Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες της εβδομάδας ένας έρωτας αλά γαλλικά και σημαντικές επανεκδόσεις μάς κρατούν συντροφιά.
Οι κινηματογραφικές πρεμιέρες της εβδομάδας
Οι έρωτες της Αναΐς (Les Amours d' Anais)
Σκηνοθεσία: Σαρλίν Μπουρζουά-Τακέτ
Παίζουν: Αναΐς Ντεμοουστιέ, Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι, Ντενί Πονταλιντές
Περίληψη: Η Αναΐς είναι τριάντα και άνεργη. Έχει έναν εραστή, αλλά δεν είναι σίγουρη αν τον αγαπά. Όταν συναντά τον Ντανιέλ, εκείνος την ερωτεύεται αμέσως, μόνο που ζει με την Εμιλί, την οποία ερωτεύεται η Αναΐς.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Σαρλίν Μπουρζουά-Τακέτ με την Αναΐς Ντεμουστιέ και την Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι είναι η ιστορία μιας ανήσυχης γυναίκας και μιας βαθιάς επιθυμίας.
Η Αναΐς είναι τριάντα χρόνων, άνεργη, λατρεύει τα βιβλία, έχει μια σχέση που δεν την ικανοποιεί και μια σπιτονοικοκυρά που της ζητάει τα νοίκια που χρωστάει. Οι δυσκολίες δεν την καταβάλλουν, αντίθετα με γκονταρική ανεμελιά απολαμβάνει την κάθε στιγμή. Όταν γνωρίζει τον Ντάνιελ, την ερωτεύεται αμέσως. Εκείνη όμως αισθάνεται μια ανεξέλεγκτη έλξη για τη σύντροφό του, την Εμιλί, που είναι συγγραφέας, η οποία με τη σειρά της βλέπει μέσα από την Αναΐς τον νεότερο εαυτό της.
Η Σαρλίζ Μπουρζουά-Τακέ με επιρροές από τη νουβέλ βαγκ, αλλά και από τον Κλοντ Σοτέ, υπογράφει μια κομεντί με λογοτεχνική αύρα και ρομερική διάθεση, μιας και ο διάλογος είναι αυτός που κινεί τη δράση, και παραδίδει το αντισυμβατικό πορτρέτο μιας σύγχρονης γυναίκας, η οποία βιώνει μια σειρά από υπαρξιακές ανησυχίες.
Με αφορμή ένα τυπικό γαλλικό τρίγωνο, η Τακέ αποτυπώνει με χιούμορ μια κοινωνική πραγματικότητα και μια οδυνηρή αλήθεια της εποχής μας, όπου οι υποτιθέμενες «επιτυχίες « και ανέσεις μπορεί και να μας αρρωστήσουν, και εξερευνά τον πόθο όχι μόνο ως ερωτική παρόρμηση, αλλά ως μια βαθιά περιέργεια για την ίδια τη ζωή. Έτσι, ο έρωτας της Αναΐς για την Εμιλί δεν περιορίζεται στα πλαίσια απλώς μιας παράνομης ιστορίας, αλλά μετατρέπεται σε μια δυναμική συνάντηση, που μεταμορφώνει δύο ηρωίδες, έτοιμες από πριν να διερευνήσουν τα όριά τους. Η ενέργεια της γοητευτικής Αναΐς ντε Μιστιέ κατακλύζει την οθόνη και η εξαιρετική της χημεία με τη Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι αποθεώνουν τον πόθο σε κάθε του διάσταση, δηλώνοντας πως η μόνη «αμαρτία» τελικά είναι να τον αρνείσαι.
Εραστές (Amants)
Σκηνοθεσία: Νικόλ Γκαρσιά
Παίζονυ: Πιερ Νινέ, Στέισι Μάρτιν, Μπενουά Μαζιμέλ
Περίληψη: Μυστικά, ψέματα και ένα απαγορευμένο πάθος, με φόντο τους πειρασμούς ενός κόσμου γεμάτου χρήματα και πολυτέλεια. Η Νικόλ Γκαρσιά με αυτό το ατμοσφαιρικό θρίλερ αποδεικνύει ότι ακόμα και ό έρωτας μπορεί να είναι πολιτική πράξη.
