Το έργο του αποτελούν μνημεία της σύγχρονης λογοτεχνίας. Ο Ισμαήλ Κανταρέ, ο σπουδαίος Αλβανός συγγραφέας, επέμεινε ως το τέλος ότι δεν συμβιβάστηκε με το καθεστώς του Χότζα, ότι υπάκουσε μόνο τους νόμους της λογοτεχνίας.
Δεν μπορώ να θυμηθώ για πόσους άλλους συγγραφείς έγινε τόση προσπάθεια να εξηγηθεί το μέγεθός τους, η καθοριστική τους φωνή, όσο για τον Αλβανό Ισμαήλ Κανταρέ, που έφυγε από τη ζωή από ανακοπή στα 88 του χρόνια.
Διάβασα ότι είναι ο σύγχρονος Όμηρος, ο Μαρκ Τουέιν των Βαλκανίων, ο νέος Κάφκα, Όργουελ, ο Ευρωπαίος Φίλιπ Ροθ. Ενδιαφέρον στοιχείο: όταν κέρδισε το βραβείο Booker για την προσφορά του στα γράμματα, είχε «ανταγωνιστές» του τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και τον Φίλιπ Ροθ. Ήταν το 2005.
Είναι σχεδόν αδύνατο να σκεφθεί κανείς τη ζωή και το έργο του Κανταρέ χωρίς να σκεφθεί μαζί και το όνομα του στυγνού ηγέτη της Αλβανίας, Ενβέρ Χότζα. Του «Στάλιν των Βαλκανίων», όπως έχει γίνει γνωστός. Το απολυταρχικό καθεστώς, που ώθησε τον Κανταρέ να στρέψει στο αλληγορικό ύφος το σπουδαίο συγγραφικό του ταλέντο (από 11 ετών έγραφε ποίηση), αυτή την αραχνοΰφαντη ικανότητα να βουτάει στην ιστορία του τόπου και να μιλάει για το βασανιστικό παρόν της.
Γεννημένος στον δρόμο των θεοπάλαβων
Γεννήθηκε στην ίδια πόλη, στον ίδιο δρόμο, όπου γεννήθηκε και ο Χότζα, χρόνια πριν. Στο Αργυρόκαστρο. Ο δρόμος του Κανταρέ λεγόταν Οδός Θεοπάλαβων. Όταν επέστρεψε στην πόλη, περπάτησε στον δρόμο, συνάντησε έναν ηλικιωμένο γλύπτη που του φώναξε: «Αυτή η πόλη έβγαλε τρεις τρελούς: εσένα, τον Χότζα και εμένα».
Όταν ήταν 8 ετών, ανέλαβε την εξουσία ο Χότζα. Την ίδια εποχή ο Κανταρέ είχε αρχίσει ήδη να διαβάζει Μάκμπεθ και αρχαία ελληνικά έργα.
Έλεγε ότι έκτοτε δεν χρειάστηκε περισσότερα εφόδια για να γίνει συγγραφέας. Εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή στα 17 του χρόνια λίγο πριν φύγει με υποτροφία για σπουδές στο Ινστιτούτο Γκόργκι στη Μόσχα. Αν και ομολογούσε ότι στην εφηβεία είχε γοητευθεί από τον κομμουνισμό, σύντομα ένιωσε την ανελευθερία, τον περιορισμό της έκφρασης, τη λογοκρισία, τον κίνδυνο για τη ζωή του αν πήγαινε κόντρα στις αρχές.
Σε αυτό ακριβώς το κομβικό σημείο ο Κανταρέ αποφάσισε να λειτουργήσει ως σχοινοβάτης, να ακροβατήσει μεταξύ άσκησης κριτικής, καταγγελίας, αλλά και πειθαρχίας. Έβαλε ένα δίχτυ ασφαλείας, έκανε ελιγμούς. Από τη μία, βιβλία του ή ποιήματά του απαγορεύονταν μέσα σε λίγη ώρα από την κυκλοφορία του. Από την άλλη, έγραφε εκθειαστικά πορτρέτα του Χότζα.
Η δωροδοκία στον Χότζα
Από τη στιγμή που μετοίκησε στο Παρίσι, δέχθηκε καταγγελτική κριτική: ότι δεν αντιστάθηκε όσο έπρεπε στο καθεστώς, όπως έκαναν άλλοι συγγραφείς σε χώρες του σοβιετικού μπλοκ. Κάποιοι λένε ότι αυτό του στοίχισε και το Νόμπελ Λογοτεχνίας, για το οποίο φέρεται να ήταν υποψήφιος 15 φορές. «Δεν δήλωσα ποτέ αντιφρονών» έλεγε ο ίδιος. Και παραδεχόταν πως έπρεπε να κάνει συμβιβασμούς για να επιζήσει.
Όταν το 1977 έγραφε το βιβλίο «Ο Μεγάλος Χειμώνας», τιμώντας την αποχώρηση του Χότζα από τις αγκάλες του Χρουστσόφ και της Σοβιετικής Ένωσης το 1961, δήλωσε ότι το έκανε επειδή είχε μόνο τρεις επιλογές. «Να μείνω πιστός στις ιδέες μου, που σημαίνει θάνατος. Να μείνω σιωπηλός, που είναι μια άλλη μορφή θανάτου. Ή να αποδώσω μια τιμή, μια δωροδοκία».
