Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες της εβδομάδας το sequel του απολαυστικού animation «Inside out».
Οι «Παριζιάνικες Ιστορίες» της Μαργιάν Σατραπί με ένα πρωτοκλασάτο cast, μια cult κωμική περιπέτεια, ένα ασπρόμαυρο διαμάντι του αμερικανικού ανεξάρτητου κινηματογράφου, το ελληνικό «Καλοκαίρι της Κάρμεν» κι ένα μεξικανικό δράμα, εμπνευσμένο από τη Μαρία Σνάιντερ έρχονται στα θερινά.
Οι κινηματογραφικές πρεμιέρες της Πέμπτης 13 Ιουνίου
Τα Μυαλά που Κουβαλάς 2 (Inside Out 2)
Σκηνοθεσία: Κέλσι Μαν
Με τις φωνές των: Έιμι Πόλερ, Φίλις Σμιθ, Λιούις Μπλακ, Τόνι Χέιλ, Μάγια Χοκ, Αντέλ Εξαρχόπουλος
Στα ελληνικά με τις φωνές των: Νάντιας Κοντογεώργη, Λευτέρη Ελευθερίου, Λυδίας Τζανουδάκη, Μαρίνας Σαμάρκου, Κώστα ∆αρλάση, Άντριας Ράπτη κ.α
Περίληψη: Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες η μικρή Ράιλι μεγάλωσε - είναι πλέον έφηβη- και μέσα της γίνεται χαλασμός. Η Χαρά, η Λύπη, ο Θυμός, ο Φόβος και η Αηδία, που χρόνια τώρα διευθύνουν μια επιτυχημένη επιχείρηση μέσα στο μυαλό της, δεν ξέρουν πώς να αντιδράσουν, όταν εμφανίζεται το Άγχος.
Μια από τις καλύτερες ταινίες της Pixar, βραβευμένη και με Όσκαρ, μετά από εννιά χρόνια αποκτάει επιτέλους sequel.
Το 2015, το στούντιο της Pixar έκανε ξανά το θαύμα του, παραδίδοντας ένα από τα καλύτερα animation του 21ου αιώνα, όπου τα συναισθήματα της μικρής Ράιλι πήραν σάρκα και οστά, σε μια απίθανη περιπέτεια, που εντυπωσίασε με την ευρηματικότητά της.
Τώρα, η Ράιλι μπαίνει στην εφηβεία και δίπλα στα γνωστά συναισθήματα, που κυριαρχούσαν στο πάνελ του μυαλού της, προστίθεται η Ανησυχία που παίρνει τα ηνία, εξοβελίζοντας την παλιά παρέα, η Ζήλια, η Αμηχανία και η γαλλοτραφής Ανία, η οποία συνεχώς με ένα κινητό στο χέρι και τη φωνή της Αντέλ Εξαρχόπουλος εξαπολύει σπαρταριστές ατάκες με σνοπ ύφος. Η Ράιλι θέλει να γίνει αρεστή στις νέες της συναθλήτριες στο καλοκαιρινό camp ,να διακριθεί στην ομάδα χόκεϊ και να βρει μια καινούργια παρέα, μιας και οι παλιές κολλητές της θα αλλάξουν σχολείο.
Εκείνη φοβάται πως θα μείνει μόνη, οπότε η Ανησυχία προκειμένου να τα καταφέρει θα πετάξει από το πάνελ τη Χαρά, που μαζί με τη Σιχαμάρα, τον Φόβο τη Λύπη και τη Γοητεία θα πρέπει να κάνουν ένα τεράστιο ταξίδι μέσα στους λαβύρινθους του εγκεφάλου της, να ανασύρουν παιδικές μνήμες της, ή πράγματα που αγαπούσε και να φτάσουν στο θησαυροφυλάκιο των κρυφών της μυστικών, προκειμένου να τη βοηθήσουν να γίνει ο παλιός εαυτός της. Μέσα σε αυτή την πορεία ενηλικίωσης, και καθώς οι επιθυμίες και οι διαθέσεις της Ράιλι αλλάζουν με ταχύτητα φωτός, τα παλιά συναισθήματα αρχίζουν να καταλαβαίνουν πως η μικρή τους φίλη μεγαλώνει και πως εκείνα πρέπει αναγκαστικά να δώσουν χώρο και σε νέες καταστάσεις, βρίσκοντας τον τρόπο να συνυπάρξουν.
