Ο Χρήστος Χωμενίδης, λίγες ημέρες αφότου τιμήθηκε με το Βραβείο Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος για το βιβλίο «Νίκη», μίλησε στο iefimerida.gr για όλα: τη σπουδαία αυτή διάκριση, το νέο του μυθιστόρημα «Ο Τζίμης στην Κυψέλη», το πώς αντιμετωπίζει ένας «αναλογικός» άνδρας παλιάς κοπής την ψηφιακή εποχή, την πολιτική ορθότητα, τη νέα «κουλτούρα» των κοινωνικών δικτύων, το #MeToo, τους συνωμοσιολόγους και φυσικά την πολιτική…
Ο Χρήστος Χωμενίδης έχει γίνει πολλές φορές viral. Έχει μονοπωλήσει τη συζήτηση για τα βιβλία του, τις απόψεις, τα ποστ του στα σόσιαλ μίντια. Η φωνή του ήταν πάντα καθαρή και δυνατή. Ακόμα κι όταν χρειαζόταν να γίνει δυσάρεστος, να σταθεί με ρεαλισμό απέναντι στο λαϊκισμό ή τις συλλογικές οφθαλμαπάτες. Για άλλη μια φορά το όνομά του έκανε τη Google να πάρει φωτιά και έγινε hashtag και trend στα κοινωνικά δίκτυα, αποσπώντας το μεγάλο Βραβείο Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος. Με αφορμή αυτή τη σπουδαία διάκριση, αλλά και το νέο του μυθιστόρημα «Ο Τζίμης στην Κυψέλη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, τον συναντήσαμε στην Κυψέλη και κάναμε μια απολαυστική συζήτηση εφ’ όλης της ύλης.
Το μυθιστόρημα σας «Νίκη» απέσπασε το μεγάλο Ευρωπαϊκό Βραβείο Μυθιστορήματος. Τι σημαίνει για εσάς μια τέτοια σπουδαία διάκριση;
Είναι τεράστια τιμή και χαρά, η οποία σε κάνει να συνειδητοποιείς ποιες μουσικές σου αρέσουν περισσότερο. Διότι εντελώς αυθόρμητα φτιάχνεις, σφυρίζοντας -ή τραγουδώντας, ντιπ παράφωνα όπως εγώ- το σάουντρακ του ενθουσιασμού σου. Που στην περίπτωσή μου περιέχει από Στράτο Διονυσίου μέχρι Γκλόρια Γκέινορ. Από τη «Μυρτιά» τού Μίκη Θεοδωράκη μέχρι την εισαγωγή από την «Κλέφτρα Κίσσα» του Ροσίνι… Εκείνο που με ανακουφίζει πάντως είναι ότι επανέρχομαι στους κανονικούς μου ρυθμούς πολύ γρήγορα.
Το ξεπεράσατε ήδη;
Δεν το ξεπέρασα με την έννοια πως το ξέχασα. Ούτε -αλίμονο- ότι το υποτιμώ. Επέστρεψα όμως στο πρόγραμμά μου, στις καθημερινές μου έγνοιες. Επί δύο εικοσιτετράωρα, άλλο σχεδόν δεν έκανα από το να απαντάω σε συγχαρητήρια τηλεφωνήματα, σε μηνύματα. Δεν ήθελα να αφήσω ούτε ένα αναπάντητο. Κανείς δεν ήθελα να φανταστεί πως ξαφνικά απέκτησα τουπέ, ύφος…
Πώς μεταφράζεται στην πράξη μια τόσο σημαντική διάκριση; Πόσο μπορεί να επηρεάσει το έργο ενός δημιουργού;
Υπάρχει ένας κίνδυνος να κομπλάρεις. Να νιώθεις στο εξής όποτε κάθεσαι στο πληκτρολόγιο τα βλέμματα όλου του κόσμου καρφωμένα επάνω σου. Πως περιμένουν από εσένα κάτι αντάξιο του βιβλίου σου που βραβεύτηκε. Επί είκοσι χρόνια, ξέρετε, προσπαθούσα να ανατρέψω την εντύπωση πως το «Σοφό Παιδί», το πρώτο μυθιστόρημά μου, ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσα να γράψω. Ότι δεν θα το ξεπερνούσα ποτέ. «”Η Φωνή”» τούς έλεγα «είναι πιο αστεία και πιο σπαρακτική! Τα “Λόγια Φτερά” είναι πιο πρωτότυπα!» Ακόμα το πιστεύω. Έπρεπε όμως να έρθει η «Νίκη», το 2014… Υποψιάζομαι και ελπίζω ότι προς τα δυσμάς του βίου μου -σε είκοσι; σε τριάντα χρόνια;- θα γράψω κάποιο άλλο βιβλίο, το οποίο θα με συνοδεύσει ένδοξα μέχρι τον τάφο.