Η Λίζα είναι ερωτευμένη από τα παιδικά της χρόνια με τον Σιμόν, που για να βγάζει τα προς το ζην διακινεί ναρκωτικά. Ένα τραγικό συμβάν όμως τον αναγκάζει να εγκαταλείψει τη χώρα για να γλιτώσει τη φυλακή. Οι δύο εραστές χάνονται για να ξαναβρεθούν χρόνια μετά κάπου στον Ινδικό ωκεανό. Μόνο που η Λίζα πια είναι παντρεμένη με έναν πλούσιο κι αρκετά μεγαλύτερό της άντρα. Το πάθος των νεαρών αναζωπυρώνεται και καταλήγουν στη Γενεύη, μπλεγμένοι σε ένα επικίνδυνο ερωτικό τρίγωνο.
Η Νικόλ Γκαρσιά («Ο Αντίζηλος», «Όλα Όσα Αγαπήσαμε») παίζει με τους κανόνες του νουάρ σε αυτό το ψυχολογικό θρίλερ, που εξερευνά τα όρια. Η αναμέτρηση όμως των τριών ηρώων δεν είναι μόνο ερωτική, αλλά και ταξική και η ανάγκη τους να ξεφύγουν, ή αντίθετα να υπερασπιστούν τα κεκτημένα τους, τους μετατρέπει σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους.
Η Γαλλίδα δημιουργός χωρίζει την ιστορία της σε τρία κεφάλαια, που εκτυλίσσονται σε τρεις χρόνους και τρεις διαφορετικές χώρες, εκ διαμέτρου αντίθετες μεταξύ τους, γεγονός που της δίνει την ευκαιρία να παίζει με τα θερμά και τα ψυχρά χρώματα, αλλά και με τις θερμοκρασίες- εξωτερικές και εσωτερικές. Ακροβατώντας στην κόψη του ξυραφιού, εξερευνά την ψυχοσύνθεση, αλλά και την κοινωνική ταυτότητα τριών γοητευτικών μέσα από τις αδυναμίες τους χαρακτήρων και το πώς αυτή επηρεάζει την προσωπική τους ζωή, αποτυπώνει το χάσμα των γενεών, αλλά και δύο εντελώς διαφορετικών κόσμων, καθοδηγώντας τους πρωταγωνιστές της σε εξαιρετικές ερμηνείες λεπτών αποχρώσεων.
Οδηγός για ζευγάρια (Les Fantasmes)
Σκηνοθεσία: Στεφάν και Νταβίντ Φενκινός
Παίζουν: Ντενί Πονταλιντές, Μόνικα Μπελούτσι, Καρόλ Μπουκέ, Ραμζί Μπεντιά, Καρίν Βιάρντ, Σουζάν Κλεμάν
Περίληψη: Αντιμέτωπα με τις φαντασιώσεις τους, έξι ζευγάρια προσπαθούν να εξερευνήσουν τις κρυμμένες πλευρές της ερωτικής τους ζωής.
Ελεύθερο remake της σπονδυλωτής αυστραλιανής κωμωδίας «Μαζί σου κι ας πεθάνω» του Τζος Λόουσον. Αντιμέτωποι με τις φαντασιώσεις τους, έξι ζευγάρια προσπαθούν να εξερευνήσουν τις κρυμμένες πλευρές της ερωτικής τους ζωής. Από το παιχνίδι ρόλων έως την αποχή, έξι ξεχωριστές ιστορίες με το ίδιο ερώτημα σχετικά με τη σεξουαλική επιθυμία, που πάντα θα αναζητάει απεγνωσμένα μια απάντηση.
