Iσως να πρέπει να είσαι Γάλλος για να φωτογραφίσεις με τέτοιο τρόπο. Με τον τρόπο του Gérard Uféras, που απεικονίζει την ανθρώπινη αντίδραση απέναντι σε συγκλονιστικά έργα τέχνης στα κορυφαία μουσεία του κόσμου. Με τον μέντορά του, τον Henri Cartier Bresson, να του δείχνει διαρκώς τον δρόμο.
Μια ανδρική φιγούρα, κινείται μέσα στο χώρο και είναι σαν πιστό αντίγραφο του γλυπτού του Τζιακομέτι πάνω στο βάθρο, σαν το σώμα του άνδρα να είναι το κάτοπτρο του χάλκινου έργου του φημισμένου Ελβετού δημιουργού. Mια γυναίκα ξαπλώνει σε παγκάκι στον κήπο του Μουσείου Ροντέν, κάτω από το γυμνό γλυπτό μιας γυναίκας με ηδονικά τα χέρια υψωμένα. Ενα ζευγάρι φιλιέται σαν να είναι μόνο στον χώρο, στο Μουσείο του Λ ούβρου. Ο τρόπος που υπάρχουμε, κινούμαστε, αλληλεπιδρούμε, σαγηνευόμαστε ή και κουραζόμαστε μέσα σε ένα μουσείο είναι ο καμβάς της σε εξέλιξη θεματικής του Gérard Uféras με τίτλο «Μια μέρα στο Μουσείο».
Ο Gérard Uféras, είναι ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους φωτογράφους αυτή τη στιγμή. Και ήταν αυτή η σχεδόν προδιαγεγραμμένη πορεία του: ο πατέρας του λάτρευε τις φωτογραφικές μηχανές, είχε τεράστια συλλογή. Ηταν οκτώ χρονών ο Gérard όταν άρχισε να βλέπει τον κόσμο μέσα από το σκόπευτρο μιας φωτογραφικής κάμερας. Εκπληκτικό: έμαθε να σκηνοθετεί τον κόσμο, να δημιουργεί πλάνα, κάδρα, να εστιάζει σε πρόσωπα, τοπία, λεπτομέρειες που δημιουργούν ιστορίες. Γοητεύτηκε από την ομορφιά. Aπό την ομορφιά που δεν συναντάς μόνο αυτόφωτη εκεί έξω, αλλά και που δημιουργείς μόνος σου. Ενστικτωδώς την αναζήτησε στην Τέχνη και στη Μόδα.
Ηταν 12 χρονών όταν αποφάσισε να δει όλα τα μουσεία του Παρισιού μαζί με δυο φίλους του. Μέχρι τα 13α γενέθλιά του είχε ολοκληρώσει τον στόχο του και έκτοτε δεν σταμάτησε ποτέ να επισκέπτεται, μερικές φορές και καθημερινά διαφορετικά μουσεία. Επισκέφθηκε τα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου -πριν γίνει συνεργάτης τους. Κάτι που άργησε να συμβεί, αφού δεν υπήρξε μια γραμμική επαγγελματικήπορεία προς το όνειρό του. Κυρίως επειδή δεν πίστευε ότι μπορεί να κάνει επάγγελμα το πάθος του. Ηταν ντροπαλός, διακριτικός, ανασφαλής.
Η οικογένειά του τον πίεσε να μην ασχοληθεί με τις φωτογραφίες, αλλά να εργασθεί. Εφτασε σε ηλικία 28 ετών, να πουλάει τζιν και να ξυπνήσει ένα πρωί νιώθοντας γέρος. Σαν να είχε κάνει τον κύκλο της η ζωή του, σαν να μην υπήρχε νόημα. Και τότε αποφάσισε να γίνει φωτογράφος. Και δεν ακολούθησε τίποτα λιγότερο από μια μετεωρική καριέρα, παγκόσμιας εμβέλειας. Δημιούργησε και κέρδισε ευκαιρίες που θα ζήλευαν πολλοί καταξιωμένοι φωτογράφοι.
Ακολούθησε την ουμανιστική ματιά του Henri Cartier Bresson και του Joseph Kudelka, δημιουργώντας τη δική του μοναδική φωτογραφική γραφή. Εγινε ο μεγάλος παρατηρητής. Το 1984, σε ηλικία 30 ετών, άρχισε να εργάζεται ως φωτογράφος στην Liberation, το 1986 έγινε ιδρυτικό μέλος του πρακτορείου Vu. Αρχίζει να διοργανώνει εκθέσεις, να εκδίδει βιβλία, η δουλειά του γίνεται παγκοσμίως γνωστή μέσα στα πρώτα τέσσερα χρόνια από την αρχή της καριέρας του. Και τότε, το 2005 έρχεται μια πρόταση ονειρική για κάθε φωτογράφο.