«Υπάρχει ένας κίνδυνος να κομπλάρεις. Να νιώθεις στο εξής όποτε κάθεσαι στο πληκτρολόγιο τα βλέμματα όλου του κόσμου καρφωμένα επάνω σου. Πως περιμένουν από εσένα κάτι αντάξιο του βιβλίου σου που βραβεύτηκε».
Στο νέο σας μυθιστόρημα «Ο Τζίμης στην Κυψέλη» ο ήρωάς σας, ο Τζίμης Παπιδάκης, είναι ένας 57χρονος άντρας, «ένα αναλογικό πρόσωπο σε ένα ψηφιακό σύμπαν», που γίνεται αποδιοπομπαίος τράγος στο διαδίκτυο μετά από μια ανυπόστατη κατηγορία που αναπαράγεται με φρενίτιδα και του καταστρέφει τη ζωή. Ζούμε ένα νέο κυνήγι μαγισσών στον μεσαίωνα του Διαδικτύου;
Σε πολλές περιπτώσεις πράγματι το ζούμε. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εκβιάζουν την άμεση διατύπωση της άποψής σου. Μπαίνεις στη σελίδα σου στο Facebook και η εφαρμογή σε ρωτάει «τι σκέφτεστε;». Σε προτρέπει, σε εκβιάζει σχεδόν, να γράψεις ένα στάτους. Κι έτσι όλοι παίρνουν θέση, τοποθετούνται εν θερμώ, επί παντός του επιστητού. Και έπειτα -από ανθρώπινο εγωισμό- κολλάνε, υποστηρίζουν εμμονικά ό,τι στην αρχή είπαν. Τσακώνονται. Βρίζονται…
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ανέδειξαν -κατά τρόπο ανατριχιαστικό ενίοτε- ό,τι ήταν ίσως προ πολλού γνωστό. Πως οι άνθρωποι πιο εύκολα κοροϊδεύουν, εξευτελίζουν, μισούν… Παρά επαινούν, καμαρώνουν, χαίρονται για τον διπλανό τους. Το να παραμένεις έστω ευγενής, έστω κόσμιος, τείνει να γίνει προσωπικό επίτευγμα. Φταίνε βεβαίως και οι συνθήκες της ζωής μας, που κατά τους τόσους μήνες της πανδημίας έχουν καταντήσει για πολλούς ασφυκτικές.
Αυτό που περιγράφετε βέβαια τώρα είναι η light εκδοχή ενός «διαδικτυακού μεσαίωνα». Στο βιβλίο σας είναι η πιο σκληρή.
Στο διαδίκτυο μπορείς να αυτοκαταστραφείς εν ριπή οφθαλμού γράφοντας πέντε λάθος λέξεις. Το ελαφρυντικό ότι ήσουν φορτισμένος, συγχυσμένος ή απλώς μεθυσμένος δεν σού αναγνωρίζεται. Το είχε πει πολύ εύστοχα ο Ρίτσαρντ Γκιρ, εάν δεν κάνω λάθος. «Επιστρέφεις μια νύχτα, λιάρδα, σπίτι σου, πληκτρολογείς μια βλακεία και το επόμενο πρωί ξυπνάς και αντικρίζεις τη ζωή σου κομμάτια.»
