Πάνω της είχε επενδύσει η χώρα την προσδοκία –και λαχτάρα- για ένα ακόμα Νόμπελ Ποίησης. Η Κική Δημουλά, η γυναίκα που επί δεκαετίες έγραφε ποίηση, όσο ζούσε παράλληλα ως εργαζόμενη τράπεζας, μητέρα, στη συνέχεια συνταξιούχος και γιαγιά, καθόρισε το τοπίο της ποίησης στην Ελλάδα. Ο θάνατός της χαρακτηρίζεται εθνική απώλεια.
Ανάμεσα σε δαχτυλίδια, ή ευθυτενείς κορδέλες καπνού την θυμάμαι όσες φορές τη συνάντησα. Στα δάχτυλά της, δαχτυλίδια και ένα τσιγάρο σφηνωμένο με το χέρι κάπως υψωμένο, σαν για να πηγαίνει ο καπνός ψηλά, θυμίαμα προς τον ουρανό. Η Κική Δημουλά, που τόσο την ένοιαζε να μην απογοητεύει τους ανθρώπους που αγαπούσε, που η τρυφερότητά της ξεχείλιζε για αυτούς, τους χαλούσε μόνο αυτό το χατήρι: Δεν σταματούσε να καπνίζει. Και ήταν αυτό το στοιχείο ίσως το μόνο που μαρτυρούσε στην εικόνα και στη ζωή της την ιδιότητα του ποιητή που από μόνη της οφείλει να φέρει μέσα της ένα φορτίο. Το φορτίο ενός βίου περίπλοκου, δύσκολου, μιας ζωής που αγαπά να κινείται στο περιθώριο.
Οδός Πυθίας, ο δρόμος της Κικής Δημουλά
Δεν ίσχυαν αυτά, ακριβώς έτσι, για την Κική Δημουλά που έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών. . Αγαπημένη κόρη, αγαπημένη σύζυγος, αγαπημένη μητέρα του Δήμητρη και της Ελσης και μετά γιαγιά (έχει τρία εγγόνια, την Κική, τον Ανδρέα και την Ιωάννα). Με ένα αίσθημα λατρείας αλλά και χρέους απέναντι στην οικογένειά της. Αυτή λοιπόν, που έμελλε να γίνει η πιο σημαντική Ελληνίδα ποιήτρια της εποχής μας και να θεωρείται διαρκώς υποψήφια για βραβείο Νόμπελ, μεγάλωσε ανάμεσα σε σύννεφα καπνού. Και γεννήθηκε σε ένα σπίτι στην Αθήνα, στον οδό Πυθίας.
Λίγα σπίτια πιο πέρα ζούσε ο Αθως Δημουλάς, τον οποίο από νωρίς ερωτεύθηκε και για χάρη του άρχισε να γράφει ποιήματα. Ο Αθως ήταν μαθηματικός και ποιητής και η Κική Δημουλά – τότε Βασιλική Ράδου- άρχισε να γράφει για να τον εντυπωσιάσει. Σε ένα ποίημά της, το «Αναερείπωση» κάνοντας διάλογο με ένα παλιό ποίημα του Αθω, έγραφε η Κική Δημουλά: «Πότε μὲ εἶχες φέρει ἐδῶ νὰ μὲ ξεναγήσεις στοὺς χρησμούς; Νὰ ρωτήσω τὴ μάντιδα Μνήμη. Ἢ ἄλλη, ἡ διπλανὴ ἱέρεια Λήθη, ἔχει πολὺ κόσμο πνίγεται στὴ δουλειὰ ἀμάσητα καταπίνει τὰ καπνώδη φύλλα τῶν λησμονητέων».
Μεγάλωσε σε μια οικογένεια ιδιαιτέρως αυστηρή, περιορισμένη, χωρίς ελευθερία κινήσεων -δεν πήγαινε καν στις εκδρομές του σχολείου. Λαχταρούσε τη μετάβαση στην επόμενη κατάσταση της πραγματικής της ζωής. Ετσι, μόλις 21 ετών παντρεύτηκε τον Αθω. Βρέθηκε να ζει και πάλι στην οδό Πυθίας, με τους γονείς της σε απόσταση αναπνοής και μαζί με την πεθερά της. Το πρωί δούλευε στην Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ ταυτόχρονα μεγάλωνε δύο παιδιά, τον Δημήτρη και την Ελση. Εγραφε όμως ασταμάτητα, επιζητώντας πάντα την επιδοκιμασία, το νεύμα του Αθω Δημουλά. Η ίδια έλεγε ότι πάντα στη ζωή της άκουγε την άποψη, την συμβουλή του Δημουλά, ότι την προστάτευε από λάθη και όταν αυτός πέθανε, το 1985, τη θέση του ως σύμβουλος πήρε η κόρη της η Ελση.