Η Ρixar και ο Πιτ Ντόκτερ, που πλέον έχει αναλάβει χρέη παραγωγού, συνεχίζουν τη μελέτη του ανθρώπινου ψυχισμού με ένα διασκεδαστικότατο sequel, που μπορεί να μην έχει το στοιχείο της έκπληξης της πρώτης ταινίας, αλλά παραμένει καίριο, διατηρεί το χιούμορ του και τις ανατρεπτικές του ιδέες. Ο ανερχόμενος Κέσλι Μαν στο σκηνοθετικό τιμόνι παραδίδει μία απολαυστική εξερεύνηση του κόσμου των εφήβων, που θα βοηθήσει μικρούς και μεγάλους να κατανοήσουν καλύτερα αυτή τη δύσκολη περίοδο των σημαντικών αλλαγών.
Φρίμοντ (Fremont)
Σκηνοθεσία: Μπαμπάκ Τζαλαλί
Παίζουν: Αναΐτα Ζάλι Γουάντα, Τζέρεμι Άλεν Γουάιτ, Γκρεγκ Τέρκινγκτον, Χίλντα Σμέλινγκ
Περίληψη: Η Ντόνια είναι μια νεαρή αφγανικής καταγωγής, που ζει στο Φρίμοντ της Καλιφόρνια και βγάζει τα προς το ζην, γράφοντας κείμενα σε fortune cookies. Οι προσπάθειές της να βάλει τη ζωή της σε τάξη αποδεικνύονται άκαρπες, μέχρι που αποφασίζει να γράψει το δικό της, ανορθόδοξο μήνυμα.
Η τέταρτη ταινία του ιρανικής καταγωγής Μπαμπάκ Τζαλαλί («Frontier Blues», «Radio Dreams», «Land») είναι μία ασπρόμαυρη καταγραφή της σύγχρονης Αμερικής, που απέσπασε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Κάρλοβι Βάρι.
Η Ντόνια εργάζεται για ένα κινέζικο εργοστάσιο, που φτιάχνει «τυχερά μπισκότα» (fortune cookies) στο Φρίμοντ, μια περιοχή κοντά στο Σαν Φρανσίσκο. Έχοντας δουλέψει ως διερμηνέας για τον αμερικανικό στρατό στο Αφγανιστάν, δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στη νέα ζωή της και οι απολαυστικές, στοχαστικές της συνεδρίες με τον ψυχαναλυτή της δεν δείχνουν να βελτιώνουν την κατάσταση. Σε μια στιγμή ξαφνικής έμπνευσης κι ενώ παίρνει συνεχώς χάπια για να αντιμετωπίσει την αϋπνία της, αποφασίζει να στείλει στον έξω κόσμο ένα ξεχωριστό μήνυμα- το τηλέφωνό της- μέσα σε ένα μπισκότο, αναζητώντας τον ιδανικό ρομαντικό παραλήπτη, που θα τη βοηθήσει να πραγματοποιήσει τα όνειρά της.
Το Φρίμοντ αποτελεί όχι μόνο μια από τις μεγαλύτερες κοινότητες Αφγανών στις ΗΠΑ, αλλά υπήρξε ένα καθοριστικό κομμάτι της κινηματογραφικής βιομηχανίας του βωβού σινεμά. Γι’ αυτό και ο Τζαλαλί, σαφώς επηρεασμένος από τον Τζάρμους, επιλέγει να κινηματογραφήσει την ιστορία της Ντόνιας σε τετράγωνο ασπρόμαυρο κάδρο, παντρεύοντας έτσι τα δυο πιο γνωστά χαρακτηριστικά της πόλης.
Έχοντας ως κεντρική ηρωίδα μια μετανάστρια, μορφωμένη, με χιούμορ, που οι δικοί της την θεωρούν προδότρια, επειδή εγκατέλειψε τη χώρα της, ο Τζαλαλί αποτυπώνει όχι μόνο το αίσθημα του νόστου, τις δυσκολίες προσαρμογής στο «αμερικανικό όνειρο» και τη μοναξιά των πολυπολιτισμικών κοινωνιών, αλλά μαζί την ανάγκη ενός νέου ανθρώπου να βρει μια καινούργια ζωή και να απολαύσει τον έρωτα, απελευθερωμένος από στερεοτυπικές αντιλήψεις και τραύματα.
