Οι πρώτες εικόνες του ήταν τα χωράφια, ο κάμπος στη Λάρισα. Μετά η θέα από μια σοφίτα στο Παρίσι. Εκανε τον χώρο, τα θραύσματα, τη μνήμη, λεξικό των έργων του. Ο θάνατος του Γιώργου Λαζόγκα είναι μια μεγάλη απώλεια.
«Ρωτάνε τον Οδυσσέα τι θα έκανε αν ερχόταν να ζήσει δεύτερη φορά, και αυτός απαντά ότι επιθυμεί “βίο ανδρός ιδιώτου απράγμονος”. Αυτό θα ευχόμουν και για εμένα!»
Βρισκόμαστε στο ΕΜΣΤ, στη βραδιά παρουσίασης της αυτοβιογραφίας του Γιώργου Λαζόγκα «Το τυχαίο ως μέθοδος», το 2018. Είναι καταβεβλημένος από την ασθένειά του, έχει φτάσει με μεγάλη καθυστέρηση, δεν δέχθηκε να κάτσει στο πάνελ, αλλά σε μια καρέκλα στην πρώτη σειρά. Η αναφορά του στον Οδυσσέα κάνει την αίθουσα, που τον κοιτάζει με δέος και τρυφερότητα, να ξεσπάσει σε γέλια. «Θα διάλεγα το άλεκτον που δεν πάει ίσως πουθενά, αλλά μπορεί να προσδιορίσει την εποχή μας».
Ο ζωγράφος, ο πλήρης εικαστικός Γιώργος Λαζόγκας κατόρθωσε να καθορίσει την εποχή του, την Τέχνη από τη δεκαετία του ’60 ως και χθες, που έφυγε από τη ζωή. Γιατί, αν και χτυπημένος από τον καρκίνο με τον οποίο πολέμησε γενναία και επίμονα, με ένα τσιγάρο πάντα αναμμένο στην άκρη των δαχτύλων του, συνέχισε να δημιουργεί και να γράφει. Με την αμέριστη υποστήριξη και διαρκή πυροδότηση της ενέργειάς του από τη σύζυγό του, τη δημοσιογράφο Αννα Μιχαλιτσιάνου.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές τις μέρες και ως τις 20 Αυγούστου παρουσιάζεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο η έκθεσή του «The Past is Now. Μύθοι και αρχαιότητα». Η πρώτη έκθεση της ζωής του που δεν βρέθηκε εκεί για να την οργανώσει, την παρακολουθούσε από το σπίτι και το ατελιέ του στον Κεραμεικό. Μια έκθεση που αναμένεται να γίνει μέσα σε αυτή την συγκυρία ένα προσκύνημα του κοινού στον Γιώργο Λαζόγκα και την προσφορά του στην Τέχνη.
Ο κάμπος της Λάρισας, τα σύννεφα του Παρισιού
Οι πρώτες εικόνες, ή οι εικόνες της νέας εποχής είναι αυτές που καθορίζουν τον τρόπο να κοιτάμε. Στην περίπτωση του Γιώργου Λαζόγκα και τον τρόπο να δημιουργεί. Δύο ξεχωρίζουν: ο κάμπος της Λάρισας και η σοφίτα στο κτίριο στο Παρίσι, με τα σύννεφα να περνούν έξω από το παράθυρό του.
Ο Γιώργος Λαζόγκας ήταν παιδί του Εμφυλίου. Γεννήθηκε το 1945 στη Λάρισα όπου υπηρετούσαν οι γονείς του ως δάσκαλοι -η μάνα του Αρσακειάδα. Μεγάλωσε μέσα στα χωράφια, έλεγε. Μέσα στον κάμπο. Εκλεινε τα μάτια και σκεφτόταν την τεράστια έκταση να αλλάζει, ανάλογα με τις εποχές. Καταπράσινη, μετά χρυσή «ο κάμπος ήταν πιο πλούσιος σε χρώματα από τη θάλασσα». Αυτές οι εικόνες που είχε ως παιδί καθόρισαν στη συνέχεια τα τεράστια μονόχρωμα έργα του και κυρίως τα μαύρα «βλέπεις σε αυτά το όργωμα μέσα από τα σχέδια, τις γραφές, τα διαγράμματα».
