Ένας ολόκληρος γαλαξίας στο σύμπαν του χορού είναι ο Γαλλοβέλγος Damien Jalet που έρχεται με το «Planet» στη Στέγη.
Ο χορογράφος μίας νέας σωματικής γλώσσας λέει στο iefimerida ότι ο κόσμος έχει γίνει μια καρικατούρα.
Ήταν η Mαντόνα αυτή που του μετέδωσε τον "ιό" του χορού όταν ήταν 11 χρονών. Από το 2019 είναι χορογράφος και καλλιτεχνικός της σύμβουλος, όμως όταν έρχεται η ώρα να μιλήσουμε για αυτήν, σκύβει μπροστά στην οθόνη. «Ο τίτλος "ο χορογράφος της Μαντόνα" ρίχνει μια σκιά σε όλα τα υπόλοιπα που κάνω δεν θα ήθελα να είναι ο τίτλος της συνέντευξης» μου λέει πριν κάνει ένα εγκώμιο βαθιάς τρυφερότητας και ευγνωμοσύνης για την εικονοκλασική τραγουδίστρια.
Aδικεί τον εαυτό του ο Damien Jalet όταν πιστεύει ότι η Μαντόνα σκιάζει το σύνολο της δουλειάς του. Γιατί όντως αυτό που κάνει ο πληθωρικός χορογράφος, που δοκιμάζει τα όρια και φέρνει τον χορό ως γλώσσα, ένστικτο και μανιφέστο στη σκηνή, στην οθόνη, δεν καλύπτεται από τίποτα. Έχει δική του δυνατή ταυτότητα.
Του εξομολογούμαι ότι είμαι stalker του διαδικτυακά εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια, γελά και μου υπόσχεται να κάνε κάτι special για εμένα όταν έρθει στην Αθήνα, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, με το «Planet». Ένα έργο καθηλωτικό, μια κοσμογονία με οκτώ χορευτές, οκτώ πλανήτες επί σκηνής. Σαν νομάδες, καταδικασμένοι από τον νόμο της βαρύτητας, περιφέρονται αέναα πάνω στο ίδιο ουράνιο σώμα. Μια διαρκή αναμέτρηση με τα στοιχεία της φύσης: τον άνεμο, το νερό, το χώμα, τον καπνό, την ομίχλη, το φως, το σκοτάδι. Μια κοσμογονία συντελείται επί σκηνής.
Mιλάμε για όλα αυτά, για το πώς χορογράφησε την
Zoë Saldaña για την ταινία Emilia Pérez που της χάρισε το Όσκαρ και εξηγεί γιατί θα ήθελε να κάνει μια χορογραφία για τον Πειραιά. Bρίσκεται στις Βρυξέλλες, ετοιμάζει το νέο του έργο Thrice για την όπερα του Όσλο και είναι ο πρώτος άνθρωπος που βλέπω να πίνει καφέ σε μεγαλύτερη κούπα από την δική μου.
Xθες, δύο αστροναύτες που ήταν για εννέα μήνες παγιδευμένοι στο διάστημα επέστρεψαν στη Γη. Προσπαθώ να φανταστώ πώς το μυαλό και το σώμα τους θα προσαρμοστούν στην βαρύτητα και τους ρυθμούς της γης, και δεν μπορώ να μην αναλογιστώ ότι κάπως συνδέεται αυτό με το «Planet».
Όταν δούλευα το «Planet», έβλεπα ξανά και ξανά το ντοκιμαντέρ «For All Mankind», το οποίο αποτελείται από αρχειακό υλικό της NASA, με μουσική του Brian Eno. Καταγράφει την άφιξη των αστροναυτών στο φεγγάρι, για να εξερευνήσουν το άγνωστο. Όταν έφτασαν εκεί όμως, γύρισαν και είδαν αυτές τις μικρές μπλε κουκκίδες, που είναι ο κόσμος μας. Ξαφνικά τους κατέκλυσε ένα αίσθημα νοσταλγίας, ένα υπαρξιακό δέος—η κατανόηση ότι όλα όσα γνωρίζουμε, όλα όσα βιώνουμε, βρίσκονται μέσα σε αυτήν την κουκκίδα. Και ενώ μοιάζει άπειρη, όταν τη δεις από μια εξωτερική προοπτική, είναι στην πραγματικότητα κάτι πολύ πεπερασμένο και εύθραυστο.
