μαύρη αγορά του διαδικτύου ένα χάπι ευθανασίας, αποφασισμένη να δώσει τέλος στη ζωή της. Έτσι, ζητάει από την Ίνγκριντ, που πηγαίνει να την επισκεφτεί στο νοσοκομείο, να βρίσκεται απλώς στο «διπλανό δωμάτιο», όταν θα επιλέξει τη μέρα θα αποχαιρετήσει τον κόσμο.
Βασισμένο στο βιβλίο της Σίγκριντ Νιούνεζ «What Are You Going Through» κι επηρεασμένος από τη λογοτεχνία του Τζόις και τους «Δουβλινέζους» του Χιούστον, ο Αλμοδόβαρ, εγκαταλείποντας το μελόδραμα που τόσο αγαπά, αλλά μένοντας πιστός στις δυναμικές ηρωίδες, εστιάζει σε ένα κρίσιμο ζήτημα: αυτό της ευθανασίας.
Η Ίνγκριντ και η Μάρθα αντικατοπτρίζουν δύο διαφορετικές ιδεολογικές προσεγγίσεις. Η πρώτη φοβάται και δεν μπορεί να αποδεχτεί τον θάνατο, και κυρίως αντιμετωπίζει την επιλογή της φίλης της ως «εγκατάλειψη». Από την άλλη πλευρά, η Μάρθα θέλει να έχει το δικαίωμα ενός αξιοπρεπούς τέλους. Αυτή η αντίθεση εκφράζεται και μέσα από τις ερμηνείες των πρωταγωνιστριών του: η ψύχραιμη κι όχι ψυχρή Σούιντον και η συναισθηματική Μουρ σε δύο υπέροχες ερμηνείες δημιουργούν έναν ζωντανό διάλογο πάνω σε ένα θέμα, που φαίνεται πως απασχολεί και προσωπικά τον Αλμοδόβαρ.
Αν και για μια ακόμα φορά, ο μεγάλος δημιουργός επιλέγει μια ιστορία που προσφέρεται για συγκινήσεις και δάκρυα, πίσω από την οποία κρύβεται ένας βαθυστόχαστος κοινωνικός σχολιασμός, φαίνεται πως αλλάζει ύφος, χωρίς να εγκαταλείπει την πάντα καλόγουστη αισθητική του, με τις έντονες χρωματικές παλέτες που τον χαρακτηρίζουν. Η σεξουαλικότητα και ο έρωτας των δύο γυναικών έρχονται σε δεύτερο πλάνο, ενώ οι δραματικές εντάσεις και οι κορυφώσεις που συνηθίζει δίνουν τη θέση τους σε μια φιλοσοφική περισσότερο αντιπαράθεση, παρά μια συγκρουσιακή σχέση. Ο ίδιος, λιγότερο αυτοναφορικός, αλλά βαθιά στοχαστικός, δεν διστάζει να πάρει μια ξεκάθαρη θέση, εκφράζοντας μια βαθιά αγωνία της εποχής μας.
Κι ενώ το «Διπλανό Δωμάτιο» είναι μια ταινία που μιλάει για τον θάνατο, παράλληλα αποτελεί με έναν ιδιαίτερο τρόπο κι ένα ύμνο στη ζωή, στην αυτοδιάθεση και στην αγάπη, τη φιλία και την τέχνη, θέματα δηλαδή που έχουν απασχολήσει τον Αλμοδόβαρ σε όλη τη φιλμογρφαία του.
Ο Μονομάχος ΙΙ (Gladiator II)
Σκηνοθεσία: Ρίντλεϊ Σκοτ
Παίζουν: Πολ Μέσκαλ, Πέδρο Πασκάλ, Τζόζεφ Κουίν, Ντέρεκ Τζάκομπι, Κόνι Νίλσεν, Ντένζελ Ουάσινγκτον
Περίληψη: Χρόνια αφότου έγινε μάρτυρας του θανάτου του αξιοσέβαστου Μάξιμου από τα χέρια του θείου του, ο Λεύκιος αναγκάζεται να εισέλθει στο Κολοσσαίο, αφού η πατρίδα του κατακτήθηκε από τους τυραννικούς αυτοκράτορες, που πλέον ηγούνται της Ρώμης.
Ο Πολ Μεσκάλ και ο Πέδρο Πασκάλ μπαίνουν στην αρένα του Ρίντλεϊ Σκοτ για το sequel του «Μονομάχου».