Ο πολυλογάς βίος και οι αγαπημένες λέξεις της Κικής Δημουλά
Ο τρόπος που έγραφε ποίηση η Δημουλά υπήρξε χειμαρρώδης στην παραγωγή και τις ιδέες, απολύτως ιδιοσυγκρασιακός στο ύφος. Κοφτερή ποίηση, ευφυής, με απρόβλεπτες στροφές νοήματος, αναφορές στην απόλυτη καθημερινότητα με έναν τρόπο που κατέληγε να είναι υψιπετώς ποιητικός πριν πάλι γειωθεί στην πραγματική ζωή. Ελεγε ότι οι λεξεις είναι υπερκινητικές. Η μνήμη και η λήθη ήταν ένα δίπολο που την απασχόλησε πολύ, σχεδόν βασανιστικά στην ποίησή της, επισκεπτόταν ξανά και ξανά αυτές τις έννοιες. «Πάλι μνήμη πάλι λήθη. Διαρκώς τις ίδιες λέξεις χρησιμοποιώ. Κι ο βίος ο πολυλογάς σ' αυτές τις δύο λέξεις αρκείται εν τέλει, μνήμη και λήθη» έγραφε στην τελευταία ποιητική συλλογή της.
Η απώλεια του συζύγου της Αθω Δημουλά την συνέτριψε και εγκαθίδρυσε στην ποίησή της την ιδέα του θανάτου. Τελευταία μιλούσε πολύ για τον θάνατο, την αναμέτρησή μαζί του αν και δεν παρέλειπε να αστειεύεται λέγοντας ότι αφού καπνίζει τόσο πολύ, τελικά μάλλον δεν τον φοβάται όσο νομίζει. Μιλούσε για τον θάνατο χορταστικά, με μεγάλες λέξεις και φράσεις και εν τέλει έμοιαζε μάλλον να τον περιπαίζει.
H Δημουλά μιλούσε για τον θάνατο με ένα τσιγάρο στο χέρι
Την θυμάμαι καθισμένη στο καφέ απέναντι από τον ιστορικό εκδοτικό Ικαρο στην οδό Βουλής, να καπνίζει, πίνοντας τον καφέ της και να μου λέει ότι βρίσκει σχεδόν ευεργετική την ιδέα του θανάτου «σου επιτρέπει να κάνεις πράγματα χωρίς να πολυντρέπεσαι». Μια ρουφηξιά ακόμα τσιγάρο, μάτια χαμογελαστά και «μπορώ να πω ό,τι θέλω, όσο τολμηρό ή αποτυχημένο και αν είναι. Πάντα όμως θα λέω στο τέλος “δεν πειράζει, μισή ντροπή δική μου, μισή του θανάτου”». Και μετά γελώντας να ομολογεί ότι το μόνο που δεν έχει καταλάβει ως τώρα από τη ζωή είναι γιατί πεθαίνουμε… Το χιούμορ της ήταν τρυφερό και μαζί τόσο αιχμηρό, οξύ. Μπορούσε να παίζει με τις λέξεις με έναν τρόμο μοναδικό και ταχύτητα εντυπωσιακή -σχεδόν πίστευες αυτό που έλεγε: ότι δεν διαλέγει η ίδια τις λέξεις, αλλά οι λέξεις διαλέγουν τη Δημουλά.
Εγραψε από το 1952 ως το 2016 17 ποιητικές συλλογές – τελευταία η «Ανω Τελεία»- ενώ η ομιλία που απήθυνε στην Ακαδημία Αθηνών το 2002 με τίτλο «Ο φιλοπαίγμων μύθος» εκδόθηκε επίσης από τον Ικαρο. Η σχέση της με τον οίκο Ικαρο και κυρίως με τους ανθρώπους του, την Κατερίνα και τη Χρυσή Καρύδη, την Μαριλένα Πανουργιά, τον Νίκο Αργύρη, ξεπερνούσε κατά πολύ αυτή των συνεργατών. Μια σχέση βαθιάς φιλίας, με συναισθήματα που παραπέμπουν σε στενούς οικογενειακούς δεσμούς. Οταν από τη δεκαετία του '80 και μετά η Κική Δημουλά άρχισε να διαβάζεται ασταμάτητα, να γίνεται γνωστή, η μορφή της να καταγράφεται, δεν ήταν λίγοι αυτοί που στέκονταν με δέος στην οδό Βουλή όταν την αντίκριζαν να στέκεται στην πόρτα του ιστορικού κτιρίου του Ικαρου και να καπνίζει.
