Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες της εβδομάδας, ο θρύλος του Candyman επιστρέφει με την υπογραφή του Τζόρνταν Πιλ και της Νία ΝταΚόστα.
Ο Χιου Τζάκμαν παλεύει με το παρελθόν σε ένα «Ταξίδι μέσα από τη μνήμη», ο παραισθησιογόνο πολιτικό παραμύθι των Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου και Ζουλιάνο Ντορνέλες τα βάζει με τον Μπολσονάρου, ενώ η ιστορία του Αγίου Νεκταρίου ζωντανεύει στη μεγάλη οθόνη από τη Γελένα Πόποβιτς.
Candyman
Σκηνοθεσία: Νία ΝταΚόστα
Σενάριο Τζόρνταν Πιλ & Βιν Ρόζενφελντ και Νία ΝταΚόστα
Παίζουν: Γιάχια Αμπντούλ-Ματίν ΙΙ, Τιγιόνα Πάρις, Νέιθαν Στιούαρτ-Τζάρετ, Κόλμαν Ντομίνγκο
Περίληψη: Ο Αντονι ΜακΚόι, ένας ανερχόμενος καλλιτέχνης μετακομίζει μαζί με την σύντροφό του στην υποβαθμισμένη περιοχή Καμπρίνι Γκριν στο Σικάγο, ψάχνοντας για την χαμένη του έμπνευση. Και τελικά τη βρίσκει στο πρόσωπο του Candyman, ενός τοπικού αστικού μύθου, με τον οποίο φαίνεται να έχει μια πιο βαθιά σύνδεση.
Ο βραβευμένος με Όσκαρ Τζόρνταν Πιλ ( Τρέξε!») και η Νία ΝταΚόστα, μεταφέρουν άλλη μια φορά το διήγημα του Κλάιβ Μπάρκερ , υπογράφοντας το πνευματικό sequel της ταινίας του 1992.
Ο Candyman είναι ένας αστικός θρύλος, που στην πραγματικότητα λειτουργεί ως μια αλληγορία για τη βία που έχουν δεχτεί οι μαύροι στην Αμερική. Και η ταινία του Μπέρναρντ Ρόουζ, πρωτοπόρα για την εποχή της, αυτό ακριβώς το στοιχείο ανέδειξε, παρουσιάζοντας μάλιστα έναν μαύρο ηθοποιό σε βασικό χαρακτήρα για πρώτη φορά.
Σύμφωνα με τον θρύλο λοιπόν, αν πει κάποιος το όνομα του Candyman πέντε φορές μπροστά σε έναν καθρέφτη, εκείνος εμφανίζεται και με τον απειλητικό γάντζο που έχει για χέρι σκοτώνει ανελέητα. Ο Candyman ήταν ένας μαύρος καλλιτέχνης του 19ου αιώνα, που ερωτεύτηκε μια νεαρή λευκή γυναίκα την οποία ζωγράφιζε. Για αυτό το «έγκλημα», ένας όχλος λευκών τον λιντσάρισε, του έκοψε το χέρι, τον άλειψε με μέλι και του εξαπέλυσε εναντίον του ένα σμήνος μελισσών πριν τον κάψει ζωντανό. Οι στάχτες του εξαπλώθηκαν στην περιοχή και το φάντασμά του άρχισε να τρομοκρατεί τους κατοίκους της Καμπρίνι-Γκριν στο Σικάγο.
Στην εκδοχή του Πιλ και της ΝταΚόστα («Little Woods») ένας νέος καλλιτέχνης, ο Άντονι ΜακΚόι μετακομίζει στην εν λόγω συνοικία, με τη σύντροφό του, αναζητώντας τη χαμένη του έμπνευση. Όταν μαθαίνει για τον μύθο του Candyman, προχωράει σε μια μακάβρια συναλλαγή που θα τον φέρει αντιμέτωπο με το παρελθόν, το δικό του αλλά και της χώρας.