Δυο δεκαετίες μετά από τον θάνατο του Μάξιμου από τα χέρια του θείου του, ο Λεύκιος αναγκάζεται να παλέψει στο Κολοσσαίο. Η Ρώμη έχει πέσει στα χέρια κατακτητών και οι νέοι «δίδυμοι» αυτοκράτορες Γέτας και Καρακάλλας, επιβάλλουν μια τυραννική εξουσία, γεγονός που τον γεμίζει οργή.
Ο Λεύκιος έφυγε κρυφά μικρός, όταν πέθανε ο Μάξιμος, διότι η Σύγκλητος της Ρώμης τον κυνηγούσε να τον σκοτώσει. έτσι, κατέληξε στην Αφρική, όπου εκπαιδεύτηκε για να γίνει ένας σπουδαίος πολεμιστής. Όταν στη πόλη του, επιτίθεται ο ρωμαϊκός στρατός με επικεφαλής τον στρατηγό Ακάκιο, βρίσκεται αιχμάλωτος στα χέρια του Μακρίνου, ο οποίος διαβλέπει ότι αυτός ο άνδρας θα μπορούσε να τον βοηθήσει να γίνει αυτοκράτορας. Ο Λεύκιος, που έχει χάσει και την αγαπημένη του από Ρωμαίο στρατιώτη, γίνεται ο Μονομάχος και φτάνει στο Κολοσσαίο, όπου για 3 ημέρες γίνονται μάχες στην αρένα, έτοιμος για εκδίκηση. Βλέποντας μετά από χρόνια τη μητέρα, του, θα αποφασίσει να διεκδικήσει μια Ρώμη δίκαιη,όπως ακριβώς την ονειρευόταν και ο παππούς του.
Ο ΡίντλεΊ Σκοτ εικοσιπέντε περίπου χρόνια μετά από την τεράστια εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία του «Μονομάχου », που αναβίωσε υποδειγματικά το peplum (ιστορική περιπέτεια που εκτυλίσσεται στην αρχαιοελληνική ή ρωμαϊκή εποχή) και κέρδισε πέντε Όσκαρ - ένα και για τον Ράσελ Κρόου-, επιστρέφει στην Αρχαία Ρώμη με μια επική υπερπαραγωγή, προσφέροντας αφειδώς θέαμα και δράση με τη μαξιμαλιστική διάθεση, που τον χαρακτηρίζει, συνεχίζοντας απτόητος στα 87 του να μας διασκεδάζει και ταυτόχρονα να μιλάει για την πιο σκοτεινή πλευρά της ανθρωπινής ύπαρξης.
Χωρίς να χάνει καθόλου χρόνο, ενορχηστρώνει από τα πρώτα λεπτά μια σειρά από συγκλονιστικές μάχες, αναπτύσσοντας παράλληλα τους χαρακτήρες του, τόσο τους νέους όσο και αυτούς που επανέρχονται από το παρελθόν, αν και κάποιοι, όπως οι αυτοκράτορες, παραμένουν κάπως σχηματικοί και καρικατουρίστικοι.
Οι σκηνές στο Κολοσσαίο βέβαια, ακολουθώντας μια αλάνθαστη συνταγή, είναι εξαιρετικά εντυπωσιακές: θα δείτε και μια μεγαλοπρεπή αναπαράσταση της μάχης της Σαλαμίνας με καρχαρίες! Αν και για να λέμε την αλήθεια, αποκλείεται εκείνη την εποχή οι καρχαρίες να μπορούσαν να ζήσουν στα ενυδρεία, που θα είχαν στη κατοχή τους οι Ρωμαίοι.
Όσο αφορά στη βασική πλοκή, αυτό το sequel, που εύκολα θα μπορούσε να το πει κανείς και remake τελικά, δεν παρουσιάζει και καμία τρομερή διαφοροποίηση από τον πρώτο «Μονομάχο»: ένας σκλάβος διεκδικεί την ελευθέρια του και μια διαφθαρμένη αυτοκρατορία ασελγεί εις βάρος των πολιτών της. Ο Σκοτ όμως, με τη συνδρομή του μόνιμου συνεργάτη του στο σενάριο Ντέιβιντ Σκάρπα, φροντίζει να πει και μια δεύτερη ιστορία, για όσους θέλουν να την ακούσουν, που βρίσκει αντίκρισμα στη σημερινή Αμερική, ενισχύοντας παράλληλα το camp στοιχείο.