Ακόμα πιο απλό είναι κάποιος άλλος να σε πάρει στον λαιμό του, ιδίως εάν βρίσκεται σε αποστολή αυτοκτονίας. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στον «Τζίμη στην Κυψέλη». Αλλά ας μην πούμε περισσότερα για την εξέλιξη τού μυθιστορήματός μου…
Fake news, συνωμοσιολογία και «κανιβαλισμός» στα social media. Όλα αυτά είναι ασθένειες της εποχής ή τελικά είναι παλιά φαινόμενα με νέα ονόματα που εκδηλώνονται απλώς πιο μαζικά τώρα μέσω του Internet;
Δεν μού αρέσει να νοσταλγώ. Δεν εξιδανικεύω το παρελθόν. Γεγονός όμως είναι πώς παλιότερα -όταν οι άνθρωποι κοινωνικοποιούνταν στα καφενεία και στα κομμωτήρια και όχι στον κυβερνοχώρο- εάν κάποιος ξεφούρνιζε κάτι απολύτως εξωφρενικό, «μάς έχεις φλομώσει!» θα τον γιούχαρε η παρέα του και θα τον επανέφερε στην τάξη. Σήμερα και το πλέον εξωφρενικό βρίσκει αμέσως, στο απέραντο διαδίκτυο, πέντε ή πενήντα ή πεντακόσιες χιλιάδες ακροατές πρόθυμους να το πιστέψουν.
Όπως έγινε και με τους συνωμοσιολόγους για την πανδημία και το αντιεμβολιαστικό κίνημα που βασίζεται σε οφθαλμοφανή ψεύδη.
Ακριβώς. Ίσως και επειδή η ίδια η πραγματικότητα που αντιμετωπίζουμε μοιάζει με σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Εάν σού έλεγαν πριν από δύο μόλις χρόνια ότι θα φοράμε όλοι μάσκες, θα φτάσουμε να στέλνουμε sms για να ξεμυτίσουμε και να απολυμαίνουμε τα φρούτα πριν τα φάμε, θα γελούσες! Να που συνέβη. Πώς να μην χάσουν πάρα πολλοί άνθρωποι την εμπιστοσύνη τους σε ο,τιδήποτε; Υπάρχει δε και κάτι ακόμα. Λόγω των καταιγιστικών τεχνολογικών εξελίξεων και της παγκοσμιοποίησης, πληθυσμοί ολόκληροι αισθάνονται να απειλούνται. Να απειλείται η κοινωνική τους θέση, η εργασία τους, να αμφισβητείται τελικά η ταυτότητα και το νόημα της ζωής τους. Και επιστρέφουν βουρ στις πιο αρχαϊκές, στις πιο πρωτόγονες δοξασίες.
Ποια είναι όμως η διαφορά πχ του Αυριανισμού, από τις δολοφονίες χαρακτήρα που παρακολουθούμε κάθε λίγο και λιγάκι στο Twitter και το Facebook;
Ο Αυριανισμός των ‘80s εκπορευόταν από μία, δύο ή τρεις πηγές. Από συγκεκριμένους εκδότες και δημοσιογράφους. Τώρα, στο τουίτερ, λεφούσια ανώνυμα και ανήμερα ξεσκίζουν ό,τι τους ερεθίσει. Το μίσος έχει διαχυθεί. Υπάρχουν βέβαια και οι ινφλουένσερς και οι κομματικοί εγκάθετοι, που ύπουλα καθοδηγούν και ενορχηστρώνουν…
«O λευκός ετεροφυλόφιλος άντρας όταν τού φορτώνεις όλες τις αμαρτίες του κόσμου, όταν τον ονομάζεις a priori ένοχο για πατριαρχία, σεξισμό κι εγώ δεν ξέρω για τι άλλο, πάει απλώς και ψηφίζει Τραμπ. Και ο καταγγελτικός δικαιωματισμός γίνεται έτσι μπούμερανγκ εναντίον των ζηλωτών του. Και η μπάλα παίρνει κι όλους εμάς που πιστεύουμε στην ανοιχτή κοινωνία»
Η πολιτική ορθότητα είναι ένας αγώνας όπως παρουσιάζεται που θα αποκαταστήσει αδικίες, θα σταματήσει το μπoύλινγκ και το ρατσισμό ή είναι μια ασθένεια του δυτικού πολιτισμού που ενδύεται έναν ηθικό μανδύα, με κίνδυνο να παρεκτραπεί εγκαθιδρύοντας ένα νέου τύπου ολοκληρωτισμό;
Η απάντηση δεν είναι μία. Όλα αυτά τα κινήματα, η πολιτική ορθότητα, το Me Too, ξεκινούν -πιστεύω- από αγαθές προθέσεις. Το να αγωνίζεσαι κατά του κοινωνικού ρατσισμού, εναντίον του μπούλινγκ είναι προφανώς ευγενές. Το πρόβλημα έγκειται στις υπερβολές. Στη μισαλλοδοξία, η οποία ως ξενιστής νοθεύει και μολύνει και ακυρώνει τα αρχικά κίνητρα.