Έχει ενδιαφέρον αυτό που λέτε, γιατί ο χορός σας έχει στοιχεία αρχαία αλλά και κάτι το alien, το εξωγήινο. Σαν το σώμα να θυμάται κάτι που ο πολιτισμός μας έχει ξεχάσει.
Με τον Ιάπωνα εικαστικό Nawa Korai που δημιούργησε την σκηνή- γλυπτό στο «Planet», προσπαθούμε να επανεξετάσουμε θεμελιώδεις πράξεις. Ακόμη και το απλό περπάτημα είναι μια υπαρξιακή πράξη, δεν είναι κάτι αυτονόητο. Χρειάζεται να περάσει σχεδόν η μισή παράσταση για να φτάσουμε εκεί! Αλλά και το ίδιο το έργο είναι μια μετάβαση, δεν καταλήγει εύκολα σε αυτήν την κατακόρυφη στάση του σώματος που μας καθορίζει ως ανθρώπινα όντα. Όπως λέει ο Χιρόσι Σουγκιμότο, το σώμα μας είναι μια δομή ενάντια στην βαρύτητα. Ξεχνάμε με τι είμαστε συνδεδεμένοι—τις ευθραυστότητες του σώματός μας, της προσαρμογής μας, της ίδιας της ανθρωπότητας. Μπορεί να φαινόμαστε ως ένα δυνατό είδος, αλλά στην πραγματικότητα είμαστε εξαιρετικά εύθραυστοι και αδύναμοι. Και είμαι σίγουρος ότι οι αστροναύτες που επιστρέφουν στη Γη νιώθουν την επαναπροσαρμογή στη βαρύτητα ως κάτι ιδιαίτερα δύσκολο.
Πιστεύετε ότι η ανθρωπότητα είναι ανθεκτική ή ότι απλώς βαδίζουμε υπνωτισμένοι προς την καταστροφή μας;
Αναμφίβολα ζούμε σε μια εποχή ακραίας πολυπλοκότητας. Πιστεύω ότι είμαστε ένα εξαιρετικά ανθεκτικό είδος -και το «Planet» μιλά πολύ για αυτό. Ίσως μιλά επίσης για το γεγονός ότι μπορεί να δυσκολευτούμε να παραμείνουμε σε αυτόν τον μοναδικό τόπο, σε αυτήν την κοιτίδα από την οποία προερχόμαστε.
Μια δυνατή αντίθεση είναι αυτή.
Λατρεύω να εξερευνώ τέτοιες αντιθέσεις. Ως καλλιτέχνη με συναρπάζει εξίσου το οργανικό, η επιστήμη και η μυθολογία. Η επιστήμη μάς ενημερώνει για συγκεκριμένα πράγματα, αλλά έχει επίσης όρια. Η μυθολογία, από την άλλη, είναι ένα άλλο εργαλείο, ένας άλλος δρόμος. Οι τελετουργίες είναι συνδεδεμένες με τη μυθολογία - είναι ένας άλλος τρόπος πρόσβασης στο υποσυνείδητο του κόσμου. Αυτό προσπαθώ να εξερευνήσω μέσα από τη δουλειά μου. Βλέπω τη σκηνή σαν τον ανθρώπινο εγκέφαλο: έχουμε το αριστερό ημισφαίριο που αναλύει τα πάντα, και το δεξί που βιώνει την εμπειρία. Προσπαθώ να βρω μια ισορροπία ανάμεσα στη δημιουργία μιας βιωματικής εμπειρίας για τον ερμηνευτή αλλά και για το κοινό, κάτι που είναι ταυτόχρονα αισθητηριακό και στοχαστικό. Είμαι εξίσου γοητευμένος από την ανθεκτικότητα της ανθρωπότητας όσο και από την ανοησία με την οποία αντιμετωπίζει προβλήματα που, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσαν να λυθούν αν αναπτυσσόταν μια συλλογική συνείδηση. Πιστεύαμε ότι το διαδίκτυο θα μπορούσε να προσφέρει κάτι τέτοιο, αλλά φαίνεται ότι σήμερα χρησιμοποιείται περισσότερο ως εργαλείο διάδοσης μίσους και παραπληροφόρησης. Ο κόσμος μας μοιάζει όλο και περισσότερο με μια καρικατούρα.