Ο Πολ Μεσκάλ («Aftersun») αποδεικνύεται άξιος διάδοχος του Κρόου, αποδίδοντας τη σωματικότητα και την εσωτερική ένταση του ρόλου του, αν και του λείπει η brutalite του Αυστραλού σταρ, που δημιουργούσε μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη με τον ιδεαλισμό του Μονομάχου. Όμως αυτός που κλέβει την παράσταση είναι ο ραδιούργος Μακρίνος του Ντένζελ Ουάσινγκτον, ο οποίος είναι και δραματουργικά το πιο ισχυρό χαρτί της ταινίας.
Το Γόνατο της Αχέντ (Ha'berech/Ahed's Knee)
Σκηνοθεσία: Ναντάβ Λαπίντ
Παίζουν: Αβσαλόμ Πολάκ, Νουρ Φιμπάκ
Περίληψη: Ένας Ισραηλινός σκηνοθέτης ρίχνεται σε δύο μάχες καταδικασμένες να αποτύχουν. Από τη μία ενάντια στον θάνατο της ελευθερίας και από την άλλη, κόντρα στην απώλεια της μητέρας του.
Ο Ναντάβ Λαπίντ («Συνώνυμα», «The Kindergarten Teacher») επιστρέφει με μία προσωπική ιστορία. που απέσπασε το Βραβείο Επιτροπής στις Κάννες το 2021.
Ένας επιτυχημένος σαραντάρης Ισραηλινός σκηνοθέτης, με το συμβολικό όνομα Υ, ταξιδεύει σε ένα απομακρυσμένο χωριό στην έρημο για να παρουσιάσει την ταινία του. Εκεί θα συναντήσει τη Γιαχαλόμ, μία υπάλληλο του Υπουργείου Πολιτισμού, και θα έρθει αντιμέτωπος με τη λογοκρισία της κυβέρνησης , τον θάνατο της μητέρας του και την απώλεια της πατρίδας του.
Ο τίτλος παραπέμπει στην Aχεντ Ταμινί, μια Παλαιστίνια φοιτήτρια διαδηλώτρια, η οποία συνελήφθη και φυλακίστηκε το 2018, στα 16 της χρόνια, γεγονός που δημιούργησε σάλο. Για τους Παλαιστινίους είναι ηρωίδα, ενώ για τους Ισραηλινούς τρομοκράτισσα. Ένας βουλευτής του Ισραήλ μάλιστα είπε πως θα έπρεπε να την πυροβολήσουν στο γόνατο. Βασισμένο σε αυτή την ιστορία, αλλά και σε αυτοβιογραφικά του βιώματα, ο Λαπίντ , που συνυπέγραφε τα σενάριά του μαζί με τη μητέρα του, που ήταν και η μοντέρ του μέχρι τον θάνατό της, τα βάζει ανοιχτά με την ισραηλινή κυβέρνηση, αλλά και τους καλλιτέχνες που υποκύπτουν στις ορέξεις της.
Με ντοκιουμαντερίστικη λογική κινείται ανάμεσα στην αλληγορία και τον ρεαλισμό, αφηγείται το υπαρξιακό δίλημμα και τη αγωνία του ήρωά του, που λειτουργεί ως το alter ego, μιλάει για ένα καθεστώς ολοκληρωτισμού και δεν χαρίζεται σε κανέναν, βγάζοντας μια σπαρακτική κραυγή, που συγκίνησε την επιτροπή των Καννών. Μερικές φορές όμως οι σκηνοθετικές του ακροβασίες και το στυλιζάρισμα που επιχειρεί δημιουργούν μια επιτήδευση, που αφαιρεί από το όλο εγχείρημα την αυθεντικότητα.
Με αξιοπρέπεια
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Κατσιμίρης
Παίζουν: Ηλέκτρα Γεννατά, Γιώργος Γερωνυμάκης, Γιάννης Κότσιφας, Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, Θανάσης Χαλκιάς, Χάρης Τσιτσάκης, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη
Περίληψη: Οικογενειακές συγκρούσεις γύρω από ένα τραπέζι γενέθλιων.