Οι αδερφοί Νταβίντ και Στεφάν Φοενκινός με αυτή τη σπονδυλωτή ταινία στα χνάρια του «Τα πάντα γύρω από το σεξ» του Γούντυ Άλλεν, προσεγγίζουν τον αχανή κόσμο των φαντασιώσεων μέσα από διαφορετικά ερωτικά φετίχ, γύρω από τα όποια ενορχηστρώνουν έξι κωμικές βινιέτες. Μόνο που οι Γάλλοι δημιουργοί δεν διαθέτουν το βιτριολικό πνεύμα του Αμερικανού σκηνοθέτη, ούτε καταφέρνουν πάντα να βρουν μια ενδιαφέρουσα ανατροπή. Ευτυχώς όμως δεν καταφεύγουν σε εύκολα αστεία και χοντροκοπιές, που θα μεταμόρφωναν το τελικό αποτέλεσμα σε σεξοκωμωδία, αντίθετα καταφέρνουν να διατηρούν έστω και σε χαμηλούς τόνους μια φινέτσα, αναλύοντας συχνά με πικάντικο τρόπο διαστροφές, όπως η δακρυφιλία, αδελφοφιλία, ή θανατοφιλία.
Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες
Πού πάω πάλι ο άνθρωπος; (Irréductible / Employee of the Month)
Σκηνοθεσία: Ζερόμ Κομαντέρ
Παίζουν:Λετισιά Ντος, Κριστιάν Κλαβιέ, Ζερόμ Κομαντέρ
Περίληψη: Ένας δημόσιος υπάλληλος, που αρνείται να δεχτεί την προσφορά για εθελουσία έξοδο, μετατίθεται γι’ αυτό στα πιο απόμακρα, επικίνδυνα και αφιλόξενα μέρη του πλανήτη.
Ο κωμικός Ζερόμ Κομαντέρ διασκευάζει την κωμωδία του Κέκο Ζαλόνε «Που πάω, Θεέ μου», αναλαμβάνοντας ο ίδιος και τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ο Βενσάν από μικρός ονειρευόταν να δουλέψει για το κράτος και τελικά τα κατάφερε. Πλέον ζει μία άνετη ζωή και απολαμβάνειτα προνόμια της δημοσιοϋπαλληλίας. Όλα αυτά μέχρι την ημέρα που η κυβέρνηση αποφασίζει να καταργήσει την υπηρεσία του.
Ο Κομαντέρ («Η Πεθερά Χτυπάει την Πόρτα», «Κάτι Τρέχει στο Σεν Τροπέ») παρακολουθώντας τις ανά τον κόσμο περιπέτειες του Βενσάν, σατιρίζει τη γραφειοκρατία, τη νοοτροπία των δημοσίων υπαλλήλων και τις πολιτιστικές διαφορές Βορρά και Νότου.
Minions 2: Η Άνοδος του Γκρου (Minions: The Rise of Gru)
Σκηνοθεσία: Κάιλ Μπάλντα
Με τις φωνές των: Στιβ Καρέλ, Ταράτζι Π. Χένσον, Μισέλ Γιέο, Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ, Λούσι Λόλες, Τζούλι Αντριους, Ντολφ Λούντγκρεν, Ντάνι Τρέχο
Περίληψη: Ο δωδεκάχρονος Γκρου, πιστός στην ιδέα να εξελιχθεί στον χειρότερο κακό της ανθρώπινης Ιστορίας, επιχειρεί να γίνει μέλος της εγκληματικής συμμορίας των Vicious 6.
Η ταινία προβάλλεται με υπότιτλους και από 25/8 και μεταγλωττισμένη.
Ο Απαισιότατος Γκρου και οι μικροί κίτρινοι φίλοι του επιστρέφουν στη δεκαετία του ’70, από εκεί δηλαδή που ξεκίνησαν όλα.
Ο δωδεκάχρονος Γκρου μεγαλώνει στα προάστια. Θαυμαστής της ομάδας υπερκακών με το όνομα Vicious 6, καταστρώνει ένα σχέδιο, ώστε να ενταχθεί στους κόλπους της. Όταν εκείνοι απολύουν τον αρχηγό τους, ο Γκρου περνά από συνέντευξη για να γίνει το νεότερο μέλος τους. Η συνάντηση όμως δεν πηγαίνει καθόλου καλά και τα πράγματα χειροτερεύουν, όταν ο μικρός κλέψει κάτι από αυτούς, οπότε και θα μεταμορφωθεί σε θανάσιμο εχθρό τους. Κυνηγημένος θα βρει έναν απροσδόκητο σύμμαχο στο πρόσωπο του πρώην αρχηγού τους και θα ανακαλύψει ότι ακόμα και οι χειρότεροι κακοί χρειάζονται καμιά φορά τη βοήθεια των φίλων τους.
