Τι συμβαίνει όταν μια γυναίκα βαπτισμένη στην Τέχνη γράφει, εν μέσω πανδημίας μάλιστα, για εικόνες καθημερινές μα και μυστηριακές εικόνες της ζωής μας στην πόλη; Το αποτέλεσμα είναι μια εικαστική και συγγραφική πνοή, από την Ιριδα Κρητικού με το βιβλίο της «HORTUS CONCLUSUS - Tριάντα έξι ιστορίες ξανακερδισμένης Άνοιξης».
Η Ιρις Κρητικού, ιστορικός Τέχνης, επιμελήτρια εκθέσεων, έχει εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια αγγίξει και ορίσει ένα μεγάλο μέρος του εικαστικού χάρτη της χώρας, από κλασικές εκθεσιακές προσεγγίσεις μέχρι ευφάνταστες συναντήσεις των εικαστικών με το σύνολο του αστικού πολιτισμού σε γκαλερί, δημόσιους χώρους, βιομηχανικά κτίρια. Περιηγείται με ταχύτητα και άνεση σε όλη την πόλη, τις περισσότερης φορές πεζή, συγκεντρώνοντας εικόνες όχι μόνο αστικές μα και πολιτικές με την έννοια του πολίτη, που συγκροτούν την ταυτότητά της. Αυτό αποκαλύπτεται αυτή τη φορά ευθύβολα, χωρίς παρεμβολή φίλτρων ή επεξηγηματικών αναλύσεων των επιμελητικών της κινήσεων μέσα από ένα βιβλίο με 36 ιστορίες. Αυτή που επιμελήθηκε χιλιάδες εικόνες, τώρα εικονογραφεί με τις λέξεις και τη συναισθηματική της τοπογραφία.
Μέσα στην πανδημία, με την Τέχνη και τις κοινωνικές συναντήσεις μας να τελούνται μέσω οθονών και streaming, η Ιρις Κρητικού κάθισε για μια φορά μπροστά στον υπολογιστή της όχι για να γράφει ένα ακόμα εκτενές επιμελητικό κείμενο, αλλά για ένα προσωπικό, περιπατητικής λογικής μανιφέστο θα έλεγα. Ενα αστικό μανιφέστο για την Αθήνα και τη ζωή μας, που βάθυνε και ξεπλύθηκε από περιττές οπτικές και lifestyle παρεμβολές τις ημέρες της πανδημίας. Συγκεκριμένα, από τις 14 Μαρτίου ως τις 14 Μαϊου απλώνονται οι αφηγήσεις της. Το βιβλίο με τον τίτλο «HORTUS CONCLUSUS τριάντα έξι ιστορίες ξανακερδισμένης Άνοιξης» έχει την αγάπη για την πόλη και μια ακτιβιστική αισιοδοξία μέσα του που μου θυμίζει την διαπίστωση του Οδυσσέα Ελύτη «την Ανοιξη αν δεν της βρεις την φτιάχνεις».
Ακολουθώντας μια νοερή χρονική διαδρομή που σηματοδοτεί μεταξύ άλλων το κινητό ημερολόγιο του φετινού αλλόκοτου Πάσχα, οι ιστορίες αυτές διαδραματίζονται με επίκεντρο τον αστικό πυρήνα της πόλης, και, αν και δεν διανύουν παρά την πολύ μικρή προβλεπόμενη ακτίνα δράσης, διασώζουν εντατικά και αλλεπάλληλα οπτικά ερεθίσματα που συνομιλούν με τον διεσταλμένο χρόνο και τις οξυμένες αισθήσεις, ενώ ενεργοποιούν καταλυτικά τη συνειρμική μνήμη. Αναπάντεχες συναντήσεις με οπωρικά και λουλούδια, πεταλούδες και σαλιγκάρια στη βεράντα και τα μπαλκόνια του σπιτιού και νοερές μεταβάσεις στον απροσπέλαστο κατά το διάστημα εκείνο κήπο της Αίγινας, άσκοπες βόλτες με τον σκύλο στον Λυκαβηττό και στο χέρσο δίπλα στο εργοτάξιο της Αμερικανικής Πρεσβείας, περίπατοι στην Πλάκα και το ιστορικό κέντρο ή ανακουφιστικές «εκδρομές» στη σαββατιάτικη λαϊκή της Καλλιδρομίου, τρέπονται σε πολύχρωμες μπαλάντες της τελούσας υπό περιορισμό καθημερινότητας, ενώ συστηματικά αν και υπαινικτικά, συνδιαλέγονται με την τέχνη, την ιστορία, τη λογοτεχνία, την ποίηση.
Με αφορμή το βιβλίο και τις ιστορίες του, δημιουργήθηκαν ισάριθμα μικρά ζωγραφικά έργα από τον Νεκτάριο Αποσπόρη, σταθερό συνομιλητή της συγγραφέως από την αρχή αυτής της απόπειρας, τα οποία συμπεριλαμβάνονται επίσης στην έκδοση. Το βιβλίο σχεδιάστηκε από τον Ανδρέα Γεωργιάδη και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έλιξ σε επιμέλεια του Γιώργου Φλωράκη. Ακολουθεί μια χαρακτηριστική αφήγηση του ημερολογίου της ξανακερδισμένης Ανοιξης.
Οι νεραντζιές της οδού Ευριπίδου (Γ΄ Χαιρετισμοί)
Παρασκευή 20.3.20
Γ΄ Χαιρετισμοί
Περπατώ στην Πραξιτέλους με βήμα σκυφτό κάτω από το κλειστό μας γραφείο κι ίσως να έχω στα μάτια μου κι εγώ το βλέμμα ετούτο του τρελού, ίδιο με εκείνο των λιγοστών οδοιπόρων του τριγώνου με τους οποίους εξακολουθώ να διασταυρώνομαι. Μου έλειψαν τα ανοιχτά καταστήματα της γειτονιάς μας. Τα υαλοπωλεία, τα επιγραφοποιεία και τα ραφτάδικα. Τα καφεκοπτεία, οι βιοτεχνίες αμπαζούρ και τα όρθια ποτάδικα, τα αρχαία καταστήματα κυτιοποιίας και γραφικής ύλης. Τα στιλβωτήρια παπουτσιών, τα μαγαζάκια που πουλούν βελούδινα πουγκάκια, χάρτινες σακούλες σε δεκάδες και κορδέλες με το μέτρο. Τα καταστήματα με ηλεκτρικά είδη και θερινά φωτάκια Χριστουγέννων, τα μικρά κομπολογάδικα και οι αλιείς των μαργαριταριών από συνθετική ύλη.
Γ΄ Χαιρετισμοί
Μα να που στρίβω στην Ευριπίδου παρορμητικά, ακολουθώντας τη νέα ευωδιά του υγρού απογεύματος. Μια ευωδιά θριαμβική που κυριεύει το μελαγχολικό αθηναϊκό λυκόφως και σαρώνει με ορμή τις χρόνιες οσμές του κοιμισμένου εμπορικού δρόμου. Που εξολοθρεύει τα κεφάλια των τυριών, τα ξηροκάρπια, τα μπαχαρικά, τις γυάλες των τουρσιών, τα κρεμασμένα αλλαντικά, τα αλίπαστα. Μια ευωδιά που εισχωρεί κάτω από τις κλειστές πόρτες των βυζαντινών ναών, που ανάβει τα κεριά στα άδεια μανουάλια τους. Μια μυρωδιά αλάνθαστη από άνοιξη και θάνατο και Ανάσταση μαζί.
[…]