Όλα τα έργα σε τούτη την έκθεση φέρουν το ίχνος της αλλοτινής χρήσης των πραγμάτων, του ανθρώπινου μόχθου, του χρόνου αυτοπροσώπως.
Ενα αφιέρωμα στον Σωτήρη Σόρογκα (1936) πραγματοποιεί η Πινακοθήκη του Δήμου Αλίμου, μέσα από ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας πορείας που ξεπερνά τα εξήντα χρόνια κι έχει αφήσει το δικό της ίχνος στα εικαστικά μας πράγματα.
Το γεγονός στήθηκε ως ένα προσωπικό ταξίδι του 87χρονου δημιουργού «ανάμεσα στις σπασμένες πέτρες», όπου παλιότερα και τωρινά έργα διακρίνονται από μια σταθερή διέπουσα: τη συνεχή και αξεπέραστη εμμονή του Σόρογκα να ακινητοποιήσει μια χρονική στιγμή.
Η έκθεση του Σόρογκα και ο δάσκαλος Σεφέρης
Σε μία ενότητα εφτά έργων που φιλοτέχνησε μόλις πρόσφατα ο ζωγράφος, δείχνεται η ουσιαστική συγγένεια της τέχνης του με την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Για τον ζωγράφο, ο Σεφέρης στάθηκε δάσκαλος, όχι μόνο με την ποίηση που άνοιξε τη ριζικώς άλλη διάσταση στην αναζήτηση που έκανε με το φως ή το αντικείμενο. Πιο σημαντικό ήταν το ερώτημα που προκάλεσε η επαφή με το έργο του, τι σημαίνει αιώνιο; «Πιστεύω πως η ποίησή του είναι λιτή, μεστή και έχει μια σπάνια νοηματική και εκφραστική πυκνότητα. Εκείνο όμως που με επηρέασε βαθιά είναι κάτι πέρα από τις μορφολογικές της αρετές. Είναι η βαθιά ιστορική συνέχεια που διακρίνει τους στίχους του, η συνύπαρξη του μεγαλείου και της φτώχειας, του αιώνιου και του φθαρτού, του άχρονου και του ασύνορου, με τον ασφυκτικά κλειστό χώρο του σήμερα» λέει ο ίδιος.
Η παράμετρος του χρόνου, ως υπόμνηση της θνητότητας, τονίζεται από τα έργα με τις «σκουριές»: διάτρητες λαμαρίνες δίπλα στη θάλασσα, υπολείμματα μηχανών παρουσιάζονται ως αφηρημένα μορφώματα ύλης, που απορροφούν και αντανακλούν το φως, αυτοαναιρούνται και εξαϋλώνονται. Ο ζωγράφος προσδίδει ιερότητα στις πιο ταπεινές μορφές, μετατρέποντας τες σε σύμβολα, όπως στο μνημειακό έργο που παραπέμπει σε «Σταύρωση».
Ο ζωγράφος εξομολογείται ότι επιλέγει τα θέματα εκείνα που βρίσκονται κοντά στην απώλεια, «τα θνήσκοντα» θέματα τα οποία έχουν χαρακτηριστικά επιτυμβίων: παλιά καΐκια, ξεχασμένες και ναυαγισμένες βάρκες, διαλυμένες πόρτες άδειων αρχοντικών. Μια τέτοια, μνημειακή σε διάσταση, πόρτα που ο ζωγράφος φιλοτέχνησε ειδικά για την έκθεση, υποδέχεται τον επισκέπτη ως σημείο συνάντησης δύο κόσμων: εκεί που συναντιούνται η επιφάνεια και το βάθος, το ρητό και το άρρητο, το «αγγελικό και μαύρο».