Το βραβευμένο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Δημήτρη Κατσιμίρη, που απέσπασε το Βραβείο κοινού στο 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Ο κύριος Δημήτρης, ένας ογδοντάχρονος ηλικιωμένος με εγκεφαλικό, έχει αφήσει το χωριό για να μείνει στην πόλη μαζί με τον γιο και τη νύφη του. Με αφορμή την ημέρα των γενεθλίων του, ο γιος του καλεί τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας για να τους ανακοινώσει πως αδυνατεί πλέον να τον φροντίζει. Μια άλλη λύση πρέπει να βρεθεί, όπου όλοι θα πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί.
Αναπτύσσοντας μια παλιότερη μικρού μήκους του, «Τα γενέθλια», ο Κατσιμίρης αυτή τη φορά περιστρέφοντας τη δράση γύρω από έναν ηλικιωμένο άντρα με αρχές άνοιας, κινείται στο σαλόνι μιας οικογένειας όπου μικροαστοί και wannabe αστοί τσακώνονται μέχρι τελικής πτώσεως, καταγράφοντας τις παθογένειες μιας κοινωνίας, όπου τελικά κανείς δεν είναι πρόθυμος να αναλάβει τις ευθύνες του.
Με ωμό ρεαλισμό και μια κάμερα που συνεχώς κινείται στον κλειστοφοβικό χώρο, ο Κατσιμίρης, αφηγείται μια τυπική ιστορία της «αγίας ελληνικής οικογένειας,» με ένα handmade τρόπο, που θυμίζει DIY βίντεο, αλλά παράλληλα είναι μελετημένος και δομημένο, δείχνοντας πως το χαμηλό του μπάτζετ δεν λειτουργεί ως τροχοπέδη στο βασικό του διακύβευμα.
Με διαφορετικό τρόπο από τη φόρμα του Οικονομίδη, ο Κατσιμίρης, αν και σε σημεία δεν αποφεύγει τα κλισέ και τη θεατρικότητα, επενδύοντας περισσότερο από ό χρειάζεται στα διαλογικά μέρη, καταφέρνει να αποθανατίσει, μέσα από τις χειμαρρώδεις ερμηνείες των ηθοποιών του, τη βία που κρύβεται στον πυρήνα των οικογενειακών σχέσεων και μαζί την πιο ανθρωποφάγο πλευρά της αγάπης. Και μπορεί να μην πρωτοτυπεί ιδιαίτερα σε όσα λέει, αφού αυτό το θέμα το έχουμε δει σε πολλές ακόμα ελληνικές παραγωγές, όμως δείχνει πως έχει μια ικανότητα να διαχειρίζεται δύσκολες συνθήκες, να κρατάει σωστούς ρυθμούς και να ενορχηστρώνει σύνολα με ειλικρίνεια και αλήθεια.
Τοτό 2: Η Σχολική Εκδρομή (Les Blagues de Toto 2: Classe Verte)
Σκηνοθεσία: Πασκάλ Μπουρντιό
Με τις φωνές των (στα ελληνικά): Θανάση Μαυρογιάννη, Μυρτώς Ναούμ, Κώστα Αποστολίδη, Μαριλένας Λιακοπούλου, Φρύνης Δήμου, Τάσου Νταπαντά, Ελένης Μπίκου
Περίληψη: Ο Τοτό και η τρελοπαρέα του βάζουν πλώρη για μια νέα περιπέτεια, αυτή τη φορά στο πλαίσιο μιας σχολικής εκδρομής στην εξοχή.
Δεύτερη live action ταινία με τον Τοτό, που προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά.
Ο Τοτό και η παρέα του βρίσκουν τον εαυτό τους στην εξοχή, χάρη σε μια σχολική εκδρομή, με σκοπό να μάθουν περισσότερα για την οικολογία και την προστασία του πλανήτη, τη φύση και τα ζώα. Για τους υπόλοιπους μαθητές είναι μια ευκαιρία να ανακαλύψουν από κοντά την καθημερινότητα της ζωής σε μια φάρμα, αλλά για τον Τότο είναι η τέλεια ευκαιρία να σκαρφιστεί πλάκες και να τους παρασύρει όλους σε νέες τρέλες.
Μετά από τη μεγάλη εμπορική επιτυχία της πρώτης ταινίας το 2020, που έφερε τον Τοτό για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη με μια live-action ταινία, οι ίδιοι συντελεστές ενώνουν και πάλι τις δυνάμεις τους και παρουσιάζουν μια ευφάνταστη, ξεκαρδιστική περιπέτεια… εκτός έδρας - αφού, ως γνωστόν, η τρέλα δεν πάει μόνο στα βουνά, αλλά και στην εξοχή!
