Ποιος δεν έχει παρακολουθήσει ταινίες που ασχολούνται με ιστορικά θέματα; Πολλές μάλιστα από αυτές έχουν γίνει διάσημες στην ιστορία του κινηματογράφου ή εξακολουθούν να είναι δημοφιλείς, αν είναι νεότερης ηλικίας.
Τι ακριβώς, όμως, κάνει ο κινηματογράφος με την ιστορία; Θέλει να διδάξει το παρελθόν; Επιδιώκει να το αναπαραστήσει για να μας προσφέρει απόλαυση ή και διασκέδαση; Κάνει λόγο για την ιστορία γιατί επιζητεί να αποκαλύψει κάποια κρυμμένη ή αποσιωπημένη πλευρά της; Κι επιπλέον, μπορεί ένας σκηνοθέτης να υποκαταστήσει έναν επαγγελματία ιστορικό, κι αν ναι, τι θα απογίνουν στο μέλλον οι ιστορικοί;
Αυτά είναι τα ζητήματα που πραγματεύεται ο Robert A. Rosenstone στο βιβλίο του «Η ιστορία στον κινηματογράφο. O κινηματογράφος στην ιστορία», που μόλις κυκλοφόρησε σε μετάφραση Μάριου Αθανασιάδη-Ντόνα, επίμετρο και επιμέλεια Χρήστου Δερμεντζόπουλου και επίμετρο Θανάση Βασιλείου από τις Μωβ Εκδόσεις.
Ο Rosenstone είναι επίτιμος καθηγητής Ιστορίας στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ. Η βραβευμένη βιογραφία του για τον Τζον Ριντ «Romantic Revolutionary» (1975) αποτέλεσε τη βάση για τη βραβευμένο με πολλά Όσκαρ ταινία του Γουόρεν Μπίτι «Οι Κόκκινοι», όπου ο Rosenstone επωμίστηκε χρέη ιστορικού συμβούλου. Πρόκειται με άλλα λόγια για ακαδημαϊκής καριέρας ιστορικό, ο οποίος στράφηκε από ένα σημείο και μετά στη μελέτη και την ανάλυση των ταινιών με ιστορικό προσανατολισμό, βασισμένος τόσο στη θεωρία της ιστορίας όσο και στη θεωρία και στην κριτική του κινηματογράφου.
Εξετάζοντας ταινίες όπως, μεταξύ άλλων (τις παραθέτω χωρίς αξιολογική και χρονική σειρά), των αδελφών Ταβιάνι «Allonsanfan» (1973), του Σεργκέι Αϊζενστάιν «Θωρηκτό Ποτέμκιν» (1925) και «Οκτώβρης» (1928), του Στίβεν Σπίλμπεργκ «Η λίστα του Σίντλερ» (1993), του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ο θίασος» (1975) και «Το βλέμμα του Οδυσσέα» (1995), του Όλιβερ Στόουν «Γεννημένος την 4η Ιουλίου» (1989), «Νίξον» (1995) και «Platoon» (1986), του Κλιντ Ίστγουντ «Οι σημαίες των προγόνων μας» (2006) και «Γράμματα από το Ιβοτζίμα» (2006), του Ρίτσαρντ Ατένμπορο «Γκάντι» (1982), του Hans Yourgen Sybeberberg «Χίτλερ-μια ταινία από τη Γερμανία» (1982), του Morten Tyldum «Το παιχνίδι της μίμησης» (2014), για τον Άλαν Τούρινγκ, του Γουόρεν Μπίτι «Οι Κόκκινοι» (1981), του Στάνλεϊ Κιούμπρικ «Σπάρτακος» (1960), του Τζέιμς Κάμερον «Τιτανικός» (1997) και του Τζον Φορντ «Ο νεαρός κύριος Λίνκολν» (1939), ο μελετητής ανοίγει την έρευνά του σε ένα εξαιρετικά ευρύ πεδίο, περιλαμβάνοντας στα είδη τα οποία τον ενδιαφέρουν και τη βιογραφία ή το ντοκιμαντέρ.