Στο τρίπτυχο των Αλόγων, η τραγικότητα συμβιώνει με το αίσθημα της υποταγής σε ένα αναπόδραστο πεπρωμένο. Κινούνται χωρίς να τρέχουν, δέχονται πειθήνια τη θηλιά που τα σφίγγει πνιγηρά γύρω από τον λαιμό τους. Κάποτε παγιδεύονται με σχοινί ή περιορίζονται στον αποπνικτικό κλοιό ενός αιμάτινου κύκλου, σε έναν χώρο ολοκληρωτικά αφηρημένο.
Το αφηρημένο με το ρεαλιστικό συνομολογούν ένα σύμπαν ερμητικό όπως ανέρχεται στη δισδιάστατη επιφάνεια του μουσαμά. Στην ομάδα με τα πηγάδια, παρουσιάζονται τα κατάμαυρα στόματά τους ως σκοτεινές δίοδοι σε ένα απροσδιόριστο επέκεινα. Η διάσταση του χρόνου είτε ως σκουριά, είτε ως μαύρη χοάνη μέσα από το άνοιγμα του πηγαδιού, γίνεται «μήτρα» των πραγμάτων. Και, όπως στους βυζαντινούς το χρυσό φόντο υποβάλλει έναν άυλο πνευματικό χώρο, έτσι και το εκτυφλωτικό λευκό στον Σόρογκα γίνεται ένας, χωρίς όρια, μεταφυσικός κάμπος.
Την προσωπική πινακοθήκη του ζωγράφου συμπληρώνουν πρόσωπα – σύμβολα, ο Παπαδιαμάντης ο Βιζυηνός, όπου η εξαύλωση των χαρακτηριστικών τους εκπέμπει μιαν αγιοσύνη έξω από τα ανθρώπινα. Υπάρχει η Αλεξάνδρα, σύμβολο ζωής, και το πρόσωπο ενός κοριτσιού μιας αλλοτινής εποχής, που ζει τη δική του μυστική πραγματικότητα στο μεταίχμιο παρελθόντος και παρόντος με τη νοσταλγική αύρα μιας πολυκαιρισμένης φωτογραφίας.
Το βυθισμένο στις σκέψεις πρόσωπο της νεαρής συνομιλεί με τον Καβάφη. Κάτω από το πορτρέτο, ο ζωγράφος δανείζει τη δική του γλώσσα για να σώσει από τη λήθη τον τελευταίο λόγο του Αλεξανδρινού: «Μια βελόνα και λιγάκι κλωστή άσπρη βρίσκεται;» και στο καμένο σημείωμα ο ζωγράφος στάζει δυο κηλίδες χρώμα. Μετά από 40 χρόνια, αυτή η απόδοση τιμής του Σωτήρη Σόρογκα στον Καβάφη, εκτίθεται, για πρώτη φορά, στην Πινακοθήκη του Αλίμου.
Στο πλαίσιο της αφιερωματικής έκθεσης στον Σωτήρη Σόρογκα με τίτλο «Ζήτημα φωτός», εκδόθηκε κατάλογος με πλούσιο φωτογραφικό υλικό κείμενα και χρονολόγιο του ζωγράφου, που προσφέρεται στους επισκέπτες της έκθεσης.