Προσδοκώντας να πάρει η Κική Δημουλά το Νόμπελ
Με βαθιά συστολή, σχεδόν ταραχή δεχόταν τα κοπλιμέντα και την αγάπη του κόσμου, σχεδόν σαν να μην το πιστεύει. Χωρίς την μποέμ απόσυρση ενός ελιτιστή ποιητή. Αλλωστε το μυαλό της, όταν δεν κατέγραφε στίχους, έτρεχε στα παιδιά και στα εγγόνια της, στα καλοκαίρια μαζί τους στο χωριό λίγο έξω από το Αίγιο, στους φίλους της και κυρίως στις φίλες της. Ολες αυτές τις υπέροχες νέες γυναίκες που βρίσκονταν γύρω τους και τους προσέφερε αγάπη και γνώση -σχεδόν ισότιμα ηλικιακά μαζί τους. Την μάλωναν όλοι για το κάπνισμα που ποτέ δεν σταμάτησε. Νοσηλεύτηκε κάποιες φορές με προβλήματα κυρίως αναπνευστικά αλλά δεν σταμάτησε. Ακόμα και τώρα, λίγες μέρες πριν φύγει από τη ζωή, όταν νοσηλευόταν στο Υγεία, έψαχνε ευκαιρίες να βγει στο μπαλκόνι να καπνίσει.
Εμαθε να ζει με την επιτυχία σχεδόν αποσιωπώντας την. Ηδη το 1972 τιμήθηκε με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου», το 1989 με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Χαίρε ποτέ» και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή «Η εφηβεία της λήθης». Η Association Capitale Européenne des Littératures τη βράβευσε, τον Μάρτιο του 2010, με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας στο πλαίσιο της πέμπτης Ευρωπαϊκής Συνάντησης Λογοτεχνίας. Το 2010 επίσης, πήρε το Μεγάλο Λογοτεχνικό Βραβείο για το συνολικό έργο της και το 2014 τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Φοίνικος. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά, τα πολωνικά, τα βουλγαρικά, τα γερμανικά και τα σουηδικά. Το κοινό μυστικό, ο διαρκής πόθος από το μεγάλο της κοινό αλλά και από προσωπικότητες της διανόησης και της πολιτικής ήταν να πάρει το βραβείο Νόμπελ. Ακόμα και αυτό όμως όταν το άκουγε ένιωθε ενόχληση, δεν ήθελε να διακινείται αυτή η φημολογία, να δημιουργούνται προσδοκίες ή φορτίσεις γύρω από το έργο της.
Η ποίηση για τη Δημουλά ήταν σαν ένα κερί σε καταργημένο ξωκλήσι
Οταν μιλούσε για τη δημοφιλία της την χαρακτήριζε μαστίγιο «έλεγε κανείς ότι είναι δημοφιλής ποιητής ο Ελύτης;». Πληγώθηκε βαθιά όταν μια φράση της παρερμηνεύθηκε και της απέδωσαν τον τίτλο της ρατσίστριας. Σχεδόν αποτραβήχτηκε από τη δημοσιότητα, φοβισμένη από αυτό που είδε να συμβαίνει ερήμην της. Ηταν η περίφημη πλέον δήλωση για το παγκάκι. Εκείνη την εποχή έλεγε ότι αν μπορούσε να έφευγε από την Ελλάδα. Eίχε αποδώσει τη στοχοποίησή της ακόμη και στο γεγονός ότι ακουγόταν πολύ εκείνη την εποχή ότι θα είναι υποψήφια για Νόμπελ.
Για την λειτουργία της ποίησης, έχει δώσει την πιο περιγραφική απάντηση, βαπτισμένη στο ελληνικό βίωμα. Κατά την ανακήρυξή της σε ακαδημαϊκό είπε: «Πιστεύω ότι η ποίηση βοηθάει όσο το κερί που ανάβουμε μπαίνοντας σε ένα έρημο, καταργημένο ξωκκλήσι, με φευγάτους όλους τους αγίους. Ωφελεί όσους την αγαπούν, επειδή βρίσκουν εντός της μικρά κομματάκια από σκισμένες φωτογραφίες του ψυχισμού τους. Περισσότερο και πιο σωστά ωφελεί εκείνους που πιστεύουν στη μαγεία της. Που δεν θέλουν να θέσουν τον δάκτυλό τους επί τον τύπον της κατανόησής της. Ωφελεί τη γλώσσα. Την περισυλλέγει από τους μεγάλους κάδους της βιασύνης και τη μεταγγίζει με σέβας στο τόσο δα μπουκαλάκι του αγιασμού, μια γουλιά, όσο ακριβώς χρειάζεται να πιει η ουσία. Τέλος ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα η ποίηση, σε έναν ωκεανό λύπης. Δεν είναι λίγο».