Συνδυάζοντας τη δράση με το ανατρεπτικό χιούμορ της σειράς, τα Minios επιστρέφουν με ένα νέο, εντυπωσιακό καστ, την εξάδα των απόλυτων Κακών (Vicious 6): η cool αρχηγός Μπελ Μπότομ, της οποίας η ζώνη με αλυσίδα είναι ταυτόχρονα ένα φονικό ρόπαλο με ντίσκο-μπάλα, ο μηδενιστής Ζαν Κλοντ, οπλισμένος με ένα γιγαντιαίο ρομποτικό νύχι, η Νάντσακ που κρύβει τα θανατηφόρα τσακ της κάτω από τη στολή της καλόγριας, ο Σουηδός πρωταθλητής του πατινάζ Σβέντζαν, που εξολοθρεύει τους εχθρούς του με περιστροφικές κλωτσιές από τα πατίνια του με καρφιά και ο Στρόνγκχολντ, του οποίου τα γιγαντιαία σιδερένια χέρια είναι απειλή για τους άλλους, αλλά και βάρος για τον ίδιο.
Με τις τέσσερις ταινίες στο ενεργητικό τους, ξεκινώντας από το «Εγώ, Ο Απαισιότατος» (2010), τα Minions έχουν εξελιχθεί σε ένα απίθανο εμπορικό φαινόμενο, που έχει φτάσει τα 3,7 δισεκατομμύρια εισπράξεις. Η «θορυβώδης» γοητεία και η έξαλλη τρυφερότητα τους, αλλά και η «απαίσια» γλυκύτητα του Γκρου, έχουν πετύχει να κατακτήσουν μια ολόκληρη γενιά από μικρούς και μεγάλους θεατές. Η νέα τους ιστορία μας μεταφέρει στην πολύχρωμη δεκαετία του ’70 και εμπνέεται από τις Κουνγκ Φου ταινίες της εποχής.
Kινηματογραφικές πρεμιέρες και επαναπροβολές
Υποψίες (Suspicion)
Σκηνοθεσία: Αλφρεντ Χίτσκοκ
Παίζουν: Κάρι Γκραντ, Τζόαν Φοντέιν
Περίληψη: Ένας γοητευτικός playboy, ο Τζόνι, καταφέρνει να παντρευτεί μια πλούσια νεαρή, τη Λίνα, η οποία ανακαλύπτει ότι είναι ψεύτης, τζογαδόρος και απένταρος. Το χειρότερο όμως είναι πως αρχίζει να υποψιάζεται ότι εκτός από αυτά, είναι και δολοφόνος -και ίσως η ίδια να είναι το επόμενο θύμα του.
To κλασικό αριστούργημα του Άλφρεντ Χίτσκοκ κυκλοφορεί σε επανέκδοση με νέες αποκατεστημένες κόπιες.
Η ντροπαλή Λίνα ΜακΛέιντλοου φαίνεται πως έχει αποδεχτεί την ιδέα ότι δεν πρόκειται να βρει ποτέ τον άνδρα της ζωής της, μέχρι τη στιγμή που συναντά τον γοητευτικό και πνευματώδη Τζόνι Άισγκαρ, ο οποίος τα βγάζει πέρα ζητώντας δανεικά από φίλους του. Η νεαρή δεν παίρνει στα σοβαρά τις προειδοποιήσεις των γονιών της, οι οποίοι θεωρούν πως ο αγαπημένος της είναι απλώς προικοθήρας, και τον παντρεύεται. Μετά από τον γάμο τους όμως, ανακαλύπτει ότι ο σύζυγός της είναι ικανός να κάνει τα πάντα για το χρήμα, ακόμα και φόνο.
