Ένα απρόσμενο εγχειρίδιο ζωής που βουτάει όμως στα αρχέτυπα και τον φόβο του θανάτου έγραψε ο γνωστός δημοσιογράφος Γιώργος Π. Μαλούχος, περνώντας από τον Ομηρο στον Μπετόβεν, τον Μπαχ, τον Βάγκνερ, τη χριστιανική διδασκαλία, το προσωπικό του βίωμα.
«… και να ζεις την έκταση του βηματισμού προς το τέλος». Βρίσκομαι σχεδόν στις πρώτες γραμμές του «Η πιο σωστή στιγμή για να πεθάνεις. Αρχέγονο εγχειρίδιο ζωής εναρμονισμένο με τον 21ο αιώνα» (εκδόσεις Πατάκη) που έγραψε ο δημοσιογράφος Γ.Π. Μαλούχος. Δεν ξέρω αν φταίει ότι πλησιάζει το Πάσχα και η ένδοξη διαδρομή του Ιησού θα φτάσει από τα βάγια στο αγκάθινο στεφάνι του Γολγοθά, όμως το να διαβάζω ένα βιβλίο για τον θάνατο, ένα εγχειρίδιο όχι τόσο εξήγησης αλλά σχεδόν συμφιλίωσης και αποδαιμονοποίησης του θανάτου, έχει κάτι το σχεδόν συνωμοτικό με την εποχή.
Σαν να ακούω την μουσική του Μωρίς Ζαρ στα αυτιά μου από το τζεφιρελικό «Ο Ιησούς στη Ναζαρέτ», ή τον Σαββόπουλο που τραγουδά για το ωραίο σαν μύθο παλληκάρι που ολόισια τον θάνατο περπατά. Και η αλήθεια είναι ότι όσο προχωρώ στην ανάγνωση αυτού του απρόσμενου βιβλίου, τόσο νομίζω ότι αυτή η κεντρική ιδέα το διατρέχει: να έχεις ζήσει όπως επιθυμείς, με την αποστολή που εσύ έχεις διαλέξει, χωρίς συμβιβασμούς και να μην φοβάσαι να πεθάνεις γιατί το νόημα έχει επιτευχθεί. Εχεις ζήσει όπως επιθυμούσες.
Οταν συναντήσεις το απέραντο τίποτα
«Οι αντιλήψεις μας για τον θάνατο διαμορφώθηκαν χιλιετίες πίσω, μα ουσιαστικά έκτοτε δεν άλλαξαν. Δεν ακολούθησαν την πρόοδο» σημειώνει ο Μαλούχος και χωρίζει το βιβλίο του σε πέντε ενότητες εξετάζοντας τη σχέση του θανάτου με τα αρχέτυπα, τα σύνολα, τα πρόσωπα, καθώς και το «απέραντο τίποτα». Και καθώς προχωρά η ανάγνωση με τις ιστορικές αναφορές και το πλήθος παραδειγμάτων από μεγάλους δημιουργούς της τέχνης, μπορεί να πιάσεις τον εαυτό σου να αναρωτιέται μήπως ο συγγραφέας πλοηγείται κάπως ανέμελα και με τη σιγουριά της έρευνας πάνω από ένα ζήτημα τόσο ταμπού, τόσο προσωπικό όπως ο θάνατος.
Βάζει όμως στο κείμενο την προσωπική του σχέση με τον θάνατο, με ειλικρίνεια είναι η αλήθεια, σαν ψυχαναλυτικά αλαφρωμένη και δικαιωμένη. Μιλά για τον θάνατο του πατέρα του, μέσα σε σαράντα μέρες από την έναρξη της νοσηλείας του, όταν ο ίδιος ήταν 11 ετών. «Όταν έμαθα για τον θάνατο του πατέρα μου ένιωσα δυο συναισθήματα μαζί, ταυτόχρονα, που τα θυμάμαι σαν αν είναι τώρα: από την μια τον πόνο, από την άλλη την απελευθέρωση. Ντρέπομαι αλλά είναι η αλήθεια».
Ενας μεγάλος σε ηλικία πατέρας, «η κύρια εικόνα που έχω είναι ενός ανθρώπου γερμένου, καθισμένου, αμίλητου, σε μια καρέκλα πλάι στο τραπέζι μιας μικρής κουζίνας να καπνίζει και να πίνει αργά. Μια εικόνα περίπου ζωντανού νεκρού». Νιώθω ότι οι σελίδες από την 171η ως την 181η είναι ο βασικός λόγος που γράφτηκε αυτό το βιβλίο. Ο ήχος από τις δερμάτινες παντόφλες που σέρνονται, η εικόνα του ζωντανού νεκρού πατέρα, ο τρόπος του εντεκάχρονου μπροστά στην ιερατική εντολή για τον τελευταίο ασπασμό.
