Δεν πέρασαν ακόμα δύο χρόνια και το μουσείο Guggenheim στην 5η Λεωφόρο τιμά τη δωρεά έργων τέχνης της Συλλογής Δημήτρη Δασκαλόπουλου με μια σπουδαία έκθεση, που εστιάζει στις αρχές και τις σημερινές προεκτάσεις της Arte Povera.
Δύο βουνά -ή μήπως ηφαίστεια;- από μπορντό ξυρισμένο βελούδο, αγκαλιάζουν τις λευκές κολώνες στις Tower Galleries του Μουσείου Guggenheim στη Νέα Υόρκη, εδώ και λίγες μέρες. Μικρά κομμάτια, χνούδια του έργου ξεκολλάνε και κινούνται σαν να αιωρούνται στο πάτωμα, ανάμεσα στα πόδια των επισκεπτών. Είναι το έργο «Ευτυχισμένες μέρες» της Μάρως Μιχαλακάκου, και αμέσως νοερά βλέπεις την Γουίνι, από το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ «Οh Les Beaux Jours». Το υπέροχο αισθητικά αλλά κυρίως στον πυρήνα του νοήματός του έργο, έχει μόνιμη στέγη πια στο περίφημο μουσείο της 5ης Λεωφόρου, αφού αποτελεί μέρος της δωρεάς έργων της Συλλογής του Δημήτρη Δασκαλόπουλου στο μουσείο.
Ας επιστρέψουμε όμως σε αυτά τα δυο βουνά που έφτιαξε η Μιχαλάκου το 2012, με μία τελετουργική διαδικασία που αποτελεί την υπογραφή της. Για χρόνια μάζευε ξυρισμένα ρετάλια προηγούμενων έργων τα οποία χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει μια νέα μνημειακή εγκατάσταση. Ρετάλια σαν και αυτά που χρησιμοποιούνται συνήθως για να παραγεμίσουν κουκλάκια, μαξιλάρια, καναπέδες. Για χάρη μάλιστα του Guggenheim και των διαστάσεων των Τοwer Galleries, χρειάστηκε να προσθέσει και νέα ρετάλια αυτού του υλικού. Το έργο, μνημειώδες και μνημειακό, το πρωτοείδαμε στην Αθήνα σε μεγάλη κλίμακα μέσα στο Ωδείο Αθηνών το 2016, στην αίθουσα που ποτέ δεν είχε ολοκληρώσει ο περίφημος αρχιτέκτονας του κτιρίου Ιωάννης Δεσποτόπουλος, και που αποκαταστάθηκε σύμφωνα με τις προθέσεις του δημιουργού από τον ΝΕΟΝ και τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο.
Είναι σαν το έργο αυτό της Μιχαλακάκου, που κινείται μεταξύ του μπεκετικού έργου και της παροιμίας μας «βουνό με βουνό δεν σμίγει», να λειτουργεί ως ένας αρμός που εντάσσεται μοναδικά στην αρχιτεκτονική και στην ιστορία εμβληματικών κτιρίων. Καθόλου τυχαία, παρουσιάζεται μεταξύ άλλων στην έκθεση «By Way Of: Material and Motion» που διοργανώνει το Guggenheim για να τιμήσει την δωρεά της Συλλογής Δημήτρη Δασκαλόπουλου, με έργα από τη μόνιμη συλλογή του και φυσικά από τη δωρεά.
Από τον Κουνέλλη στην Μιχαλακάκου
Συγκεκριμένα εννέα έργα της Συλλογής Δασκαλόπουλου παρουσιάζονται, μεταξύ των οποίων αυτό της γεννημένης το 1967 Μάρως Μιχαλακάκου. Η ελληνική σύγχρονη χειρονομία στην επικράτεια της τέχνης που πατά στις αρχές της Arte Povera, της χρήσης υλικών, αντικειμένων, που είχαν μια προηγούμενη ζωή και τώρα γίνονται μέρος ενός νέου έργου τέχνης. Η Arte Povera, η τέχνη που χρησιμοποιεί έτοιμα αντικείμενα, γεννήθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον κόσμο να κινείται ταχύτατα προς την βιομηχανική εποχή της, την αγροτική ζωή να εγκαταλείπεται, την κατανάλωση και την κατασκευή να γίνονται η κυρίαρχη νόρμα.
Αυτός είναι ο πυρήνας της έκθεσης εξάλλου, με τις προεκτάσεις της να αναφέρονται άμεσα στην διακεκαυμένη ζώνη της εποχής μας, με τους φυσικούς πόρους να αφανίζονται και τον πλανήτη να μπαίνει σε κατάσταση κόκκινου συναγερμού. Η κυτταρική αξία της τέχνης βλέπετε, προέρχεται από την ίδια την ιδέα και όχι τόσο από τα μέσα και τα εργαλεία της, εκτιμούν αυτοί οι καλλιτέχνες, που αποτραβήχτηκαν από την παραδοσιακή ζωγραφική και γλυπτική -αν και ο Γιάννης Κουνέλλης, δήλωνε όταν τον ρωτούσαν pittore, ζωγράφος, δίνοντας τον τόνο για την τέχνη του μέσα στη μεγάλη σκηνή της τέχνης. Φυσικά έργο του πρωτοπόρου Πειραιώτη Γιάννη Κουνέλλη, έργο που επίσης προέρχεται από τη Συλλογή Δασκαλόπουλου, παρουσιάζεται στην έκθεση. Mια τετράγωνη επιφάνεια άνθρακα, ακουμπισμένη πάνω σε σακιά από λινάτσα. Αναγνωρίζεις τον δημιουργό του ακαριαία.