Πολιτιστικό κέντρο Δήμου Αλίμου: Λεωφ. Ιωνίας 96, Άλιμος 174 56. Διάρκεια έως 15 Μαρτίου. Την έκθεση επιμελείται ο Γιώργος Μυλωνάς
Μυλωνάς: Τι σημαίνει αιώνιο;
Το προσωπικό του ταξίδι ανάμεσα στις σπασμένες πέτρες συνεχίζει ο Σωτήρης Σόρογκας. Έτσι μπορεί να δει κανείς την αφιερωματική έκθεση του 87χρονου σήμερα τεχνίτη στην Πινακοθήκη του Αλίμου. Προτιμώ να θεωρώ πως, παρά την έλευση της τεχνητής νοημοσύνης, διατηρεί ακόμη την ισχύ του ο ορισμός που δίνει η ίδια η λέξη: η τέχνη παράγεται από το φτιάχνω. Είναι το έργο ενός τεχνίτη. Άρα, το έργο τέχνης είναι γέννημα πρόθεσης να φτιαχτεί και να είναι τέχνημα. Το ζήτημα που τίθεται με αυτό, είναι: τι κάνει μια ομάδα ανθρώπων να αναγνωρίζει αυτό το τέχνημα ως τέχνη;
Είναι θαρρώ φανερό πως η εσωτερική ανάγκη ενός να φτιάξει κάτι αναίτιο, κάτι που κύριο χαρακτηριστικό του είναι να μη χρησιμεύει σε τίποτε (να μην είναι εργαλείο κλπ.), αντιστοιχεί πλήρως στην εσώτερη ανάγκη πολλών να νιώθουν και να έχουν ανάγκη ύπαρξης του μη αναγκαίου, του άνευ νοήματος, άνευ λόγου. Οι άνθρωποι μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς Όμηρο, χωρίς Μότσαρτ, χωρίς Μιχαήλ Άγγελο. Δεν σώθηκε και δεν ξέρουμε την αρχαία μουσική. Και λοιπόν; Συνεχίζουμε τη ζωή μας ανενόχλητοι. Η τέχνη είναι ακριβώς το πέραν της φύσεως, άρα η αντιπαλότητα στη δεδομένη φύση, είναι το χωρίς αιτία. Αυτή, βέβαια, η απόπειρα ορισμού θα ήταν αδιανόητη πριν την επανάσταση κατά της μορφής που έγινε τον 20ο αιώνα. Tο τέχνημα είναι η σύγκρουση του ανθρώπου με τα δεδομένα του κόσμου του, της ζωής του. Η τέχνη θα'λεγε κανείς ότι είναι μια εξέγερση, μια αμφισβήτηση.
Ο Σόρογκας εξεγείρεται απέναντι στον Χρόνο. Τα έργα του – για περισσότερο από μισό αιώνα - διακρίνονται από μια σταθερή διέπουσα: τη συνεχή και αξεπέραστη εμμονή του να ακινητοποιήσει μια χρονική στιγμή, κάτι ακατόρθωτο αφού ο χρόνος συνδέεται με την σκληρή γνώση της απώλειας. Γράφει ο ίδιος: «Από τότε που ξεκίνησα να ζωγραφίζω, έπιανα τον εαυτό μου να γοητεύεται από συγκεκριμένα πράγματα: τα ερείπια ενός γκρεμισμένου σπιτιού, το χαλασμένο παράθυρο, τον πεσμένο τοίχο. Αργότερα περιδιάβαινα σε αρχαιολογικούς χώρους και είχα την αίσθηση μιας ζωής που υπήρχε «κάποτε» και απουσιάζει «τώρα». Ο ζωγράφος εστιάζει το βλέμμα του εκεί που δεν παρατηρούμε, σε μοτίβα που επανέρχονται με παραλλαγές σε πέτρες, σκουριασμένες αλυσίδες, παλιά αποσαθρωμένα ξύλα που κάποτε μας ταξίδευαν ή στήριζαν στέγες. Όλα σχεδόν τα έργα του φέρουν το ίχνος της αλλοτινής χρήσης των πραγμάτων, του ανθρώπινου μόχθου, του χρόνου αυτοπροσώπως.