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά η κυρίαρχη εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Φτάνει στο Παρίσι με υποτροφία του γαλλικού κράτους, μένει σε μια σοφίτα στον τελευταίο όροφο ενός κτιρίου. Από το παράθυρο βλέπει τον Πύργο του Αϊφελ και τα σύννεφα να περνούν. Το δωμάτιο είναι τόσο μικρό που απλώνει τα χέρια και αγγίζει τους τοίχους. Είναι η στιγμή που διαμορφώνεται η καθοριστική σχέση του με τον χώρο που γίνεται παράμετρος στα έργα του. Παίρνει το γνωστό σχέδιο του Λεονάρντο ντα Βίντσι, τον άνθρωπο του Βιτρούβιου. Τον άνδρα με τα ανοιχτά χέρια και πόδια. Πάνω της καρφώνει μια φωτογραφία του με τα χέρια ανοιχτά. Σαν να αγγίζει τους τοίχους του δωματίου.
Είμαι ο χώρος που καταλαμβάνω
Η εικόνα είναι μια αποκάλυψη. Είναι μια πηγή που αρχίζει να δίνει δημιουργικούς χυμούς. «Είμαι ο χώρος που καταλαμβάνω», λέει. Κοιτάζει γύρω του στο δωμάτιο. Ένα τραπέζι και ένα κρεβάτι. Αυτά, μόνο. Ένα πακέτο τσιγάρα στο τραπέζι, γράμματά του (κάποια ανεπίδοτα). Στο κρεβάτι τσαλακωμένα σεντόνια. Τα θραύσματα του χώρου του δημιουργούν μια πυρετική συλλογή έργων Τέχνης που κάνουν αμέσως ευδιάκριτο το προσωπικό του ύφος. Δημιουργεί πυρετικά, πληθωρικά. Αίφνης πρωταγωνιστής γίνεται το γκαζάκι που είχε για να ζεσταίνει το φαγητό ή να φτιάχνει καφέ.
Κυκλοφορεί παντού στο Παρίσι με το γκαζάκι στην τσάντα. Σε εποχές φορτισμένες, το γκαζάκι θα μπορούσε να χρησιμεύσει για επίθεση.
«Το να κυκλοφορώ στο Παρίσι με ένα γκαζάκι στην τσάντα ήταν μια πολιτική πράξη», έλεγε γελώντας.
Ακολουθεί μια δεκαετία όπου το κυρίαρχο θραύσμα στα έργα του είναι τα σεντόνια. Παρατηρεί πως τα σημάδια σοκολάτας πάνω στα σεντόνια δημιουργούν σχέδια ενδιαφέροντα.
Τα απλώνει στο πάτωμα, ρίχνει σοκολάτα, κυλιέται πάνω τους μαζί με το μοντέλο, που ήταν και η σύντροφός του εκείνη την εποχή. Από το πάτωμα, μπαίνουν σε τελάρα, γίνονται έργα τέχνης που αποκτούν τη δική τους ιδιαίτερη φήμη στο Παρίσι. Το σεντόνι τον γοητεύει για πολλούς λόγους...
«Το σεντόνι συμβολίζει την ερωτική πράξη αλλά και τον θάνατο. Ως σάβανο».
Τα θραύσματα είναι το έργο
Τα ίχνη, τα θραύσματα, τα σπαράγματα γίνονται κεντρικά σημεία αναφοράς σε όλη τη δημιουργία του.
«Το θραύσμα είναι το έργο, όχι η ολότητα. Τα σπαράγματα που συχνά έχουν μια διονυσιακή προέλευση. Το ίδιο ισχύει και για τις προσωπικότητες».