Βραδύποδες στην Κουζίνα (The Sloth Lane)
Σκηνοθεσία: Τάνια Βίνσεντ
Με τις φωνές των: Αλεξάνδρας Λέρτα, Βούλας Κώστα, Πέτρου Δαμουλή, Τίτου Γρηγορόπουλου, Άντριας Ράπτη, Βαγγέλη Ζάπα, Δημήτρη Παπαδάτου, Βασίλη Μήλιου, Βασίλη Παπαστάθη, Μαριλένας Χατζηνικολαΐδη, Νίκης Γεωργακάκου
Περίληψη: Μια οικογένεια βραδύποδων αναζητάει την τύχη της στην πόλη.
Animation από την Αυστραλία με ήρωες τους αξιολάτρευτους βραδύποδες.
Μετά από μία καταστροφική καταιγίδα που διέλυσε το σπίτι τους, η σβέλτη βραδύπους Λόρα μαζί με την παλαβή οικογένεια της και τη σκουριασμένη τους καντίνα μετακομίζουν στη μεγάλη πόλη με την ελπίδα να πλουτίσουν χάρη στις οικογενειακές συνταγές τους. Το πεντανόστιμο φαγητό της οικογένειας προσελκύει το ενδιαφέρον ενός εύστροφου θηλυκού γατόπαρδου, που θα κάνει τα πάντα για να ανακάμψει μετά από την αποτυχία της δικής της fast food αλυσίδας.
Ασίκ Κερίμπ: Ο Φτωχός Ασίκης (Ashug-Karibi/ Ashik Kerib)
Σκηνοθεσία: Σεργκέι Παρατζάνοφ και Ντόντο Αμπασίτ
Παίζουν: Γιούρι Μπγκόγιαν, Σοφίκι Τσιαουρέλι, Ραμάζ Τσικβάτζε, Κονσταντίν Στεπάνκοφ
Περίληψη: Ένα πλούσιο λαογραφικό ταξίδι με αφορμή τον μύθο του Ασίκ.
Γεωργιανό ποιητικό σινεμά δια χειρός Παρατζάνοφ και Αμπασίντζε.
Ένας λαϊκός οργανοπαίκτης – ποιητής, ο Ασίκ Κερίμπ, θέλει να παντρευτεί την αγαπημένη του, αλλά ο πατέρας της αντιτίθεται λόγω της κοινωνικής του θέσης, καθώς περιμένει πλούσιες προτάσεις για την κόρη του. Εκείνη ορκίζεται να τον περιμένει για χίλιες μέρες και νύχτες μέχρι να επιστρέψει με αρκετά χρήματα, ώστε να πείσει τον πατέρα της να δεχτεί τον γάμο τους. Στο ταξίδι για την αναζήτηση πλούτου, ο Ασίκ συναντά πολλές δυσκολίες, αλλά με τη βοήθεια ενός καβαλάρη δεν θα επιστρέψει με άδεια χέρια.
Βασισμένη σε μια μικρή ιστορία του Μιχαήλ Λέρμοντοφ, η ταινία είναι εξαιρετικά αφιερωμένη στον στενό φίλο του Παρατζάνοφ, Αντρέι Ταρκόφσκι, ο οποίος είχε πεθάνει δύο χρόνια νωρίτερα. Τη σκηνοθεσία συνυπογράφει ο Γεωργιανός ΝτόντοΑμπασίτζε, με τον οποίο συνεργάστηκαν και στην ταινία: «Ο Θρύλος του Κάστρου Σουραμί».
Ένα παραμύθι που σφύζει από μουσική, εικόνες και φολκλόρ στοιχεία, με μινιμαλιστικούς διαλόγους και αφαιρετικό σενάριο. Το soundtrack περιλαμβάνει ορχηστρική, ηλεκτρονική και παραδοσιακή μουσική, ακόμη και ένα απόσπασμα από το «AveMaria» του Σούμπερτ.Η λεπτομερής απεικόνιση της κουλτούρας του Αζερμπαϊτζάν προκύπτει μέσα από το πάντρεμα παράδοσης και μοντέρνων στοιχείων.