Στον απόηχο του BlackLiveMatters, ο Πιλ που υπογράφει το σενάριο, παρουσιάζει μια σειρά από ιστορίες βίας και αδικίας, καταλήγοντας τελικά στο ότι ο Candyman δεν είναι μόνο ένας άνθρωπος , αλλά το πληγωμένο πρόσωπο μιας ολόκληρης ηπείρου. Κι εκδηλώνεται με βία από πόνο και οδύνη, και όχι για να εκδικηθεί. Έτσι ενώνει το παρελθόν με το σήμερα, καθιστώντας σαφές το μήνυμά του.
Η ΝταΚόστα από την πλευρά της κινηματογραφεί όλες τις παράπλευρες ιστορίες γύρω από τον θρύλο του Candyman ως ένα macabre θέατρο σκιών, - που είναι αισθητικά και το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας - και ακολουθώντας τους ήρωές της σε δαιδαλώδεις σκηνικούς χώρους αποτυπώνει τον ρατσισμό μιας σύγχρονης κοινωνίας. Η αλήθεια είναι πως το ιδεολόγημα του νέου Candyman είναι σαφές και ξεκάθαρο, όμως συχνά οι σεναριακές υπερβολές όσο αφορά στην πλοκή, τα ατελείωτα φλας μπακ και η μη γραμμική αφήγηση περιπλέκουν μια ιστορία που από μόνη της αντέχει και μπορεί να αποτυπώσει την πρόθεση του Πιλ και της ΝταΚόστα, υπογραμμίζοντας τη σημασία της ιστορική μνήμης που δεν πρέπει να σβήσει.
Ταξίδι μέσα από τη μνήμη (Reminiscence)
Σενάριο/Σκηνοθεσία: Λίζα Τζόι
Παίζουν: Χιού Τζάκμαν, Ρεμπέκα Φέργκιουσον, Θάντι Νιούτον, Νάταλι Μαρτίνεζ, Άντζελα Σαραφιάν
Περίληψη: Ένας ερευνητής μυαλού προσπαθεί να ανακαλύψει τι συνέβη στην αγαπημένη του που εξαφανίστηκε ξαφνικά, ενώ το Μαϊάμι βυθίζεται κάτω από το νερό.
Η δημιουργός του τηλεοπτικού «Westworld» Λίζα Τζόι στο κινηματογραφικό της ντεμπούτο υπογράφει μια δυστοπική ρομαντική ιστορία, παίζοντας με τα είδη.
Ο Νικ Μπάνιστερ, ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ που ξέρει να ανιχνεύει το μυαλό, βοηθάει τους πελάτες του να ανακτήσουν τις χαμένες μνήμες του παρελθόντος. Ζει στις παρυφές της ακτής του Μαϊάμι, που βυθίζεται κάτω από το νερό, ενώ ο κάτοικοι για να αποφεύγουν τον απερίγραπτο καύσωνα κυκλοφορούν κατά βάση τη νύχτα. Η ζωή του Νικ αλλάζει για πάντα όταν αναλαμβάνει μία νέα πελάτισσα, τη Μέι, την οποία ερωτεύεται. Όταν εκείνη εντελώς αδικαιολόγητα εξαφανίζεται, παλεύει να καταλάβει τι έχει συμβεί, και προσπαθώντας να λύσει το μυστήριο έρχεται αντιμέτωπος με μία βίαιη συνομωσία.