Δεν ακουμπάτε ακριβώς αυτή την αίσθηση στη σκηνή…
Στη σκηνή φέρνω μια εμπειρία που είναι ευαίσθητη, αισθησιακή. Είμαι επίσης εμμονικός με το μυστήριο—το μυστήριο της ύπαρξής μας, της ζωής μας. Αυτό είναι κάτι που προσπαθώ να αποτυπώσω με μεγάλη προσοχή. Το άγνωστο, το σκοτάδι, το φως μέσα στο σκοτάδι, η ισορροπία ανάμεσα στη δύναμη και την ευθραυστότητα—όλα αυτά είναι στοιχεία της ανθρώπινης κατάστασης.
Το «Planet», που θα δούμε στη Στέγη, είναι ένα έργο προειδοποίησης; Ένα έργο ελπίδας; Ή απλώς μια παρατήρηση του πού βρισκόμαστε τώρα;
Στα περισσότερα έργα μου υπάρχει ένα στοιχείο αφαίρεσης. Παρακολουθείς κάτι που πραγματικά συμβαίνει μπροστά σου, που είναι βαθιά ρεαλιστικό, που ασχολείται με τη φυσική, με την καθαρή παρουσία των ερμηνευτών -και όμως, σε μεταφέρει κάπου αλλού. Μου αρέσει αυτή η αντίθεση: είναι το πιο πραγματικό πράγμα που μπορείς να δεις, αλλά ταυτόχρονα είναι και μια μεταφορά. Έχω δουλέψει στον κινηματογράφο, σε τόσα διαφορετικά πεδία, αλλά το θέατρο είναι ο χώρος που σε υποχρεώνει να αναμετρηθείς με την πραγματικότητα. Αν θες να δημιουργήσεις μια μεταφορά, αν θες να δημιουργήσεις μια ψευδαίσθηση, θα πρέπει να το κάνεις μέσα από τους φυσικούς νόμους. Δεν υπάρχουν πολλά που μπορείς να «κλέψεις». Πιστεύω ότι όλοι έχουμε ανάγκη από αυτήν την απόσταση, από αυτήν την αναδίπλωση, αυτό το διαλογιστικό στοιχείο. Το έργο αυτό προετοιμάστηκε κυρίως στην Ιαπωνία, στο Κιότο, όπου υπάρχουν οι zen κήποι—οι «ξηροί» κήποι που λειτουργούν σαν μια μεταφορά του σύμπαντος. Είναι κατασκευασμένοι από συγκεκριμένη ύλη, από πέτρα, και όμως έχουν μια μεταφορική δύναμη που σε καλεί να συλλάβεις κάτι σχεδόν άυλο.
Μου θυμίζει την σκηνή του «Planet».
Αυτό προσπαθεί να κάνει: να πάρει κάτι που είναι απολύτως αληθινό, που συνδέεται με το σήμερα, και να μας κάνει να το δούμε από μια άλλη προοπτική. Μπορεί να δώσει ελπίδα, αλλά μπορεί και να φανεί ως ένα έργο απόγνωσης. Δεν ξέρω. Είναι σαν το ψυχολογικό τεστ Rorschach - εξαρτάται από το τι θα επιλέξεις να δεις. Μου αρέσει να αφήνω χώρο στο κοινό για να κάνει τη δική του ερμηνεία. Για μένα, ξέρω ακριβώς τι σημαίνει αυτό το έργο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει θάνατος σε αυτό—μόνο μια κατάσταση μεταμόρφωσης. Παρόλα αυτά, υπάρχει ένα σχεδόν αποκαλυπτικό στοιχείο. Αλλά, από την άλλη, αυτό που προσφέρει είναι και μια αίσθηση βαθιάς γαλήνης και μια αίσθηση ότι ανήκουμε κάπου. Οπότε, μου είναι δύσκολο να απαντήσω. Κάποιοι βλέπουν το έργο ως κάτι πολύ αισιόδοξο και θετικό, ενώ άλλοι το βρίσκουν εξαιρετικά σκοτεινό και απελπισμένο. Είναι σίγουρα αμφίσημο.