Βασισμένος στο μυθιστόρημα του Άντονι Μπέρκλι «Before the Fact», αν και οι κριτικοί τον κατηγόρησαν ότι άλλαξε εντελώς το θέμα και κυρίως το τέλος, ο μετρ του σασπένς φτιάχνει ένα αισθηματικό ψυχολογικό θρίλερ πάνω στο φαίνεσθαι και στο είναι, με ένα φινάλε διφορούμενο που μέχρι σήμερα αποτελεί αντικείμενο αναλύσεων, χαρίζοντας στην Φοντέιν το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου, η οποία ήταν και η μοναδική πρωταγωνίστριά του που έλαβε αυτή την τιμή.
H δυαδικότητα της ανθρώπινης φύσης είναι ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στο έργο του Χίτσκοκ. Εδώ, ο διπλός χαρακτήρας του ήρωα και ταυτόχρονα κακού της ταινίας υπογραμμίζεται από την ατμοσφαιρική νουάρ κινηματογράφηση, που δημιουργεί ένα κλίμα δυσπιστίας και φόβου, αγγίζοντας τα όρια της παράνοιας (απειλητικές σκιές που προβάλλονται στους τοίχους, το ύποπτο γάλα που σχεδόν φωσφορίζει κλπ).
Η ταινία υπήρξε εμπορική αλλά και καλλιτεχνική επιτυχία, παρά τους περιορισμούς που δεχόταν ο Χίτσκοκ από το στούντιο. Μάλιστα, για να αποφύγει περισσότερες παρεμβάσεις κινηματογράφησε την ταινία με την τεχνική του μοντάζ εντός κάμερας, με τα γυρίσματα να ακολουθούν αυστηρή σειρά για κάθε πλάνο, δημιουργώντας έτσι μια ροή, που απέτρεπε την αποκοπή ή αναδιάταξη των σκηνών, αλλά κυρίως διατηρώντας αμείωτη την ένταση από το πρώτο έως το τελευταίο πλάτανο.
Οι γέφυρες του Μάντισον (The Bridges of Madison County)
Σκηνοθεσία: Κλιντ Ίστγουντ
Παίζουν: Μέριλ Στριπ, Κλιντ Ίστγουντ, Άνι Κόρλεϊ, Βίκτορ Σλέζακ
Περίληψη: Ο Ρόμπερτ, ένας ταξιδευτής φωτογράφος για το National Geographic διασταυρώνεται τυχαία με την Ιταλοαμερικάνα Φραντζέσκα στην αγροτική Άιοβα. Οι ζωές τους ανατρέπονται, οι ψευδαισθήσεις τους διαλύονται και οι δυο τουςβιώνουν έναν μοναδικό έρωτα.
Η Μέριλ Στριπ και ο Κλιντ Ίστγουντ συναντιούνται σε μία από τις πιο συγκινητικές ιστορίες αγάπης όλων των εποχών.
Η Φραντζέσκα Τζόνσον, μία «νυφούλα πολέμου» από την Ιταλία, ζει με τον σύζυγο και τα δύο παιδιά της στην Αμερική της δεκαετίας του ‘60. Η οικογένεια της λείπει για μερικές μέρες, όταν διασταυρώνεται με τον Ρόμπερτ Κινκάιντ , έναν φωτογράφο του National Geographic που έχει αναλάβει να φωτογραφήσει τις ιστορικές γέφυρες της κομητείας. Εκείνη συμφωνεί να τον βοηθήσει και σύντομα θα γεννηθεί μία παθιασμένη σχέση, που θα διαρκέσει μόνο τέσσερις μέρες. Και οι δυο γνωρίζουν εξαρχής ότι η ιστορία τους δεν θα κρατήσει παραπάνω, γιατί η Φραντζέσκα θα επιστρέψει στην οικογένεια της. Όμως η σχέση αυτή θα χαράξει το σημάδι της και στους δύο για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Ο Κλιντ Ίστγουντ βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Τζέιμς Γουόλερ, που το έχει διασκευάσει για τη μεγάλη οθόνη ο Ρίτσαρντ ΛαΓκραβενίζ, και με το γνωστό του στυλ στρέφει το βλέμμα του θεατή στις λεπτομέρειες. Αντί να προτιμήσει λοιπόν εντυπωσιακές κινήσεις της κάμερας ή υποβλητικά μουσικά scores, διατηρεί μία απόσταση, παραδίδοντας τα ηνία της αφήγησης στους χαρακτήρες και στη σχέση που αναπτύσσουν. Δεν συμβαίνουν πολλά στις «Γέφυρες του Μάντισον»: τα γεγονότα είναι μικρές σταγόνες, από εκείνες που τελικά μπορούν να γεμίσουν έναν ολόκληρο ωκεανό. Η σχέση του Ίστγουντ με τη Στριπ εκφράζεται μόνο από τις κινήσεις του σώματος, αγγίγματα ή χαμόγελα, και μια σειρά από λιτές αλλά απίστευτης δύναμης εικόνες που βάζουν τον θεατή μέσα στην ιστορία διακριτικά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αρχικά το στούντιο είχε προτείνει νεότερες ηθοποιούς για τον ρόλο της Φραντζέσκα. Όμως ο Ίστγουντ επέμεινε για τη Μέριλ Στριπ, η οποία, όπως έχει αποκαλύψει εμπνεύστηκε από τις παιδικές της αναμνήσεις για να αποδώσει τον χαρακτήρα, το μπρίο και το ταπεραμέντο της ηρωίδας της.