Η Αναΐτα Ζάλι Γουάντα, η οποία βρήκε τον ρόλο της Ντόνιας με ένα γράμμα, με τη φρεσκάδα και τη γοητεία της ακολουθεί τη λογική του σκηνοθέτη της, δίνοντας μια νέα οπτική στα κλίσε που έχουν οι Δυτικοί για τους μετανάστες και στα οποία έχει συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό και η κινηματογραφική βιομηχανία.
Παριζιάνικες Ιστορίες (Paris Paradis)
Σκηνοθεσία: Μαρζάν Σατραπί
Παίζουν: Μόνικα Μπελούτσι, Μπεν Όλντριτζ, Ρόζι Ντε Πάλμα, Ρόσντι Ζεμ, Εντουάρντο Νοριέγκα, Αντρέ Ντουσολιέ
Περίληψη: Διάφοροι κάτοικοι του Παρισιού βλέπουν τις ζωές τους να αναστατώνονται. Κι ενώ κάθε χαρακτήρας προσπαθεί να βρει το νόημα της ζωής και την ευτυχία, η Πόλη του Φωτός, της αγάπης και των ευκαιριών λάμπει περισσότερο από ποτέ.
Η Μαργιάν Σατραπί («Persepolis», «Κοτόπουλο με δαμάσκηνα») παρουσιάζει μια ανθολογία ιστοριών, με φόντο το Παρίσι και ένα πρωτοκλασάτο cast, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τους Μόνικα Μπελούτσι, Ρόσι ντε Πάλμα και Ροσντί Ζεμ.
Η Τζιοβάνα, μια πρώην σταρ της όπερας είναι απελπισμένη, γιατί ενώ κηρύχθηκε νεκρή κατά λάθος, τα αφιερώματα στον Τύπο αργούν να έρθουν. Ο Μάικ, ένας Άγγλος κασκαντέρ, τρέμει αξιοπρεπώς μπροστά στον θάνατο, αν και τον αψηφά κάθε μέρα. Η Ντολόρες στα 15α γενέθλια της εγγονής της κάνει μονομερώς μια συμφωνία με τον Θεό. Ο Εντουάρ, που παρουσιάζει εδώ και χρόνια μια διάσημη αστυνομική εκπομπή στην τηλεόραση, νιώθει ευάλωτος, όταν βρίσκεται ένας τρόπος να του θυμίσει τη θνητότητά του.
Αυτοί είναι μερικοί από τους ήρωες της Ιρανής Σατραπί, που κυκλοφορούν στους κοσμοπολίτικους δρόμους του Παρισιού, τους οποίους η Ιρανή δημιουργός κινηματογραφεί με καρποσταλικό τρόπο. Με κεντρικό άξονα τον θάνατο λοιπόν, διασταυρώνει τις πορείες διαφορετικών ανθρώπων, που αναζητούν το νόημα της ζωής, ενώ φοβούνται ότι θα πεθάνουν, θέλουν να πεθάνουν, ή τρέμουν πως θα ξεχαστούν αν πεθάνουν, χωρίς να εμβαθύνει τελικά στο θέμα της.
Οι ιστορίες της ισχνές δραματουργικά, χωρίς ισορροπίες και μεγάλες εκπλήξεις μπερδεύονται μεταξύ τους με έξυπνους ανά διαστήματα τρόπους όσο αφορά στο μοντάζ , όχι όμως και στην ουσία τους, αφήνοντας τελικά τους χαρακτήρες της σε εκκρεμότητα με την Πόλη του Φωτός να λάμπει μεν σαν τουριστική ατραξιόν, χωρίς να αποκαλύπτει όμως το πιο σκοτεινό της πρόσωπο.
Ο Κακός Ηθοποιός (Un Actor Malo)
Σκηνοθεσία: Χόρχε Κούτσι
Παίζουν: Αλφόνσο Ντοσάλ, Φιόνα Παλόμο, Χεράρντο Τρεχολούνα, Χουάν Πάμπλο ντε Σαντιάγο, Κάρλα Κορονάντο
Περίληψη: Η Σάντρα και ο Ντάνιελ, δύο ηθοποιοί και φίλοι, προσλαμβάνονται στο ίδιο θρίλερ για να υποδυθούν τους παράνομους εραστές. Η προσωπική σχέση τους όμως καταρρέει, όταν ο Ντάνιελ βιάζει τη Σάντρα κατά τη διάρκεια μιας ερωτικής σκηνής.