Καθόλου τυχαία ο Σόρογκας αφιέρωσε την πρώτη του έκθεση στον Σεφέρη (αίθουσα τέχνης του Χίλτον, 1972). Αλλά για τον ζωγράφο ο Σεφέρης στάθηκε δάσκαλος, όχι μόνο με την ποίηση που άνοιξε τη ριζικώς άλλη διάσταση στην αναζήτηση που έκανε με το φως ή το αντικείμενο. Πιο σημαντικό ήταν το ερώτημα που προκάλεσε η επαφή με το έργο του: τι σημαίνει αιώνιο; Θυμάμαι όταν πρωτοσυνάντησα τον ζωγράφο στο εργαστήριό του στην οδό Εριφύλης, να μου διηγείται από τη ζωή του ποιητή. «Ταξίδευε με καΐκι στον Σαρωνικό και, περιμένοντας να φύγει το βαπόρι, είδε ένα γκαρσόνι που του έπεσε ένα κέρμα. Διάβαζε, λοιπόν, Κάλβο κι αναρωτήθηκε αν αυτό ήταν ένα από τα αργύρια της προδοσίας στον Χριστό. Σε αυτό το τυχαίο γεγονός ο Σεφέρης δείχνει πόσο ζωντανή μπορεί να είναι η ποίηση…». Τα χρόνια πέρασαν, πολλές οι αφηγήσεις που μου χάρισε, κι επιχειρώντας σήμερα να κατανοήσω το γιατί της ζωγραφικής του Σόρογκα, θυμήθηκα το επεισόδιο του ποιητή.
Ας επιτραπεί και τούτη η σύνδεση. Ότι η ποίηση του Σεφέρη μας δίνει το κλειδί για την ανάγνωση του ζωγραφικού έργου του Σόρογκα φανερώνεται κι από την αγάπη του ποιητή στην ασπρόμαυρη φωτογραφία (πλούσιο φωτογραφικό αρχείο απόκειται στο ΜΙΕΤ το οποίο κυκλοφόρησε την έκδοση Οι φωτογραφίες του Γιώργου Σεφέρη, 2000). Ακόμη κι όταν άρχισε να διαδίδεται στους χρόνους του το έγχρωμο φιλμ, ο Σεφέρης έμεινε πιστός στο μαυρόασπρο. Η προσπάθειά του ποιητή να συλλάβει μέσω του φωτογραφικού φακού τον κόσμο, βρίσκει αναλογίες με τον χρωστήρα του ζωγράφου και θα άξιζε μια μελλοντική παράθεση του έργου των δύο. Έργα του Σόρογκα έχουν την αφετηρία τους ή τη μνημονική τους υποστήριξη σε φωτογραφίες που έχει τραβήξει ο ίδιος. Οι φωτογραφικές αυτές αναπαραστάσεις δεν ενέχουν απλώς ρόλο ενθυμήματος από καλοκαιρινές εξορμήσεις, μα συνιστούν εικόνες με αυτόνομη αισθητική αξία. Τα έργα και οι φωτογραφίες που βγαίνουν από το προσωπικό του αρχείο έχουν σχέση συγκοινωνούντων δοχείων κι έτσι ο δημιουργός θέλει να αποκαλυφθούν στην Πινακοθήκη του Αλίμου.
Κι ενώ οι ρεαλιστικές εκδοχές, παρμένες από τον φωτογραφικό φακό, πριμοδοτούν την αληθοφάνεια, στα έργα του Σόρογκα υπερβαίνουν την απεικόνιση. Μέσα στο πάλλευκο περιβάλλον μεταδίδουν άμεσα αυτό που θέλουν, όχι κραυγάζοντας, αλλά εκπέμποντας την αισθητική αξία του έργου σαν αύρα. Προσλαμβάνουν ιδιότητες μεταφυσικές και εξωχρονικές, όπως τα σύμβολα. Με το έργο του ο Σόρογκας δεν υπαινίσσεται μια εποχή, το στίγμα μιας περιόδου χαρακτηριστικής για τον ίδιο ή τον τόπο. Υπερβαίνει την εποχή του, χωρίς παράλληλα να χάνει την ελληνική του ταυτότητα. Δεν μιλώ για μία «ελληνικότητα» φορμαλιστικού χαρακτήρα. Το έργο του παραπέμπει στο λευκό φως του ελληνικού καλοκαιριού, με τον ανελέητο ήλιο μες στο καταμεσήμερο που εξαφανίζει κάθε λεπτομέρεια και κάνει να προβάλλουν μονάχα οι όγκοι. Έτσι, οι πέτρες, τα πηγάδια και τα ανοίγματα προσλαμβάνουν συμβολικά χαρακτηριστικά και κινητοποιούν τον θεατή σε διάλογο με τον χρόνο. Στις πέτρες του συμβολίζεται η διάρκεια, το διαχρονικό, αλλά και η ακινησία, ο θάνατος. Θέμα και μορφικά στοιχεία χρησιμοποιούνται ως αφετηρία για διάλογο με τον κόσμο και τη ζωή, διάλογο που μπορεί να συνεχίσει ο θεατής. Στην ίδια κατεύθυνση μας μεταφέρουν και τα «ανοίγματα» που μπορούν να λογιστούν ως απάντηση στις «πέτρες». Διότι εκεί έχουμε το κλειστό, εδώ το ανοιχτό, εκεί το αναπόδραστο, εδώ το άνοιγμα, εκεί το γνωστό, εδώ το πέρασμα στο άγνωστο, το επέκεινα.
