Η κυβέρνηση της Ισπανίας μπλόκαρε σήμερα την πώληση, σε δημοπρασία, ενός πίνακα που ενδέχεται να είναι έργο του Καραβάτζιο, μιας ελαιογραφίας που μέχρι σήμερα αποδιδόταν σε κάποιον μαθητή της σχολής του Χοσέ ντε Ριβέρα και είχε ως αρχική τιμή εκκίνησης μόλις 1.500 ευρώ.
Το υπουργείο Πολιτισμού χαρακτήρισε «μη εξαγώγιμο» τον πίνακα που θα πουλιόταν σε δημοπρασία σε Μαδρίτη, «επειδή ενδέχεται να αποδίδεται στον Καραβάτζιο», τον περίφημο Ιταλό ζωγράφο της Αναγέννησης, ανέφερε στο Twitter ο Χοσέ Μανουέλ Ροντρίγκεθ Ουρίμπες, αναρτώντας ένα άρθρο της εφημερίδας «El Pais» για την υπόθεση αυτήν.
Ο πίνακας αποσύρθηκε από τη δημοπρασία, όπως επιβεβαίωσε ο οίκος δημοπρασιών Ansorena, που είχε αναλάβει την πώλησή του. «Διάφοροι ειδικοί μελετούν επί του παρόντος το έργο», πρόσθεσε, επιβεβαιώνοντας ότι το υπουργείο Πολιτισμού αποφάσισε πως το έργο δεν μπορεί να εξαχθεί από την Ισπανία.
Σύμφωνα με τη Μαρία Κριστίνα Τερζάγκι, καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Ρόμα Τρε, ο πίνακας είναι σίγουρα έργο του Καραβάτζιο. «Είναι δικός του» διαβεβαίωσε, μιλώντας στην ιταλική εφημερίδα «La Repubblica». «Ο πορφυρός μανδύας του Χριστού είναι της ίδιας ποιότητας με το κόκκινο της Σαλώμης (στον πίνακα ''Η Σαλώμη με το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή'') που βρίσκεται στο Πράδο της Μαδρίτης», εξήγησε.
Το έργο θυμίζει έντονα εκείνα που ζωγράφισε ο Καραβάτζιο κατά τους πρώτους μήνες της παραμονής του στη Νάπολι, σύμφωνα με την Τερζάγκι. Έτσι, ο Πόντιος Πιλάτος, σε πρώτο πλάνο στον πίνακα, παραπέμπει στον Άγιο Πέτρο, όπως τον απεικόνισε στην «Παρθένο του Ροζαρίου», έργο που σήμερα φιλοξενείται στο Μουσείο Κουνστχιστόρισες της Βιέννης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που άγνωστοι ή «χαμένοι» πίνακες μεγάλων ζωγράφων επανεμφανίστηκαν ξαφνικά, βρέθηκαν ξεχασμένοι σε κάποιο πατάρι ή πουλήθηκαν για ψίχουλα σε δημοπρασίες, προκαλώντας αίσθηση στον κόσμο της τέχνης.
Ένας άλλος Καραβάτζιο, ο πίνακας «Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη», είχε ξεχαστεί στο πατάρι ενός σπιτιού κοντά στην Τουλούζη, στη νότια Γαλλία. Οι ιδιοκτήτες τον ανακάλυψαν τον Απρίλιο του 2014, όταν προσπάθησαν να επιδιορθώσουν μια διαρροή νερού στο σπίτι τους.
Κάτω από το παχύ στρώμα της σκόνης, ένας εκτιμητής κατάφερε να διακρίνει ζωηρά χρώματα, μια εκφραστική εικόνα και ένα παιχνίδισμα με το φως και τη σκιά που του φάνηκε γνώριμο… Μετά από αρκετούς μήνες, ο εμπειρογνώμονας Ερίκ Τουρκέν το απέδωσε στον δάσκαλο του κιαροσκούρο, τον Καραβάτζιο. Ορισμένοι άλλοι ειδικοί το αμφισβήτησαν, όμως οι περισσότεροι θεωρούν ότι είναι αυθεντικός Καραβάτζιο και η αξία του εκτιμήθηκε στα 120 εκατομμύρια ευρώ.
Ο «Χριστός χλευαζόμενος» του Τσιμάμπουε, του μεγάλου, προαναγεννησιακού Ιταλού ζωγράφου, κοσμούσε για χρόνια το σπίτι μιας ηλικιωμένης κυρίας στην Κομπιέν, στα βόρεια του Παρισιού, κρεμασμένος στον διάδρομο ανάμεσα στην κουζίνα και το σαλόνι της. Οι ιδιοκτήτες νόμιζαν ότι ήταν μια απλή θρησκευτική εικόνα και αγνοούσαν την αξία του. Κατά τη διάρκεια μιας μετακόμισης δόθηκε για εκτίμηση και αποκαλύφθηκε ότι επρόκειτο για ένα σπάνιο έργο του Τσιμάμπουε, μέρος ενός δίπτυχου του 1280. Πουλήθηκε στα τέλη του 2019 έναντι 24 εκατομμυρίων ευρώ και έγινε έτσι ο πιο ακριβός πίνακας προαναγεννησιακού ζωγράφου στον κόσμο.
Ο Γκογκέν στο Τορίνο
Μια γυναίκα και δυο ψάθινες πολυθρόνες σε έναν κήπο, μια νεκρή φύση με έναν κίτρινο σκύλο σε μια γωνία: ήταν οι δύο πίνακες που κανείς δεν θέλησε να τους αγοράσει όταν δημοπρατήθηκαν τα «απολεσθέντα και αζήτητα» στον σιδηροδρομικό σταθμό του Τορίνο.
Ο δημοπράτης αναγκάστηκε να ρίξει την τιμή. Ο Νικολό, ένας εργάτης στην αυτοκινητοβιομηχανία Fiat και λάτρης της τέχνης, τους αγόρασε τελικά δίνοντας μόλις 45.000 λιρέτες (περίπου 238 ευρώ) και τους κρέμασε στο σαλόνι του. Ήταν άνοιξη του 1975.
Για χρόνια, ο γιος του Νικολό τούς κοίταζε υπνωτισμένος, μέχρι που μια μέρα αποφάσισε να λύσει το μυστήριο των «ανώνυμων» έργων. Τυχαία, διαβάζοντας τη βιογραφία του Πιερ Μπονάρ, αναγνώρισε τον «δικό του» κήπο με τη γυναίκα, σε μια φωτογραφία του ζωγράφου. Για τη νεκρή φύση, έλυσαν το αίνιγμα οι καραμπινιέροι το 2014: ήταν έργο του Πολ Γκογκέν.
Και οι δύο πίνακες είχαν κλαπεί από το Λονδίνο το 1970, από πλούσιους κληρονόμους, που πέθαναν χωρίς να αφήσουν απογόνους. Ο Μπονάρ εκτιμήθηκε στα 5 εκατομμύρια ευρώ, ο Γκογκέν στα 35 εκατομμύρια. Η ιταλική δικαιοσύνη τους επέστρεψε τελικά και τους δύο στην οικογένεια του εργάτη, κρίνοντας ότι τους είχε αγοράσει «καλόπιστα».