Ψυχολογικό θρίλερ από το Μεξικό, εμπνευσμένο από τα γυρίσματα του «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι» και τα βιώματα της ηθοποιού Μαρίας Σνάιντερ.
Η Σάντρα και ο Ντάνιελ πρωταγωνιστούν ως παράνομοι εραστές σε ένα κινηματογραφικό θρίλερ. Εκείνη υποδύεται τη μητριά του και εκείνος θέλει να ξεφορτωθεί για χάρη της τον πατέρα του. Όλα αυτά μπροστά από τις κάμερες, γιατί στην πραγματική ζωή οι δυο ηθοποιοί συνδέονται με μία στενή φιλία. Η Σάντρα μάλιστα χαίρεται, που ο κολλητός της είναι υποψήφιος για το αγγλόφωνο remake του «Αγγίγματος του κακού» του Όρσον Γουέλς και θεωρεί πως απλώς εκείνος κάνει πλάκα, όταν λέει ότι θα μπορούσαν να κάνουν στα αλήθεια σεξ στις ερωτικές σκηνές, που έχουν να γυρίσουν.
Την ώρα της λήψης όμως η Σάντρα κάνει έναν περίεργο μορφασμό, τον οποίο βλέπει ο σκηνοθέτης και σταματάει το γύρισμα. Εκείνη αποσβολωμένη αποσύρεται για να αποκαλύψει στη συνέχεια ότι βιάστηκε από τον Ντάνιελ, λέγοντας πως ο λόγος που δεν αντέδρασε ακαριαία ήταν ότι πάγωσε. Ο Ντάνιελ με τη σειρά του, φοβούμενος ότι θα καταρρεύσει η καριέρα του και οικογενειακή του ευτυχία, υποστηρίζει την αθωότητά του, ενώ η παραγωγή προσπαθεί να αποφύγει το σκάνδαλο. Όμως μια αναπάντεχη αντίδραση από το περιβάλλον της ταινίας, θα δυναμιτίσει την ατμόσφαιρα και θα κάνει τα πράγματα να πάρουν επικίνδυνη τροπή.
Η ιστορία της Μαρίας Σνάιντερ σχετικά με την οδυνηρή εμπειρία που είχε υποστεί στα γυρίσματα του «Τελευταίου Ταγκό στο Παρίσι» από τον Μπερτολούτσι και τον Μπράντο, όταν έγινε γνωστή κόστισε στην ηθοποιό την καριέρα της. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να παραδεχτεί ο Μπερτολούτσι την αλήθεια, υποστηρίζοντας βέβαια ότι απλώς ήθελε να την κάνει να βιώσει την κατάσταση. Ο Χόρχε Κούτσι του βραβευμένου «50», βλέποντας μια συνέντευξη της Σνάιντερ, κάνει μια υπόθεση: τι θα είχε συμβεί, αν η ηθοποιός είχε μιλήσει τότε ανοιχτά για όσα της είχαν συμβεί.
Διατηρώντας την αμφιβολία για ένα μεγάλο μέρος της ταινίας, ο Μεξικανός δημιουργός εστιάζει στα πρόσωπο των ηθοποιών του και δομεί ένα θεατρικής λογικής θρίλερ πάνω στο θέμα της κακοποίησης, της συναίνεσης και της συγκάλυψης, χωρίς να ανοίγει τα χαρτιά του από την αρχή. Κι εκεί που ο θεατής προσπαθεί να ανακαλύψει την αλήθεια, με τον Κούτσι να αντιπαραβάλλει επιχειρήματα και των δύο πλευρών, ένας αποκαλυπτικός διάλογος δίνει εξόφθαλμές απαντήσεις, χωρίς να αποφεύγονται οι μελοδραματισμοί.