Κυνικό. Η αλήθεια είναι ότι ο Κανταρέ βρέθηκε αρκετές φορές στη θέση να απολογηθεί, να εξηγήσει. Κάτι που δεν συνέβη, για παράδειγμα, στον Κούντερα - να άλλος ένας σπουδαίος τον οποίο συνέκριναν μαζί του.
Το μέλι και το δηλητήριο της ανθρωπότητας
Το 1981 τόλμησε να κατηγορήσει τον Χότζα και το καθεστώς του, πάντα με τρόπο αλληγορικό, με το βιβλίο του «Το παλάτι των ονείρων», στο οποίο περιέγραφε τη γραφειοκρατία ενός κομμουνιστικού καθεστώτος που έκλεβε τα όνειρα των πολιτών. Το βιβλίο ξεπούλησε πριν προλάβουν να το απαγορεύσουν οι Αρχές. «Στο νυχτερινό βασίλειο του ύπνου βρίσκεις τόσο το φως όσο και το σκοτάδι της ανθρωπότητας, το μέλι και το δηλητήριό της, το μεγαλείο και την ευθραυστότητά της».
Δήλωνε ότι δεν είναι πολιτικός συγγραφέας, ή έστω ότι τα κείμενά του είναι τόσο πολιτικά όσο οι αρχαίες τραγωδίες… Έλεγε ότι η γραφή του δεν επηρεάστηκε από το ότι έζησε κάτω από ένα ασφυκτικό κομμουνιστικό καθεστώς. «Ίδιος συγγραφέας θα γινόμουν» επέμενε.
Έγραφε μόνο δύο ώρες την ημέρα - έτσι ισχυριζόταν. Θεωρούσε, όμως, τη συγγραφή μια δεύτερη ζωή. Άφησε παραγωγή 50 βιβλίων μεταφρασμένων σε 40 γλώσσες. Θεωρούσε ότι τα περισσότερα βιβλία του ήταν μια ισχυρή φωνή αντίστασης απέναντι στο καθεστώς Χότζα. Κι όμως, για ένα διάστημα, κυρίως μετά τον «Μεγάλο Χειμώνα», εθεωρείτο ότι ήταν ευνοούμενός του, ενώ η χήρα του Χότζα στα απομνημονεύματά της έγραψε πως πολλές φορές ο σύζυγός της αναγκάστηκε να σώσει τον Κανταρέ από τα χέρια της μυστικής αστυνομίας, της διαβόητης Sigurimi.
Κι όμως, δεν έφυγε από την Αλβανία επί Χότζα, αλλά μερικά χρόνια μετά τον θάνατό του, όταν είχε αναλάβει την εξουσία ο Ραμίζ Αλία, τον οποίο συνάντησε μια φορά το 1989 μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ελπίζοντας ότι θα συναντήσει έναν νέου είδους ηγέτη. Τρόμαξε.
Οι μόνοι νόμοι στους οποίους υποτάχθηκε
Κατέφυγε στο Παρίσι το 1990, αφού αποτελούσε θρύλο για τη γαλλική διανόηση ήδη από την έκδοση του πρώτου του βιβλίου του το 1963, του «Ο στρατηγός του νεκρού στρατού». Περιγράφει την πορεία ενός Ιταλού στρατηγού που γύρισε να μαζέψει τα οστά των νεκρών στρατιωτών του από το αλβανικό μέτωπο. «Άραγε, μπορείς να υψώσεις ένα σύνολο οστών και να τους δώσεις ένα όνομα;». Το βιβλίο κατηγορήθηκε στην Αλβανία ότι δεν άσκησε αρκετή κριτική στους Ιταλούς.
Βραβευμένος, θρύλος της παγκόσμιας λογοτεχνίας, το 2019 επέστρεψε στο διαμέρισμα όπου έζησε στα Τίρανα για τα εγκαίνιά του ως Μουσείου Κανταρέ. Και πάλι δεν αντιστάθηκε να μιλήσει για υποταγή και νόμους. «Οι μόνοι νόμοι στους οποίους υποτάχθηκε στη ζωή μου ήταν αυτοί της λογοτεχνίας» είπε στην ομιλία του.
«Έχοντας αφήσει, για πολλούς λόγους, την πατρίδα του επικού, ήταν ξεριζωμένοι σαν δέντρα που έχουν πέσει στο χώμα, είχαν χάσει τον ηρωικό χαρακτήρα και τη βαθιά εδραιωμένη αρετή» γράφει στον «Ρημαγμένο Απρίλη» το 2001. Σε αυτό το βιβλίο, όπου ο Σαίξπηρ συναντά τον Αισχύλο -οι πρωταρχικές και διαρκείς αναφορές του-, βλέπεις όλο το μεγαλείο αλλά και την εσωτερική αναμέτρηση του Κανταρέ. Ένα βιβλίο με φόντο μια αιματηρή βεντέτα που φέρει κομμάτια από τον ψυχισμό του Κανταρέ.