Με βασικό άξονα ότι το παρελθόν είναι εθιστικό και με έναν τρόπο εμπνευσμένη από την ιστορία του παππού της , που για χρόνια ζούσε με την ανάμνηση μιας γυναίκας που κάποτε είχε αγαπήσει, η Λίζα Τζόι με ατμόσφαιρα νέο-νουάρ, στοιχεία θρίλερ και ένα περιβάλλον επιστημονικής φαντασίας, δεν καταφέρνει να διαχειριστεί τα πολλά θέματα που ανοίγει. Στα χνάρια του «Ιnception», αναμειγνύει στυλ και συνταγές, κι ενώ στην ουσία μια ερωτική ιστορία θέλει να αφηγηθεί, μπλέκεται σε φιλοσοφικές αναζητήσεις που δεν καταφέρνει να τους δώσει σχήμα και μορφή, καταλήγοντας σε ένα εντυπωσιακό από άποψη παραγωγής στυλιζάρισμα, που σχεδόν λειτουργεί υπνωτιστικά. Ο δυστοπικός χωροχρόνος όμως που επιλέγει για την ιστορία της δεν προσφέρει κάτι περισσότερο από μια φαντεζί σκηνογραφία, ενώ συχνά η πολυπλοκότητα της αφήγησης απομακρύνει τον θεατή από το πολύ απλό που προσπαθεί να πει: ότι οι άνθρωποι μπορούν να ξεπεράσουν πολλά όρια, όταν αγαπούν πραγματικά, και πως η μνήμη είναι συχνά το πιο δυνατό παρόν.
Bacurau
Σκηνοθεσία: Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου, Ζουλιάνο Ντορνέλες
Παίζουν: Σόνια Μπράγκα, Ούντο Κίερ, Μπάρμπαρα Κόλεν, Τόμας Ακίνο, Σιλβέρο Περέιρα
Περίληψη: Το Μπακουράου, ένα μικρό χωριό στη φτωχή επαρχία της Βραζιλίας, θρηνεί τον χαμό της μητριάρχη του, της Καρμελίτα, η οποία έφυγε πλήρης ημερών στα 94 της χρόνια. Μέρες μετά, οι κάτοικοι συνειδητοποιούν ότι η κοινότητά τους έχει εξαφανιστεί από τους περισσότερους χάρτες κι ένας αδιόρατος κίνδυνος καραδοκεί.
Ο Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιο ( «Aquarius») μαζί με τον επί χρόνια καλλιτεχνικό διευθυντή του Ζουλιάνο Ντορνέλες συνσκηνοθετούν ένα ανατρεπτικό νέο-γουέστερν που απέσπασε το Βραβείο Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών του 2019.
Μπακαράου είναι το όνομα ενός νυχτόβιου πουλιού που έχει την ικανότητα να καμουφλάρεται, αλλά κι ένα μικρό χωριό στη Βραζιλία, όπου ακόμα για έναν περίεργο λόγο ισχύει ακόμα η μητριαρχία. Όταν όμως η μεγαλύτερη γυναίκα του χωριού η Καρμελίτα πεθαίνει, αρχίζουν να συμβαίνουν παράξενα πράγματα. Το σήμα από τα κινητά πέφτει, ο δάσκαλος συνειδητοποιεί ότι το χωριό έχει εξαφανιστεί από τους χάρτες της Google, ο διεφθαρμένος δήμαρχος κάνει τα πάντα για να μην έχουν πόσιμο νερό, η γιατρός επιτίθεται άνευ λόγου στην εγγονή της Καρμελίτας που καταφτάνει για την κηδεία, ένα drone που μοιάζει με ιπτάμενο δίσκο εμφανίζεται πάνω από την περιοχή και μια περίεργη ομάδα αγγλόφωνων κυνηγών κεφαλών έρχεται από το πουθενά.
Τοποθετημένο, μαθαίνουμε από την πρώτη σκηνή «μερικά χρόνια από το τώρα» το «Bacurau» δανείζεται τον μαγικό ρεαλισμό της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, την τρέλα των b-movies , τη μελαγχολία των ανοιχτών πεδίων από τα γουέστερν του Σέρτζο Λεόνε και την παράδοση των ταινιών με λήσταρχους («cangaço») για να φτιάξουν τελικά μια παραβολή που βάζει στο στόχαστρο την πολιτική του ακροδεξιού Ζαΐρ Μπολσονάρου με ριζοσπαστικό τρόπο.