Ο κακός μπελάς (L’ Emmerdeur)
Σκηνοθεσία: Εντουάρ Μολιναρό
Παίζουν: Λίνο Βεντούρα, Ζακ Μπρελ, Καρολίν Σελιέ
Περίληψη: Ένας εκτελεστή δολοφόνος κατά τύχη συναντιέται με ένα απελπισμένο σύζυγο, που του γίνεται φόρτωμα, και μαζί μπλέκουν σε μια ξεκαρδιστική περιπέτεια.
Μία από τις καλύτερες κωμωδίες του γαλλικού σινεμά της δεκαετίας του ‘70 με τον Λίνο Βεντούρα και τον Ζακ Μπρελ, σε μία σπάνια επανέκδοση, που δεν παίζεται συχνά στην Ελλάδα.
Ένας αδέξιος, μελαγχολικός τύπος έχει πιάσει ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο του Μονπελιέ για να συναντήσει την εν διαστάσει γυναίκα του. Από καθαρή τύχη (ή ατυχία) ένας ψυχρός, μεθοδικός επαγγελματίας δολοφόνος με συμβόλαιο να σκοτώσει έναν πληροφοριοδότη που θα εμφανιστεί στο Δικαστήριο ακριβώς απέναντι από το ξενοδοχείο, πιάνει το διπλανό δωμάτιο. Όταν η συνάντηση με τη γυναίκα του πρώτου ματαιώνεται, εκείνος από τη θλίψη του κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Όμως ο σωλήνας του νερού από τον οποίο επιχειρεί να κρεμαστεί σπάει, με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει όχι μόνο το δωμάτιό του, αλλά κι εκείνο του εκτελεστή γείτονά του, ο οποίος την ίδια ώρα συναρμολογεί το ειδικό τουφέκι για να καθαρίσει τον τύπο απέναντι στο δικαστήριο. Από εκείνη τη στιγμή, οι τύχες των δύο αντρών ενώνονται, προς μεγάλη απελπισία του δολοφόνου, καθώς ο δυστυχής σύζυγός όχι μόνο του χαλάει τη δουλειά, αλλά του γίνεται και φόρτωμα.
Ο Εντουάρ Μολιναρό («Το κλουβί με τις τρελές») μαζί με τον σεναριογράφο και συνεργάτη του Φράνσις Βέμπερ έχει δημιουργήσει μια κωμωδία καταστάσεων απρόβλεπτη και ευφάνταστη, που απογειώνει η χημεία των δύο πρωταγωνιστών, του τραγουδιστή Ζακ Μπρελ και του Λίνο Βεντούρα, οι οποίοι ήταν στενοί φίλοι και στην πραγματική τους ζωή.
