Τα καπηλειά, τα χαμαιτυπεία, οι άνθρωποι στην καβαφική Αλεξάνρεια γινονται έμπνευση για τον ζωγρλαφο Ανδρέα Γεωργιάδη.
Η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, παρουσιάζει την έκθεση ζωγραφικής του Ανδρέα Γεωργιάδη με τίτλο «Επέστρεφε» στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη - Πτέρυγα Μακρυγιάννη, σε επιμέλεια της διευθύντριας της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, Μαρίας Γεωργοπούλου, με την υποστήριξη της Μικρής Άρκτου.
Τα έργα της έκθεσης, όλα μελάνια σε χαρτί, διάστικτα από αναφορές στο καφαβικό σύμπαν, επιχειρούν να δημιουργήσουν ένα διάλογο τόσο με τον ίδιο τον ποιητή και το βίο του, όσο και με τους πρωταγωνιστές του έργου του.
Το σκοτεινό φώς του Ανδρέα Γεωργιάδη
Με έναν απόλυτα προσωπικό τρόπο, ο Ανδρέας Γεωργιάδης δημιουργεί ένα δικό του φως, διάφανο και πλούσιο σε τονικές διαβαθμίσεις, συχνά μεταφυσικό, επιτρέποντας στην σκιά, πυκνή και στέρεη, να εισχωρήσει, και να ταράξει με την υπόνοια, τον συμβολισμό και την αμφιβολία, τα ήρεμα νερά της ζωγραφικής του περιπέτειας. Οι τόποι και οι διαδρομές του καβαφικού βίου, δημιουργούν μια γεωγραφία μνήμης όπου η απουσία και η υποβολή συντάσσουν ποιητικές ατμόσφαιρες και συμβολισμούς μεταφορών, προτείνοντας πολλαπλές αναγνώσεις των ίδιων ιστοριών.
Ο Ανδρέας Γεωργιάδης καταγράφει, για το iefimerida, ένα 24ωρο στην Καβαφική Αλεξάνδρεια.
01.00: Μια νύχτα
H κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη, κρυμμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.
Απ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι, το ακάθαρτο και το στενό. Αποκάτω
ήρχονταν οι φωνές κάτι εργατών που έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν.
02.00 Ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ Μπήκε στο καφενείο όπου επήγαιναν μαζί.—
Ο φίλος του εδώ προ τριώ μηνών του είπε· «Δεν έχουμε πεντάρα. Δυο πάμπτωχα παιδιά
είμεθα — ξεπεσμένοι στα κέντρα τα φθηνά.
Σ’ το λέγω φανερά, με σένα δεν μπορώ
να περπατώ. Ένας άλλος, μάθε το, με ζητεί.»
[…]
Όταν το βράδυ επήγεν — έτυχε μια δουλειά,
μια ανάγκη του ψωμιού του — στο καφενείον όπου
επήγαιναν μαζί: μαχαίρι στην καρδιά του
το μαύρο καφενείο όπου επήγαιναν μαζί.
03.00: Τείχη
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη· διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
04.00: Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών
Κι όλο χαρά και δύναμις, αίσθημα κι ωραιότης
πήγαν — όχι στα σπίτια των τιμίων οικογενειών τους
(όπου, άλλωστε, μήτε τους θέλαν πια):
σ’ ένα γνωστό τους, και λίαν ειδικό, σπίτι της διαφθοράς πήγανε και ζητήσαν
δωμάτιον ύπνου, κι ακριβά πιοτά, και ξαναήπιαν.
Και σαν σωθήκαν τ’ ακριβά πιοτά,
και σαν πλησίαζε πια η ώρα τέσσερες,
στον έρωτα δοθήκαν ευτυχείς.
05.00: Κάτω απ’ το σπίτι
Χθες περπατώντας σε μια συνοικία απόκεντρη, πέρασα κάτω από το σπίτι
που έμπαινα σαν ήμουν νέος πολύ.