Το παρελθόν της Βραζιλίας που εκπροσωπείται μέσα από το μουσείο που κατά παράδοξο τρόπο διαθέτει το απομονωμένο χωριό, οι μανιακοί ξένοι εισβολείς που σκοτώνουν απλώς για την διασκέδαση τους- ένας από αυτούς και ο πάντα cult Ούντο Κίερ που έχει συνεργαστεί από τον Λαρς Φον Τρίερ και τον Φασμπίντερ μέχρι τον Όμηρο Ευστρατιάδη (!)- οι ταξικές ανισότητες, η καταστροφή του φυσικού τοπίου συνυπάρχουν μέσα σε αυτό το ντελιριακό ψυχεδελικό κινηματογραφικό σχόλιο, που αν και δεν μπορεί να γίνει πράξη ενεργητικού ακτιβισμού, όπως πιθανόν θα ήθελαν οι δημιουργοί του, πέρα από το γεγονός ότι προτείνει την αλληλεγγύη, παραμένει συναρπαστικά γοητευτικό.
(Man of God)
Σκηνοθεσία: Γελένα Πόποβιτς
Παίζουν: Άρης Σερβετάλης, Alexander Petrov, Mickey Rourke, Χρήστος Λούλης, Καριοφυλλιά Καραμπέτη, Νικήτας Τσακίρογλου, Γιάννης Στάνκογλου, Τάνια Τρύπη, Μαρθίλια Σβάρνα, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Γιάννης Αναστασάκης, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Βασίλης Κουκαλάνι
Περίληψη: Η δημοτικότητα του Αγίου Νεκτάριου, τότε Μητροπολίτη Πενταπόλεως, προκαλεί τη ζηλοφθονία ορισμένων κληρικών στην Αλεξάνδρεια. Από φόβο ότι θα γίνει ο επόμενος Πατριάρχης Αλεξανδρείας, μέρος του κλήρου τον δυσφημίζει με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί από την Αίγυπτο. Στην Αθήνα πια, χάρη στην εξελιγμένη παιδαγωγική του τακτική, γίνεται ξακουστός και κοσμαγάπητος και την ίδια εποχή επιδίδεται σε σπουδαίο συγγραφικό έργο. Ο φόρτος εργασίας όμως τον καταπονεί, οπότε αποφασίζει να αποσυρθεί στην Αίγινα, όπου ξαναχτίζει ένα ερειπωμένο μοναστήρι με τα ίδια του τα χέρια, το οποίο χάρη στη φήμη του, μεγαλώνει. Η Μονή, όμως, δεν αναγνωρίζεται ποτέ, ενώ ο Άγιος Νεκτάριος κατηγορείται άδικα για ανηθικότητα. Στο Αρεταίειο νοσοκομείο, λίγο μετά από τον θάνατό του, θα κάνει το τελευταίο του θαύμα.
Ο Μητροπολίτης Πενταπόλεως, ένας φωτισμένος ιερέας που έχει το χάρισμα να μιλάει στις καρδιές των ανθρώπων, εκδιώκεται από την Αλεξάνδρεια από μια μερίδα του κλήρου που φοβάται ότι θα είναι ο επόμενος πατριάρχης. Έτσι βρίσκεται στην Αθήνα, άπορος, όπου αναγκάζεται να ζητήσει τη θέση ιεροκήρυκα σε ένα χωριό της Εύβοιας, μέχρι που αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Ριζαρείου Σχολής. Ανατρεπτικός για την εποχή του και βαθιά συμπονετικός, ξεχωρίζει για το παιδαγωγικό του έργο κι ενώ όλοι θεωρούν πως κάποιο ανώτερο αξίωμα τον περιμένει, εκείνος αρνούμενος κάθε έννοια εξουσίας ως διαβρωτική, αποσύρεται στην Αίγινα όπου ιδρύει ένα γυναικείο μοναστήρι. Η Ιερά Σύνοδος όμως δεν αναγνωρίζει τη μονή και ο Νεκτάριος κατηγορείται για ανήθικες πράξεις. Παρόλο που όλες αυτές οι κατηγορίες αποδείχτηκαν σαθρές, ο ίδιος υφίσταται με στωικότητα ακόμα έναν πόλεμο εναντίον του, μέχρι που άρρωστος και καταβεβλημένος αφήνει την τελευταία του πνοή.