Το ενδιαφέρον σημείο όμως του σεναρίου είναι πως ρίχνει φως σε ένα θέμα, το οποίο δεν απασχολήσει το #Metoo όσο θα έπρεπε: πωςακόμα και η παραδοχή της ενοχής προστατεύεται από το πατριαρχικό σύστημα, που φροντίζει να προκαλέσει τον οίκτο της κοινής γνώμης για τον θύτη, διαφημίζοντας υπερβολικά την όποια επαγγελματική του ικανότητα και τον πρώην έντιμο βίο του, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Το Καλοκαίρι της Κάρμεν
Σκηνοθεσία: Ζαχαρίας Μαυροειδής
Παίζουν: Γιώργος Τσιαντούλας, Ανδρέας Λαμπρόπουλος, Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου, Νικόλας Μίχας, Βασίλης Τσιγκριστάρης
Περίληψη: Μια ιστορία παρατεταμένης ενηλικίωσης στον δρόμο για την αυτογνωσία, που αναθεωρεί το τι σημαίνει να ξεμένεις Αύγουστο στην Αθήνα.
Λίγα χρόνια μετά από τον «Απόστρατο», ο Ζαχαρίας Μαυροειδής επιστρέφει με μια queer καλοκαιρινή κομεντί, που συμμετείχε στο φεστιβάλ Βενετίας.
Κατά τη διάρκεια ενός ολοήμερου μπάνιου στα Λιμανάκια της Βάρκιζας, στην περιοχή των γυμνιστών, ο Δημοσθένης, πρώην ηθοποιός και νυν δημόσιος υπάλληλος, βοηθάει τον κολλητό του Νικήτα, θαυμαστή του Ξαβιέ Ντολάν, να γράψει το πρώτο του κινηματογραφικό σενάριο για μια ανάλαφρη, οπωσδήποτε low budget ταινία, που του έχει ζητήσει ένας Γάλλος παραγωγός. Πηγή έμπνευσης των δύο φίλων θα είναι ο χωρισμός του Δημοσθένη και το πώς υιοθέτησε την μικροσκοπική σκυλίτσα του Κάρμεν. Οι δυο φίλοι, παλεύοντας να μετατρέψουν την αληθινή ζωή σε ταινία, θα διαφωνήσουν για τα γεγονότα, προτείνοντας ο καθένας μία διαφορετική εκδοχή, και θα παρασυρθούν σε ένα πολύχρωμο οδοιπορικό στους δρόμους και τις παραλίες της Αθήνας, που θα τους κάνει να α αμφισβητήσουν το πώς και αν τελικά αλλάζουν οι άνθρωποι.
Ο Μαυροειδής αυτή τη φορά με «μία ταινία μέσα στην ταινία» μας μυεί στην κατασκευή ενός κινηματογραφικού έργου, μιλάει για τα προβλήματα των νέων Ελλήνων κινηματογραφιστών, που ανησυχούν πως θα πρέπει να γίνουν σαράντα για ναπιάσουν κάμερα στο χέρι, που πρέπει συνέχεια να προσαρμόζουν τις ιδέες τους σε χαμηλούς προϋπολογισμούς και πάντα να περιμένουν τη σωτηρία ενός ξένου χρηματοδότη, που θέλει να αποθεώσει το αθάνατο ανέμελο ελληνικό καλοκαίρι.
Ταυτόχρονα οι διαφορετικές οπτικές του Νικήτα και του Δημοσθένη, που τους οδηγούν σε καβγάδες και εξομολογήσεις, καταργούν τη βεβαιότητα κάθε αντικειμενικότητας με τον Μαυροειδή να στοχάζεται ανάλαφρα πάνω στην έννοια του τι είναι τελικά πραγματικό.
Ο Έλληνας δημιουργός και εξαιρετικός σεναριογράφος με τον τρόπο που έχει πάντα να πιάνει τον παλμό της νέας γενιάς και να μιλάει τη γλώσσα των ηρώων του, αντιμετωπίζει το queer με απενοχοποιημένη διάθεση, χωρίς προκλήσεις και γραφικότητες. Αντίθετα, τα ολόγυμνα ηλιοκαμένα ανδρικά σώματα των πρωταγωνιστών του δεν κινηματογραφούνται ηδονοβλεπτικά, ούτε και οι αντιδράσει της κοινωνίας για την ομοφυλοφιλία ηθογραφικά.
Ίσως οι αναλύσεις της κινηματογραφικής διαδικασίας και οι απολαυστικές κατά τα άλλα σινεφιλικές αναφορές κρατούν περισσότερο από όσο πιθανόν αντέχει ένας θεατής που δεν ενδιαφέρεται για το τι συμβαίνει πίσω από τις κάμερες ,όμως ακόμη και αυτές οι χωρίς σκοπό ατέρμονες συζητήσεις ταιριάζουν τόσο πολύ στους αθηναϊκούς Αυγούστους και σε όσους μένουν πίσω στην πόλη να θυμούνται και να περιμένουν.
