Ένα μυθικό έργο του Τσέχωφ, που οι θεατές νιώθουμε βαθιά δικό μας, τον «Γλάρο» ανεβάζει ο Δημήτρης Καραντζάς στο θέατρο Προσκήνιο και μοιάζει να απαντά στην φράση του έργου για τη νέα φόρμα και το θέατρο σύμβαση.
Tι ωραία που μεγαλώνει ο Δημήτρης Καραντζάς. Εννοώ ως δημιουργός, ως κοινωνός ιδεών και σπουδαίων κειμένων, ως αυτός που έχει το μαχαίρι με τις δύο άνισα κοφτερές πλευρές της επικοινωνίας. Το ένιωσα στο «Σπίτι» που ανέβασε στη Στέγη, ένα έργο ολόδικό του, ολοστρόγγυλο με αγκάθια στην επιφάνεια, ένα απολύτως σύγχρονο ευρωπαϊκό έργο.
Το συνειδητοποίησα με μεγαλύτερη σιγουριά πριν λίγες μέρες βλέποντας τον «Γλάρο» του Τσέχωφ που σκηνοθετεί στο θέατρο Προσκήνιο και έκανε πρεμιέρα την Παρασκευή. Στον τρόπο που κράτησε στα χέρια του τον λαβωμένο γλάρο, όχι ως βαλσαμωμένο νεκρό είδος από προθήκη ενός μουσείου θεατρικής (φυσικής) ιστορίας, αλλά ως ενός πλάσματος που ακόμα βγαίνει ζεστό χνώτο από το ράμφος του.
Πρέπει να φτάσεις στο τέλος της παράστασης για να καταλάβεις ότι ο Καραντζάς, ανεπιτήδευτα και χωρίς να χρειαστεί να υπογραμμίσει, έβαλε ένα δίλημμα και απάντησε σε αυτό. «Πρέπει να βρεθούν άλλες φόρμες. Το θέατρο σήμερα είναι σύμβαση» γράφει ο Τσέχωφ. Η νέα φόρμα. Ο νέος τρόπος. Η νέα τέχνη. Το θέατρο των καιρών μας. Υπάρχουν όλα αυτά ή είναι απλοί σπασμοί αντίδρασης μπροστά στο αμετακίνητο του δοκιμασμένου τρόπου;
Ο Δημήτρης Καραντζάς χώρισε σκηνοθετικά, σκηνογραφικά κυρίως, την παράσταση σε δύο μέρη και μας άφησε να αποφασίσουμε. Να γευθούμε. Και οι ηθοποιοί του καταδύθηκαν αχόρταγα σε αυτές τις δύο λίμνες που έστησε επί σκηνής. Στο πρώτο μεγάλο μέρος, το hyperactive της εποχής μας ήταν εκεί. Στη ροή, στην εκφορά του λόγου και στη θαυμαστή πραγματικά δουλειά που έχει γίνει με τη σωματικότητα των ηθοποιών (κίνηση, Τάσος Καραχάλιος). Το είδα ξεκάθαρα στο «Σπίτι», αλλά και τώρα, στο Προσκήνιο, δεν μπορώ να μην ανιχνεύσω ποιότητες εικαστικής performance στις παραστάσεις του Καραντζά.
Οι ηθοποιοί του κινούνται κυκλικά, κινούνται διαρκώς, ακόμα και όταν μένουν σταθεροί η ενέργεια αναδύεται σαν τον ατμό μιας χύτρας -η κουλουριασμένη Μάσα της υπέροχης Νατάσας Εξηνταβελόνη, καθώς ρουφά καπνό και πίνει βότκα, έχει ένα ρίγος που την διαπερνά. Ο Τρέπλιεφ του συγκινητικά δοσμένου Αινεία Τσαμάτη, ήταν ένας άθλος, έτρεχε πάνω και γύρω από τη σκηνή σαν το παγιδευμένο χάμστερ στον τροχό, στεκόταν και νόμιζες ότι θα εκραγούν οι ωμοπλάτες του. Η Αρκαντίνα τής πάντα αγέρωχης ακόμα και τη στιγμή της εσωτερικής κατάρρευσης Θεοδώρας Τζήμου, μία μελέτη στα κελύφη πανοπλίες της σύγχρονης γυναίκας, του φεμινισμού των social media, θα μπορούσε να είναι μια ραγισμένη ηρωίδα του Κωνσταντίνου Κακανιά. Ο Δίας της πλοκής, που ήταν απλώς ένα θύμα πολλαπλών εγκλημάτων.