Η Σέρβα Γελένα Πόποβιτς με τις ευλογίες της ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου και της Ιεράς Μητρόπολης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, αναλαμβάνει εκατό χρόνια περίπου από τον θάνατο του Αγίου Νεκταρίου την κινηματογραφική μεταφορά της βιογραφίας του, υπογράφοντας μια καθαρά θρησκευτική ταινία –όπου η σοβαροφάνεια πλεονάζει- την οποία πρέπει κανείς να την αντιμετωπίσει υπό αυτό το πρίσμα, ανεξαρτήτως των πεποιθήσεων του. Πραγματικά ο χαρακτήρας του Αγίου Νεκταρίου που προτάσσει την αγάπη πάνω από όλα και διακρίνεται για την ανιδιοτελή του προσφορά παραμένει συγκινητικός, ακόμα κι αν κάποιος αρνείται ολοκληρωτικά να δεχτεί το κομμάτι της βαθιάς του πίστης.
Χωρίζοντας σε τρία μέρη την αφήγησή της (Αίγυπτος, Αθήνα και Αίγινα), η Πόποβιτς επιμένει στο ανθρώπινο πρόσωπο του ήρωά της, χωρίς όμως να ξεπερνάει τον σκόπελο πολλών συμβατικών και τελικά βαρετών biopics. Ο ρόλος της επίσημης Εκκλησίας στην όλη ιστορία, το πώς αλλά και για ποιον λόγο καταφέρονταν εναντίον του, αλλά και σημαντικές λεπτομέρειες τόσο του βίου του όσο και της εποχής που θα φώτιζαν καλύτερα το κεντρικό πρόσωπο, περνούν ακροθιγώς, οπότε μένει μόνο μια τηλεοπτικής λογικής κινηματογράφηση που ξεπετάει σύντομα κάποια γεγονότα της πορείας του.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα της ταινίας είναι πως γυρίστηκε στα αγγλικά: χωρίς μια ξεκάθαρη επιλογή για την προφορά, ο καθένας καταλήγει να μιλάει όπως θέλει- ή όπως μπορεί- γεγονός που αποδυναμώνει τις ερμηνείες καλών ηθοποιών, με τους δευτερεύοντες ρόλους να παραμένουν από σεναριακής άποψης σε σχηματικό επίπεδο.
Ο γύρος του κόσμου σε ογδόντα μέρες (Around the World in 80 Days)
Σκηνοθεσία: Σαμιουέλ Τουρνε
Περίληψη: Ένας διαβασμένος πίθηκος δέχεται την πρόκληση ενός άπληστου βατράχου να ταξιδέψει γύρω από όλο τον πλανήτη μέσα σε ογδόντα ημέρες.
Animation βασισμένο στο κλασικό βιβλίο του Ιουλίου Βερν , με τον Φιλέα Φογκ ως βατραχάκι.
Ο Πασπαρτού είναι ένας σκιουροπίθηκος που ονειρεύεται να γίνει εξερευνητής. Μία μέρα και τελείως τυχαία συναντά τον Φιλέα, έναν βάτραχο που ζει ανέμελα την ζωή του και έχει στοιχηματίσει ότι μπορεί να γυρίσει τον κόσμο σε ογδόντα ημέρες. Αν τα καταφέρει θα κερδίσει ένα πολύ μεγάλο έπαθλο. Ο Πασπαρτού, βλέποντας το όλο εγχείρημα ως τη μοναδική του ευκαιρία να γυρίσει τον κόσμο, σαλπάρει με τον νέο του φίλο σε μία τρελή και αστεία περιπέτεια, γεμάτη ανατροπές και εκπλήξεις.