Νιώθετε πως το «Planet» αποκτά μια νέα διάσταση όταν παρουσιάζεται στην Αθήνα;
Aπολύτως, ήδη από τον ίδιο του τον τίτλο που έχει ελληνικές ρίζες. Η λέξη «πλανήτης» προέρχεται από το αρχαιοελληνικό «πλανήτης αστήρ», δηλαδή «περιπλανώμενος αστέρας». Οι αρχαίοι Έλληνες παρατηρούσαν αυτούς τους κινούμενους φωτεινούς σχηματισμούς στον ουρανό και τους ονόμασαν έτσι—οι περιπλανώμενοι. Ήθελα πραγματικά να το ενσωματώσω, γιατί με κάποιον τρόπο αντανακλά και εμένα. Ο όρος «περιπλανώμενος» με χαρακτηρίζει, γιατί κι εγώ περιπλανιέμαι σε αυτόν τον πλανήτη. Η δουλειά μου με έχει οδηγήσει σε ένα διαρκές ταξίδι, σε μια συνεχή μετακίνηση, κι έχω μάθει τόσα πολλά μέσα από αυτά τα ταξίδια, μέσα από όλα τα έργα που έχω δημιουργήσει στα τέσσερα σημεία του κόσμου. Νομίζω, επίσης, ότι η ελληνική μυθολογία και η ελληνική φιλοσοφία είναι βαθιά ριζωμένες σε αυτό το έργο. Αλλά, στο «Planet», υπάρχει και μια πολύ ισχυρή σύνδεση με την ιαπωνική μυθολογία. Στην ιαπωνική μυθολογία, ο κόσμος χωρίζεται σε τρία επίπεδα. Νομίζω ότι στις περισσότερες μυθολογίες υπάρχει αυτή η τριμερής διαίρεση. Υπάρχει το Yomi, ο κάτω κόσμος, που αντιστοιχεί στην κόλαση. Υπάρχει η γη πάνω από τα σύννεφα, που αντιστοιχεί στον παράδεισο, όπως τον αντιλαμβανόμαστε στις χριστιανικές παραδόσεις. Και υπάρχει ένας ενδιάμεσος κόσμος, που στα ιαπωνικά ονομάζεται Η Κεντρική Γη των Καλαμιών. Και ουσιαστικά, το «Planet»εκτυλίσσεται σε αυτόν τον ενδιάμεσο κόσμο.