Δίνοντας αξία σε αυτό που θεωρείς άχρηστο ή περιθώριο
«Οι καλλιτέχνες στρέφονται σε αντικείμενα χωρίς χρήση, ακόμα και σε σκουπίδια και δημιουργούν έργα τέχνης που αποκτούν αξία τόσο λόγω της ιδέας πίσω από αυτά όσο και εξαιτίας της ομορφιάς τους. Αναρωτιέται κανείς: σε τι και ποιους ακόμα πρέπει να στραφούμε και να τους δώσουμε την αξία που τους αναλογεί;», λέει η Ναόμι Μπέκγουιθ, αναπληρώτρια διευθύντρια του Guggenheim και επιμελήτρια της έκθεσης. Γιατί να χρησιμοποιήσει ο Τζόζεφ Μπόις ένα παλιό τζιν παντελόνι ως έργο τέχνης για να μιλήσει για την σωματικότητα, Γιατί ο Abraham Cruzvillegas να χρησιμοποιήσει πόρτες και αντικείμενα σπιτιών που έχουν καταλήξει σε χωματερές, για να αναπαραστήσει την έννοια του σπιτιού; Και γιατί η εικόνα ενός σπιτιού να μεταμορφωθεί σε μία μορφή απειλής; Στην έκθεση παρουσιάζονται έργα από την δεκαετία του 1960 ως σήμερα, ενώ θα μείνει ανοικτή για το κοινό ως τις 25 Ιανουαρίου του 2025.
Βαθύ λαρύγγι ή πρόσκληση στο τραπέζι της Μόνα Χατούμ
Φυσικά υλικά -πάγος, αλάτι, ξύλο- ανακυκλωμένα υλικά, αντικείμενα που πετάχτηκαν γιατί δεν είχαν πλέον χρήση, παλιές εφημερίδες, ακόμα και μοτοσυκλέτες, τμήματα αυτοκινήτων, αεροσκαφών, γίνονται αυτό που κάποτε ήταν ο χρωστήρας ή το μάρμαρο, ο πηλός για τον δημιουργό. Η εικόνα του στρωμένου τραπεζιού, με το μεταλλικό πιάτο πάνω στο λευκό τραπεζομάντηλο από το έργο «Deep Throat» της Μόνα Χατούμ -έργο της Συλλογής Δ.Δασκαλόπουλου- είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Mε χιούμορ η Χατούμ χρησιμοποιεί τον τίτλο της γνωστής πορνό ταινίας «Βαθύ Λαρύγγι» και φυσικά την κωδική ονομασία για το σκάνδαλο Watergate. Noμίζεις ότι βρίσκεσαι στο τραπέζι ενός εστιατορίου -κυρίαρχη κοινωνική εικόνα και σύμβαση της εποχής μας- όμως μέσα στο πιάτο προβάλλεται ένα βίντεο που δείχνει την διαδρομή του φαγητού από το στόμα ως το στομάχι. Το κρέας που τρως και το ζωντανό αιμάτινο σώμα σου, η μία αντίθεση. Το καθαρό επίσημο στυλ του τραπεζιού και το αιμάτινο απωθητικό περιβάλλον στο εσωτερικό του σώματος, η άλλη αντίστιξη.
Αντιελιτιστικά αντικείμενα γίνονται έργα τέχνης με τιμές δυσθεώρητες που αλλάζουν την πορεία της τέχνης και σχολιάζουν την πραγματικότητά μας. Στα έργα τους οι Άντονι Ακινμπόλα και Ρασίντ Τζόνσον χρησιμοποιούν αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για την φροντίδα της εμφάνισης στις κοινότητες των μαύρων και εισάγουν της ιδέες του αγγίγματος και της φροντίδας του σώματος. Ο Ντέιβιντ Χάμονς φτιάχνει το πορτρέτο του όχι με χρώμα αλλά με υπολείμματα φαγητού.
Τα χαρτιά της περμανάντ, τα βουνά που δεν σμίγουν
Στο έργο του «Daddy, Daddy, Daddy» ο Μαρκ Μπράντορφ χρησιμοποιεί τα χαρτιά που προστατεύουν τα μαλλιά κατά τη διάρκεια της περμανάντ και άλλων επεξεργασιών στα μαλλιά– ήταν για πολλά χρόνια κομμωτής και τώρα μεταμορφώνει τα ταπεινά υλικά της τότε επαγγελματικής του καθημερινότητας σε φιλόδοξες συνθέσεις τέχνης. Με τα έργα του ουσιαστικά μετακινεί τα όρια της ζωγραφικής πέρα από τις πινελιές σε έναν καμβά, συμπεριλαμβάνοντας χάρτινα κολλάζ και décollage, που θυμίζει την εικόνα πόστερ που έχουν κολληθεί το ένα πάνω στο άλλο και με το πέρασμα του χρόνου σκίζονται, μαδάνε. Αντανακλούν έτσι τα έργα του την δημόσια, πολιτισμική και κοινωνική ζωή των Αφροαμερικανικών κοινοτήτων στο Λος Άντζελες.
Θέματα συνόρων, διαφορετικότητας, εθνικότητας, οικειότητας, φύλου τίθενται μέσα από το διάλογο των έργων στην έκθεση «By Way Of: Material and Motion». Όπως στο έργο της Μάρως Μιχαλακάκου που μέσα από τα βελούδινα βουνά της βλέπεις να αναδύεται η αρχετυπική σχέση αρσενικού και θηλυκού. Θα σμίξουν, ποτέ, πραγματικά;