Επανεκδόσεις:
MAS*H
Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Όλτμαν
Παίζουν: Ντόναλντ Σάδερλαντ, Έλιοτ Γκουλντ, Ρόμπερτ Ντιβάλ
Περίληψη: Μια ομάδα στρατιωτών χειρουργών στον πόλεμο της Κορέας αποφασίζουν να δημιουργήσουν μια δική τους παράλληλη πραγματικότητα, με όπλο τους το γέλιο.
Η σπουδαία αντιπολεμική κωμωδία του Ρόμπερτ Όλτμαν, βραβευμένη με Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου και Χρυσό Φοίνικα, κυκλοφορεί σε επανέκδοση.
Μια ομάδα χειρουργών που υπηρετούν σε ένα κινητό νοσοκομείο κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στην καθημερινή φρίκη που αντιμετωπίζουν, υιοθετούν έναν «διαφορετικό» τρόπο ζωής και μεταλλάσσουν τη θητεία τους σε μια ανεπανάληπτη σουρεαλιστική περιπέτεια. Μπροστά στην παράνοια του πολέμου και στην ανοησία της στρατιωτικής γραφειοκρατίας, επιλέγουν αντί του αναισθητικού, το χιούμορ και ανακαλύπτουν (μαζί τους κι εμείς) πως ακόμα και στις χειρότερες των περιστάσεων υπάρχει χώρος για ένα χαμόγελο.
Το 1970 ήταν σημαντική χρονιά για την καριέρα του Όλτμαν. Ο σαρανταπεντάχρονος τότε σκηνοθέτης είχε ήδη σκηνοθετήσει 4 μέτριες ταινίες και δέχτηκε να αναλάβει μια ταινία που ασκεί σκληρή κριτική στα δεινά του πολέμου με σατιρικό τρόπο, εφόσον άλλοι 14 σκηνοθέτες την απέρριψαν. Η ταινία είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα Ρίτσαρντ Χούκερ «MASH: A Novel About Three Army Doctors», αν και το σενάριο που διασκεύασε ο Ρίτσαρντ Λάντνερ είναι αρκετά διαφορετικό. Ο ίδιος ο Όλτμαν χαρακτήρισε το μυθιστόρημα «ρατσιστικό» και υποστήριξε ότι ενώ χρησιμοποίησε το σενάριο του Λάντνερ, σε πολλές περιπτώσεις ώθησε τους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάσουν. Γι’ αυτό ίσως ο Λάντνερ με τη σειρά του, παρόλο που βραβεύτηκε με Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου, αποκήρυξε την ταινία μετά από την πρεμιέρα της, έχοντας διαπιστώσει ότι μόνο ένα μικρό μέρος του σεναρίου του είχε χρησιμοποιηθεί .
Πάντως ο Όλτμαν με απώτερο σκοπό να ασκήσει κριτική στον πόλεμο του Βιετνάμ, που διαδραματιζόταν εκείνη την περίοδο, έφτιαξε μια βιτριολική σάτιρα, με πνευματώδες χιούμορ, που παραμένει διαχρονική. Βέβαια, μετά από πιέσεις της εταιρίας 20th Century Fox, προστέθηκε ένα κείμενο στους τίτλους της έναρξης που πληροφορούσε το κοινό ότι τα γεγονότα λάμβαναν χώρα στην Κορέα του 1951 κι όχι στο Βιετνάμ.