Διακρίνοντας τα ιστορικά φιλμ σε «ταινίες ιστορικού περιεχομένου» και σε «ταινίες εποχής», ο Rosenstone κάνει ένα πρώτο πλην πολύ βασικό ξεκαθάρισμα. Οι «ταινίες εποχής» χρησιμοποιούν την ιστορία ως διακόσμηση και ως φόντο, δίχως να συσχετίζουν εκ των έσω τη μυθοπλασία τους με τα ιστορικά γεγονότα ή με τις ιστορικές περιόδους στις οποίες αναφέρονται. Οι «ταινίες ιστορικού περιεχομένου» προχωρούν, αντιθέτως, σε βαθύτερο επίπεδο, συζητώντας για τις ατομικές και τις συλλογικές σχέσεις, για τα φύλα, για τον εθνικισμό, για την πολιτική, για τις επαναστάσεις και τις εξεγέρσεις, για τη ζωή του Λίνκολν και των δούλων στις ΗΠΑ, για την εικόνα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του έθνους ή για το τραύμα του Βιετνάμ ανάμεσα στους Αμερικανούς, για το Ολοκαύτωμα στη Γερμανία και την Ευρώπη, για τον μαρτυρικό βίο και την επιστημονική ιδιοφυία του Άλαν Τούρινγκ, για την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, για τον Εμφύλιο στην Ελλάδα, για την ανεξαρτησία της Ινδίας ή για τον ξεσηκωμό του Σπάρτακου στην αρχαία Ρώμη (ξεχωρίζω ορισμένα χαρακτηριστικά και ιδιαιτέρως εύλογα παραδείγματα).
Οι ταινίες που έχουν ήδη μνημονευτεί, συχνά με τεράστια εισπρακτική επιτυχία διεθνώς, θέτουν εκ νέου, με επιτακτικό πλέον τρόπο, τα ερωτήματα τα οποία βασανίζουν τον Rosenstone. Μπορεί οι ταινίες να μετατραπούν κάποια στιγμή σε εγχειρίδια ιστορίας επί τη βάσει των οποίων θα κατανοούμε το παρελθόν στα επόμενα χρόνια, αφήνοντας πίσω μας τον προαιώνιο γραπτό πολιτισμό των ιστοριογραφικών μελετών και των ιστορικών πηγών;
Ο μελετητής δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία για κάτι τέτοιο μόνο που όχι μόνο δεν κινδυνολογεί, αλλά και το θεωρεί κάτι απολύτως φυσικό για μια κοινωνία, η οποία τρέφεται και επικοινωνεί πρωτίστως με εικόνες. Θρεμμένος και στο ακαδημαϊκό του πλαίσιο και στην κινηματογραφική του ματιά με τη λογική του μεταμοντερνισμού, ξέρει πως οι ταινίες δεν διαθέτουν ποτέ την ακρίβεια, τα αναλυτικά εργαλεία και τον ειδικό εξοπλισμό της ιστορικής επιστήμης και πως ως εκ τούτου είναι δυνατόν κάλλιστα να προχωρούν σε ιστορικές υπερβάσεις ή αλλοιώσεις, σε μεταθέσεις χρονολογιών, σε συγχώνευση επιπροσθέτως της ιστορικής πραγματικότητας και της φιλμικής φαντασίας – όπως και όντως συμβαίνει.
Εκείνο, όμως, που μετράει στον κινηματογράφο δεν είναι η προσήλωση στην πραγματική λεπτομέρεια, αλλά η μετατροπή της σε αφηγηματικό και μυθοπλαστικό υλικό. Και όπως οι ιστορικοί καταφεύγουν στην αφήγηση προκειμένου να αναπλάσουν το παρελθόν, προσεγγίζοντας, όπως το λέει ο Hayden White, τη λογοτεχνία, έτσι και οι σκηνοθέτες βασίζονται στις μεταφορές, στα χρώματα και στις οπτικές γωνίες των πλάνων, στις μεταφορές και στα σύμβολα για να παραστήσουν εν κατακλείδι λίγο-πολύ παραποιημένο παρελθόν. Η διαφορά είναι πως ούτε η ιστορική επιστήμη ούτε ο κινηματογράφος είναι σε θέση να αποκαταστήσουν ή να επαναφέρουν ένα άτμητο και ακέραιο παρελθόν. Η ιστορική επιστήμη και οι ταινίες γράφουν ή κινηματογραφούν ένα κατά προσέγγιση παρελθόν, εκείνο που εικάζουν από τις πηγές, από τη γνώση και από τη φαντασία τους. Διότι το πραγματικό παρελθόν έχει χαθεί οριστικά. Να γιατί ο Rosenstone επιτρέπει να παρακολουθήσουμε τα ιστορικά φιλμ χωρίς ενοχές, αναζητώντας τη δική τους και τη δική μας αλήθεια, μια και η ιστορική αλήθεια δεν είναι ούτε μία ούτε ενιαία, αλλά ένα πεπερασμένο σύνολο εκδοχών και ερμηνειών – μια δέσμη από πολλαπλές αλήθειες.