Σε μια εποχή που όλα στενεύουν γύρω μας, κυρίως λόγω της πανδημίας και του αναστοχασμού, ο κορυφαίος ποιητής και μεταφραστής Στρατής Πασχάλης γίνεται οικοδεσπότης του ιδανικού φαντασιακά δείπνου. Καλεί σε μια ταράτσα στο Παρίσι τους κινηματογραφικούς σκηνοθέτες που άλλαξαν τον 20ό αιώνα πίνοντας ούζο σε κόκκινα ποτήρια, όπως ο Καβάφης.
Η πρόσκληση του iefimerida.gr ήταν απλή: αν μπορούσες να καλέσεις όποιον επιθυμείς, νεκρό ή ζωντανό, γνωστό σου ή όχι, σε ένα δείπνο, ποιον θα καλούσες, που θα έστηνες το τραπέζι σου, τι θα γευόσασταν τι θα τους ρωτούσες. Mια ιδέα από τους Financial Times, που μετά την περίφημη στήλη «Γεύμα με...» φέρνει έναν νέο τρόπο να διεισδύσουμε στον κόσμο και στο μυαλό γοητευτικών προσωπικοτήτων.
Καθώς η πανδημία από τον Φεβρουάριο έφερε ανατροπές, εγκλωβισμούς, όρια πρωτόγνωρα στη ζωή μας, το φαντασιακό δείπνο μοιάζει με μια άσκηση στη χαρά, στη δημιουργία, στη συνύπαρξη. Η νέα αυτή στήλη του iefimerida.gr αρχίζει με την σαγηνευτική αφήγηση, το αφοπλιστικό δείπνο που παραθέτει ο σπουδαίος, βραβευμένος ποιητής, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και συγγραφέας Στρατής Πασχάλης, που μεταξύ άλλων έχει βραβευθεί και με το παράσημο του Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών, που του απονεμήθηκε από την Γαλλική κυβέρνηση.
«Κάποιο βραδάκι, θα καλούσα σε δείπνο τους τέσσερις σκηνοθέτες που αγαπώ. Τον Λουκίνο Βισκόντι, τον Πιερ Πάολο Παζολίνι, τον Στάνλεϋ Κιούμπρικ και τον Ρομάν Πολάνσκι. Στην ταράτσα ενός μεγάρου στα Ηλύσια Πεδία, στο Παρίσι. Την ώρα του δειλινού στα μέσα του Σεπτεμβρίου. Με θέα το πάνω μέρος της Αψίδας του Θριάμβου, τον πύργο του Άιφελ και τις στέγες της πόλης του φωτός.
Θα τους πρόσφερα ούζο από τη Λέσβο σε κόκκινα ποτήρια όπως έκανε ο Καβάφης. Θα το συνόδευα με γραφικούς και νόστιμους μεζέδες του νησιού μου. Ελιές τσακιστές, σαρδέλες παστές, σουγάνια, κολοκυθοανθούς γεμιστούς με ρύζι και άνηθο, χταπόδι ξεροψημένο στα κάρβουνα. Θα τους μιλούσα για τη Μυτιλήνη του '60 και του ' 70. Για τους λαϊκούς κινηματογράφους όπου, στην εφηβεία μου, είδα τις ταινίες τους που λατρεύω. Το Θάνατος στη Βενετία στον "Ορφέα", τον Σπάρτακο που ξεσήκωνε τις επευφημίες της γαλαρίας, σαν μάγκας και τσίφτης, στον "Αρίωνα", το Μωρό της Ρόσμαρυ σ' ένα θερινό πίσω από το νεοκλασικό Γυμνάσιο, παράξενο και τρομακτικό στην προβολή των δέκα με δώδεκα κι ενώ τα τζιτζίκια του Ιουλίου οργίαζαν, το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο στην ασπρόμαυρη τηλεόραση το πρώτο Πάσχα μετά την πτώση της δικτατορίας, μέγα Σάββατο λίγο πριν την Ανάσταση που θα γινότανε πλάι στο σπίτι μας, γειτονικό με την πανάρχαια εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων.