Κυνήγι Γειτόνων (Chasse Gardée)
Σκηνοθεσία: Αντονίν Φουρλόν & Φρεντερίκ Φορεστιέ
Παίζουν: Nτιντιέ Μπουρντόν, Χακίμ Ζεμιλί, Kαμίγ Λου, Τερί Λερμίτ
Περίληψη: Σε ένα ήσυχο χωριό της Γαλλίας, μια ταλαίπωρη οικογένεια θα ζήσει μία κόλαση, όταν αγριογούρουνα εισβάλλουν αίφνης στο καθιστικό τους, εξαιτίας του βάρβαρου χόμπι των συγχωριανών τους.
Κομεντί, που απέσπασε το βραβείο κοινού στο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Αθήνας.
Σε ένα ήσυχο χωριό, ένα ονειρεμένο σπίτι στη μέση του πουθενά βγαίνει προς πώληση. Για τον Σιμόν και την Αντελαΐντ, που ζουν στριμωγμένα στο διαμέρισμά τους στο Παρίσι με τα δυο παιδιά τους, υποφέροντας από μια στρεσογόνα καθημερινότητα, είναι η τέλεια ευκαιρία. Αλλά το όνειρο μετατρέπεται γρήγορα σε εφιάλτη, όταν συνειδητοποιούν ότι οι φιλικοί γείτονές τους χρησιμοποιούν τον κήπο τους. ως κυνηγότοπο. Την επόμενη της μετακόμισής τους, οι Παριζιάνοι θα βρεθούν αντιμέτωποι με τις προκλήσεις της εξοχής, θα υποδεχτούν κότες στο σαλόνι τους και θα μπουν σε μία οξεία αντιπαράθεση με τους επαρχιώτες κυνηγούς.
Οι Αντονίν Φουρλόν και Φρεντερίκ Φορεστιέ, παραμένοντας πάντα στα πλαίσια της πολιτικής ορθότητας, αντιπαραβάλλουν τη ζωή της πόλης με αυτή της περιφέρειας, σχολιάζοντας τα κακώς κείμενα και τις αρετές της κάθε πλευράς, καυτηριάζοντας παράλληλα και το θέμα του κυνηγιού. ‘Έτσι φτιάχνουν μια ευπώλητη οικογενειακή κομεντί, με ευφρόσυνη ατμόσφαιρα χωρίς πολλά πετυχημένα αστεία, που χωρίς να το θέλει παρουσιάζει μια πλευρά του γαλλικού λαού όχι και τόσο συνηθισμένη, η οποία όμως θα μπορούσε να εξηγήσει τη ραγδαία άνοδο της ακροδεξιάς. Βέβαια οι δύο δημιουργοί φροντίζουν να δώσουν ένα ικανοποιητικό για όλους φινάλε, γεφυρώνοντας με εύκολο τρόπο βαθιές διαφορές, πράγμα που τους εξασφάλισε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, στην πατρίδα τους τουλάχιστον.
Η Αόρατη Μάχη (Nähtamatu Võitlus/ The Invisible Fight)
Σκηνοθεσία: Ράινερ Σάρνετ
Παίζουν: Ούρσελ Τιλκ, Έστερ Κούντου, Κάαρελ Πόγκα, Ίντρεκ Σάμουλ, Τάιμο Κούρβεμα
Περίληψη: Ένας φύλακας στα σοβιετικο-κινεζικά σύνορα, αποφασίζει να γίνει μοναχός, έχοντας επιβιώσει από μια παραλίγο δολοφονική επίθεση. Παράλληλα, είναι υποχρεωμένος να αποδεικνύει ότι μπορεί να γίνει ο πεφωτισμένος άνθρωπος, που επιθυμεί.
Ελληνική συμπαραγωγή, που εκτυλίσσεται σ’ ένα Ορθόδοξο μοναστήρι στη Σοβιετική Ένωση του ‘70.
