Μια ανασκαφή αρχαιολόγων στο Ιράκ έφερε στο φως αυτό που πιστεύεται ότι είναι το πρώτο και παλαιότερο βιομηχανικό οινοπιεστήριο στη βόρεια Μεσοποταμία, που χρονολογείται πάνω από 2.700 χρόνια, χρονική περίοδος που συμπίπτει με μια απότομη αύξηση ζήτησης κρασιού μεταξύ των κυρίαρχων αυτοκρατορικών ελίτ της Ασσυρίας.
Μια από τις παλαιότερες αυτοκρατορίες του κόσμου, η Ασσυρία, εκτεινόταν στο βόρειο τμήμα της Μεσοποταμίας -το μεγαλύτερο μέρος του σύγχρονου Ιράκ, καθώς και σε τμήματα του Ιράν, του Κουβέιτ, της Συρίας και της Τουρκίας.
«Πρόκειται για ένα πράγματι μοναδικό αρχαιολογικό εύρημα, γιατί είναι η πρώτη φορά στη βόρεια Μεσοποταμία που αρχαιολόγοι μπορούν να εντοπίσουν μια περιοχή παραγωγής κρασιού», δήλωσε ο Ντανιέλε Μοράντι Μπονακόσι, καθηγητής Αρχαιολογίας της Εγγύς Ανατολής στο Πανεπιστήμιο του Ούντινε και διευθυντής του αρχαιολογικού πρότζεκτ «Γη της Νινευής», στην περιοχή του Κουρδιστάν στο Ιράκ.
Η αξία της ανασκαφής, που έγινε στον αρχαιολογικό χώρο Χανίς, κοντά στη βόρεια ιρακινή επαρχία Νταχούκ, έγκειται εν μέρει στο ιστορικό της πλαίσιο, πρόσθεσε ο Μπονακόσι.
Ασσυριακές γραφές είχαν προηγουμένως επισημάνει μια αυξημένη ζήτηση για κρασί, ειδικά μεταξύ αυλικών και της ευρύτερης κοινωνικής ελίτ. Το κρασί χρησιμοποιείτο σε διάφορες τελετουργίες μεταξύ των πλουσίων.
Αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα δείχνουν επίσης μια επέκταση στους αμπελώνες της περιοχής εκείνη την περίοδο.
«Στην Υστερη Ασσυριακή Περίοδο, μεταξύ του 8ου και του 7ου αιώνα π.Χ., υπήρξε πολύ μεγάλη αύξηση στη ζήτηση και στην παραγωγή κρασιού», είπε ο Μπονακόσι. «Η αυτοκρατορική ασσυριακή αυλή ζητούσε όλο και περισσότερο κρασί».
Η ανακάλυψη περιλαμβάνει 14 εγκαταστάσεις λαξευμένες σε ορεινούς βράχους. Οι τετραγωνικού σχήματος λεκάνες χρησιμοποιούνταν από τους ανθρώπους για να πιέζουν τα σταφύλια με τα πόδια, βγάζοντας το χυμό που έτρεχε στις κάτω κυκλικές λεκάνες.
Στη συνέχεια, ο χυμός σταφυλιού συγκεντρωνόταν σε δοχεία, ζυμωνόταν και πωλείτο σε μεγάλη κλίμακα.
Η τοποθεσία ανακαλύφθηκε από μια ομάδα Ιταλών αρχαιολόγων από το Πανεπιστήμιο του Ούντινε, σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων στο Ντοχούκ.
Οι ομάδες εργάζονται για την προσθήκη της αρχαίας κατασκευής στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.