Η γλωσσική πολιτική ορθότητα, το να φιλοδοξείς να αποκαθάρεις τη γλώσσα από «κακές» λέξεις παράγει αποτελέσματα γελοία και επικίνδυνα. Φτάνουν κάποιοι σε σημείο να λογοκρίνουν κλασσικούς συγγραφείς, να πετσοκόβουν αριστουργήματα! Αγνοώντας τα ιστορικά συγκείμενα, να χαρακτηρίζουν τον Όμηρο σεξιστή!
Πώς μπορεί να μαζευτεί το τραγικό κομμάτι της πολιτικής ορθότητας, χωρίς να χαθεί το καλό, οι αγαθές προθέσεις που λέγατε.
Η μόνη ελπίδα είναι να μπουχτίσει ο κόσμος. Και να γελάει πια κατάμουτρα στους νεοπουριτανούς που παριστάνουν τους προοδευτικούς. Κάποτε θα συμβεί. Στο μεταξύ -φευ!- πολλά κορμιά θα πέσουν…
Σκέφτομαι, για παράδειγμα, τον Γούντι Άλλεν και ταράζομαι. Ενώ έχει αθωωθεί από όλες τις κατηγορίες της πρώην συζύγου του, παραμένει στην μπούκα. Τον εμποδίζουν ακόμα και να γυρίζει πλέον ταινίες! Ο Γούντι Άλλεν δεν χάνει. Έχει φτάσει αισίως στα ογδονταπέντε, έχει σχεδόν ολοκληρώσει το ιδιοφυές έργο του. Εκείνοι που τον βρίζουν χάνουν. Γιατί από προκατάληψη δεν θα απολαύσουν το εμβληματικό «Μανχάτταν» του, τον «Νευρικό Εραστή», το «Match Point», ένα αριστουργηματικό κινηματογραφικό δοκίμιο πάνω στο έγκλημα, τις αιτίες και τις συνέπειές του…
Πάντως η γλωσσική πολιτική ορθότητα έχει και μια καλή συνέπεια. Δοθέντος ότι οι εκπρόσωποί της είναι κατά κανόνα πρόσωπα πολύ ρηχής παιδείας, μπορείς να αποφύγεις τα πυρά τους αρδεύοντας από το γλωσσικό μας θησαυροφυλάκιο λέξεις που δεν καταλαβαίνουν. Εμπλουτίζεις έτσι τον λόγο σου. Αντί να πεις, για παράδειγμα, «γεροξεκούτης» και να κατηγορηθείς για ρατσισμό απέναντι στην τρίτη ηλικία, λες «κρονόληρος». Και ούτε γάτα ούτε ζημιά!
Μέσα από το διαδίκτυο γεννήθηκε και το κίνημα του #ΜeToo που για κάποιους ανθρώπους είναι επανάσταση, για άλλους λύτρωση και για κάποιους μια επικίνδυνη πρακτική που μετατρέπει συχνά χωρίς νομικά στοιχεία τα κοινωνικά δίκτυα σε λαϊκά δικαστήρια, καταπατώντας συχνά το τεκμήριο της αθωότητας. Εσείς πως το παρακολουθείτε;
Πολλοί άνθρωποι έχουν ταπεινωθεί, κακοποιηθεί, βιαστεί. Τα εγκλήματα πρέπει να αποκαλύπτονται και οι ένοχοι να τιμωρούνται. Συναισθάνομαι απολύτως την αγανάκτηση της κοινής γνώμης, ιδίως όταν έρχονται στο φως τα άπλυτα προσώπων ιδιαίτερα προβεβλημένων, που ο κόσμος τα είχε αγκαλιάσει και χειροκροτήσει. Ναι, το τεκμήριο αθωότητας ισχύει ώσπου να τελεσιδικήσει η δικαστική απόφαση. Από την άλλη, καμία κοινωνία, ποτέ και πουθενά, δεν επέδειξε τέτοια ολύμπια ψυχραιμία.