Σύνορα ΕΣΣΔ - Κίνας, 1973. Ο Ραφαέλ, χίπης, ροκάς και λάτρης του Μπρους Λι, υπηρετεί στον στρατό και φυλάει σκοπιά, όταν στα σύνορα επιτίθενται ιπτάμενοι Κινέζοι πολεμιστές Σαολίν. Συνεπαρμένος από τους μακρυμάλληδες νίντζα που πετούν ολόγυρα, ενώ από το φορητό κασετόφωνό τους ακούγονται Black Sabbath στη διαπασών, ο Ραφαέλ έχει μια επιφοίτηση: θέλει κι εκείνος να γίνει πολεμιστής κουνγκ φου. Όμως ο διαρκής πειρασμός μιας γυναίκας και η μέχρις εσχάτων κόντρα με το έτερο πουλέν της μονής βάζουν εμπόδια στον δρόμο του.
Γυρισμένη σε μεγάλο βαθμό στην Ελλάδα, η νέα ταινία του ιδιοσυγκρασιακού Εσθονού Ράινερ Σάρνετ («November») σερβίρει σε απολαυστικές δόσεις ξύλο μετά (metal) μουσικής, νηστείας και προσευχής, υπογράφοντας έναν (αν)ορθόδοξο «Τίγρη και Δράκο», του οποίου τον ερχομό δεν θα μπορούσε κανείς να προφητέψει.
Φωτεινή σαν 70’s pop art, ατμοσφαιρική σαν αγιογραφία, περιπετειώδης σαν ταινία κουνγκ φου της δεκαετίας του ‘80, αστεία σαν σοβιετική κωμωδία, η «Αόρατη Μάχη» είναι, σύμφωνα με το Variety, «μια ταινία προορισμένη να γίνει cult».
Haikyu!! The Dumpster Battle
Σκηνοθεσία: Σουσούμου Μιτσουνάκα
Με τις φωνές των: Αγιούμου Μουράσε, Κάιτο Ισικάουα, κα.
Περίληψη: Η ομάδα βόλεϊ του Σόγιο Χινάτα ηττάται από τον Τόμπιο Καγκεγιάμα. Λίγο αργότερα όμως οι δυο τους θα πρέπει να συνασπιστούν για να κερδίσουν τη «Dumspter Battle».
Αθλητικό anime δράσης βασισμένο στο manga «Weekly Shonen Jump».
Ο Σόγιο Χινάτα είναι ένας έφηβος, που εξαιτίας της μεγάλης αγάπης του για το βόλεϊ, αποφασίζει να φτιάξει μια ομάδα στην τελευταία χρονιά του Γυμνασίου. Για κακή τύχη του, όμως, μόλις στο πρώτο τουρνουά έρχεται αντιμέτωπος με τον Τόμπιο Καγκεγιάμα, ο οποίος ηγείται της πιο ισχυρής ομάδας στο πρωτάθλημα. Έτσι, η ομάδα του αναπόφευκτα χάνει. Ο Σόγιο, ωστόσο, είναι αποφασισμένος να αφήσει πίσω αυτήν την ήττα, μέχρις ότου έρχεται η μέρα που ξεκινώντας το Λύκειο, ανακαλύπτει πως θα είναι συμπαίκτης με τον Τόμπιο.
Οι δυο τους συνεργάζονται και τα αντικρουόµενα στυλ τους µετατρέπονται σε ένα εκπληκτικό όπλο ενάντια στον αντίπαλό τους Νεκόμα Χάι. Θα καταφέρουν άραγε να τον νικήσουν στην πολυαναµενόµενη µάχη γνωστή ως «Dumspter Battle», την τελική αναµέτρηση µεταξύ δύο αντίπαλων αουτσάιντερ οµάδων;
Κινηματογραφικές πρεμιέρες και επαναπροβολές:
Η Θηλειά (Rope)
Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ
Παίζουν: Τζέιμς Στιούαρτ, Τζον Νταλ, Φάρλεϊ Γκρέιντζερ
Περίληψη: Δυο νεαροί σκοτώνουν έναν πρώην συμμαθητή τους, γιατί τον θεωρούν ανάξιο να ζει. Γι’ αυτό τον λόγο καλούν τους φίλους και τους γονείς του σ' ένα πάρτι.
Η πρώτη έγχρωμη ταινία του Χίτσκοκ, γυρισμένη σε «πραγματικό χρόνο», επιστρέφει σε επανέκδοση.