Θέλω να πω ότι η τέχνη του Σόρογκα συμπυκνώνει αρχέτυπα χαρακτηριστικά. Αυτό το χωρίς ίχνος φιλολογίας και χωρίς καμία εξωτερική παρεμβολή από τυχόν πειρασμούς που θα καθιστούσαν το έργο «όμορφο». Αντιθέτως, με μία αυστηρά εσωτερική πειθαρχία ο ζωγράφος στάζει το χρώμα – γαιώδες για την απόδοση της σκουριάς, ένα αχνό μπλε ουλτραμέρ και, σπάνια, κόκκινο - , όπως ο ποιητής μετρά το ρυθμό στις λέξεις (εξαιρετικά δηλωτικό το έργο που αφιερώνει στον Αλεξανδρινό και πρωτοδημοσιεύεται στον ανά χείρας κατάλογο με τίτλο «το σημείωμα του Καβάφη»). Τα μέσα του είναι συνειδητά ελάχιστα, γεμίζοντας τη σκόπιμα ατεκτονική σύνθεση. Ο πατριώτης του Μιχάλης Γκανάς εξηγεί ωραία πως «το δωρικό ήθος του ηπειρώτικου τοπίου και των ανθρώπων του έχει να κάνει με το λιτό ύφος της τέχνης του».
Νιώθω τη ζωγραφική του Σόρογκα ελληνική διότι τη διαπερνά και το στοιχείο του νόστου. Αυτό που είναι αμετατρέπτως ελληνικό είναι η πραγματικότητα της ρίζας, ο νόστος της ρίζας. Ο Οδυσσέας, όπως και οι ήρωες των δημοτικών τραγουδιών, ήταν νοσταλγός. Ο πόνος για τη ρίζα είναι ελληνικός. Η ελληνική παράδοση, αρχαία, ελληνική και νεότερη, διέπεται από τον πόνο αυτό, από την πλήρη άλγους ζήτηση της αρχής. Κι αυτό μας το έδειξε ο Σεφέρης: το ελληνικό σύμπαν δεν έχει έναν αόριστο και πιεστικό Υπέρτατο Νόμο ως πρώτο αίτιο, αλλά ένα κόσμο φυέμενο του οποίου η ρίζα είναι ο θεμελιώδης ένας αἰεί Λόγος.
Γράφει ο ζωγράφος χαρακτηριστικά: «Πιστεύω– ας γίνομαι μεταφυσικός – ότι υπάρχει κάτι μέσα μας το οποίο προέρχεται από αυτόν τον κόσμο και συνεχίζεται με εμάς. Επιθυμώ, λοιπόν, να γίνουμε ένας τόπος όπου δε θα ντρεπόμαστε να λέμε ότι είμαστε Έλληνες. Να σηκώσουμε κεφάλι ψηλά, όχι για να υπερηφανευτούμε ότι εμείς είμαστε μοναχά, αλλά για να αντισταθούμε σε μια μειονεξία που τρώει τις σάρκες μας».