Το 2005 η Opéra de Paris του δίνει carte blanche: για ένα χρόνο θα είχε πρόσβαση παντού, σε όλους τους χώρους της όπερας, στα παρασκήνια, στις πρόβες και θα φωτογραφίζει ελεύθερα όποιον και ότι θέλει. «Δεν είμαστε κλέφτες, αλλά κλέβουμε προκειμένου να δώσουμε». Η αποστροφή αυτή του Bresson, τον οποίο είχε μέντορα ήδη από την εφηβεία ο Gérard Uféras χαρακτηρίζει ακριβώς τον τρόπο εργασίας του.
Τον καλεί ο οίκος Dior να φωτογραφίσει το δημιουργικό σύμπαν στο ατελιέ και στις επιδείξεις. Επικής ομορφιάς φωτογραφίες, πάντα αποκλειστικά και μόνο ασπρόμαυρες, η αποθέωση της γραμμής, της ομορφιάς, με τον άνθρωπο στο κέντρο. Ο ουμανισμός γίνεται ο πρωταγωνιστής, ακόμα και πλάι σε ένα συγκλονιστικό γλυπτό όπως η Νίκη της Σαμοθράκης ή ένα έργο του Πικάσο.
Συνεργάζεται με τα μπαλέτα Μπολσόι στη Ρωσία, περνάει έναν χρόνο στη Σκάλα του Μιλάνο καταγράφοντας τη ζωή του μπαλέτου. Η όπερα, ο χορός, είναι για αυτόν ίσως η πιο πλήρης μορφή τέχνης, τον εμπνέει καθοριστικά. Ολα όμως μοιάζουν να οδηγούν στο έργο του που περιλαμβάνει τα πάντα. Στο in progress πρότζεκτ του που αφορά την καθημερινότητα των επισκεπτών μέσα στο μουσείο. Τις αντιδράσεις, τον τρόπο που ακόμα και το σώμα τους αλλάζει θέση στον χώρο.
Ο κορυφαίος φωτογράφος και φίλος του Willy Ronis, λέει για το έργο του Gérard Uféras «μπαίνω στον πειρασμό να χρησιμοποιήσω μια δυνατή λέξη για τις φωτογραφίες του, αλλά δεν θα το κάνω... Θα πω μόνο ότι έχουν ένα μεγάλο μυστήριο που ονομάζεται χάρη». Αυτή η χάρη, πέρα από το ταλέντο, την μοναδική ικανότητα να αποτυπώνει το θέμα του, κρύβει και ένα ακόμα σημαντικό προσόν: κατορθώνει να είναι αόρατος.
Το μυστικό για τις σπουδαίες φωτογραφίες παρασκηνίων, εκδηλώσεων, συνύπαρξης είναι να μην νιώθεις ότι είναι ένας φωτογράφος κάπου εκεί. Να κατορθώνει να σβήνει τα ίχνη του προκειμένου να αιχμαλωτίσει την ιδανική στιγμή μέσα από αμέτρητες λήψεις.
Αόρατος αλλά και διακριτικός. Τρυφερός. Δεν εκθέτει, κοιτάζει τον άνθρωπο πίσω από τον φακό με στοργή σχεδόν. Κάτι που όσο πουθενά αλλού βλέπουμε στη σειρά «Μια μέρα στο μουσείο», που για πρώτη φορά παρουσιάστηκε σε έκθεση την άνοιξη του 2019 στη Μόσχα προσελκύοντας 80.000 επισκέπτες.
Αγαπάει ιδιαιτέρως τα ζευγάρια, αιχμαλωτίζει για πάντα στον χρόνο το σμίξιμο, την στιγμή που οι ερωτευμένοι έλκονται από το έργο και ταυτόχρονα τα σωματά τους σμίγουν. Ιδιαίτερη αδυναμία έχει όμως και στα παιδιά, στις αντιδράσεις τους μπροστά στα έργα τέχνης. Κάποιες φορές είναι ακατανόητα, βαρετά, με αποτέλεσμα τα παιδιά να κάθονται στο πάτωμα πεισμωμένα, ή να πέφτουν στους πάγκους για να κοιμηθούν.
Αλλες φορές τα παιδιά συναρπάζονται μπροστά σε ένα μνημειώδες έργο που αναπαριστά μάχες ή έντονες ανθρώπινες καταστάσεις. Καλύτερο και από τα ηλεκτρονικά παιχνίδια στις μικρές οθόνες των κινητών και τις κονσόλες. Το ανθρώπινο συναίσθημα κυριαρχεί. Το αθάνατο, το εις το διηνεκές της Τέχνης συναντά την φθαρτότητα, την αμηχανία, την αδεξιότητα του ανθρώπου.
Κατορθώνει όμως ο Gérard Uféras και κάτι άλλο: σπάει τις αρθρώσεις του κλινικού, του παγωμένου, του απρόσιτου που κυριαρχεί συχνά στα μουσεία. Του απαγορεύεται να αγγίζεται, του μην μιλάτε δυνατά, του σταθείτε ευλαβικά μπροστά στα έργα. Τα μουσεία γίνονται μέσα από τα έργα του χώροι κατοίκησης, ζωής. Ο άνθρωπος γίνεται το μέτρο των πάντων. Ακόμα και της Τέχνης.