Την καλλιτεχνική ιστορία του Γιάννη Κουνέλλη εξερευνά η μεγάλη αναδρομική έκθεση που, υπό την επιμέλεια του Germano Celant, φιλοξενείται στο Fondazione Prada, στη Βενετία.
Πάνω από 60 έργα του, από το 1959 ως το 2015, υπογραμμίζουν στιγμές-κλειδιά της αισθητικής αναζήτησής του και γεννούν έναν διάλογο με το ιστορικό παλάτσο Ca' Corner della Regina.
Στον πρώτο όροφο του παλάτσο του 18ου αιώνα, οι πρώτες δουλειές του καλλιτέχνη με θέμα τη γλώσσα στο άστυ. Πίνακες που εκτέθηκαν για πρώτη φορά μεταξύ 1960 και 1966, στους οποίους αναπαρίστανται σήματα και πραγματικές φράσεις ή λέξεις από τους δρόμους της Ρώμης.
Αργότερα, ο Κουνέλλης μετέφερε μαύρα γράμματα, βέλη και αριθμούς σε λευκό καμβά, χαρτί ή άλλες επιφάνειες, αποδομώντας τη γλώσσα.
Τα τριαντάφυλλα και τα τσιμέντα του Κουνέλλη
Από το 1964 και μετά, τα θέματά του είναι από τη φύση: από ηλιοβασιλέματα ως τριαντάφυλλα (τα τελευταία σε καμβά). Το 1967, αγκαλιάζει το τσιμέντο και στοιχεία από τη φύση (χώμα, κάκτοι, μαλλί, κάρβουνο, βαμβάκι και φωτιά, μεταξύ άλλων).
Ο Γιάννης Κουνέλλης, που έχει υμνηθεί στο εξωτερικό, εξερεύνησε και την ηχητική διάσταση των έργων του, μεταφράζοντας τους πίνακές του σε παρτιτούρες που μπορούσαν να τις παίξουν ή να τις χορέψουν (από το 1970 περιέλαβε στα έργα του μουσικό ή χορευτή).
Η αναζήτησή του αυτή αντιπροσωπεύεται από δύο έργα του: στο πρώτο, του 1980, μουσικά όργανα είναι συνδεδεμένα με αναμμένα γκαζάκια και σιδερένια καμπανάκια, ενώ κάποιοι φλαουτίστες παίζουν μια σύνθεση του Μότσαρτ. Το δεύτερο, του 2006, είναι ένας πίνακας με νότες από μια σύνθεση του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ και ένας μουσικός παίζει, ζωντανά, το έργο.
Οι πόρτες και τα γύψινα εκμαγεία του Κουνέλλη
Ιχνηλατείται, παράλληλα, η συμμετοχή του Κουνέλλη σε εκθέσεις, η οποία συνέβαλε στην εξέλιξη της Arte Povera. Η εγκατάσταση, με την επωνυμία «Untitled (Tragedia Civile) (1975)», είναι μια αυτοπροσωγραφία: φύλλο χρυσού καλύπτει έναν γυμνό τοίχο και μαύρα ρούχα είναι κρεμασμένα σε ένα πορτ-μαντό, υπογραμμίζοντας το δράμα μιας σκηνής που υπαινίσσεται ιστορική κρίση.
Εκτίθεται ένα έργο του 1974 που αντιπροσωπεύει το παρελθόν: αποτελείται από γύψινα εκμαγεία αγαλμάτων των Κλασικών Χρόνων, απλωμένα πάνω σε ένα τραπέζι συνοδεία μια αναμμένης λάμπας παραφίνης. Και άλλα έργα αναφέρονται στην ελληνο-ρωμαϊκή πολιτιστική κληρονομιά του καλλιτέχνη, όπως η εγκατάσταση του 1973, στην οποία σε μια κορνίζα από ξύλο γύψινα εκμαγεία προσώπων είναι τοποθετημένα, συμμετρικά.
Ο Γιάννης Κουνέλλης πέθανε τον Φεβρουάριο του 2017 και ένα άλλο σύνηθες μοτίβο που χρησιμοποιούσε, είναι η πόρτα, την οποία ο Κουνέλλης αναπαριστά σε διάφορες εκδοχές, συνοδεύοντάς την ενίοτε με καμπανάκια ή με γύψινα εκμαγεία των Κλασικών Χρόνων.
Στην έκθεση, αυτή η αισθητική αναζήτησή του είναι παρούσα με τρεις εγκαταστάσεις, από το 1972 ως το 2004, εκφράζοντας τη δυσκολία του καλλιτέχνη ενώπιον της δυναμικής του παρόντος του.
Διάδρομοι μεταξύ δωματίων του παλάτσο έχουν κλειστεί με πέτρες, με σιδερένιες μπάρες και φύλλα μόλυβδου, «απαγορεύοντας» την πρόσβαση σε χώρους για να δώσουν έμφαση στο άγνωστο.
Το έργο με τους σάκους του καφέ
Στην εσωτερική αυλή του βενετσιάνικου παλάτσο, μια εγκατάσταση απεικονίζει τον βαθύτερο διάλογο του Κουνέλλη με αρχιτεκτονικούς και αστικούς χώρους: επτά μεταλλικές επιφάνειες που φέρουν σάκους με κόκκους καφέ αφηγούνται τη γοητεία που ασκούσε στον καλλιτέχνη η βαρύτητα και η ισορροπία.
Ολοκληρώνοντας την αναδρομική, μια σειρά μεγάλης κλίμακας εγκαταστάσεις από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 - ράφια ή μεταλλικές κατασκευές με διάφορα αντικείμενα, από γύψινα εκμαγεία ως πέτρες, από παλτά ως ποτήρια και εξαρτήματα μηχανών - προκαλούν τους νόμους της βαρύτητας.
Η έκθεση «Jannis Kounellis» ολοκληρώνεται στο ισόγειο με ντοκουμέντα: ταινίες, κατάλογοι εκθέσεων, προσκλήσεις, αφίσες και αρχειακές φωτογραφίες.
Η έκδοση που συνοδεύει την έκθεση περιέχει κείμενο του Germano Celant και εκτενές χρονολόγιο - με φωτογραφίες - της καλλιτεχνικής διαδρομής και της ζωής του Γιάννη Κουνέλλη.