Η κάθε πάντως περίπτωση πρέπει να εξετάζεται με όλως ιδιαίτερη προσοχή. Το #MeToo συχνά παρουσιάζει μία αντικειμενική ιδιομορφία. Είναι ο λόγος, η καταγγελία, του θύματος απέναντι στον λόγο τού φερόμενου ως θύτη. Οι ανακριτικές και οι δικαστικές αρχές επιβάλλεται να κινούνται εξαιρετικά προσεκτικά. Ώστε ούτε να «ξαναβιάζουν» το θύμα μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου ούτε όμως και να «τσουβαλιάζουν» τον κατηγορούμενο για να ικανοποιηθεί απλώς το δημόσιο αίσθημα.
Οι καιροί αλλάζουν. Ό,τι πριν από δέκα μόλις χρόνια περνούσε στο ντούκου, σήμερα είναι απολύτως απαράδεκτο. Και ευτυχώς. Οφείλουμε όμως να διατυπώσουμε ρητά τους καινούργιους κανόνες συμπεριφοράς. Τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται. Ποια είναι η λεπτή κόκκινη γραμμή στο φλερτ, στο ερωτικό παιχνίδι, που εάν την περάσεις, αδικοπρακτείς. Ώστε ο καθένας να γνωρίζει ακριβώς τα όριά του. Μεταξύ συναινούντων ενηλίκων επιτρέπονται τα πάντα; Ναι, λέω εγώ. Το πώς όμως εκφράζεται η συναίνεση και πώς ανακαλείται δεν είναι απολύτως αυτονόητο σε όλους. Ας γίνουμε και παιδαριωδώς ακόμα αναλυτικοί. Δεν πειράζει. Ώστε κανείς να μην μπορεί να πει ότι δεν ήξερε, δεν είχε καταλάβει…
«Ας μην υποτιμάμε καθόλου το γεγονός ότι η πλειονότητα των ανθρώπων, παντού σχεδόν, έσπευσε να εμβολιαστεί. Ο εφιαλτικός καρνάβαλος των συνωμοσιολόγων αρνητών μπορεί κάνει φασαρία, μπορεί να μας εκθέτει σε κινδύνους, είναι ωστόσο από μειοψηφικός έως περιθωριακός».
Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ στο νέο του βιβλίο «Ένας σχεδόν τέλειος ένοχος - Η δημιουργία του λευκού αποδιοπομπαίου τράγου» μιλάει για το πώς ο σύγχρονος δικαιωματισμός μετατρέπει τον δυτικό λευκό ετεροφυλόφιλο άνδρα σε αποδιοπομπαίο τράγο. Εσείς μιλάτε για ένα αναλογικό πρόσωπο που απλώς το ξεπερνάει η εποχή η οποία αλλάζει ραγδαία. Μιλάτε για το ίδιο «πρόσωπο»;
Δεν έχω διαβάσει ακόμα το δοκίμιο του Μπρυκνέρ. Αυτό που ξέρω είναι ότι ο λευκός ετεροφυλόφιλος άντρας, όταν τού φορτώνεις όλες τις αμαρτίες του κόσμου, όταν τον ονομάζεις a priori ένοχο για πατριαρχία, σεξισμό κι εγώ δεν ξέρω για τι άλλο, πάει απλώς και ψηφίζει Τραμπ. Και ο καταγγελτικός δικαιωματισμός γίνεται έτσι μπούμερανγκ εναντίον των ζηλωτών του. Και η μπάλα παίρνει κι όλους εμάς που πιστεύουμε στην ανοιχτή κοινωνία, στην αρμονική συνύπαρξη των διαφορετικοτήτων… Δεν είναι καθόλου αστείο ό,τι συνέβη με τον Τραμπ. Άμα δεν μάς προβληματίσει, άμα δεν μας παραδειγματίσει, μοιραία θα επαναληφθεί. Ίσως πολύ κοντύτερά μας. Ίσως στη γειτονιά μας, την Ευρώπη. Ή ακόμα και στο σπίτι μας…
Ο Γάλλος Φιλόσοφος Πιερ-Αντρε Ταγκιέφ στο νέο του βιβλίο «Η ρεβάνς του εθνικισμού» μιλά για ένα νέο φαινόμενο, αυτό του Εθνικολαϊκισμού, που απειλεί τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Μέσα στην πανδημία βλέπουμε αυτό τον κίνδυνο του λαϊκισμού να παίρνει μέσω της συνωμοσιολογίας και του αντιεμβολιαστικού κινήματος και ένα άλλο πρόσωπο. Τι έστρωσε το χαλί για όλα αυτά στην Ευρώπη και πώς θα τα αντιμετωπίσει;