Εκεί το σώμα μου είχε λάβει ο Έρως με την εξαίσια του ισχύν.
Και καθώς στέκομουν, κι εκοίταζα την πόρτα,
και στέκομουν, κι εβράδυνα κάτω απ’ το σπίτι,
η υπόστασίς μου όλη απέδιδε την φυλαχθείσα ηδονική συγκίνησι.
06.00: Μνήμη
Δεν αποθνήσκουν οι θεοί. Η πίστις αποθνήσκει
του αχαρίστου όχλου των θνητών.
Είν’ οι θεοί αθάνατοι. Από τα βλέμματά μας
τους κρύπτουσι νεφέλαι αργυραί.
07.00 Εν τη οδώ
Το συμπαθητικό του πρόσωπο, κομμάτι ωχρό·
τα καστανά του μάτια, σαν κομμένα·
είκοσι πέντ’ ετών, πλην μοιάζει μάλλον είκοσι·
με κάτι καλλιτεχνικό στο ντύσιμό του
— τίποτε χρώμα της κραβάτας, σχήμα του κολάρου —
ασκόπως περπατεί μες στην οδό,
ακόμη σαν υπνωτισμένος απ’ την άνομη ηδονή,
από την πολύ άνομη ηδονή που απέκτησε.
08.00: Στον ίδιο χώρο
Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας
που βλέπω κι όπου περπατώ· χρόνια και χρόνια.
Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες:
με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα.
Κι αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα.
09.00: Μέρες του 1909, '10, και ’11
Εργάζονταν σε σιδερά. Παλιόρουχα φορούσε.
Σχισμένα τα ποδήματά του της δουλειάς κι ελεεινά.
Τα χέρια του ήσαν λερωμένα από σκουριές και λάδια.
[…]
Διερωτώμαι αν στους αρχαίους καιρούς
είχεν η ένδοξη Αλεξάνδρεια νέον πιο περικαλλή,
πιο τέλειο αγόρι από αυτόν — που πήε χαμένος:
δεν έγινε, εννοείται, άγαλμά του ή ζωγραφιά·
στο παλιομάγαζο ενός σιδερά ριχμένος,
γρήγορ’ απ’ την επίπονη δουλειά,
κι από λαϊκή κραιπάλη, ταλαιπωρημένη, είχε φθαρεί.
10.00 Φυγάδες
Πάντα η Αλεξάνδρεια είναι. Λίγο να βαδίσεις
στην ίσια της οδό που στο Ιπποδρόμιο παύει,
θα δεις παλάτια και μνημεία που θ’ απορήσεις.
Όσο κι αν έπαθεν απ’ τους πολέμους βλάβη,
όσο κι αν μίκραινε, πάντα θαυμάσια χώρα.
11.00: Μέσα στα καπηλειά
Μέσα στα καπηλειά και τα χαμαιτυπεία
της Βηρυτού κυλιέμαι. Δεν ήθελα να μένω
στην Αλεξάνδρεια εγώ. Μ’ άφησεν ο Ταμίδης·
κι επήγε με του Επάρχου τον υιό για ν’ αποκτήσει
μια έπαυλι στον Νείλο, ένα μέγαρον στην πόλιν.
Δεν έκανε να μένω στην Αλεξάνδρεια εγώ.—
Μέσα στα καπηλειά και τα χαμαιτυπεία
της Βηρυτού κυλιέμαι. Μες σ’ ευτελή κραιπάλη
διάγω ποταπώς.
12.00: Στες σκάλες
Την άτιμη την σκάλα σαν κατέβαινα,
από την πόρτα έμπαινες, και μια στιγμή
είδα το άγνωστό σου πρόσωπο και με είδες.
[…]
Κι όμως τον έρωτα που ήθελες τον είχα να σ’ τον δώσω·
τον έρωτα που ήθελα — τα μάτια σου με το ’παν
τα κουρασμένα και ύποπτα — είχες να με τον δώσεις.