Τρία Χρώματα: Η Λευκή Ταινία (Trois Couleurs: Blanc)
Σκηνοθεσία: Κριστόφ Κισλόφσκι
Παίζουν: Κριστό Ζμπίγκνιου Ζαμακόφσκι, Ζιλί Ντελπίφ Κισλόφσκι
Περίληψη: Ο Κάρολ, ένας Πολωνός κομμωτής, χωρίζει από την όμορφη Γαλλίδα σύζυγό του και καταλήγει στους δρόμους του Παρισιού, χωρίς χρήματα και διαβατήριο. Όλα είναι μαύρα, μέχρι που με τη βοήθεια ενός συμπατριώτη του και μιας… βαλίτσας, καταφέρνει να γυρίσει στη Βαρσοβία, αποφασισμένος να αποκτήσει χρήματα με κάθε μέσο, ώστε να θέσει σε εφαρμογή ένα απίθανο σχέδιο εκδίκησης.
Η δεύτερη ταινία της θρυλικής τριλογίας του Κριστόφ Κισλόφσκι, σε κατάλευκο φόντο, κυκλοφορεί σε νέες ψηφιακές κόπιες.
Σε μία αίθουσα δικαστηρίου, μια γυναίκα κατηγορεί τον Πολωνό σύζυγό της, τον Καρόλ, ότι εξαιτίας του η σχέση τους δεν έχει ολοκληρωθεί μετά από τον γάμο τους. Ο άνδρας, που εργάζεται ως κομμωτής, την αγαπά μεν , αλλά δεν ξέρει πώς να την αντιμετωπίσει. Έτσι το ίδιο βράδυ πάει να κοιμηθεί στο μαγαζί του. Το πρωί οι δυο σύζυγοι συναντιούνται και κάνουν σεξ, αλλά και πάλι δεν καταφέρνουν να συνδεθούν. Τότε αυτή βάζει φωτιά στο μαγαζί, ώστε να κατηγορηθεί ο Καρόλ. Εκείνος, ταπεινωμένος πια και αναγκασμένος να ζει στους δρόμους με μοναδική του περιουσία ένα νόμισμα των δύο φράγκων, επιλέγει να γυρίσει στην πατρίδα του, έπειτα από μια καθοριστική γνωριμία. Στα αχανή λευκά τοπία της χιονισμένης Βαρσοβίας, δεν μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται τη γυναίκα του. Προδομένος και με τον προσωπικό του εξευτελισμό να συμπίπτει του κοινωνικού, αισθάνεται υποχρεωμένος απέναντι στον εαυτό του να την κερδίσει. Κι ο μόνος τρόπος για να το καταφέρει είναι να βγάλει πολλά λεφτά και να αποκτήσει κύρος, ώστε να αποδειχθεί ισάξιός της. Είναι εφικτή όμως η απόλυτη ισότητα, που συμβολίζει το λευκό χρώμα;
Ο Κισλόφσκι παρατηρεί πως ο έρωτας συνήθως χαρακτηρίζεται από την εκούσια ή ακούσια θέληση για υπεροχή του ενός απέναντι στον άλλο. Ως εκ τούτου δεν στέκεται τόσο στην ισότητα μεταξύ των δύο φύλων, αλλά προχωρά στη σημασία της ελεύθερης επιλογής. Έτσι μπαίνει στην ψυχή του ανθρώπου και δομεί το ψυχικό τοπίο του, δείχνει ότι έχει ανάγκη το πνευματικό στοιχείο, αυτό που θα βρει είτε στην τέχνη είτε στη θρησκεία, αποποιούμενος όμως τον φανατισμό και σκηνοθετεί μια ευφυή και διασκεδαστική μαύρη κωμωδία, για μια από τις πιο θεμελιώδεις αξίες του σύγχρονου πολιτισμού.