Δεν πάμε πάντως και τόσο χάλια. Η επιστήμη καλπάζει. Η ιατρική κάνει άλματα και θαύματα. Το εμβόλιο δημιουργήθηκε μέσα σε λίγους μήνες και έσωσε ήδη αναρίθμητες ζωές. Ας μην υποτιμάμε καθόλου το γεγονός ότι η πλειονότητα των ανθρώπων, παντού σχεδόν, έσπευσε να εμβολιαστεί. Ο εφιαλτικός καρνάβαλος των συνωμοσιολόγων αρνητών μπορεί να κάνει φασαρία, μπορεί να μας εκθέτει σε κινδύνους, είναι ωστόσο από μειοψηφικός έως περιθωριακός.
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση, η προοπτική ενός κοινού μέλλοντος για την ήπειρό μας, ήταν και παραμένει ένα ανοιχτό στοίχημα. Δεν είμαι εγώ ο αρμόδιος να το αναλύσω εμβριθώς. Δεν διαθέτω ούτε τα δεδομένα ούτε τις γνώσεις. Εκείνο που πιστεύω ακράδαντα είναι ότι η Ευρώπη δεν θα είχε κανένα νόημα δίχως τις ευρωπαϊκές αξίες. Την πολιτική, κοινωνική και οικονομική δημοκρατία. Την ανθρωπιστική παιδεία. Τα γαλλικά κρασιά, τα ιταλικά αντιπάστι, τις γερμανικές μπύρες και τον δικό μας μουσακά, που είναι και το αγαπημένο μου φαγητό! Ό,τι γαστριμαργικό ανέφερα, προεκτείνετέ το σε όλες τις πτυχές του βίου μας. “E Pluribus Unum”, «Από τα Πολλά συντίθεται το Ένα», είναι το μότο των Ηνωμένων Πολιτειών. Για την Ευρώπη ισχύει ακόμα περισσότερο.
Ας επιστρέψουμε στον «Τζίμη στην Κυψέλη»… Καυτηριάζετε στο μυθιστόρημά σας ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου που υιοθετούν όντως πια έναν καταγγελτικό λόγο, στρέφοντας τα φώτα στα diversities, σε πρόσωπα που μιλούν για μπούλινγκ, κακοποίηση, εξευτελισμό. Ζούμε όντως σε μια εποχή αυτολύπησης ή πουλάει η καταγγελία και παίρνει likes πλέον η θυματοποίηση και οτιδήποτε εκβιάζει το συναίσθημα λύπης, ηρωισμού και οργής;
Ο οίκτος πουλάει σήμερα πάρα πολύ. Ιδίως σε μια κοινωνία πολύ συναισθηματική, πολύ ψυχοπονιάρα σαν τη δική μας. Θες να γίνεις ακαριαία δημοφιλής; Μοιράσου με γνωστούς και αγνώστους μια τραγική προσωπική σου ιστορία. Βγάλε, εφόσον καταδέχεσαι να σε λυπούνται, τα τραύματά σου σε κοινή θέα χωρίς καν να μπεις στον κόπο να τα εξελίξεις σε έργα τέχνης. Γίνε μια ακόμα «Μάρθα Βούρτση» - δεν αναφέρομαι, προς Θεού, στην εξαιρετική ηθοποιό αλλά στην κινηματογραφική της περσόνα. Παλιά, παράσημο σου ήταν ό,τι είχες κάνει, ό,τι είχες κατορθώσει στη ζωή σου. Σήμερα, άνετα πορεύεται κανείς διατυμπανίζοντας ό,τι έχει πάθει. Το αξιοσημείωτο -αν και κατά βάθος φυσικό- είναι πως όσοι έχουν αληθινά πονέσει, μένουν συνήθως σιωπηλοί. Οι παππούδες μας, οι γονείς μας, τα παιδιά της Κατοχής και τού Εμφυλίου, σπάνια και επιλεκτικά αναφέρονταν στη φρίκη που είχαν βιώσει. Για κατορθώματα μιλούσαν, για φωτεινές χαραμάδες έστω και μέσα στη συμφορά.
