Σε μια πόλη που σπάνια συγκινείται μπροστά στην τέχνη χωρίς κόκκινα χαλιά και εμπορικά συμβόλαια, ο Γιώργος Λάνθιμος κατάφερε το ακατόρθωτο: να φέρει το Λος Άντζελες σε αναμονή. Όχι για μια νέα ταινία του, αλλά για μια σειρά φωτογραφιών που δεν υπόσχονται θέαμα, αλλά απαιτούν βύθιση.
Ήταν μια σκηνή που θα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει κατευθείαν από τις ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου: το βιολετί σούρουπο απλωνόταν πάνω από το Λος Άντζελες, το πλήθος σχημάτιζε ένα αργό, ελικοειδές ποτάμι γύρω από το οικοδομικό τετράγωνο, κι ένας αδιόρατος παλμός αναμονής κυμάτιζε στον αέρα.
Η πόλη, εθισμένη στην ταχύτητα και στην εναλλαγή εικόνων, για μία φορά είχε ακινητοποιηθεί — όλοι ήθελαν να δουν το επόμενο βήμα του σκηνοθέτη. Όχι μια ταινία αυτή τη φορά, αλλά μια φωτογραφική έκθεση, λιτή στο όνομα και αινιγματική στην ψυχή: «Photographs». Από τις εκδόσεις Mack στην Weber Gallery.
Στο μεσοδιάστημα των στιγμών
Στον εσωτερικό χώρο, η ατμόσφαιρα ήταν ένα κράμα κινηματογραφικής πρεμιέρας και μυστικής τελετής, όπως αποκαλύπτουν τα σχετικά βίντεο που σε κάνουν να ζηλεύεις στα όρια του αφόρητου που δεν ήσουν κι εσύ εκεί. Η Έμμα Στόουν, η μούσα του σκηνοθέτη, ενθουσιασμένη σαν πεντάχρονη σε παιδικό πάρτι στην Disneyland κυκλοφορώντας ανάμεσα στους παριστάμενους με την οικειότητα εκείνου που ανήκει οργανικά στο έργο. Γύρω της, μια σύναξη ηθοποιών, σκηνοθετών, συλλεκτών και παρατηρητών -ένα πλήθος τόσο λαμπερό όσο και σιωπηλό, σαν να αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στη δημόσια αμηχανία και στη μυστική συγκίνηση.
Όμως το πραγματικό επίκεντρο της βραδιάς δεν ήταν οι διάσημοι επισκέπτες, αλλά οι ίδιες οι φωτογραφίες. Στην έκθεση, που πραγματοποιήθηκε υπό την επιμέλεια του φημισμένου εκδοτικού οίκου MACK, ο Γιώργος Λάνθιμος αποκάλυπτε μίαν άλλη όψη του βλέμματός του: εκείνη που δεν στηρίζεται στην κίνηση και στον διάλογο, αλλά στη σιωπηλή παύση, στο μεσοδιάστημα των πραγμάτων. Τα σώματα στις φωτογραφίες του μοιάζουν παγιδευμένα ανάμεσα σε κίνηση και αδράνεια, σε προσμονή και κατάρρευση. Τα χρώματα, μουντά και πληγωμένα, θυμίζουν παλιούς τοίχους, φθαρμένα ρούχα ή δέρμα που έχει λουστεί για πολύ ώρα στον ήλιο.
Xωρίς προδιαγεγραμμένες αφηγήσεις
Όπως παρατηρεί και το Sotheby’s Magazine, που αφιέρωσε στον Γιώργο Λάνθιμο το εξώφυλλό του, οι εικόνες του «ξετυλίγονται σαν μυστικές τελετουργίες, αποσπασμένες από το νόημα και τη μνήμη τους». Η αμηχανία είναι διάχυτη: χέρια και πόδια σε αλλόκοτες γωνίες, βλέμματα που αποφεύγουν ή επιμένουν υπερβολικά, δέρμα και ύφασμα και τοπίο που συγχωνεύονται σε αινιγματικά ταμπλό. Η επίδραση δεν είναι αφηγηματική, αλλά ατμοσφαιρική, είναι ένα είδος υπόγειας δόνησης που αφήνει τον θεατή να αιωρείται σε μια γλυκιά αμηχανία, χωρίς σαφείς απαντήσεις.