Αν κάνατε ένα έργο για την σύγχρονη Αθήνα, την σύγχρονη ταυτότητά της, πώς θα ήταν;
Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά δύσκολη ερώτηση. Ναι, είμαι εμμονικός με το να βρίσκω σύγχρονες φόρμες σε ό,τι κάνω. Ωστόσο, πιστεύω ότι η τέχνη έχει την ικανότητα να υπερβαίνει τον χρόνο. Ακόμα και αν ένα έργο τέχνης -όπως ένα σύγχρονο χορογραφικό κομμάτι- είναι ίσως η πιο εφήμερη μορφή τέχνης από όλες, υπάρχει κάτι που το συνδέει με το διαχρονικό. Λατρεύω όμως την ατμόσφαιρα γύρω από τον Πειραιά. Υπάρχει κάτι σε αυτήν την περιοχή που με συναρπάζει. Με συναρπάζει η θάλασσα. Και η καλλιτεχνική μου εταιρεία έχει όνομα εμπνευσμένο από το νερό, γιατί το νερό είναι πάντα εξαιρετικά σημαντικό στη δουλειά μου. Βρίσκω τον Πειραιά απίστευτα νοσταλγικό, αλλά ταυτόχρονα είναι και ένα σύνορο, ένας χώρος μετάβασης. Είναι ένα μέρος που προσκαλεί τη φυγή, αλλά την ίδια στιγμή είναι και ένας ζωντανός τόπος. Πάντα με συναρπάζει η γεωγραφική θέση περιοχών που βρίσκονται ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Γι' αυτό αγαπώ και την Κωνσταντινούπολη. Αν έπρεπε να σκεφτώ τι σημαίνει «σύγχρονη Αθήνα» για μένα, νομίζω ότι θα αναζητούσα μια τέτοια ενδιάμεση κατάσταση—κάτι που βρίσκεται στο όριο, που εμπεριέχει διαφορετικές χρονικότητες. Και ο Πειραιάς είναι ένα τέτοιο μέρος.

Aπό το 2019 είστε και ο χορογράφος της Μαντόνα. Πόσο εύκολο είναι στην περίπτωση αυτή να πετύχετε το αφηγηματικό είδος που σας εκφράζει;
Λοιπόν, η Μαντόνα… Ήμουν 11 ετών όταν την είδα να εμφανίζεται στη σκηνή, το σόου λεγόταν Who's That Girl? και αυτή ακριβώς ήταν η ερώτησή μου! Είδα αυτή τη γυναίκα που είναι τόσο εικονοκλαστική, τόσο φλογερή, τόσο δυναμική, τόσο απόλυτα συνδεδεμένη με το σώμα της, να έχει τόσο ισχυρή φωνή—μια βαθιά φωνή, σωματική, σχεδόν ενστικτώδη κίνηση. Μου μετέδωσε αυτόν τον «ιό». Οπότε, θα ήμουν πολύ υποκριτής αν έλεγα ότι η ποπ κουλτούρα είναι κάτι περιοριστικό ή μειωτικό. Στην πραγματικότητα, εκείνη μου άνοιξε την πόρτα σε όλα όσα ανέπτυξα στη συνέχεια στη δουλειά μου. Και νομίζω ότι η ίδια, μέσα από την καλλιτεχνική της πρακτική, ήταν πάντα μια γέφυρα μεταξύ της ποπ κουλτούρας και της «υψηλής» κουλτούρας, με την έννοια της γνώσης, της εξειδίκευσης, της αυστηρότητας. Είναι συλλέκτρια τέχνης, είναι αληθινή σινεφίλ, είναι κάποια που βάζει βαθύ νόημα στη δουλειά της. Και στο τέλος, αυτό είναι που κάνει την τέχνη σημαντική: να παίρνεις την προσωπική σου εμπειρία, να δημιουργείς συνδέσεις και να παράγεις κάτι που έχει βαθιά σημασία, που αντηχεί σε σχέση με το δικό σου βίωμα.
Άρα, δεν σας ενδιαφέρει η ετικέτα, τι είναι λαϊκό, έντεχνο, mainstream. Σας ενδιαφέρει η ενέργεια.