Τα θραύσματα της δικής του προσωπικότητας είναι καθορισμένα από τα βαθιά ίχνη της προσωπικής του ζωής. Των δασκάλων γονιών του πρώτα από όλα, που πάντα τον ενθάρρυναν να κάνει αυτό που επιθυμεί. Αριστεροί, σε δύσκολους καιρούς -μάλιστα για λίγες μέρες η μάνα του είχε φυλακιστεί με τον Λαζόγκα λίγων μηνών μωρό στην αγκαλιά της.
Καθοριστικός ήταν όμως ένας δάσκαλος συνάδελφος και φίλος του πατέρα του, ο Λάμπης, που αγαπούσε τη ζωγραφική και είχε υπάρξει μάλιστα μαθητής στο εργαστήρι του Κωνσταντίνου Παρθένη στην ΑΣΚΤ.
Ηταν 8 ετών ο Λαζόγκας όταν πήγαινε στο σπίτι του Λάμπη και τον έβλεπε να ζωγραφίζει. Ηξερε ότι αυτός είναι ο προορισμός του, όμως δεν μπορούσε να σχεδιάσει τη ζωή του με βάση αυτή την επιθυμία. Επρεπε να σκεφθεί πώς θα βιοπορίζεται. Για αυτό μπήκε στο Πολυτεχνείο, στη σχολή των Πολιτικών Μηχανικών, και στη συνέχεια πήρε μεταγραφή στην Αρχιτεκτονική χάρη στον δάσκαλό του τον Λεφάκη και χάρη σε έναν έρωτα της εποχής.
Ηταν σχεδόν ακατόρθωτο να μπει κανείς στο Πολυτεχνείο εκείνη την εποχή, όμως η σχέση που είχε με την γεωμετρία τον έσωσε. Και επίσης χαρακτήρισε το έργο του. Φυσικά οργανώθηκε αμέσως στη Νεολαία Λαμπράκη, ενώ σύντομα βρέθηκε ως φοιτητής Αρχιτεκτονικής να διδάσκει σχέδιο στο εργαστήριο ζωγραφικής. Σουρεαλιστικό αλλά απελευθερωτικό για τον Λαζόγκα.
Ο θάνατος είναι η καταστροφή της ατομικότητας
Η έκθεσή του αυτές τις μέρες στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου η ζωντανή τέχνη του συνομιλεί με τα αρχαιολογικά ευρήματα, μοιάζει η ιδανική κατακλείδα για τη ζωή του. Το σήμερα δεν υπάρχει χωρίς το παρελθόν. Το παρελθόν καθορίζει το σήμερα. Μια διαυγής, συμμετρική, αλυσίδα με όλους τους κρίκους ενεργούς. Όπως ήταν και η ζωή του.
«Ολες οι συμπεριφορές μας έχουν σχέση με τον χώρο και το ίχνος. Σαν το κάδρο που ξεκρεμάστηκε από τον τοίχο έμεινε όμως το καρφί για να το θυμίζει. Σαν τα αποτυπώματα από τα δάχτυλα μιας συντρόφου μου έκανε γυμναστική στηρίζοντας τα χέρια της σε ένα σημείο του τοίχου. Χωρίσαμε, όμως τα ίχνη από τα δάχτυλα ήταν εκεί».
Ο αποχαιρετισμός της συζύγου του, σήμερα το πρωί, περικλείει σε λίγες λέξεις όλο το σύμπαν του. Λέει η Αννα Μιχαλιτσιάνου: «Μονάκριβέ μου, αγόρι μου, αγάπη μου μοναδική. Χάνω τα λόγια. Ενώθηκες με τα Θραύσματά σου και ταξιδεύετε στο δικό σου σύμπαν του χρόνου. Το χθες είναι τώρα και για μας το σήμερα είναι χθες. Η Άννα σου.»
Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του αναφέρεται στη στιγμή που στάθηκε απέναντι στις επιτύμβιες στήλες του Μαρόκου και του Κεραμεικού. Τον τρόμαξε η ανωνυμία. Γι' αυτόν ο θάνατος είναι η καταστροφή της ατομικότητας. Τα διάσπαρτα, αιώνια ίχνη του Λαζόγκα καθαιρούν στην περίπτωσή του αυτή την καταστροφή και δίνουν χώρο στο διηνεκές.