Αξίζει να αναφέρουμε πως η ταινία ξαναγυρίστηκε στην Αμερική το 1981 με τον τίτλο «Buddy Buddy» (Τα φιλαράκια) από τον Μπίλι Γουάιλντερ με τους υπέροχους Τζακ Λέμον και Γουόλτερ Ματάου, αλλά κατά κοινή ομολογία εκείνο το remake δεν είναι τόσο διασκεδαστικό και τόσο καλαίσθητο όσο η αυθεντική, ανυπέρβλητη ταινία του Μολιναρό.
Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας… και Άνοιξη (Bom Yeoreum Gaeul Gyeoul Geurigo Bom)
Σκηνοθεσία: Κιμ Κι-Ντουκ
Παίζουν: Γεόνγκ Σου - Ο, Κιμ Κι Ντουκ, Γιονγκ Χο- Κιμ
Περίληψη: Κάτω από τα παρατηρητικά μάτια του δασκάλου του, ένας μαθητευόμενος βιώνει την απώλεια της αθωότητας, την αγάπη, τη δολοφονική δύναμη της ζήλιας και της εμμονής, το τίμημα της μετάνοιας και τη διαφώτιση μέσω της εμπειρίας.
Η ποιητική καταγραφή των εποχών από τον πολυβραβευμένο Νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη Κιμ Κι-Ντουκ.
Ο Γέρος Μοναχός και ο Νεαρός Μοναχός ζουν σαν ερημίτες σε έναν γαλήνιο ναό, που πλέει πάνω σε μία λίμνη. Η ζωή τους ακολουθεί τους ρυθμούς των εποχών. Αν και ζουν αποκομμένοι από τα εγκόσμια, δεν μπορούν να αποφύγουν την έλξη της ζωής, τα πάθη και τα βάσανά της. Κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Γέρου Μονάχου, ο Νεαρός Μοναχός παίρνει ένα σκληρό μάθημα, όταν το παιδικό του παιχνίδι γίνεται άσπλαχνο. Στη συνέχεια, βιώνει τη δύναμη του πόθου, όταν μία νεαρή γυναίκα εισβάλλει στον κλειστό του κόσμο. Το πόθος του αυτός θα οδήγησε τελικά στην εμμονή και στο έγκλημα. Αλλά ύστερα από την ένταση της άνοιξης και του καλοκαιριού, έρχεται το φθινόπωρο, η εποχή της περισυλλογής και τις επανόρθωσης, και τέλος ο χειμώνας, η εποχή της αφύπνισης και του διαφωτισμού.
Μία τομή, όχι τόσο στην αισθητική φόρμα των έργων του Κιμ Κι-Ντουκ, αλλά περισσότερο στην πλοκή και στη δράση, καθώς για πρώτη φόρα οι ήρωες της ταινίας δεν ανήκουν στο κοινωνικό περιθώριο της Κορεατικής μεγαλούπολης, αλλά σε ένα πνευματικό περιβάλλον. Οι εποχές της ζωής του ανθρώπου παρουσιάζονται εδώ ως ένας αιώνιος κύκλος. Οι μικρές αλλά τόσο σημαντικές λεπτομέρειες της καθημερινότητας (Άνοιξη) που ανακαλύπτει Νεαρός Μοναχός, οι πρώτες του ερωτικές ανησυχίες και τα πρωτόγνωρα συναισθήματα που βιώνει (Καλοκαίρι), η ανάγκη της λύτρωσης και απαντήσεων (Φθινόπωρο), και τέλος η αναζήτηση της πνευματικής διαφώτισης (Χειμώνας), συνθέτουν το δρόμο που καλείται να διανύσει, γι ‘ αυτό και το φιλμ χαρακτηρίστηκε «μετα-βουδιστικό».
To δείπνο μου με τον Αντρέ ( My Dinner with Andre)
Σκηνοθεσία: Λουί Μαλ
Παίζουν: Γουάλας Σον, Αντρέ Γκρέγκορι
Περίληψη: Ο θεατρικός συγγραφέας Γουόλι και ο σκηνοθέτης Αντρέ συναντιούνται μετά από πολλά χρόνια σε ένα γνωστό εστιατόριο της Νέα Υόρκης και μοιράζονται τα νέα τους.