Δύο νεαροί, ο Μπράντον Σο και ο Φίλιπ Μόργκαν, στραγγαλίζουν τον πρώην συμμαθητή τους, Ντέιβιντ, στο διαμέρισμά τους στο Μανχάταν. Διαπράττουν το ανατριχιαστικό έγκλημα ως διανοητική άσκηση, μιας και θέλουν να αποδείξουν την «ανωτερότητά» τους, διαπράττοντας τον «τέλειο φόνο» και μετά να το γιορτάσουν στον ίδιο χώρο με ένα δείπνο, που όμως δεν θα πάει καθόλου, όπως θα ήθελαν.
Βασισμένος στο ομότιτλο θεατρικό του Πάτρικ Χάμιλτον και το αληθινό γεγονός της δολοφονίας ενός δεκατετράχρονου μαθητή από τους συμμαθητές του το 1924, ο μετρ του σασπένς έρχεται να μας θυμίσει πως ο άνθρωπος είναι προικισμένος εκ φύσεως με την αντίφαση - γεννιέται για να πεθάνει, αλλά έχει ως κύριο ένστικτο αυτό της επιβίωσης.
Η ταινία είναι ένα δυνατό ψυχολογικό θρίλερ και φημίζεται για το γεγονός ότι ο Xίτσκοκ τη μόνταρε με τέτοιον τρόπο, ώστε ο θεατής να έχει την εντύπωση πως παρακολουθεί ένα συνεχές πλάνο (στην πραγματικότητα αποτελείται από δεκάλεπτα μονοπλάνα, λόγω των τεχνικών περιορισμών της εποχής, πράγμα εξαιρετικά πρωτοποριακό).
Οι τοίχοι του σετ στηρίζονταν σε ρόδες, οι οποίες μετακινούνταν κάθε φορά που χρειαζόταν να περάσει η κάμερα κι έπειτα τοποθετούνταν στην αρχική τους θέση. Η κίνηση της κάμερας ήταν προσεγμένη, ώστε να μη χρειαστεί σχεδόν καθόλου μοντάζ. Όταν η κάμερα απομακρυνόταν από τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, εστίαζε σε αντικείμενα του σετ, για παρ’αδειγμα σε ένα ρούχο ή σε ένα έπιπλο, προκειμένου να καμουφλαριστούν τα cuts. Πίσω από το παράθυρο των σκηνικών, στήθηκε το μεγαλύτερο κυκλικό πανόραμα σε κινηματογραφικό πλατό με τα ομοιώματα του Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ και του Κτιρίου Κράισλερ.
Ο Τελευταίος των Ανθρώπων (Der Lestze Mann)
Σκηνοθεσία: Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου
Παίζουν: Εμίλ Γιάνινγκς, Μαξ Χίλερ, Έμιλι Κερτζ
Περίληψη: Ένας ηλικιωμένος θυρωρός αναγκάζεται να αντιμετωπίσει την περιφρόνηση των φίλων του, των γειτόνων του και της κοινωνίας μετά από την απόλυσή του.
Το εξπρεσιονιστικό αριστούργημα του Φ.Β Μουρνάου 100 χρόνια από την πρώτη του κυκλοφορία, επιστρέφει σε νέα ψηφιακή κόπια.
Ένας ηλικιωμένος θυρωρός αναγκάζεται να αντιμετωπίσει την περιφρόνηση των φίλων του, των γειτόνων του και της κοινωνίας, όταν απολύεται από το πολυτελές ξενοδοχείο, όπου εργαζόταν.
Η πυκνότητα και η πλαστικότητα των πρώιμων αυτών δημιουργιών αποδεικνύουν την ακμή του βωβού και την πιστοποίηση πως ο Μούρναου προλόγιζε την μέγιστη αισθητική κατάθεση, που θα ερχόταν την επόμενη χρονιά, οπότε και βρέθηκε στο Χόλιγουντ.
Η ταινία είναι γνωστή για δύο πράγματα: τη σχεδόν απουσία κειμένου, με αποτέλεσμα μια αφηγηματική ρευστότητα, που δεν είχε προηγουμένως εμφανιστεί στον βωβό κινηματογράφο, και την εξαιρετική κίνηση της κάμερας από τον μάγο Καρλ Φρόιντ. Μάλιστα, η πρώτη «dolly» (μια συσκευή που επιτρέπει στην κάμερα να κινείται κατά τη διάρκεια μιας λήψης) δημιουργήθηκε για αυτήν την ταινία με ένα καροτσάκι μωρού.