Τεράστια απώλεια για τον ελληνικό Πολιτισμό και δη για τον χώρο των εικαστικών Τεχνών ο θάνατος του σπουδαίου ζωγράφου Χρόνη Μπότσογλου.
Ο Χρόνης Μπότσογλου έφυγε από τη ζωή το βράδυ της 3ης Μαρτίου, σε ηλικία 81 ετών.
Eνας ακόμα μαθητής του Γιάννη Μόραλη, ένας ακόμα σπουδαίος Ελληνας ζωγράφος που καθόρισε την ελληνική δημιουργία πέρα από τάσεις και ρεύματα, με τη ζωγραφική αλλά και τη στάση ζωής του, έφυγε χθες βράδυ.
Στα 81 του χρόνια -τα τελευταία τουλάχιστον τρία χρόνια είχε αποσυρθεί από κάθε κοινωνική δράση- ο ζωγράφος Χρόνης Μπότσογλου, που έβαλε τον άνθρωπο στο κέντρο του δημιουργικού του σύμπαντος, έφυγε σκορπώντας τη θλίψη.
Ηταν μόλις πέντε χρόνων όταν είπε στη μητέρα του «μαμά, εγώ θα γίνω ζωγράφος». Αρχισαν όλοι να του πηγαίνουν δώρα μπογιές και χαρτιά, υλικά για να ζωγραφίζει. Και αυτός το έκανε πυρετικά: φρούτα, το καντήλι που τρεμοπαίζει, την αυλή, δωμάτια του σπιτιού...
Υπήρξε όμως και δάσκαλος. Πρύτανης στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών από την οποία και παραιτήθηκε όταν συνειδητοποίησε ότι δεν είχε να προσφέρει περισσότερα, ορθότερα δεν του επιτρεπόταν να προσφέρει περισσότερα -με την γνωστή ευθύτητα και γενναιότητα που είχε στην Τέχνη αλλά και στον δημόσιο λόγο του. «Η Τέχνη μαθαίνεται πέρα από τον δάσκαλο. Ο δάσκαλος είναι για να σου δώσει μια ηθική συνείδηση, ώστε να κρατήσεις μια αξιοπρέπεια και μια φροντίδα για το τι και πώς θα ζωγραφίζεις κάθε φορά. Αυτό πρέπει μόνος σου να το γνωρίζεις. Αλλιώς κάνεις αντιγραφές», έλεγε.
Στους καμβάδες του οι άνθρωποι ήταν πάντα πρωταγωνιστές, αφού έλεγε ότι δεν υπάρχει κάτι πιο όμορφο, πιο συγκινητικό στον κόσμο τούτο από τον άνθρωπο. Ελεγε ότι αθανασία είναι η νεότητα, πίστευε ότι πρέπει το παλιό να κάνει στην άκρη, ακόμα και ανατραπεί για να προκύψει το νέο, να ανθίσει το μέλλον.
Τα πρότυπα που «έθρεψαν» τον Μπότσογλου
Oταν τον ρωτούσαν για τον θάνατο, απαντούσε με τη φράση του Επίκουρου «όταν ο θάνατος θα είναι εκεί, εγώ δεν θα είμαι». Ηταν περίπου πέντε ετών όταν άρχισε να ζωγραφίζει ο Χρόνης Μπότσογλου. Μαθητής του Δημοτικού ήδη είχε δείξει το εξαιρετικό του ταλέντο -μάλιστα ο ίδιος έλεγε ότι τότε ζωγράφισε μερικά από τα καλύτερα έργα της πορείας του: ήταν η κουζίνα του σπιτιού που έμενε η οικογένειά του τότε, στην Ανω Πόλη της Θεσσαλονίκης. Μια από τις στιγμές που τον καθόρισαν ως προσωπικότητα και ως δημιουργό, ήταν όταν στην εφηβεία του, συνόδευσε τον πατέρα του στην Σύρο για την ανακομιδή των οστών του αγαπημένου του θείου που πέθανε εξόριστος.
