Μέσα σε συνθήκες καύσωνα, καθισμένοι στο τσιμέντο των πανοραμικών σκαλιών στο ΚΠΙΣΝ, νιώσαμε να μας συνθλίβουν ιστορίες της εβραϊκής κοινότητας στη Θεσσαλονίκη.
Ιστορίες που συνυπάρχουν με το παρόν της πόλης. Στη Θεσσαλονίκη, η πρόκληση και μαζί το επιτακτικό χρέος για τη δημιουργία ενός Μουσείου για το Ολοκαύτωμα, φαίνεται ότι επιτέλους δρομολογείται στον χώρο απ’ όπου ξεκίνησαν τα τρένα που μετέφεραν πολλούς από τους 50.000 Εβραίους της πόλης στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Αουσβιτς – Μπιρκενάουμ. Ενος φόρος τιμής εδώ και καιρό οφειλόμενος, σε μια πόλη που φέρει ως πληγή στο σώμα της τα δεινά της εβραϊκής κοινότητας, που φέρει στις φλέβες της, κάτω από το χώμα, μνήμες που δεν σβήνουν – να, βλέποντας την κινηματογραφική ταινία εγκατάσταση «Η πόλη και η πόλη» άκουσα έκπληκτη ότι μέρος του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης επεκτάθηκε στη δεκαετία του ‘50 πάνω στο λεηλατημένο εβραϊκό νεκτροταφείο της πόλης.
Το «Η πόλη και η πόλη» είναι ένα κινηματογραφικό και εικαστικό εγχείρημα που επιχειρεί να αφηγηθεί ξανά μέρος της ιστορίας αυτής, υπογραμμίζοντας ότι παραμένει αδιαπραγμάτευτα μέρος του αστικού ιστού, της αστικής μνήμης ως σήμερα και για πάντα. Με συν-σκηνοθεσία του Χρήστου Πασσαλή και του Σύλλα Τζουμέρκα και με την επιμέλεια του Ορέστη Ανδρεαδάκη, είναι παραγωγή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, με την στήριξη της δωρεάς του ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος για την συμπλήρωση 200 ετών από την Επανάσταση του 1821. Μια ακόμα ενδιαφέρουσα πληροφορία στο σημείο αυτό: το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος χρηματοδοτεί με 10 εκατομμύρια ευρώ και τη δημιουργία Μουσείου Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη (άλλα τόσα θα δοθούν από την κυβέρνηση της Γερμανίας και τα υπόλοιπα δέκα εκατομμύρια θα προέλθουν από εθνικούς πόρους).
Η εξωστρεφής Θεσσαλονίκη και το ανοιχτό τραύμα της
Η ερωτική Θεσσαλονίκη, η Θεσσαλονίκη των γεύσεων, η Θεσσαλονίκη που ενεργοποιείται διαρκώς από το θαλάσσιο μέτωπο και από το βυζαντικό παρελθόν της που ανασαίνει πάνω στις κεντρικές αρτηρίες, η Θεσσαλονίκη που ξέρει να γλεντάει. Και όμως φέρει διαρκώς σε κάθε της ανάσα την βαθιά πληγή της εβραϊκής κοινότητας και όσα υπέστη. Αυτή η αντίφαση, που είναι ό,τι πιο ρεαλιστικό ζει η Θεσσαλονίκη, διαπερνά το φιλμ. Και έρχεται να μας σχολιάσει με τον πιο απτό τρόπο το ζήτημα της διαχείρισης της ταυτότητας και των τραυμάτων μας που -σαν κομμάτια υφάσματος ενός μεγάλου πατσγουόρκ- την συγκροτούν. Ευφυώς, τα έξι επεισόδια της εβραϊκής κοινότητας έρχονται να ακουμπήσουν χρονικά σε διαφορετικά επεισόδια του μήνα Μάρτη, από το 1930 ως το 1980. Σαφής αναφορά στο Μάρτιο του 1821 και στον εορτασμό των 200 ετών από την Επανάσταση.
Η ταινία-εγκατάσταση παρουσιάστηκε επί 4 νύχτες στα Πανοραμικά Σκαλιά του ΚΠΙΣΝ. Καθισμένοι στα χαμηλά σκαλιά, πάνω στο τσιμέντο που ανέδυε την ζέστη του καύσωνα, με τον καυτό αέρα να μας κυκλώνει από παντού, βρεθήκαμε απέναντι από τρεις οθόνες παράλληλων και ταυτόχρονα ταυτόσημων ιστοριών, με κυρίαρχα τα έξι επεισόδια της εβραϊκής κοινότητας και τη διαρκή παρεμβολή σημερινών εικόνων της πολύβοης πόλης. Ντοκουμέντα, φωτογραφίες αρχείου συμπλέκονται με μυθοπλαστικές αναπαραστάσεις και με την ηχώ της ιστορίας να αποτυπώνεται μέσα στις τρεις οθόνες. Ενα θέμα σκληρό, όχι μέσα από την επιβολή των εικόνων τόσο, αλλά της απλής, ψύχραιμης αφήγησης της πραγματικής ιστορίας. Με κρύο αίμα, χωρίς να χρειαστεί οποιαδήποτε αφηγηματική υπερβολή.