Πώς βλέπετε την πολιτική κατάσταση σήμερα στην Ελλάδα; Πώς θα είναι οι πρώτες εκλογές -όποτε κι αν γίνουν- μετά την πανδημία;
Νομίζω ότι έχουμε αρκετό και πολύ πυκνό χρόνο εμπρός μας μέχρι τις εκλογές. Αφήστε να περάσει ο χειμώνας, να έρθει με το καλό και το φάρμακο εναντίον του covid, να αρχίσουμε να νιώθουμε στο πετσί μας την οικονομική ανάπτυξη…
Με ποιο πολιτικό αφήγημα εκτιμάτε ότι θα κατέβουν στις εκλογές Μητσοτάκης και Τσίπρας;
Εάν δεν συμβεί κάτι εντελώς απροσδόκητο, το οποίο θα αλλάξει δραματικά την κατάσταση; Ο μεν Μητσοτάκης θα πει -και θα το στηρίξει με επιχειρήματα- ότι η Ελλάδα επί των ημερών του έχει μπει σε ανοδική τροχιά, πως γίνονται μεταρρυθμίσεις, πως η διεθνής κοινότητα έχει μεταβάλει άρδην στάση απέναντί μας. Ο δε Τσίπρας θα επαγγελθεί την περίφημη «προοδευτική διακυβέρνηση». Ο Μητσοτάκης θα υπενθυμίζει το 2015, τον Γιάνη Βαρουφάκη, τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, θα δείχνει τον Παύλο Πολάκη… Ο Τσίπρας θα επιμένει να ξεπατικώνει τον Ανδρέα Παπανδρέου. Αναμενόμενα όλα τα παραπάνω. Όχι;
Και το ΠAΣΟΚ;
Για να δούμε…
Ο Γάλλος συγγραφέας Μισέλ Ουελμπέκ εκτιμά ότι ο κόσμος μετά την πανδημία θα είναι ο ίδιος, απλά λίγο χειρότερος. Εσείς τι πιστεύετε; Τι θα αφήσει πίσω της όλη αυτή η εμπειρία;
Είχα γνωρίσει τον Ουελμπέκ, το 1999, όταν είχε κυκλοφορήσει το πρώτο του βιβλίου, η καταπληκτική «Επέκταση του Πεδίου της Πάλης». Είχαμε περάσει μαζί μια ολόκληρη μέρα. Με είχε εντυπωσιάσει το πόσο δυνατό ποτήρι είναι. Ήπιε μπροστά μου τρία μπουκάλια κρασί μόνος του και παρέμενε σχετικά νηφάλιος. Εξαιρετικά ευφυής άνθρωπος, πολύ αξιοσημείωτος συγγραφέας. Πάντα ακούω τι λέει, ασχέτως αν συμφωνώ ή όχι μαζί του. Έχουμε ωστόσο μια διαφορά με τον Ουελμπέκ στην οπτική: εκείνος είναι κυτταρικά απαισιόδοξος ενώ εγώ είμαι κυτταρικά αισιόδοξος. Εγώ ελπίζω ότι μετά την πανδημία θα ζήσουμε μια αναβίωση των «Roaring Twenties», μιλάω για τη δεκαετία του 1920. Θα πάρουμε την εκδίκηση μας από τον άθλιο κύριο Covid19 απολαμβάνοντας ξέφρενα τη ζωή μας. Μουσικές, χοροί, τρελά φλερτ… Από το στόμα μου και στου θεού Διόνυσου το αυτί!-