Στο ταξίδι από τη Θεσσαλονίκη ως τη Σύρο μεσολάβησε μια στάση στην Αθήνα, οπότε ο πατέρας του τον πήγε στην Ακρόπολη και στο Α' Νεκροταφείο για να δει την Κοιμωμένη του Χαλεπά. Η διαδρομή από την ανακομιδή των οστών του εξόριστου θείου, ως την υψηλή Τέχνη της Ακρόπολης και την λεπτεπίλεπτη αλλά και ρωμαλέα του Χαλεπά διαμόρφωθηκε αυτό που τελικά έγινε ο Μπότσογλου. «Τότε κατάλαβα τα πρότυπα που μου είχε θέσει ο πατέρας μου. Και με αυτά έπρεπε να παλέψω, παιδάκι ακόμη στο τέλος του Εμφυλίου» είπε ο Χρόνης Μπότσογλου στο ντοκιμαντέρ για τη ζωή και του έργου που δημιούργησε ο Φρέντυ Βιαννέλης και έκανε πρεμιέρα μόλις πριν ένα μήνα. Ο υπότιτλος της ταινίας, ήταν η φράση που έβαζε η γιαγιά του Μπότσογλου, στην αρχή και στο τέλος κάθε παραμυθιού που του έλεγε: «Ημουν κι εγώ εκεί, και με φίλεψαν ένα πιάτο φακή».
Δεν πιστεύω σε κανέναν θεό, σε κανέναν διάβολο
Το 2014 πραγματοποίηθηκε μια σπουδαία έκθεση του Χρόνη Μπότσογλου, με τίτλο Προσωπική Νέκυια, μια πολυπρόσωπη σύνθεση που αποτελείται από 26 έργα-πορτρέτα προσφιλών και οικείων νεκρών του Χρόνη Μπότσογλου (το μεγαλύτερο μέρος τους ανήκει στη συλλογή του Σωτήρη Φέλλιου». Τότε πολλοί τον ρωτούσαν για τον θάνατο, για τη ζωή μετά, για τη σχέση του με τους νεκρούς. Και έλεγε: «Δεν πιστεύω σε κανένα θεό, σε κανένα διάβολο, σε καμία αιωνιότητα και σε καμιά αθανασία. Ο παππούς μου ο Παππαχρόνης ήταν παππάς, κι εγώ διαβόλου εγγόνι. Στο όνομα του καλού θεού γινήκαν και γίνονται τα χειρότερα εγκλήματα. Και εμείς οι Ελληναράδες που μονάχα με ιδεολογήματα ζούμε, πιστεύουμε αυτό τον ιδεολογικό αχταρμά της Ελληνικότητας μας ενώ ζούμε σε κράτος θεοκρατικό, ακραία συντηρητικό που ονομάζουμε όμως Δημοκρατία». Είναι χαρακτηριστικό ότι για αυτή τη σειρά με τα πορτρέτα των οικείων νεκρών, δεν χρησιμοποίησε λάδια αλλά μόνο σκόνη. Δεν πρόσθετε τίποτα σε αυτήν. Εκανε ένα γενικό σχέδιο της μορφής και μετά με τα χέρια, τρίβοντας τη μπογιά επάνω και φίξαρε τη μορφή. Το αποτέλεσμα είναι συγκλονιστικό, απόκοσμο, υποβλητικό.
Η μνήμη, όπου και να την αγγίξεις, πονεί
Η μνήμη ήταν για τον Μπότσογλου κεντρικό σημείο αναφοράς -με την απόλυτη συνειδητότητα ότι αυτό που ζωγραφίζει δεν καθρεπτίζει το πραγματικό, αλλά τον τρόπο που έχει εγγραφεί αυτό στη μνήμη.
