Η απορία μιας τουρίστριας και η ξαφνική συνειδητοποίηση μιας καθαρόαιμης ελληνικής συνήθειας, που γίνεται εμμονική το καλοκαίρι και ξεπερνά το ζήτημα της γεύσης της ντομάτας.
Καθισμένοι γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι με μεζέδες του καλοκαιριού απλωμένους μπροστά μας, η μοναδική ξένη στην παρέα μάς κοιτάζει με απορία. Είναι στην Ελλάδα εδώ και περίπου ένα μήνα. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι Ελληνες μιλάτε διαρκώς για τις ντομάτες», μουρμουρίζει.
Από τον ρόλο του παρατηρητή, η νεαρή Σουηδέζα γίνεται το ηχείο μιας αλήθειας τόσο χαρακτηριστικής για όλους μας, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες. Η αναζήτηση της τέλειας ντομάτας.
Μπορεί να έχεις μπροστά σου αμέτρητα λαχανικά και τυριά του τόπου, αλλά εκεί που θα σταματήσεις για να σχολιάσεις είναι το πόσο νόστιμη είναι η ντομάτα. Όταν, δε, πέσεις σε περίπτωση μιας προικισμένης σε άρωμα, σάρκα και γεύση ντομάτας, τότε κάθε συνδαιτημόνας γίνεται σχεδόν ποιητής, προσκυνητής αυτού του λαχανικού (ή μήπως φρούτου;) που έχουμε ταυτίσει με την ελληνικότητα της γαστρονομίας, με το αυθεντικό του καλοκαιριού, αλλά κυρίως με τη μνήμη...
Τη μνήμη μιας γιαγιάς που κόβει από το μποστάνι ντομάτες με το χέρι, τις πλένει κάτω από κρύο νερό και τις κόβει μπροστά στα μάτια μας. Της μητέρας που επέμενε να σπρώχνει πρώτα-πρώτα στο πιάτο μας τα κομμάτια της ντομάτας -τα αντιοξειδωτικά της στοιχεία ήταν μια ασπίδα για τις αρρώστιες. Ολη η αγάπη και η τρυφερότητα, όταν ξεφλούδιζε την ντομάτα πριν μας τη δώσει να τη γευθούμε. Πρέπει να αγαπάς πολύ για να το κάνεις.
Τα απομεσήμερα με τα χέρια κόκκινα να φτιάχνει η μητέρα ή η γιαγιά χυμό και πάστα ντομάτας για τις μαγειρικές του χειμώνα -τα πρώτα σπλάτερ της παιδικής μας ηλικίας ήταν τόσο αθώα. Τα παιχνίδια με τον πατέρα που σου δείχνει πώς να κάνεις την τέλεια «παπάρα» με το ψωμί στο ζουμί της ντομάτας. Τις γεμιστές ντομάτες που προσγειώνονταν στα πιάτα μας και φώναζαν ότι είναι καλοκαίρι και βρίσκεσαι σε διακοπές. Ακόμα και στις πιο φτωχές περιόδους της χώρας, μια ντομάτα κομμένη στα τέσσερα και λίγες ελιές έθρεψαν αγρότες, εργάτες, ανθρώπους του μόχθου.
Ξεπερνάει ακόμα και τη συζήτηση για το πόσο καλά τηγανισμένη είναι η πατάτα ή αν είναι κομμένη στο χέρι. Η ντομάτα μιλά στην καρδιά του καλοκαιριού και της πατρίδας που είναι για πάντα η παιδική μας ηλικία.
Αν και έφτασε στην Ελλάδα το 1818 από τους μάγειρες του βασιλιά Οθωνα, διαπέρασε αμέσως την ελληνική κουζίνα, έγινε τόσο σημαντική όσο το λάδι. Τόσο πολύ που, σύμφωνα με έρευνες, καταναλώνουμε περισσότερες ντομάτες από οποιονδήποτε άλλον Ευρωπαίο -και, ναι, μιλάμε περισσότερο για αυτήν από οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο.
Εχουμε τέτοια εμμονή με τις ντομάτες, που τους βάζουμε ακόμα και να ακούνε δημοτικά τραγούδια αλλά και Βάγνκερ, καθώς μεγαλώνουν μέσα στο χώμα.
Η Μαριάννα Οικονόμου γύρισε το βραβευμένο ντοκιμαντέρ «Όταν ο Βάγκνερ συνάντησε τις ντομάτες» στο χωριό Ηλιάς, του θεσσαλικού κάμπου. Εχει μόνο 30 κατοίκους, κυρίως ηλικιωμένους. Με την πίστη πως κάθε φυτό θέλει και τη μουσική του, δύο ξαδέλφια και πέντε γυναίκες αποφασίζουν να κάνουν μια νέα αρχή. Με λίγη βοήθεια από τη μουσική του Βάγκνερ που ακούγεται καθώς στήνουν ηχεία στα χωράφια τους και τις ιστορίες που διηγούνται για να πάρουν κουράγιο, επιχειρούν να διεισδύσουν στην παγκόσμια αγορά με τη βιολογική καλλιέργεια ενός παλιού σπόρου ντομάτας.
Κάθε φορά που ζυγίζουμε στο στόμα τη γεύση της και στη μύτη το γεμάτο άρωμά της, αναπόφευκτα έρχονται κύματα εικόνων από όσους αγαπήσαμε και μας μεγάλωσαν. Το φαγητό και η μοιρασιά του ως ύψιστη συναισθηματική πατρίδα. Και σχεδόν ποτέ δεν βρίσκουμε τη γεύση της ντομάτας ίδια με εκείνη τη ζουμερή και μυρωδάτη του παρελθόντος.