Ο ίδιος ο Λάνθιμος, σε συνεντεύξεις, αποφεύγει να οριοθετήσει υπερβολικά τη φωτογραφική του μέθοδο. Μιλά για «ένα ένστικτο» που συνεχίζει να καθοδηγεί το βλέμμα του, χωρίς προδιαγεγραμμένες αφηγήσεις. Και πράγματι: αν στις ταινίες του η αφήγηση προκύπτει μέσα από την αλληλεπίδραση διαλόγου και δράσης, εδώ το βάρος πέφτει στη σιωπηλή ένταση, στην αδέξια σωματικότητα, στην απροσδιόριστη ενέργεια ανάμεσα στα σώματα.
Η επιλογή του MACK Publications, ενός εκδοτικού οίκου που έχει αναδείξει μερικούς από τους σημαντικότερους φωτογράφους του καιρού μας, να εκδώσει και να παρουσιάσει τη δουλειά του, δεν ήταν τυχαία. Ο oίκος φημίζεται για τη φροντισμένη, σχεδόν συλλεκτική προσέγγισή του στη φωτογραφική έκδοση και για την υποστήριξη δημιουργών που κινούνται πέρα από την επιφάνεια.
Στο πρόσωπο του Γιώργου Λάνθιμου αναγνώρισε έναν καλλιτέχνη που δεν μεταφέρει απλώς τη ματιά του κινηματογράφου στη φωτογραφία, αλλά που ξαναχτίζει από την αρχή μια αίσθηση του χρόνου και της σιωπής.
Κι αν οι εικόνες του μοιάζουν να αιωρούνται έξω από τόπο και χρόνο, το ίδιο δεν ισχύει για την υποδοχή τους. Ανάμεσα στα χειροκροτήματα της διεθνούς σκηνής και στις μικρές φοβίες της εγχώριας πραγματικότητας, η τέχνη του Λάνθιμου συνεχίζει να αποκαλύπτει όχι μόνο αυτά που δείχνει, αλλά κι αυτά που οι άλλοι διστάζουν να δουν.
Η έξωση του Λάνθιμου από την Ακρόπολη
Και καθώς οι ουρές στο Λος Άντζελες τύλιγαν το οικοδομικό τετράγωνο σαν μετάξι (περιγραφή που προφανώς θα σιχαινόταν ο Λάνθιμος, αλλά κάπως έτσι ήταν), καθώς τα φλας άστραφταν και οι κριτικοί προετοιμάζονταν να προσκυνήσουν εκ νέου το όραμα του Λάνθιμου, ένα γνώριμο φάντασμα πλανιόταν στον αέρα: η μνήμη της Ακρόπολης. Ή, πιο σωστά, της άρνησής της.
Θυμόμαστε, άραγε, ότι τις πρώτες μέρες του Απριλίου, το ΚΑΣ τού αρνήθηκε τη δυνατότητα να κινηματογραφήσει εκεί, υπό τον φόβο ότι οι ιδέες του ίσως λερώσουν το εθνικό μάρμαρο; Ο Λάνθιμος μπορεί να κατακτά την καρδιά της διεθνούς σκηνής, αλλά στην πατρίδα του παραμένει ύποπτος: επικίνδυνος, ανορθόδοξος, ανεξέλεγκτος — ακριβώς, δηλαδή, όπως πρέπει να είναι κάθε αληθινός καλλιτέχνης.
Τέχνη που δεν πουλάει εθνική προβολή
Η έκθεση Photographs μοιάζει με ένα σχόλιο για τον τρόπο που βλέπουμε, ή που αποτυγχάνουμε να δούμε. Ο Γιώργος Λάνθιμος, με τη σιωπηλή ένταση των εικόνων του, καταφέρνει να απογυμνώσει τις συνήθειες της ματιάς μας, να αποκαλύψει την αμηχανία πίσω από την πόζα, την ευθραυστότητα πίσω από το θέαμα.
Το γεγονός ότι μια τέτοια καλλιτεχνική παραγωγή συναντά αποθέωση στο εξωτερικό, ενώ στην Ελλάδα συχνά προκαλεί δισταγμό ή άρνηση, λέει λιγότερα για τον ίδιο και περισσότερα για εμάς. Η τέχνη του δεν προσφέρεται για άμεση κατανάλωση ούτε για εθνική προβολή· επιμένει στη δυσφορία, στη ρωγμή, στην ανθρώπινη ατέλεια.Και ίσως γι' αυτό να είναι τόσο σπουδαία.