Θεωρούμε πως η ύλη της ιστορίας είναι πάντοτε και μόνον σε πορεία από το γίγνεσθαι στο χάνεσθαι. Ωστόσο, η τέχνη ρίχνει ένα διαφορετικό φως και διαφεύγει από τον κανόνα της φθοράς και εγκατάλειψης. Αν η τέχνη είναι ο τρόπος να αντικρίσουμε τη ματαιότητα των πραγμάτων, να αντιμετωπίσουμε τον θάνατο κατάματα, η αναπαράσταση της φθοράς στο έργο του Σόρογκα λειτουργεί όχι απλώς ως μνήμη θανάτου, ένα σύγχρονο memento mori, αλλά ως παράσταση δοξαστική.
Ο δημιουργός δηλαδή επιλέγει την ίδια τη φθορά ως το στοιχείο που «σώζει». Η διάσταση του χρόνου είτε ως σκουριά, είτε ως μαύρη χοάνη όπως προβάλλει στο άνοιγμα ενός πηγαδιού, γίνεται «μήτρα» των πραγμάτων. Και, όπως στους βυζαντινούς το χρυσό φόντο υποβάλλει έναν άυλο πνευματικό χώρο, έτσι και το εκτυφλωτικό λευκό στον Σόρογκα γίνεται ένας, χωρίς όρια, μεταφυσικός κάμπος. Γι’ αυτό λέω πως το έργο του είναι ποτισμένο από χαρακτηριστικά αρχέτυπα. Ο ζωγράφος εγκιβωτίζει την ουσία στα πράγματα, εισάγει τη σκιά στο φως, και μας αφήνει να αναρωτιόμαστε τόσο για τις καταβολές μας από τα σπήλαια όσο και για τις βλέψεις μας προς πλειάδα άστρων.
Μισό αιώνα και πλέον από την παρθενική του έκθεση, ο Σόρογκας αφιερώνει τούτη τη φορά στον Σεφέρη μια ενότητα έργων που παρουσιάζει στην Πινακοθήκη Αλίμου. Αναρωτιέμαι πώς θα στεκόταν ο ποιητής μπροστά στα έργα του ζωγράφου. Οι πέτρες συνδεδεμένες έτσι που δεν πέφτουν από τον αέρα ή κάποιο ζώο και παραπέμπουν σε ξερολιθιές, λέγονταν στην αρχαιότητα Ερμές (και οι σωροί από αυτές ερμαίοι λόφοι). Πήραν το όνομά τους από τον Ερμή, τον θεό του λόγου, τον θεό που όρισε τις προϋποθέσεις, τα όρια, τις δυνατότητες του λόγου και της γραφής του. Ο Σόρογκας ανοίγει στο εικαστικό του έργο μια διαφορετική ανάγνωση του μύθου, συντονισμένη με το βλέμμα του Σεφέρη, δείχνοντας ότι κι ο λόγος είναι μια δομή, ο λόγος είναι αρμοσμένος. Για τον ποιητή βεβαίως «οι λέξεις είναι τα καράβια του. Κάνουν πολύ μακρινά ταξίδια. Και γυρίζουν όταν είναι τυχερός, φορτωμένα με τα πλούσια κρύσταλλα, που εκεί κάπου, πέρα από τις Ηράκλειες Στήλες της συνείδησής του, μια ζωή παλιά και μυστική σχημάτισε σαν ένα υποχθόνιο νερό». Για τον ζωγράφο, που δεν άφησε να περάσει πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά του, αλλά γεύτηκε το νερό του ποιητή, οι πιο ταπεινές μορφές ζωής τυλίχθηκαν στο μαγνάδι του καμβά του και σώθηκαν στο μυστικό του φως.
Σώτηρης Σόρογκας «Ζήτημα Φωτός» /Εγκαίνια Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου, 19.00 στο Πολιτιστικό Κέντρο δήμου Αλίμου, Λεωφόρος Ιωνίας 96