Τα σώματά μας αισθανθήκαν και γυρεύονταν·
το αίμα και το δέρμα μας ενόησαν.
Αλλά κρυφθήκαμε κι οι δυο μας ταραγμένοι.
13.00: Ένας γέρος
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κι εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νιώθει, το κοιτάζει.
Κι εντούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τί διάστημα μικρό, τί διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα — τί τρέλα! —
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό.»
14.00: Η πόλις
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις —
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κόχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
15.00: Κεριά
Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
16.00: Ο ήλιος του απογεύματος
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεβάτι
που αγαπηθήκαμε τόσες φορές.
Θα βρίσκονται ακόμη τα καημένα πουθενά.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεβάτι·
ο ήλιος του απογεύματος το ’φθανε ώς τα μισά.
…Απόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε χωρισθεί
για μια εβδομάδα μόνο… Αλίμονον,
η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή.
17.00: Ο καθρέπτης στην είσοδο
Ένα εμορφότατο παιδί, υπάλληλος σε ράπτη
(τες Κυριακές, ερασιτέχνης αθλητής),
στέκονταν μ’ ένα δέμα. Το παρέδωσε
σε κάποιον του σπιτιού, κι αυτός το πήγε μέσα
να φέρει την απόδειξι. Ο υπάλληλος του ράπτη
έμεινε μόνος, και περίμενε.
Πλησίασε στον καθρέπτη και κοιτάζονταν
κι έσιαζε την κραβάτα του. Μετά πέντε λεπτά
του φέραν την απόδειξι. Την πήρε κι έφυγε.
18.00: Εν εσπέρα
Και βγήκα στο μπαλκόνι μελαγχολικά —
βγήκα ν’ αλλάξω σκέψεις βλέποντας τουλάχιστον
ολίγη αγαπημένη πολιτεία,
ολίγη κίνησι του δρόμου και των μαγαζιών.
19.00: Το διπλανό τραπέζι
Θα ’ναι μόλις είκοσι δυο ετών.
Κι όμως εγώ είμαι βέβαιος που, σχεδόν τα ίσα
χρόνια πρωτύτερα, το ίδιο σώμα αυτό το απήλαυσα.
[…]
Α τώρα, νά, που κάθισε στο διπλανό τραπέζι
γνωρίζω κάθε κίνησι που κάμνει — κι απ’ τα ρούχα κάτω
γυμνά τ’ αγαπημένα μέλη ξαναβλέπω.
20.00: Επέστρεφε
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με —
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κι επιθυμία παλιά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κι αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…
21.00: Απ’ τες εννιά —
Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.
[…]
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.
22.00: Η προθήκη του καπνοπωλείου
Κοντά σε μια κατάφωτη προθήκη
καπνοπωλείου εστέκονταν, ανάμεσα σ’ άλλους πολλούς.
Τυχαίως τα βλέμματά των συναντήθηκαν,
και την παράνομην επιθυμία της σαρκός των
εξέφρασαν δειλά, διστακτικά.
Έπειτα, ολίγα βήματα στο πεζοδρόμιο ανήσυχα —
ώς που εμειδίασαν, κι ένευσαν ελαφρώς.
23.00: Μακριά
Θα ’θελα αυτήν την μνήμη να την πω…
Μα έτσι εσβήσθη πια… σαν τίποτε δεν απομένει —
γιατί μακριά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.
Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί…
Εκείνη του Αυγούστου — Αύγουστος ήταν; — η βραδιά…
Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά…
Α ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί.