Αγαπούσε τη φράση του Σεφέρη «η μνήμη, όπου και να την αγγίξεις πονεί». Από τους τόπους που τον επηρέασαν βαθιά, δεν ήταν ούτε η γενέτειρα Θεσσαλονίκη, ούτε η Αθήνα των πρώτων μυθικών επισκέψεων σε χώρους Τέχνης, αλλά η Μυτιλήνη. Το χωριό Πετρί που συνειδητά επέλεξε ως τόπο επισκέψεων και ανασύνταξης, μέσα στα λιοτρίβια, μέσα στο ατελιέ με τους καμβάδες που ήταν διάσπαρτοι από το πράσινο χρώμα των φύλλων της ελιάς. Μάλιστα, το τοπίο αυτό, που χαράχθηκε εντός του, αποτυπώθηκε και σε περίπου 110 περίπου έργα (λάδια, ακουαρέλες και τέμπερες) που είχε το κοινό την ευκαιρία να δει στην έκθεση «Απέναντι του Βουνού» από το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας το 2017.
Είχε εμμονή με τον Μπουζιάνη, σεβόταν τον δάσκαλό του Μόραλη, «ωραίος, γλυκός άνθρωπος» και ακολούθησε τις συμβουλές του, αν και διαφωνούσε μαζί του για την αντίληψή του περί «ελληνικότητας». Ομως ο ζωγράφος που πιο βαθιά αγαπούσε και που αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο τον πήχη για τον Μπότσογλου, ήταν ο Θεόφιλος. Ο πιο αυθεντικός. «Εκανε τα πράγματα πιο αληθινά από όλους, γιατί τα πίστευε, έτσι ζούσε, κυκλοφορούσε με φουστανέλα, τον κυνηγούσαν τα παιδιά. Οι σύγχρονοί του ζωγράφοι ήταν αστοί, ζούσαν σε σαλόνια. Ήταν λαϊκός μεν, αλλά πολύ σπουδαίος καλλιτέχνης, ζωγραφική του ήταν ίσως η καλύτερη νεοελληνική: πληρότητα σχεδιαστική, χρωματική, συναισθηματική, μια τέλεια αρμονική ζωγραφική».
«Ολοι οι καλοί ζωγράφοι με έχουν επηρεάσει. Ολοι μου έχουν δώσει κάτι» έλεγε. «Ενας ζωγράφος είναι ζωγράφος ακόμη κι όταν δεν ζωγραφίζει», έλεγε. «Ακόμη κι όταν κάνει έρωτα, όταν κοιμάται. Οχι γιατί προτιμά χρωματιστά προφυλακτικά ή ονειρεύεται πολύχρωμα όνειρα, αλλά γιατί έμαθε να ζει σπουδάζοντας την τέχνη του και έτσι έμαθε της ζωής τα πράγματα».
Ποιος ήταν ο ζωγράφος Χρόνης Μπότσογλου
Ο Χρόνης Μπότσογλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1941. Σπούδασε Ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1960-1965) με καθηγητή τον Γιάννη Μόραλη. Το 1970 συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία για δύο χρόνια στην École nationale supérieure des Beaux-Arts του Παρισιού. Το 1989 εκλέχτηκε καθηγητής στην Α.Σ.Κ.Τ., όπου διετέλεσε πρύτανης (2001-2005) και δίδαξε ως το 2008. Εκτός από τη ζωγραφική ασχολείται με τη γλυπτική και τη χαρακτική. Από το 1964 συμμετέχει σε διάφορες καλλιτεχνικές ομάδες με πολιτικό χαρακτήρα («Ομάδα Τέχνης Α» 1960-1967, «Κέντρο Εικαστικών Τεχνών» 1974-1976, «Ομάδα για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση στην Τέχνη» 1976-1981). Υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας «Νέοι Έλληνες Ρεαλιστές» (1971-1973). Επιπλέον, έχει εκδώσει τα βιβλία «Ημερολόγια ταξίδια» (1994), «Ψευτοδοκίμια» (2000) και «Το χρώμα της σπουδής» (2005) με κείμενά του σχετικά με την τέχνη. Το 1998 εξέδωσε την ποιητική συλλογή με τίτλο «Σπουδή στο μαύρο».