Με αφορμή τον Πολωνό ήρωα της ταινίας που φεύγει από το Παρίσι εξευτελιζόμενος από τη σύζυγό του, αποφασισμένος να πλουτίσει ώστε να ανακτήσει την αξιοπρέπειά του και να γίνει ισότιμος με αυτή, ο Κισλόφσκι στηλιτεύει το σύμπλεγμα κατωτερότητας των χωρών του Ανατολικού μπλοκ και τις απεγνωσμένες προσπάθειες να εξισωθούν με τις πλουσιότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες, που κυριαρχούσε στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Ταυτόχρονα, δομεί ένα εξαιρετικό ψυχογράφημα για τη διαστροφή που συχνά υποβόσκει στις ερωτικές σχέσεις.
Η «Λευκή ταινία» βραβεύτηκε με την Αργυρή Άρκτο Καλύτερης Σκηνοθεσίας στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου του 1994, ενώ ήταν υποψήφια μαζί με τις υπόλοιπες δύο της τριλογίας για τα Βραβεία Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου.
Ο άνθρωπος ελέφαντας (The Elephant Man)
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Λιντς
Παίζουν: Άντονι Χόπκινς, Τζον Χερτ, Αν Μπάνκροφτ
Περίληψη: Στην Αγγλία του 19ου αιώνα, ένας γιατρός ανακαλύπτει έναν εντελώς παραμορφωμένο άντρα, ο οποίος πάσχει από μια πολύ σπάνια ασθένεια. Θα τον περιθάλψει, αλλά ο κηδεμόνας του θα τον απαγάγει στη Γαλλία, όπου θα τον περιφέρει σαν δημόσιο θέαμα.
Η δεύτερη ταινία του Ντέιβιντ Λιντς, που διεκδίκησε οκτώ βραβεία Όσκαρ, βασίζεται στην αληθινή ιστορία του Τζον Μέρικ, ενός Άγγλου του 19ου αιώνα που χτυπήθηκε από μια φοβερή αρρώστια.
Στο βικτοριανό Λονδίνο, ένας διακεκριμένος χειρουργός αναλαμβάνει να περιθάλψει έναν νεαρό που γεννήθηκε με παραμορφωμένο πρόσωπο και σώμα (από την ασθένεια του Ρεκλινχάουζεν) κι αποτελούσε ατραξιόν σε τσίρκο της πόλης. Ανακαλύπτει όμως σταδιακά ότι ο προστατευόμενός του είναι στην πραγματικότητα ένα πλάσμα με ευγενικά αισθήματα και κοφτερό μυαλό.
Ίσως το πιο «κανονικό» φιλμ του Λιντς , που αποτελεί μια ελεγεία για τη διαφορετικότητα, έρχεται να αποδείξει με τον πιο οδυνηρό και ταυτόχρονα ποιητικό τρόπο πως ο άνθρωπος είναι το χειρότερο και το πιο σκληρό ζώο στον πλανήτη. Επιλέγοντας μια ασπρόμαυρη φωτογραφία και χρησιμοποιώντας δεξιοτεχνικά την αποστειρωμένη ατμόσφαιρα του Λονδίνου του 19ου αιώνα, ο σπουδαίος auteur καταφέρνει να μην προκαλεί λύπηση για το δράμα του Μέρικ, αλλά να καταδείξει την απαξίωση-αλλά και την ηθική κατάπτωση- της κοινωνίας προς έναν άνθρωπο που διαφέρει, περιφέροντάς τον ως ζώο τσίρκου. Είναι δε τόσο ρεαλιστικά δοσμένη η ιστορία και τόσο υποβλητικό το παίξιμο του Τζον Χερτ στον ομώνυμο ρόλο, που τα πάντα στο φιλμ μοιάζουν τραγικά, με αποκορύφωμα τη σκηνή στο σταθμό του τρένου, όπου ο Μέρικ καταδιώκεται από τον όχλο, ενώ ο ίδιος χωρίς κουκούλα πλέον φωνάζει «Δεν είμαι ζώο! Είμαι άνθρωπος».