00.00: Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές-
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Η επιμελήτρια της έκθεσης, Μαρία Γεωργοπούλου, σημειώνει μεταξύ άλλων:
«Στην έκθεση «Επέστρεφε» ο Ανδρέας Γεωργιάδης συνομιλεί με τα ποιήματα του Καβάφη τονίζοντας την αμεσότητα και τη σημασία που έχει ο χώρος, ο τόπος, η ιστορία αλλά και τα πρόσωπα στην καλλιτεχνική δημιουργία. Ο τίτλος, αναφορά στο ερωτικό ποίημα του Καβάφη, αλλά συνάμα και ένδειξη της επίμονης έλξης που ασκεί πάνω στον καλλιτέχνη η γεωγραφία και η ιστορία της πόλης της Αλεξάνδρειας. Η αμεσότητα του σχεδίου, οι γήινοι τόνοι, η σκοτεινή ατμόσφαιρα, το έντονο διαπεραστικό φως της Μεσογείου συνθέτουν μια σκηνογραφία μυστηριακή που μας φέρνει πιο κοντά στην μνήμη αλλά και στη δημιουργία του Καβάφη.
Η έκθεση του Γεωργιάδη προσφέρει μια τέχνη εικονική αλλά και ακαθόριστη, γεμάτη δημιουργική έμπνευση που αντλεί ενέργεια και ζωντάνια από τον πλούσιο ποιητικό κόσμο του Καβάφη και του ελληνισμού της εξωτικής Αλεξάνδρειας. Τα έργα μας καλούν να επιστρέψουμε ξανά και ξανά στην πατρίδα του μεγάλου Αλεξανδρινού μέσω του χρωστήρα του Ανδρέα Γεωργιάδη».
Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος γράφει μεταξύ άλλων για την καβαφική ζωγραφική του Ανδρέα Γεωργιάδη στον κατάλογο της έκθεσης:
«Η παρούσα έκθεση δεν εικονογραφεί απλώς στίχους του Καβάφη. Συνιστά μια πρόταση και ερμηνευτική απόπειρα να αποδοθεί ο εσωτερικός ρυθμός που διατρέχει πολλά ερωτικά ποιήματα του Αλεξανδρινού, καθώς και η ατμόσφαιρα της γενέθλιας πόλης του, όπως ο ίδιος θέλησε να την αποτυπώσει και όπως την εισπράττει ακόμη και σήμερα ο ταξιδιώτης. Ο Ανδρέας Γεωργιάδης παραδίδει την προσωπική του γοητευτική εκδοχή, όπως την κατέγραψε στη διαρκή συνομιλία του με τον ποιητή Κ.Π. Καβάφη και σφυρηλατεί έναν εντελώς δικό του ισχυρό κρίκο στην αλυσίδα των εικαστικών που έχουν σχολιάσει μέχρι σήμερα τον ποιητή.
[…]
Η ματιά του Γεωργιάδη δεν περιορίζεται στο πρόσωπο του ποιητή ούτε σε κάποια επιφανειακά στοιχεία που θα μπορούσαν εύκολα να δηλώσουν στον θεατή την καταγωγική τους σχέση. Έντεχνα και μεθοδικά, αποφλοιώνει ποιήματα, τοπία και πρόσωπα, για να αποκαλύψει τους βαθύτερους αρμούς και τους υπαινιγμούς της καβαφικής έκφρασης».