Σε όλο το βιβλίο, η αφήγηση κυριαρχείται από ένα βασικό ζήτημα που βλέπεις άλλοτε στην κορυφή των λέξεων, άλλοτε να ρέει κάτω από αυτές. Το ζήτημα της ελευθερίας, κυρίως της σκέψης, της συνεχούς διέγερσής της. Για αυτό προτείνει ως μια μορφή συμφιλίωσης ή εξορκισμού του βάρους του θανάτου: τα ταξίδια. Ελεύθερα, λαίμαργα, χωρίς τους κανόνες της κυρίαρχης τουριστικής βιομηχανίας. Ουσιαστικά μιλά για την αλίευση εμπειριών που γίνεται πιο έντονη, πιο βαθιά όταν την κάνεις σε τόπους άγνωστους, μόνος, με τα αισθήματα σε επιφυλακή αλλά τις αισθήσεις πιο ελεύθερες.
Το ιερό δισκοπότηρο
Ο Μαλούχος γράφει για το ηρωικό αρχέτυπο του θανάτου και το αντίστοιχο του έρωτα και του θανάτου, περιπτώσεις ανθρώπων που ουσιαστικά προκαλούν τον θάνατό τους. Μια περιγραφή που ταξίδεψε μέσα από τους δρόμους και τις μουσικές διαδρομές συνθετών που μελέτησε μια ζωή και αγάπησε ο Μαλούχος.
Το μυστικό, γράφει ο Γιώργος Π. Μαλούχος είναι να πεθάνεις έχοντας ζήσει μια ζωή εκπληρωμένη. «Η εκπλήρωση της ανθρώπινης υπόστασης δεν συντελείται μόνον με αυτά που συνειδητοποιείς ότι δεν πρέπει να κάνεις για να μην ετεροκαθορίζεσαι. Δεν εξαντλείται εκεί. Απαιτεί και το επόμενο στάδιο: την αποφασιστικότητα, να κάνεις πια εκείνα που εσύ ο ίδος αποφασίζεις ότι θέλεις να καταστούν το δικό σου γκράαλ».
Διάβαζα πρόσφατα ότι ο Λάζαρος, μετά την Ανάστασή του από τον Ιησού δεν γέλασε ποτέ. Παρά μόνο όταν είδε έναν άνδρα να κλέβει μια γλάστρα. Γέλασε και είπε, σύμφωνα με τον μύθο «το ένα χώμα κλέβει τ' άλλο». Θα μπορούσε να είναι προμετωπίδα στην αναγνωσή που έκανα στο βιβλίο του Μαλούχου. Να συναντήσει τη φράση του Οσκαρ Ουάιλντ που έχει επιλέξει ο ίδιος ο Μαλούχος στην πρώτη σελίδα του βιβλίου. «Το να ζεις είναι το σπανιότερο πράγμα στον κόσμο. Οι πιο πολλοί άνθρωποι απλώς υπάρχουν, αυτό είναι όλο».
Δεν ξέρω με ποιον τρόπο θα διαβάσει ο κάθε αναγνώστης το «Η πιο σωστή στιγμή για να πεθάνεις» που παρά τον τίτλο του δεν είναι οδηγός για την ημερομηνία αποχώρησής από τα εγκόσμια. Σε κάποιους μπορεί να προκαλέσει την ασθματική συνειδητοποίηση ότι η ζωή του δεν έχει ακολουθήσει αυτό που σχεδίασε ή φαντάστηκε. Σε άλλους ότι είναι αναπόφευκτο το τέλος -μια συνειδητοποίηση που παρά τις τραγωδίες που μας έχουν χτυπήσει αργεί να έρθει. Λες και έχουμε μέσα μας τον σπόρο της αθανασίας. Αλλοι θα βρουν ειρήνη με την ιδέα και τον φόβο του θανάτου. Διότι, όπως γράφει ο Γ. Π. Μαλούχος «όταν ο άνθρωπος εμπεδώσει την έννοια του πεπερασμένου χρόνου είναι πια έτοιμος να κάνει κάποια βήματα»