Απολύτως. Με ενδιαφέρει η ενέργεια με την οποία δημιουργείται κάτι. Έχω αρνηθεί πάρα πολλές προτάσεις από καλλιτέχνες που, στις μέρες μας, είναι πολύ πιο διάσημοι από εκείνη. Όλα είναι κύκλοι. Αλλά η Μαντόνα ξύπνησε κάτι μέσα μου όταν ήμουν έφηβος. Ήταν επίσης από τους ελάχιστους ανθρώπους που μίλησαν ανοιχτά για τα δικαιώματα των γκέι και το AIDS σε μια εποχή που δεν υπήρχε σχεδόν κανείς άλλος να το κάνει. Ήταν -και παραμένει- απίστευτα συναρπαστική προσωπικότητα. Με βοήθησε πολύ σε μια ευαίσθητη στιγμή της ζωής μου, στην εφηβεία μου, να αποδεχτώ τον εαυτό μου. Και ευτυχώς που υπήρχε τότε. Έτσι, όταν με προσέγγισε για να συνεργαστούμε, ένιωσα ότι ήταν κάτι σαν οικογένεια. Ήταν σαν να της έλεγα: «Μου έχεις δώσει τόσα πολλά. Αν μπορώ να σου δώσω κάτι πίσω, θα το κάνω με χαρά». Από το 2019 δουλεύουμε μαζί και συνεχώς ανταλλάσσουμε ιδέες. Ταξιδέψαμε μαζί στην Ιαπωνία τον Δεκέμβριο και ήταν ωραίο που της έδειξα κάποια στοιχεία που ξέρω ότι είναι ιδιαίτερα και μοναδικά. Και για μένα, στο τέλος, όλα καταλήγουν στο πώς κάνεις τα πράγματα. Στην επιμονή που βάζεις στη δουλειά σου, στην αφοσίωση, στη βαθιά κατανόηση του τι σημαίνει να δημιουργείς κάτι με διάρκεια. Και πιστεύω ότι αυτός είναι ο λόγος που εξακολουθεί να βρίσκεται εδώ—επειδή δεν σταμάτησε ποτέ να το κάνει.
Χορογραφήσατε όμως και την πολυσυζητημένη ταινία της χρονιάς «Emilia Pérez», ένα κράμα μουσικού θεάτρου και αστυνομικής ταινίας.
Ήμουν επιφυλακτικός στην αρχή, γιατί ξέρω πόσο εύκολα μπορεί ένα μιούζικαλ να γίνει υπερβολικά μελό ή κλισέ. Αλλά μου άρεσε πολύ το γεγονός ότι ο Jacques Audiard είχε μια πραγματικά πειραματική προσέγγιση για αυτήν την ταινία. Δεν υπήρχε καμία ένδειξη για χορογραφία στο σενάριο—όλα έπρεπε να εφευρεθούν από την αρχή. Ήταν εξαιρετικά απαιτητικό και χρειάστηκε πολύς χρόνος για να διαμορφωθεί. Η συνεργασία μου με τη Zoe Saldana ήταν απίστευτη ευκαιρία, γιατί πριν γίνει ηθοποιός, ήταν χορεύτρια. Αυτό σημαίνει ότι διατήρησε μια αυστηρή σωματική πειθαρχία, κάτι που μου επέτρεψε να πάω πολύ πιο μακριά μαζί της, να την προκαλέσω σε ένα άλλο επίπεδο. Ήταν υπέροχο που κέρδισε το Όσκαρ για την ερμηνεία της - πιστεύω ότι δούλεψε εξαιρετικά σκληρά. Αλλά νιώθω επίσης ότι κατάφερε να εκφράσει όλη της την εσωτερική δύναμη χάρη στη βαθιά σύνδεση που είχε με την κίνηση. Νομίζω ότι αποτελεί μια μορφή έμπνευσης για τη βιομηχανία του κινηματογράφου - να δει πώς ο χορός και η σωματική της προσέγγιση έφεραν κάτι παραπάνω στον ρόλο της Zoe, ολοκλήρωσαν τον χαρακτήρα της με τρόπο που η υποκριτική και οι λέξεις από μόνες τους δεν θα μπορούσαν. Αν δεν υπήρχε η σωματική της παρουσία, θα υπήρχε ένα κενό, μια έλλειψη. Οπότε, είναι ξανά ένα θέμα μεταμόρφωσης, ελευθερίας—αξίες όπως η λύτρωση, που είναι και ο πυρήνας της ταινίας. Και αυτές είναι αξίες στις οποίες πραγματικά πιστεύω. Για μένα, το να δουλεύω πάνω στη σύνδεση της κίνησης με τις ψυχικές καταστάσεις και την αφήγηση είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι.
*Planet [Wanderer] | Damien Jalet, Kohei Nawa
04-04 —06-04-2025Στέγη Ιδρύματος Ωνάση