Στα καυτά σκαλιά του ΚΠΙΣΝ
Μια φωνή (η Νίκη Παπανδρέου) με κρύο αίμα αφηγείται όσα υπέστη η μητέρα της και η ίδια στα χέρια των Γερμανών και των πρόθυμων προδοτών της πόλης. Μεθυστικοί χοροί μιας οικογένειας σε μια μακρά πορεία μέσα στα χωράφια και μοναχικοί δερβίσικοι στροβιλισμοί που μοιάζουν και με απελπισμένη προσευχή. Ενδιάμεσα κάρτες με πληροφορίες, με αριθμούς σαν ριπές για όσα βίωσε η εβραϊκή κοινότητα. Δεκάδες στιβαγμένοι Εβραίοι στην πλατεία Ελευθερίας υποχρεώνονται απο τους δυνάστες να κάνουν καθίσματα με τα χέρια τεντωμένα ψηλά. Κάποια στιγμή κοιτάζω μια νέα γυναίκα από τους θεατές, δυο σκαλιά παρακάτω από εμένα: έχει ξαπλώσει στο τσιμέντο, όλο της το σώμα ακουμπά και έχει τα μάτια ορθάνοιχτα, καρφωμένα στην οροφή που σχεδίασε ο Ρέντσο Πιάνο. Το σώμα αντιδρά, το σώμα (συμ)παραστέκεται στην αφήγηση.
Κάθεσαι λοιπόν στο ζεστό τσιμέντο, κάπως άβολα και κοιτάς τρεις οθόνες όπου η Θεσσαλονίκη ξεγυμνώνει το τραύμα της μπροστά σου. Δεν θα μπορούσε να είναι πιο ιδανική η συνθήκη, σκέφτομαι ότι αν το βλέπαμε καθισμένοι στην βελούδινη πολυθρόνα ενός χώρου κλιματιζόμενου θα ήταν σχεδόν υποκριτικό. Η όλη εμπειρία κάποιες στιγμές σε κάνει να νιώθεις ότι μπαίνεις σε έναν τύμβο, και ταυτόχρονα ότι η ίδια η μνήμη και η αφήγηση πρέπει να μείνει ζωντανή. Ειναι εν τέλει κάτι περισσότερο απο μια εγκατάσταση στο ΚΠΙΣΝ -είναι σαν μια περφόρμανς που παίρνει αυτό το χαρακτηριστικό από τη στάση του ίδιου του θεατή.
Η κινηματογράφιση, ασπρόμαυρη, ή σε χρώμα που μοιάζει να καίγεται από ένα φως εκτυφλωτικό, φορτίζει το περιεχόμενο με τους έξοχους Θέμιδα Μπαζάκα, Αργύρη Ξάφη, Αγγελική Παπουλια, Λαέρτη Μαλκότση, Νίκη Παπανδέου – η αφήγησή της δεν μπορεί να μην σε παγώσει- και πολλούς ακόμα.
Η καρδιά μου ξεσκίζεται
21 Μαρτίου του 1943 η Σαρίνα Σαλτιέρ γράφει στον γιο της Μορίς που έχει διαφύγει και κρύβεται στην Αθήνα «η καρδιά μου ξεσκίζεται». Μετά από 4 μέρες, ανήμερα 25ης Μαρτίου χιλιάδες άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους για να γιορτάσουν την επέτειο του 1821. «Ο εορτασμός είχε απαγορευθεί από τις κατοχικές αρχές και τη δοσίλογη ελληνική κυβέρνηση. Προσπαθούν να καταθέσουν στεφάνια, μοιράζουν προκηρύξεις, ψέλνουν τον Εθνικό Υμνο. Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί χτυπούν στο ψαχνό με σπαθιές από τ΄άλογα, πιστολιές, πυροβολισμούς, χειροβομβίδες» σημειώνει ο Ορέστης Ανδρεαδάκης. Και συνεχίζει «Η Σαρίνα δεν μαθαίνει τίποτα για’ αυτή την ηρωική επέτειο. Είναι ήδη καθ’ οδόν προς το Αουσβιτς μαζί με άλλους 2.800 Ελληνες Εβραίους. Στο πέτο φοράει ένα κίτρινο αστέρι με τον αριθμό 7116. Ενα ακόμα τραύμα ανοίγει στο σώμα της ελληνικής ιστορίας αλλά η διαχείρισή του δεν επρόκειτο να αρχίσει πριν περάσουν εξήντα χρόνια».
Το «Η πόλη και πόλη» θα συνεχίσει την πορεία της και θα μετεξελιχθεί σε ταινία για μία οθόνη.