Θα έλεγα στον Βισκόντι πόσο το πλησίασμα του καραβιού στην τότε πόλη της Μυτιλήνης έμοιαζε με την προσέγγιση του πλοιάριου που έφερνε στην αρχή του φιλμ (Θάνατος στη Βενετία) τον Ντερκ Μπόγκαρντ-Άσενμπαχ στη πόλη των υδάτων και των πέτρινων λιονταριών. Με τα μπαρόκ νεοκλασικά και τους περίφημους κήπους σε όλη έκταση της ακτής ως το λιμάνι αλλά και τον νεοαναγεννησακό τρούλο του Αγίου Θεράποντα να δεσπόζει πάνω από την βαθυκόκκινο πόλη. Η θάλασσα χρυσή και αχνή μέσα στο φως της ανατολής.
Θα τους μιλούσα για τις θρυλούμενες συχνές επισκέψεις του Ελία Καζάν σ’ ένα σπίτι στη μαγική περιοχή Κιόσκι, με τα σγουρά πυκνά γιασεμιά κρεμασμένα στις βαριές καγκελόπορτες και τους μεθυστικές αυλές γεμάτες με τα πιο σπάνια λουλούδια. Για μια φωτογραφία της Ίνγκριντ Μπέργκμαν στα καλντερίμια του Μολύβου, αρχές του εξήντα, που την ανακάλυψα πρόσφατα. Για τη φήμη ότι ο Φελίνι ήρθε στη Λέσβο incognito και κινηματογράφισε το πανηγύρι του Ταύρου στην Αγία Παρασκευή. Για τις καλλιτεχνικές απίθανες φωτογραφίες από την παράσταση του Λουκίνο "Κρίμα που είναι πόρνη" του Τζων Φορντ, με τα κοστούμια του Πιέρο Τόζι που έντυναν τον Αλαίν Ντελόν και τη Ρόμυ Σνάϊντερ, και που τις είδα σ' ένα παλιό Παρί Ματς αφημένο πρόχειρα στην πολυθρόνα ενός ωραίου σπιτιού στον τότε Μακρύ Γιαλό και σαγηνεύτηκα. Κι ας υπήρξε τελικά η παράσταση σκέτη αποτυχία.
Σε όλη τη διάρκεια της βραδιάς θα είχα βάλει ν' ακούγονται ελαφρά ιταλικά και γαλλικά τραγούδια εκείνης της εποχής. Αργότερα ωραία ρεμπέτικα του Τσιτσάνη. Τέλος, θα τους είχα προσφέρει για επιδόρπιο ένα δροσερό ζελέ με ανθόνερο και τριμμένο αμύγδαλο. Γλυκό του καλοκαιριού που έφτιαχνε η μητέρα μου. Οταν ο ουρανός του Παρισιού με την ανάλαφρη συννεφιά και τ' απαλά χρώματα θα θύμιζε την γκριζορόδινη υφή του. Και τότε σαν έκπληξη θα εμφάνιζα τον τελευταίο καλεσμένο μου. Τον Χοσελίτο.
Το ίνδαλμα των παιδικών μου χρόνων. Τον Όλιβερ Τουίστ της μεσογειακής φτωχολογιάς. Τον πρίγκηπα και τον ζητιάνο ταυτόχρονα στα παιδικά μου μάτια. Το παιδί θαύμα του σινεμά που θα μας τραγουδούσε ζωντανά το Violino Tzigano. Το τραγούδι που ο Πιερ Πάολο έβαλε σαν κεντρικό μοτίβο στο Μάμα Ρόμα του, δίπλα στον Μπαχ. Στο τέλος της βραδιάς θα πηγαίναμε όλοι μαζί σε γειτονικό μπιστρό για ένα τελευταίο ποτήρι. Εκτός από τον Χοσελίτο που ως ανήλικος θα έφευγε μ' ένα ταξί για το υπερπολυτελές ξενοδοχείο του που θα το είχα πληρώσει εγώ! Κι όλα αυτά θα ήτανε σα να συνέβαιναν σε ταινία του Μπουνιουέλ όπου το όνειρο είναι ολόιδιο με την πραγματικότητα...»