Στο πλαίσιο της έκθεσης, παρουσιάζεται επίσης σπάνιο αρχειακό υλικό σχετικό με την εκδοτική δραστηριότητα του ποιητή, χειρόγραφα, αλλά και μερικά από τα ποιήματα που εξέδιδε όσο ζούσε ο ίδιος ο ποιητής και βρίσκονται στις συλλογές της Γενναδείου Βιβλιοθήκης καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές σε επιμέλεια της Επικεφαλούς Βιβλιοθηκαρίου της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, Ειρήνη Σολομωνίδη, η οποία σημειώνει μεταξύ άλλων στον κατάλογο της έκθεσης:
«Μια πρώτη ματιά στους πίνακες της έκθεσης Επέστρεφε του Ανδρέα Γεωργιάδη ζωντάνεψε μέσα μου το φως από στιγμές φευγαλέες σε τόπο γνώριμο από διηγήσεις της παιδικής μου ηλικίας. Φως, χώροι και πρόσωπα, με μαγικό τρόπο, με ταξίδεψαν σε έναν κόσμο, έμμεσης για μένα, οικογενειακής μνήμης, αυτής των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας. Στους πίνακες του Ανδρέα Γεωργιάδη, εικόνες αποκρυσταλλωμένες με μελάνι σε χαρτί, συνομιλούν με την, επίσης αποτυπωμένη σε χαρτί, ποιητική ύλη του Κωσταντίνου Καβάφη. Πίνακες του Γεωργιάδη και βιβλία από τη Συλλογή της Γενναδείου Βιβλιοθήκης λειτουργούν με τρόπο συμμετρικό. Εικόνες της Αλεξάνδρειας προηγούμενων αιώνων και ελληνικές εκδόσεις που μαρτυρούν τη δραστηριότητα μιας ζωντανής κοσμοπολίτικης κοινότητας, δημιουργούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ξετυλίγεται η έκθεση.
Ένας χώρος βιβλιοθήκης με σημαντικά παλαιά βιβλία όπως η Γεννάδειος, δείχνει περίτρανα ότι χειρόγραφα και κτητορικά σημειώματα, η ιστορία της ίδιας της διακίνησης του βιβλίου και των ιδεών δηλαδή, σκιαγραφεί δυναμικά ένα διαχρονικό μικρόκοσμο προσωπικών και πολιτισμικών συναντήσεων.
Με παρόμοιο τρόπο, στην έκθεση του Ανδρέα Γεωργιάδη εικόνες της Αλεξάνδρειας, βιβλία, χειρόγραφα, και πρόσωπα συναντιούνται, συνομιλούν αλλά και μετουσιώνονται σε εικόνες από τον καλλιτέχνη. Κάθε ποίημα μεταφράζεται από λόγο σε εικόνα διατηρώντας τη δύναμη του».
Την σκηνογραφία της έκθεσης υπογράφει η Βιβή Γερολυμάτου, σε συνεργασία με το ζωγράφο, ενώ την εκθεσιακή αφήγηση συμπληρώνει η απαγγελία ποιημάτων από τον Παρασκευά Καρασουλο.
Τέλος, στο πλαίσιο της έκθεσης, κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία δίγλωσσος κατάλογος από τη Μικρή Άρκτο.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Ανδρέας Γεωργιάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1972. Ζει και εργάζεται στον Υμηττό. Σπούδασε ζωγραφική δίπλα στον Γιώργο Ρόρρη, γραφιστική στην Σ.Γ.Τ.Κ.Σ. στην Αθήνα, και εικονογράφηση στην Ορλεάνη - Γαλλία.
Έχει πραγματοποιήσει 13 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αποσπώντας σημαντικές διακρίσεις, και έχει συμμετάσχει σε πολλές σημαντικές ομαδικές. Έργα του υπάρχουν σε μουσεία, δημόσιες και ιδιωτικές Συλλογές. Έχει φιλοτεχνήσει με έργα του βιβλία και δίσκους.
Ως σκηνογράφος έχει συμμετάσχει στο σχεδιασμό του Ιδρύματος Β. & Ε. Γουλανδρή, αλλά και στο σχεδιασμό πολλών εκθέσεων στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, στο Μουσείο Μπενάκη, και αλλού.
Έχει επίσης εργαστεί στο θέατρο ως σκηνογράφος κι ενδυματολόγος.
Ανήκει στην καλλιτεχνική ομάδα της Μικρής Άρκτου.
Διάρκεια έκθεσης έως 5 Αυγούστου 2022
Ώρες Λειτουργίας: Τετάρτη – Κυριακή 12.00-18.00
Είσοδος ελεύθερη / Επικοινωνία για ξεναγήσεις: Μαρία Σμάλη: 210 7210536 (εσ. 301) \ Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Σουηδίας 61, 10676 Κολωνάκι