Ο Καραντζάς αφαίρεσε τα σπλάχνα της σκηνής, την άφησε γυμνή, μόνο με τα δομικά υλικά και με τους ήρωες, πάνω, γύρω, με φακούς και κινητούς προβολείς, με ελάχιστα έπιπλα, να ξεδιπλώσουν αυτά τα αγρίμια που ήταν οι ίδιοι. Κάθε ένας τους ένας γλάρος που χτυπήθηκε. Εκτός φυσικά από τον Τριγκόριν που ερμηνεύει ο Μανώλης Μαυροματάκης, άλλωστε αυτός είναι το βόλι που διαπερνά τους άλλους. Ένας νωθρός ένδοξος που καταγράφει τα πάντα, καμωμένος τον διακριτικό, ενώ καταστρέφει ζωές με την επίφαση της λυρικότητας και της αθωότητας του δημιουργού. Είναι ο μόνος που δεν ακολουθεί τον ρυθμό σε αυτό το ξέφρενο σκηνικό γαϊτανάκι που έστησε ο Καραντζάς, είναι ο θηρευτής, παραμονεύει.
Στο δεύτερο μέρος, η σκηνή μεταμορφώνεται (σκηνικά, Κωνσταντίνος Σκουρλέτης), είναι πλήρης, τα κοστούμια παραπέμπουν στην εποχή (κοστούμια, Ιωάννα Τζάμη). Εδώ η Νίνα είναι η δύναμη που κινεί τα πάντα, η Δήμητρα Βλαγκοπούλου που την υποδύεται, έχει περάσει από το επιπόλαιο, χωρίς εσωτερικό κέντρο κορίτσι της αρχής, στην μεστότητα μιας γυναίκας που τα πάντα έχουν διαψευσθεί. Είναι αυτή πια που δεν τρέχει, αλλά γονατίζει και περπατά στον δικό της τροχό. Ο ακαταμάχητος Δρόσος Σκώτης στον ρόλο του θείου, του Σόριν, που στο πρώτο μέρος μας χάριζε γέλιο, ένας χαρακτήρας σαν παρένθετος στο έργο για να τονίσει την ανάγκη του Τσέχωφ να θεωρηθεί και κωμωδία ο Γλάρος, στο τέλος βυθίζεται στη δραματικότητα της φόρμας αυτής. Ίσως ήταν ο μόνος που αγαπήθηκε από όλους χωρίς δεύτερες σκέψεις και χειρισμούς.
Ο Φιντέλ Ταλαμπούκας, στον ρόλο του γιατρού, είναι η κλωστή που κεντά και τα δύο μέρη, και τις δύο φόρμες, ο γοητευτικός Ντορν, που γνωρίζει, που σαν μάντης προβλέπει, ο επιστήμονας που έχει ενσυναίσθηση. Η Μαρία Φιλίνη και ο Γιώργος Ζυγούρης, ως Πωλίνα και Μεντσβεντένκο, είναι σαν σημεία στίξης στην ατμόσφαιρα κάθε μέρους.
Ο Δημήτρης Καραντζάς σαν να μας υπέβαλλε σε ένα δίλλημα, σε ένα εσωτερικό debate. Σαν να απόδειξε ότι η νέα φόρμα, ο τρόπος να απεκδύσεις τον Γλάρο από πλουμίδια και να μιλήσεις τις λέξεις του με το σώμα σου και τον τρόπο που μιλάς στο παιδί σου ή στον φίλο σου, είναι όμορφος. Φυσικός. Ανακουφιστικά οικείος. Όταν βάζει τους χαρακτήρες διάσπαρτους σε διάφορα σημεία της σκηνής και του θεάτρου να μιλούν ο ένας στον άλλο -κοινωνική απόσταση, μπορώ να σου μιλώ χωρίς να σε κοιτάζω, μπορώ να σε σκοτώσω χωρίς να σε ακουμπήσω- νιώθεις ότι είσαι μέρος του Γλάρου. Και ο κάθε ένας, πραγματικά, θα ακουμπήσει στον ρόλο, στις λέξεις που νιώθει να είναι δικές του. Eίναι σαν να απαντά στην ερώτηση που εξακολουθεί να ταλανίζει, πόσο μπορείς να αγγίξεις τα κλασικά κείμενα, πόσο μπορείς να ξεφύγεις από τον δρόμο τον περπατημένο. Να βρεις τη νέα φόρμα χωρίς να χλευαστείς, να υποστείς μπούλινγκ, να γίνει θέμα τοξικών σχολίων.
Ας σταθώ όμως στην Νατάσα Εξηνταβελόνη. Ένα σκηνικό φαινόμενο. Αδύνατόν να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Είναι σαν η Μάσα να είναι ένα έργο από μόνο του πάνω στη σκηνή, μέσα στον Γλάρο. Φοράει μια υπέροχη μαύρη φούστα με μακριά ουρά -την Βίβιαν Γουέστγουντ σκέφτηκα- και περπατά αργά ρουφώντας καπνό, πίνοντας βότκα, πανέμορφη, και πάντα θλιμμένη. «Τη ζωή μου την σέρνω πίσω μου σαν την ουρά του φορέματός μου», λέει κάποια στιγμή. Μόνο που δεν χρειαζόταν να πει αυτές τις λέξεις. Η Εξηνταβελώνη, είχε γίνει η ίδια οι λέξεις.
www.theatroproskinio.gr