Ο Λουί Μαλ μεταμορφώνει ένα συνηθισμένο δείπνο σε μια αξέχαστη κινηματογραφική εμπειρία.
Δύο παλιοί φίλοι από τον χώρο του θεάτρου συναντιούνται για πρώτη φορά έπειτα από χρόνια σε νεοϋρκέζικο εστιατόριο, Ο Αντρέ ταξίδεψε στη Σαχάρα για να δημιουργήσει ένα έργο βασισμένο στον «Μικρό Πρίγκιπα», έκανε performance art στο Λονγκ Άιλαντ που συμπεριλάμβανε το να θαφτεί ζωντανός, είχε πνευματιστικές εμπειρίες. Ο Γουόλι από την άλλη χαίρεται να γράφει τα έργα του, να πληρώνει τους λογαριασμούς του και να απολαμβάνει ένα ζεστό φλιτζάνι καφέ το πρωί. Η αγάπη, ο θάνατος, τα χρήματα, η ανθρώπινη ύπαρξη, όλα έχουν διαφορετικές διαστάσεις στην οπτική των δύο φίλων. Κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους, η πραγματιστική κοσμοθεωρία του πρώτου θα έρθει αντιμέτωπη με τις μεταφυσικές, σχεδόν σουρεαλιστικές εμπειρίες του δεύτερου.
Μπορεί μια απλή συζήτηση να σο αλλάξει τη ζωή; Ο,τι στο χαρτί φαντάζει επικίνδυνα ως μια φλύαρη συνομιλία ανάμεσα σε δύο επιτηδευμένους καλλιτέχνες, στα χέρια του Λουί Μαλ και των δύο πρωταγωνιστών του (ο Γουάλας Σον και ο Αντρέ Γκρέγκορι, οι οποίοι έγραψαν επίσης το σενάριο και υποδύονται λίγο πολύ τους εαυτούς τους) γίνονται ένα εξομολογητικό φιλμ για τον έρωτα, τον θάνατο και τις μικρές και μεγάλες χαρές της ζωής.
Έχω δικαίωμα να ζήσω (You only live once)
Σκηνοθεσία:Φριτς Λανγκ
Παίζουν: Μπάρτον ΜακΛέιν, Χένρι Φόντα, Σίλβια Σίντνεϊ
Περίληψη: Ένα ζευγάρι, συνεχώς αντιμέτωπο με μια εχθρική κοινωνία που δεν τους αφήνει να χαρούν την ευτυχία τους. κατευθύνεται προς ένα σκοτεινό σημείο, απ’ το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή.
Το αστυνομικό νουάρ του Φριτς Λανγκ, με πρωταγωνιστές τη Σίλβια Σίντνεϊ και τον Χένρι Φόντα, επανακυκλοφορεί στα σινεμά.
Η Τζόαν είναι βοηθός ενός δημόσιου δικηγόρου σε μεγάλη πόλη. Είναι ερωτευμένη με έναν κακοποιό, τον Έντι, πιστεύοντας πως είναι ένας καλός άνθρωπος, ο οποίος απλώς έχει πάρει κακό δρόμο. Χρησιμοποιεί τις γνωριμίες της για να τον αποφυλακίσει όσο πιο γρήγορα γίνεται κι αυτός προσπαθεί να αλλάξει και την παντρεύεται.
Το δεύτερο σκηνοθετικό εγχείρημα του Λανγκ στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια ελεύθερη μεταφορά του μυθιστορήματος του Μπεν Άντερσον «Thieves Like Us», που αποτελεί μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας των Μπόνι και Κλάιντ και θεωρείται προπομπός των φιλμ νουάρ. Η ταινία υπέστη περικοπές στο μοντάζ και αφαιρέθηκαν δεκαπέντε λεπτά από σκηνές που θεωρήθηκαν βίαιες, όποτε και λογοκρίθηκαν από τον Κώδικα Χέιζ. Τελικά, όμως δεν είχε εμπορική απήχηση, αν και αποθεώθηκε από τους κριτικούς, και σημείωσε χαμηλές επιδόσεις στα ταμεία, μην καταφέρνοντας τελικά να καλύψει τα έξοδα παραγωγή της.